Σελίδες

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Pedro Salinas - Τρία ερωτικά ποιήματα

Ο Πέδρο Σαλίνας, ο πιο μεγάλος σε ηλικία ποιητής από τη Γενιά του '27, γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1891 και πέθανε έξι δεκαετίες αργότερα στην αμερικανική Βοστώνη.
Έχοντας ήδη εργαστεί ως λέκτορας στη Σορβόννη και, στη συνέχεια, ως τακτικός καθηγητής στη Σεβίλλη, βρήκε καταφύγιο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου στην Αμερική, συνεχίζοντας την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στο Wellesley College, και ακολούθως στα πανεπιστήμια της Βαλτιμόρης και του Πουέρτο Ρίκο.

Παρ' όλη την αγάπη του στη θάλασσα και το μεσογειακό φως, στην ισπανική γλώσσα που ποτέ δεν εγκατέλειψε και παρά την αδυναμία πλήρους ένταξής του στον αμερικάνικο τρόπο ζωής, ο Σαλίνας δεν επέστρεψε ποτέ πια στην πατρίδα του.

Μολονότι η λογοτεχνική του παραγωγή καλύπτει όλα τα είδη του λόγου, αφοσιώθηκε περισσότερο στην ποίηση, της οποίας ο «αληθινός κύκλος», κατά τον φίλο του ποιητή Χόρχε Γκιγιέν (Jorge Guillén), βρίσκεται στα έργα Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα (Μαδρίτη, 1933), Αιτία αγάπης (Μαδρίτη, 1936) και Μακρύς θρήνος (Μεξικό, 1946, πλήρης έκδοση 1975).

Αυτή η τριλογία ανέδειξε τον Σαλίνας σ' έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους της ισπανικής ερωτικής ποίησης, καθώς μονίμως η θεματική του περιλαμβάνει μια ερωτική ιστορία που ξεκινάει από τη σωματική πληρότητα και την εκστατική κορύφωση ώστε να καταλήγει, με παθητικότητα, σε διάρρηξη της σχέσης.
Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα βιβλία, στο τελευταίο, που γράφτηκε στην Αμερική, κυριαρχεί το αίσθημα της εξορίας και της μοναξιάς.

Μτφρ. Virginia López Recio
Πηγή http://www.ispania.gr/arthra/logotexnia/1005-pedro-salinas-
Photographer James Weber (U.S.)
Τη σκιά σου σμιλεύω-Pedro Salinas

Τη σκιά σου σμιλεύω.
Της έχω ήδη αφαιρέσει τα χείλη,
τα κόκκινα και σκληρά: έκαιγαν.
Θα σ' τα 'χα φιλήσει
πολύ περισσότερο.

Ύστερα σταματάω τα μπράτσα σου,
τα σβέλτα, τα μακριά, τα νευρώδη.
Μου πρόσφεραν τον δρόμο
για να σ' αγκαλιάσω.

Σου αφαιρώ το χρώμα, τον όγκο.
Σου κόβω το πέρασμα. Ερχόσουν
κατευθείαν σ' εμένα. Εκείνο που πιότερο
πόνο μου έδωσε, επειδή σώπασες,
είναι η φωνή σου. Πυκνή, τόσο θερμή,
περισσότερο χειροπιαστή απ' το σώμα σου.
Αλλά ήδη ετοιμαζόταν να μας προδώσει.

Έτσι
η αγάπη μου είναι ελεύθερη, λυτή
με την αποσαρκωμένη σκιά σου.
Και μπορώ να ζω μέσα σου
χωρίς να φοβάμαι
εκείνο που περισσότερο ποθώ,
το φιλί σου, την αγκαλιά σου.

Να υπάρχω με τη σκέψη πάντα
στα χείλη, στη φωνή,
στο σώμα
που εγώ ο ίδιος σου απέσπασα
για να μπορέσω, δίχως αυτά,
να σ' αγαπήσω.

Εγώ, που τ' αγαπούσα τόσο!
Και ν' αγκαλιάσω ατέλειωτα, χωρίς λύπη
-καθώς φεύγει ασύλληπτη,
με τη μεγάλη μου αγάπη ξοπίσω της
η σάρκα στον δρόμο της-
το μόνο δυνατό σου σώμα:
το γλυκό, ιδεατό σου κορμί.
(Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα, 1933)
Toby Boothman, British painter
[Το να σε σκέφτομαι απόψε]-Pedro Salinas

Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.

Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ως τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.

Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! 

'Ολα να προστρέχουν

πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.

Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.

Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.

Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.
(Αιτία αγάπης, 1936)
ART by ALEX ALEMANY
Μνήμη στα χέρια-Pedro Salinas
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.

Ενθύμιο μιας πέτρας
που βρέθηκε δίπλα σ' ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.

Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.

Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.

'Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.

Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ' την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.

Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν' αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.

Θυμούνται ακόμα εκείνα, τα χέρια μου,
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.

Τίποτα πιο μυστηριώδες σ' αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί. 

'Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ' τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ' τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.

Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;

Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν.
Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ' το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ' αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας,  
την αόρατη παρουσία.

Έτσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.

Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να 'ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.
(Μακρύς θρήνος, 1975)

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Τα τραγούδια είναι όπως τα λουλούδια,  ανθίζουν παντού, ακόμα και μέσα στη φτώχεια.
Το τραγούδι που δεν τραγουδιέται,  δεν είναι τραγούδι, είχε πει ο Β.Τσιτσάνης.
Αυτό το τραγούδι ήταν ''κάποτε'' ανάγκη της ψυχής και απαραίτητο στοιχείο κοινωνικότητας, είχε έναν κοινό άξονα,  να σμίγει τους ανθρώπους καταγράφοντας <εκτός απο τον έρωτα>,τα εκάστοτε κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής, ειπωμένα και δοσμένα με έναν αριστουργηματικό τρόπο  απο τους δημιουργούς,  στιχουργούς, συνθέτες ώστε, όταν απο την καρδιά έφταναν στα χείλη να λειτουργούν ως κάθαρση.
Μέχρι το 1985 όταν ακόμα η φτώχεια λειτουργούσε ως κώδικας αξιών,  πλήθος τραγουδιών απο σπουδαίους συνθέτες  και στιχουργούς  γίνανε το'' καρβουνάκι ''της ελπίδας, της χαράς, του γλεντιού και της παρέας,  ξορκίζοντας με το δικό τους τρόπο τη φτώχεια,  την πίκρα και τον καημό της ανέχειας, προσδίδοντάς τους χαρακτηριστικά όπως: η λεβεντιά, το φιλότιμο, η καλοσύνη και η ''ντομπροσύνη''-φτωχά πλην τίμια χέρια''
Χαρακτηριστικό το τραγούδι σε στίχους του Λ.Παπαδόπουλου και Μουσική του Στ.Ξαρχάκου με τη φωνή του  Στέλιου Καζαντζίδη. 
''Φτωχολογιά''
Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι
για τους καημούς σου, που σεργιανούν στη γειτονιά
Φτωχολογιά, που απ’ τον πηλό πλάθεις λουλούδι
και τους καημούς σου τους πλέκεις ψιλοβελονιά


Στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν
άνδρες μ’ ολοκάθαρη ματιά
Ψηλά κυπαρισσόπουλα, χαρά στα κοριτσόπουλα
που `χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά

Οι ίδιοι δημιουργοί,  πήραν το παράπονο της φτώχειας και το έκαναν τραγούδι ζωής,  με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση 
Άπονη ζωή
μας πέταξες στου δρόμου την άκρη
μας αδίκησες 
ούτε μια στιγμή
δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ
μας κυνήγησες
το κρίμα μας βαρύ
μας γέννησες φτωχούς
με την καρδιά πικρή
γεμάτη στεναγμούς 

Άπονη ζωή
δεν θέλαμε παλάτια κι αστέρια
να μας χάριζες 
μια μπουκιά ψωμί
για μας τα ορφανά περιστέρια
ας χαλάλιζες
μας έδειρε ο βοριάς
μας ήπιε η βροχή
το αίμα της καρδιάς
γιατί είμαστε φτωχοί
Ο Μίκης θεοδωράκης ντύνει επάξια με τη μουσική του, τους στίχους του ποιητή μας Τ.Λειβαδίτη,  σ'ένα απο τα ωραιότερα τραγούδια των τελευταίων 50 χρόνων(κατά την ταπεινή μου άποψη),  με την ανεπανάληπτη ερμηνεία του Γρ.Μπιθικώτση Δραπετσώνα.
Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το 'δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά
 απαντοχή

Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί


Σημαντικός σταθμός για τα τραγούδια της φτωχολογιάς,  < δεν αναφέρω το ρόλο που έπαιξαν αυτά, στο Ρεμπέτικο και το λεγόμενο παλιό λαικό τραγούδι  γιατί,  ''ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός''
Θυμήθηκα τώρα ένα τραγούδι του Β.Τσιτσάνη σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου-Της φτώχειας τα κουρέλια
Αλλά,  και το τραγούδι του Μανώλη  Χιώτη με τη μπριόζα και σκερτσόζα ,  όπως την αποκαλούσε ο πατέρας μου, Μαίρη Λίντα-Λαός και κολονάκι.

Σημαντικό σταθμό ''λοιπόν'' όχι μόνο για τα τραγούδια της φτωχολογιάς, αλλά  και για την ταινία <Συνοικία τ' όνειρο>σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη, το τραγούδι ''Βρέχει στη φτωχογειτονιά'' .
 Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με την αυθεντική λαϊκή και δραματική ερμηνεία του γίνεται ένας ακόμη «ρόλος» της ταινίας προσθέτοντας δραματουργικά στο συνολικό κλίμα αρτιότητας  και υψηλής αισθητικής που τη χαρακτηρίζει. 
Το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά»σε ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη-και- Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνευμένο εκπληκτικά από τον Μπιθικώτση, που εκείνα τα χρόνια συνεργαζόταν στενά με τον μεγάλο συνθέτη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς αντικατοπτρίζοντας μοναδικά τη σκληρή πραγματικότητα μιας Ελλάδας που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να επιβιώσει.

Ο Ηλίας Ανδριόπουλος σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη  και την μοναδική ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου,  σ' ένα τραγούδι προσευχή
  
Κι  ήρθαν τα χρόνια, το τραγούδι έγινε διαφημιστικό- σλόγκαν- δισκογραφικής εταιρείας και η φτώχεια αποτέλεσε ''πολιτιστικό'' αδίκημα ντύθηκε με μεταξωτές κορδέλες,  φρουφρού και αρώματα απέκτησε <γκαμπριολέ> και <Γκούτσι>φόρεμα, έκανε ότι μπορούσε να αποποιηθεί την ταπεινή καταγωγή του,  το λαικό τραγούδι πέρασε στο περιθώριο.
Ενας καινούργιος ορισμός ήρθε να εξωραίσει τα πράγματα ''Εντεχνο '' το είπανε
Μας μπέρδεψαν με τραγούδια ακαταλαβίστικα,  κλαψομούρμουρα  εμείς του Εντέχνου,  εσείς του Α-τεχνου.

Αργότερα το Εντεχνο μετονομάστηκε  σε ''Λόγιο''
Κάποτε ένας σημαντικός Ελληνας φιλόσοφος έγραψε: «Το ό,τι η πολιτική ασκείται και μέσα στις έννοιες φαίνεται εύλογο αν αναλογιστεί κανείς ότι όποιος κατασκευάζει ή χρησιμοποιεί μια έννοια, τις περισσότερες φορές δεν θέλει μόνο να δηλώσει το περιεχόμενό της, αλλά παράλληλα να δείξει την εγκυρότητα μιας ερμηνείας, να πείσει ή να πάρει με το μέρος του αυτούς στους οποίους απευθύνεται κάθε φορά.
Υπό το πρίσμα αυτό ιδωμένες, οι έννοιες δεν είναι αθώες, αλλά φορτισμένες με συμφέροντα, ως προς τα οποία και ενέχονται όσοι τις κατασκευάζουν ή τις χρησιμοποιούν». (ΚΨυχοπαίδης, Πολιτική μέσα στις έννοιες, «Νήσος», Αθήνα 1997).
 Υπάρχει λοιπόν πολιτική μέσα στις έννοιες «έντεχνο» και «λόγιο>; 
Δεν είμαι ειδικός για να προβώ σε τέτοιου είδους αναλύσεις,  με καλύπτει ως δήλωση αυτό που έγραψε ο Θ.Μικρούτσικος  στο cd του-Ποίηση με μουσική (1997), όπου ο Κ.Θωμαίδης ερμηνεύει την ποίηση των Κ Καβάφη και Χ.Λιοντάκη:''Πρέπει κάποτε
 οι μουσικολόγοι να διορθώσουν τους 
παροχυμένους όρους :
''σοβαρό'',''κλασσικό'',''ελαφρό'',''έντεχνο'', λες 
και το άλλο είναι ''α-τεχνο.  Μέχρι τότε, εμείς θα 
χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους για να 
συννενοούμαστε.
Για ένα πράγμα είμαι σίγουρη, αν ζούσε σήμερα 
ο Β.Τσιτσάνης, θα έλεγε :''Tραγούδι που δεν 
τραγουδιέται,  δεν είναι τραγούδι.''

-Ξαφνικά ανακαλύψαμε  ''ξανά'''τη φτώχεια γύρω μας,  αλλά και την ένδεια του Ελλ Τραγουδιού..

Απο φτωχοί  γίναμε φτωχότεροι και  δεν υπάρχει ρε γμτ ουτε ένα τραγούδι να  την τραγουδήσουμε .
Ευτυχώς, διασώθηκαν τα τραγούδια της ''φτωχολογιάς'' τότε που η φτώχεια λειτουργούσε   ως κώδικας αξιών .

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.(Μαρία Λαμπράκη)
Χαίρε φτώχεια με τον άξιο λόγο του Κώστα Τριπολίτη

Χαίρε φτώχεια
Στίχοι -Κώστας Τριπολίτης
Μουσική-Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία -Χρήστος Θηβαίος 

Άκουσα τα λόγια της βροχής
ήσυχα βαριά προσεχτικά
πάνω στους τσίγκους
Στον καταυλισμό που αντηχεί
μελαγχολικά υπνωτικά
φέρνουν ιλίγγους
Χαίρε φτώχεια και φτώχεια της φωνής
και φτώχεια στις παράγκες χαίρετε!

εκ των πραγμάτων αφανείς παράγωγα της μηχανής
που έχει ανάγκη από τραγούδια με ανάγκες
χαίρετε!
Έφτασα στο τέλος των σκοπών
μίζερη στεγνή λογιστική
με fax και bonus

Ζώντας διαμέσου των σιωπών
δάκρυα με θλίψη αυθεντική
στους βλεννογόνους

Χαίρε φτώχεια και φτώχεια της φωνής
και φτώχεια στις παράγκες χαίρετε!
εκ των πραγμάτων αφανείς παράγωγα της μηχανής
που έχει ανάγκη από τραγούδια με ανάγκες
χαίρετε!


Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Καλό μήνα Μάρτη !


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_Mi3Xa_13TD8i_Mk3CWpeQShJtYTmBa1E8cqcse4QsyF5R3lKbYHu2abM2RJTsRifcQeEEK5PEbMvSzGIqDfRqUO2Jj2cZy1d03VDOp4psD9kGoT9D1_GqVzUVKwQaIujxsiys9eOn_c/s1600/1622763_602081379886556_855412870_n.jpg ΜΑΡΤΗΣ
Ο λαός μας λέει:

«απούχει κόρη ακριβή, του Μάρτη ήλιος μην την δει» «Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει»
Ο Μάρτης ή Μαρτιά είναι ένα παμπάλαιο έθιμο, με βαλκανική διασπορά.
Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.
Από τη 1η  του Μάρτη, τα παιδιά φορούν στον καρπό του χεριού τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον Μάρτη ή Μαρτιά.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Μάρτης προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν.
Τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι.
Το βραχιολάκι αυτό το βγάζουν στο τέλος του μήνα, ή το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να τον πάρουν τα πουλιά και να χτίσουν τη φωλιά τους.
 Άλλοι πάλι, δένουν τον Μάρτη σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία.


Στις 21 Μαρτίου 1882, στο φιλολογικό περιοδικό ΕΣΤΙΑ δημοσιεύτηκε ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά για το μήνα Μάρτιο.
Ο ποιητής δεν είχε εκδώσει ακόμη τις μεγάλες του ποιητικές συλλογές, ενώ και το συγκεκριμένο ποίημα δεν μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για ποίημα που έγραψε κατά την παιδική ή την πρώιμη εφηβική του ηλικία, καθώς στο τέλος αναφέρει ότι αυτό γράφτηκε "Εν Μεσολογγίω" - ο Παλαμάς έζησε στο Μεσολόγγι μεταξύ 1867 και 1875, δηλαδή μεταξύ 8 και 16 ετών. 

Το ποίημα είναι ο μονόλογος μιας μητέρας προς το παιδί της για τα καλά του μήνα: από το μάρτη που ετοίμασε για το παιδί της, ώστε να το φορέσει στο λαιμό για να μην το κάψει ο ήλιος, μέχρι τα λουλούδια που ανθίζουν, τον Ευαγγελισμό και την εθνική γιορτή.
ΜΑΡΤΙΟΣ-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ροδίζ' η πρώτη του Μάρτη μέρα,
Και στο παιδάκι της η μητέρα
Γελώντας πάει:
"Με μάρτη έρχομαι το λαιμό σου
Να στεφανώσω. Σαν άγγελός σου
Θα σε φυλάει.

"Από χρυσάφι, προτού να φέξει,
Με τι φροντίδα τον έχω πλέξει
Για σε, χρυσό μου!
Με κάθε χρώμα τον έχω ντύσει,
Ουράνιο τόξο, που θα στολίσει
Τον ουρανό μου.

"Αρχίζει ο ήλιος σαν πρώτα πάλι
Να τρέχει ελεύθερος στην αγκάλη
Γαλάζιου αιθέρα.

Λιώνουν τα χιόνια, κι όσ' απομένουν
Άσχημα νέφη, κι αυτά μορφαίνουν
Μέρα τη μέρα.

"Αρχίζει ο ήλιο σαν πρώτα πάλι
Να ξετρυπώνει αγάλι αγάλι
Τα λουλουδάκια
Δειλά κρυμμένα μέσα στο χώμα.
Κι ύστερ' απ' τ' άνθη, φροντίζει ακόμα
Για τα παιδάκια.

"Κι όποιο παιδάκι με μάρτη βλέπει,
Χρυσή στα χρόνια τ' απλώνει σκέπη,
Το καμαρώνει.
Γιατί του Μάρτη η αλυσίδα
Μάνας χεράκι, μάνας φροντίδα
Του φανερώνει.

"Και όποιο πάλι το ιδεί να τρέχει
Δίχως στεφάνι Μαρτιού να έχει,
Δεν τ' αγαπάει.
Κακό παλιόπαιδο το νομίζει,
Ακούς, παιδί μου; και το μαυρίζει
Και τ' αρρωστάει.

"Μα το δικό σου σαν αντικρύσει
Λαμπρό στολίδι, θα σ' αγαπήσει
Όσο κανένα.
Κι η ίδια ακτίνα του θα σε φιλήσει
Το πιο ωραίο που θα γεννήσει
Άνθος, κι εσένα!
"Ο Μάρτης θεία είν' ευλογία!
Σα χελιδόνι ή ευτυχία
Στα σπίτια μπαίνει.
Και η υγεία σα μαϊστράλι
Στο γαλανόλευκο περιγιάλι
Μας ανασταίνει.

Αυτός, μ' αγγέλου φτερά κινάει
Και το Χριστό της πρωτομηνάει
Στην Παναγία.

Και στην πατρίδα επαναστάτης,
Ο Μάρτης έφερε τη γλυκιά της
Ελευθερία.
"Να του σπιτιού μας το χελιδόνι
Εις την παλιά του φωλιά σιμώνει,
Και σε ζητάει.
Πρόβαλε, δέξου το... Στο λαιμό σου
Πώς μοιάζει ο μάρτης! σαν άγγελος
Θα σε φυλάει".

“Ρόδου μοσκοβόλημα” είναι το γνωστό ποίημα του Κωστή Παλαμά από τη συλλογή του “η πολιτεία και η μοναξιά” που γράφτηκε το 1912:Εφέτος άγρια μ’ έδειρεν η βαρυχειμωνιά,
που μ΄έπιασε χωρίς φωτιά και μ’ ήβρε χωρίς νιάτα,
κι ώραν την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα.
Μα χτες, καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ τ’ αρχαία τα μονοπάτια,
στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού μου δάκρυσαν τα μάτια.
Μιλτιάδη Μαλακάση ο Μάρτης, στο ποίημά του με τίτλο: “Ανοιξιάτικη μπόρα”
 Βαριές, πλατιές οι στάλες
πέφτουν οι μεγάλες της βροχής
κι αριές...
Κλάμα βουβό και πώς αχείς, πώς αντηχείς
μες στις θλιμμένες τις καρδιές,
αντάμα με σπασμένες δοξαριές!
Διες!
Ήλιος του Μαρτιού μαζί
με το χαλάζι το σκληρό
σαν τ’ άστρα...
Ω έννοια! Ζει
μες στ’ άλλα
πόχει η μπόρα,
ζει κι η στάλα
ακόμα το νερό, αφού
στάζ’ έτσι τώρα
μες στη φαρφουρένια
γλάστρα...
Μ. Αναγνωστακης, «Τοπιο» (απο τις Παρενθεσεις, 1956)
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη….
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.

Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
 Ρ. Μπουμη-Παππα, «Ο Μαρτης και η Μανα του»
Τον γνωρίζετε το Μάρτη,
τον τρελό και τον αντάρτη;
Ξημερώνει και βραδιάζει
κι εκατό γνώμες αλλάζει.

Βάζει η μάνα του μπουγάδα,
σχοινί δένει στη λιακάδα,
τα σεντόνια της ν’ απλώσει,
μια χαρά να τα στεγνώσει.

Νά που ο Μάρτης μετανιώνει
και τα σύννεφα μαζώνει
και να μάσει η μάνα τρέχει
τα σεντόνια, γιατί βρέχει!

Νά ο ήλιος σε λιγάκι,
φύσηξε το βοριαδάκι,
κι η φτωχή γυναίκα μόνη
τα σεντόνια ξαναπλώνει.

Μια βροντή κι ο ήλιος χάθη
μες στης συννεφιάς τα βάθη,
ρίχνει και χαλάζι τώρα,
ποποπό, τι άγρια μπόρα!

Ώς το βράδυ φορές δέκα
άπλωσε η φτωχή γυναίκα
την μπουγάδα, κι όρκο δίνει
Μάρτη να μην ξαναπλύνει.
Κική Δημουλά, «Ουτοπίες»
“Καθ’ οδόν/ (7 και 30’ πρωινή προς εργασίαν)
συναντώ τον Μάρτιο/ ευδιάθετον,
υπαινιγμών πλήρη/ περί ανοίξεως και λοιπά.
Αναβάλλω την υπόστασή μου
ανακόπτω τη σύμβασή μου/ με το χειμώνα
και διασπείρομαι σε χώμα.
Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι,
ξαπλωμένη, απλωμένη/ απέναντι στο
καθ’ όλα σύμφωνο/ σύμπαν.
Φυτεύομαι άνθη,/ ανθίζω συναισθήματα,
και είμαι πολύ καλά
εις άπλετον προορισμόν/ και τοποθέτησιν.
«Απαγορεύεται η άνοιξις!»
ξάφνου μια πινακίδα – σύννεφο
απειλεί. Αμέσως
μια βροχή άρχισε κι έλεγε
εις βάρος της ανοίξεως/ και εις βάρος μου,
ένας δύσθυμος άνεμος/ μου κατάσχει τα άνθη,
μου κατάσχει τα συναισθήματα
και μ’ οδηγεί στο Γραφείο.
Παράβασις, λοιπόν, βαρεία,
και μάλιστα καθ’ οδόν,
από κυρία σχεδόν ώριμη
με οικογενειακές υποχρεώσεις,
και πολυετή θητείαν
εις Δημοσίαν θέση
και χειμώνες.”
Ζωγράφος, Γιώργος Σταθόπουλος
Ο. Ελύτης, «Τα Ελληνάκια»
«Τον ΜΑΡΤΗ περικάλεσα/ και τον μικρό Νοέμβρη/ τον Αύγουστο τον φεγγερό/ κακό να μην μας έβρει,/ Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά/ είμαστε δυο Ελληνάκια/ μες στα γαλάζια πέλαγα/ και στ’ άσπρα συννεφάκια./ Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά/ κι η αγάπη μας μεγάλη/ που αν τη χωρέσουμε απ’ τη μια/ περσεύει από την άλλη./ Κύματα σύρετε ζερβά/ και σεις τα σύννεφα δεξιά/ Φάληρο με Περαία/ μια γαλανή σημαία».
Τα κάλαντα του Μάρτη τα γνωστά «χελιδονίσματα».
« Ήρθε, ήρθε χελιδόνα, ήρθε και άλλη μελιδόνα

κάθισε και λάλησε και γλυκά κελάησε:
Μάρτη , Μάρτη μου καλέ και Φλεβάρη φοβερέ
κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις, καλοκαίρι θα μυρίσεις.
Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις, πάλιν άνοιξη θ΄ανθίσεις.»
 Το πρώτο χελιδόνι - Κώστας Καρυωτάκης 
Ήλθες, ήλθες, χελιδόνι, για να διώξεις το χειμώνα, ήλθες μ’ άνθη να στολίσεις της καλής μας γης το χώμα.
Έλα, έλα, χελιδόνι, σε προσμένει η φωλιά σου, έλα, έλα, να σκορπίσεις το γλυκό κελάδημά σου.
Ήλθες, ήλθες, χελιδόνι,  την ακούμε τη λαλιά σου, ήλθες, ήλθες και απλώνεις μια χαρά σαν τη χαρά σου.
 
…Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.Κ’ έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ’ το υπέρτατο φως…(Nικηφόρος Βρεττάκος)
Ο ΜΑΡΤΗΣ (Γεώργιου Βιζυηνού)

Ο Μάρτης βάλλει τ' Απριλιού τα γλαμπυρά φορέματα,

και καταβαίν' απ' τ' αψηλά με των βουνών τα ρέματα, 
κι αυτού που είν' οι κάμποι
φωτοβολά και λάμπει.
Στο σπιτικό τους τα δενδρά ριγούν και συμμαζεύονται,
τ' άνθη στους κόρφους των βαθιά κοιμούνται κι ονειρεύονται,
και τα λουλούδια 'κόμα
δεν βγήκαν απ' το χώμα.
- Δενδρά, ο Μάρτης τα λαλεί, για αφήστε τα καμώματα!
Άνθη, τα μάτια ανοίξετε και βγείτ' από τα στρώματα!
Να ιδείτε τι σας φέρει
το μαγικό μου χέρι!
Εγώ μ' ο μήνας, που γυρνά σε κάθε χρόνου κύλιμα,
και φέρει μόσχους και θωριές εις τ' άνθη μ' ένα φίλημα,
και φέρ' εις κάθε κόρη
ένα καλό αγόρι.
Τ' ακούνε τ' άνθη και κοτούν κι ανοίγουν τα χειλάκια τους·
και μισανοίγουν τα δενδρά τα πράσινα ματάκια τους·
τα ρόδα που κοιτάζουν
φθονούν κι αυτά και σχάζουν.
Τ' ακούει κ' η αμυγδαλιά, κορίτσι κουτοπόνηρο,
κι από τον ύπνο πλανευτή, ερωτεμέν' απ' όνειρο,
πα στα γυμνά της κάλλη
νυφιάτικ' άνθη βάλλει.
- Καλό στον εύμορφο το νιό, που ψες τον ονειρεύθηκα,
που στο γλυκό μου τ' όνειρο είδα πως τον πανδρεύθηκα!
Σαν τι καλά με φέρει
το γκαρδιακό μου ταίρι;
Της φέρνει στρώμ' απ' το Χιονιά κι απ' το Βοριά παπλώματα·
τη νύχτα κάμνουν τη χαρά, και πα στα ξημερώματα
της αγκαλιάς του η πάχνη
την εύμορφην αδράχνει!
Της κάμνει σάβανο χλωμό το νυμφικό της φόρεμα·
της βάνει μοιρολογητή ένα ψυχρό θολόρεμα·
κ' εκείνο κλαί' και σκάφτει,
και ρίχνει και την θάφτει.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, «ΤΟΠΙΟ»
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη….
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.