Μάης, και “η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί που ‘χω στο στόμα”
(Α. Εμπειρίκος, Ο πλόκαμος της Αλταμίρας)
Ο ΜΑΪΟΣ ΜΑΣ ΕΦΤΑΣΕ (παραδοσιακό τραγούδι)
Ο Μάιος μας έφτασε
εμπρός βήμα ταχύ
να τον προϋπαντήσουμε
παιδιά στην εξοχή.
Δώρα στα χέρια του πολλά
Και όμορφα κρατεί
Και τα μοιράζει γελαστός
Σε όποιον το ζητεί.
Λουλούδια ας διαλέξουμε
και ρόδα και κρίνα
κι ελάτε να πλέξουμε
στεφάνια με κείνα,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
Τ’ αηδόνια συμφώνησαν
της γης τ’ αγγελούδια
και βρήκαν και τόνισαν
καινούρια τραγούδια
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
Η θάλασσα γίνεται
καθρέφτης και πάλι,
το κύμα της χύνεται
κι ο φλοίσβος τον ψάλλει,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
Χορεύει το πρόβατο
τ’ αρνάκι βελάζει
κι απ’ τον αγκαθόβατο
δροσούλα σταλάζει,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
Η Άνοιξη, δροσιές γεμάτη
καρτερεί μεσοκαμπής
στ’ ανθισμένο της παλάτι
Μάη μου για να μπεις.
Δέξου φούχτες τα λουλούδια
απ’ την πλούσια ποδιά
δέξου Μάη γλυκά τραγούδια
κι από τα παιδιά.
Απόσπασμα απο την Αμοργό-Νίκος Γκάτσος
Ήταν του Μάη το πρόσωπο
του φεγγαριού η ασπράδα
ένα περπάτημα ελαφρύ
σαν σκίρτημα του κάμπου
Κι αν θα διψάσεις για νερό
θα στίψουμε ένα σύννεφο
κι αν θα πεινάσεις για ψωμί
θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Που επαναστατούν
Στους δρόμους
Στα δημόσια πάρκα
Και στις ιστορικές πλατείες
Δεν κάμουν Ιστορία.
Τραγουδούν
Καθώς παληά οι Προχριστιανοί
Τη γέννηση ενός κόσμου που θα 'ρθει
Για να ξεπλύνει τούτη τη γη
Από χιλιάδων χρόνων
Σκόνη
Μίσος
Και Μωρία.
Οι Γάλλοι νέοι
Δεν επαναστατούν
Εγκαινιάζουνε απλώς
Μιαν εντελώς
Καινούργια
Ιστορία».
του φεγγαριού η ασπράδα
ένα περπάτημα ελαφρύ
σαν σκίρτημα του κάμπου
Κι αν θα διψάσεις για νερό
θα στίψουμε ένα σύννεφο
κι αν θα πεινάσεις για ψωμί
θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Ποιήμα του Μάνου Χατζιδάκι για το γαλλικό Μάη του '68
«Οι Γάλλοι νέοιΠου επαναστατούν
Στους δρόμους
Στα δημόσια πάρκα
Και στις ιστορικές πλατείες
Δεν κάμουν Ιστορία.
Τραγουδούν
Καθώς παληά οι Προχριστιανοί
Τη γέννηση ενός κόσμου που θα 'ρθει
Για να ξεπλύνει τούτη τη γη
Από χιλιάδων χρόνων
Σκόνη
Μίσος
Και Μωρία.
Οι Γάλλοι νέοι
Δεν επαναστατούν
Εγκαινιάζουνε απλώς
Μιαν εντελώς
Καινούργια
Ιστορία».
Πίνακας, Γιάννης Τσαρούχης
“Κλωνάρια λέξεων αδημονούν για Μάιο. Καθώς δραπέτες
φωτοστέφανων του Angelico μια θέση αγίου διεκδικούν μέσα στο ποίημα.”
(Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον)
Ζωγράφος, Γιώργος Σιούντας
Κώστας Βάρναλης, “Πρωτομαγιά 1943″
Κώστας Βάρναλης, “Πρωτομαγιά 1943″
Ήτανε πρώτη του Μαγιού , φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές , οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν , δυο , ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια .
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,
μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .
Και πρώτος άρχος του χορού , δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος .
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές , οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν , δυο , ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια .
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,
μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .
Και πρώτος άρχος του χορού , δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος .
που ωραιότερη φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά και γελάει
πρασινάδες , αχτίνες , νερά.
Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι ,
παιδιά κι άντρες , γυναίκες και γέροι.
Ασπροντύματα , γέλια , και κρότοι ,
όλοι δρόμοι γιομάτοι χαρά.
Ναι χαρείτε του χρόνου την νιότη ,
άντρες , γέροι , γυναίκες παιδιά.
Arkady Ostritsky,painter
Το βαπόρι-Σκαρίμπας
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.
Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.
Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimmed,
And every fair from fair sometime declines,
By chance, or nature's changing course untrimmed:
But thy eternal summer shall not fade,
Nor lose possession of that fair thou ow'st,
Nor shall death brag thou wander'st in his shade,
When in eternal lines to time thou grow'st,
So long as men can breathe, or eyes can see,
So long lives this, and this gives life to thee.
Το βαπόρι-Σκαρίμπας
Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.
Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.
Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.
Arkady Ostritsky, painter
William Shakespeare- Sonnet XVIII (1609)
Shall I compare thee to a summer's day?
Thou art more lovely and more temperate:Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimmed,
And every fair from fair sometime declines,
By chance, or nature's changing course untrimmed:
But thy eternal summer shall not fade,
Nor lose possession of that fair thou ow'st,
Nor shall death brag thou wander'st in his shade,
When in eternal lines to time thou grow'st,
So long as men can breathe, or eyes can see,
So long lives this, and this gives life to thee.
Arkady Ostritsky, painter
William Shakespeare- Sonnet XVIII (1609)
Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή; Εσύ υπερέχεις σε απαλότητα και χάρη· λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη και δεν κρατούν τα καλοκαίρια μας πολύ. | |
Άλλοτε καίει πολύ των ουρανών η φλόγα, θαμπώνεται άλλοτε η ολόχρυσή τους όψη· τ’ όμορφο κάποτε χάνει την ομορφιά του απ’ την πορεία της φύσης είτε από την τύχη. | |
Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δε θα σβήσει, της ομορφιάς την κατοχή δε θα τη χάσεις, κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες στη σκιά του· θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ’ αιώνιους στίχους! | |
Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν, οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους. |
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.
Γιάννη Ρίτσου Επιτάφιος (Απόσπασμα)
(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσής του δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των ἀπεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της)
(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσής του δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των ἀπεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της)
Γιάννης Ρίτσος: «Επιτάφιος» (μέρα Μαγιού μου μίσεψες)
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
Τα γεγονότα του Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη έδωσαν την έμπνευση στο μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει το ποίημα Επιτάφιος, που μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη.
Χειρόγραφο του Γιάννη Ρίτσου από την ποιητική σύνθεση «Επιτάφιος»
painter, Emile Vernon
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Ένα δάσος εκφωνεί τον πανηγυρικό
κίνδυνο της πυκνότητας. Παπαρούνες
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Τα φύλλα των δέντρων
κανιβαλικά χοροπηδούν πάνω στον ήχο.
Ανακινείται δυνατά το σφραγισμένο χώμα
πετάγεται με πάταγο ο φελλός του στεγνού
πίδακες νωπότητας καταβρέχουν
την ντροπαλή αρχή των αρωμάτων.
Χλόη δοκιμάζει τα φτερά της
στους χαμηλούς του χαρακτήρα της ανέμους.
Παίζουν κρυφτό τα βόρειά μου
με τα μικρότερά τους χαμομήλια
και η ψυχή κυνηγητό με λάθη
πάντα μεγαλύτερά της- η αιωνία
άνοιξη του αταίριαστου.
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Και τι θα πει Μάιος σιγά σιγά
Με την πάροδο των λέξεων
και ποιος με έφερε εδώ σ’ αυτήν
την τόσο απομακρυσμένη ερώτηση
απ’ το σώμα μου και τώρα πώς
- θέλω τη μάνα μου θέλω τη μάνα μου
να με κουμπώσει στην αρχή μου.
Στο διάολο πα’ να φύγω
το ‘χω ξαναδεί αυτό το έργο
κάποιος παρατάει κάποιον
σε μιαν απομακρυσμένη ερώτηση
ειδοποιούν τα δέντρα τις αρχές τους
πιστολίδι σειρήνες πυροσβεστικές στιγμές
αλλόφρον πλήθος λέξεων κυνηγάει
έναν έρωτα, πιάστε τον, πιάστε τον.
Τελικά ο άνθρωπος ήταν αθώος
αφέθηκε ελεύθερος
απλή συνωνυμία αποδείχτηκε
- όλοι οι έρωτες έρωτες λέγονται.
Κι έτσι καθώς γκρο πλαν απομακρύνεται
ο τύπος μάγκικα λιγάκι αθωωμένος
στραβά ριγμένο το σφύριγμα στις τσέπες
πιάνει εντελώς ξεκρέμαστα κουλτουριάρικα
τελείως ακαταλαβίστικα
μια φυλλοποντή/ μα μια φυλλοποντή.”
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)
painter, Emile Vernon
Ιωάννης Πολέμης, Και πάλι
Και πάλι, να, ο Μάιος για να 'λθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.
Αχ, Μάη αν σ' αγάπησα κι αν σ' αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου - Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν' αγγίξει.
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος [Πέτρος Βασιλικός], Πρωτομαγιά
Πρωτομαγιά
Έλα στο κεφάλι το ξανθό
Να σου βάλω τ' όμορφο στεφάνι
Που για σε όλη νύχτα το' χω κάνει,
Να στολίσω μ' άνθια τον ανθό.
Ιδέ το! τι ωραία που θα πάει
Του ξανθόχλωμού σου κεφαλιού!
Από τα υστερνά είναι του Απριλιού
Κι απ' τα πρώτα λούλουδα του Μάη.
Κι έτσι με τα ρόδα στα μαλλιά
Κι έτσι στα ολόλευκα ντυμένη,
Να θαρρώ πως σφίγγω αναστημένη
Την Πρωτομαγιά στην αγκαλιά!
painter, Emile Vernon
''Άνοιξε το παράθυρο να μπει
δροσιά να μπει του Μάη
εμείς γι' αλλού κινήσαμε γι' αλλού
κι αλλού η ζωή μας πάει''
Κι ο Μάης με το Έρωτα τον ψυχοκυνηγάρη(αποσπάσματα ποιημάτων, Κωστής Παλαμάς)
Και τώρα μπήκε ο Μάης ο μήνας μπήκε
με την Πρωτομαγιά του,
τη χαροκόπα θυγατέρα [......]
γιορτή παράξενη μεγάλη
το χρόνο μια φορά,
στο έμπα του Μάη του μήνα,
στ’ άνθια του Μάη και τη χαρά.
Κωστής Παλαμάς, Το πανηγύρι της Κακάβας, Ο Δωδεκάλογος του γύφτου
***
Κι ο Μάης με το Έρωτα τον ψυχοκυνηγάρη
είναι ηλιογέννητο ζευγάρι…
Κωστής Παλαμάς, Ασάλευτη ζωή
***
… Κι ο Μάης λάγνος βασιλιάς με το Φεγγάρι πλέκει
παθητικές κι αχόρταγες αγάπες μεθυσμένες.....
Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά Β’
***
Το Μάη έχ’ η άνοιξη, τα χελιδόνια ο Μάρτης,
ο Απρίλης τα τριαντάφυλλα, κι ο Μάης τα κεράσια.
painter, Emile Vernon
Κωστής Παλαμάς, Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής
χωρίς την ομορφάδα σου, λειψή του Μάη η εικόνα...
Να ’ξερες… κάθε δειλινό, την ώρα που θα σβήσει
ο ήλιος μες στη θάλασσα, στο βράχο ανεβαίνω
και κάμπο, θάλασσα, ουρανό, βουνά, χωριά, τη φύση
του Μάη τη γιορτιάτικη κοιτάζω, και προσμένω.
Αλλά του κάμπου οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα
πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα.
...όλες αυτές οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα
πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα
για να μου δώσουνε σωστή του Μάη την εικόνα·
τώρα δε φτάνουν από με να διώξουν το χειμώνα.
Κωστής Παλαμάς, Επιστολή, Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής
πηγη
πηγη
δροσιά να μπει του Μάη
εμείς γι' αλλού κινήσαμε γι' αλλού
κι αλλού η ζωή μας πάει''