|
painting by Bartolomé Esteban Perez Murillo |
Στην εισαγωγή του στον Καπετάν Μιχάλη, ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει:O κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος
να σώσω το κόσμο, όπως τον πρωτο-αντίκρισαν και τον δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια.
- “Αφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με και μη κωλύετε αυτά. Των γαρ
τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού. Αμήν λέγω υμίν, ός εάν μη δέξηται
την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν” [Λουκ.
ιη’16-17] Λουκ.ιη'16-17
- “Αφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με. Των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών” [Ματθ. ιθ’14]
|
Adolphe-William Bouguereau. Song of the Angels |
"Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον". [Ματθ. κα’16]
Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα.
(Οδ.Ελύτης- Εκ του πλησίον)
Διεθνὴς Παιδούπολη Πεσταλότσι(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Τὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες
φερμένες ἐδῶ ἀπ᾿ τὰ τέσσερα σημεῖα τῆς γῆς
γιὰ ἕνα διάλογο ἀγάπης.
Κοινὸ τὸ χορτάρι κι ὁ ἥλιος
καὶ τὰ χέρια ποὺ παίζουνε.
Βλέπετε αὐτὰ τὰ παιδιὰ
ποὺ τὰ μάτια τους εἶναι γιομάτα οὐρανὸ
καὶ ἀθῳότητα;
Εἶναι οἱ ἴδιοι αὐτοὶ
ποὺ σκοτώθηκαν στοὺς πολέμους.
ποὺ ἐξωσμένοι ἀπ᾿ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὴν ἀδιαίρετη
σκηνὴ ἐπαιτήσανε τὸ δικαίωμα
νὰ χαροῦνε τὴ γῆ ποὺ τοὺς γέννησε:
|
Sophie Anderson,painter
|
Νὰ κάθονται πάνω τῆς ἣ νὰ πορεύονται,
νὰ μαζεύουν λουλούδια, νὰ ψαρεύουν στὶς λίμνες,
νὰ σκάφτουν, νὰ χτίζουν, νὰ θαυμάζουν τὸν κόσμο
μὲς ἀπ᾿ τῶν ἄσπρων τους σπιτιῶν τὰ παράθυρα
δίχως φόβο· ἀσφαλεῖς καὶ ἰσότιμοι
ἀπέναντι στὴ βροχή.
Οἱ ἴδιοι ποὺ πάλαιψαν
γενναῖα τὸ ἀδυσώπητο σκοτάδι
καὶ πέσανε. ποὺ ἔκαμαν
ὄμορφα ὄνειρα.
Δὲν ἤτανε διαφορετικὰ
τὸ γέλιο, τὰ χέρια, οἱ κινήσεις τους,
κι ὅμως σκοτώθηκαν.
Τὰ μάτια τους ἴδια
τὸ φῶς ποὺ ζητούσανε.
Κάθε πρωὶ
ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος στὴν πόλη τοῦ Τρόγγεν,
στὸ χωριὸ Πεσταλότσι, τὰ πράγματα εἶναι
τὸ ἴδιο ἁπλά, ὅπως ἄλλωστε ἦταν πάντοτε
σὲ τοῦτο τὸν κόσμο.
Μονάχα πὼς τὰ πρόσωπα
ἐδῶ τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες.
Κάθε πρωί, μὲ τὸ ἴδιο τραγοῦδι
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν ἴδια ὑπόσχεση
ἀγάπης
ὅλα μαζὶ
εἶναι ἡ Ὑδρόγειος ποὺ προσεύχεται
Fritz Zuber-Buhler,painter
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ἀναδύθηκε δάσος ζοφερὸ
ἀπ᾿ τὸ πνεῦμα μας
κι ἐκάλυψε τὸν ὁρίζοντα.
Μόνο ἀτραποὶ τρυπώνουν
καὶ χάνονται μέσα στὸ φόβο.
Μέλλον δὲν φαίνεται.
Τρέχουν, χορεύουν ἀνύποπτα
γιὰ ὅ,τι γίνεται πάνω τους
τὰ παιδιά, ἐνῷ γέρνοντας γύρω
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια τους, (ὡς
ν᾿ ἀκοῦν τὴ βοὴ καὶ νὰ βλέπουν
τὸ σύννεφο) σὰν ἕνα ἀπέραντο
ὑπαίθριο ἐκκλησίασμα
τὰ λουλούδια προσεύχονται.(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Τὸ παιδὶ μὲ τὴ σάλπιγγα( Nικηφόρος Βρεττάκος)
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα
ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου
ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ.
Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων.
Ἐγὼ
μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
|
Paul Hermann Wagner (1852 – 1937, German) | | | | | | | |
Αποσπάσματα απο το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου ''Το σχήμα της απουσίας''
Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει' σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα.
Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε' και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.
Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι 'ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά;
Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα;
Κι αυτά τ' αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες 'κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ' τον αγέρα του μικρού λυγμού του.
Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.(Γιάννης Ρίτσος)
Sophie Gengembre Anderson,painter
'' Αχ, Φωτεινούλα,
μικροί-μικροί
ταπεινωμένοι
πούναι κ’ οι στίχοι,
πικρά-πικρά
που κλαίνε οι στίχοι,
μπροστά στα πόδια σου.'' Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό
Ζωγράφος, Νικόλαος Γύζης
Το απλό παιδί που εγώ αγαπώ…Ν.Λαπαθιώτης
Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
– μα ’ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη,
μπορεί ν’ απαντηθεί
Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
– μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά…
Κι άλλοτε μου ’τυχε ξανά στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
– μ’ αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια μικρή καρδιά…
Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι,
κι αυτό δεν έχει πιο καλό κοστούμι να ντυθεί,
τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί…
Ενα γράμμα- Γ.Σεφέρης
Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά (α' έκδ. Αθήνα: Ερμής 1992).
Λονδίνο 29 Νοεμβρίου 1961
Αγαπητό μου Μαντζουρανάκι
Χτες η Μαντζουράνα (η γιαγιά) μου έφερε μια ωραία
ζωγραφική που μας έστειλες.
Μου άρεσε τόσο πολύ που θα ήθελα να ήμουνα
κι εγώ εκεί μέσα· να τρέχω και να τραγουδώ σ’ εκείνο το δρόμο που
έφτιαξες και να ήσουν κι εσύ μαζί μου να παίζαμε και να λέγαμε αστεία.
Πολύ μου άρεσε ακόμη γιατί ένα μικρό μικρό
πουλάκι, πιο μικρό από τη μύτη του μολυβιού αυτού που σου γράφω, πήγε
και τρύπωσε μέσα στη ζωγραφιά σου, και άμα είμαι καλός αρχίζει ένα
θαυμάσιο κελάηδημα.
Τώρα αυτό που σου λέω θα πουν οι άλλοι, οι μεγάλοι,
πως είναι μπούρδες.
Πώς να κάνω να τους δείξω πως δεν είναι;
Αλλά δεν
πειράζει, πάντα οι άνθρωποι μου λένε πως λέω μπούρδες. — Έπειτα όμως άμα
περάσει καιρός κάνουν ένα «Χα!» όπως ο γάιδαρος και λένε: αλήθεια μάς
έλεγες!
Έτσι πιστεύω πως θα γίνει και μ’ αυτό το μικρούτσικο πουλάκι που
σου έλεγα, και για τα ποιήματα με τις ζωγραφιές που έδωκα στη μαμά σου
πριν ακόμη γεννηθείς.
Τώρα μαθαίνω πως τις κρατάς εσύ και πως τις κάνεις
γούστο.
Χαίρομαι.
Να ’σαι καλά
Γιώργος
Για τα παιδιά - Χαλίλ Γκιπράν
Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου
Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.
Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα
Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.
Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου
Αφού ιδέες έχουν δικές τους.
Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους
Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο
που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.
Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις
αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα
Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες
Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου
ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.
Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο
και κομπάζει ότι με τη δύναμή του
τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.
Ας χαροποιεί τον τοξοτή ο κομπασμός του
Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει
έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο.”
Τόλης Νικηφόρου-Ένα παιδί
Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ' τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στο χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
την γειτονιά και τους φίλους
την άνοιξη που θάρθει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω
όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο
που θα ‘θελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του
Από τη συλλογή Αναρχικά (1979)
Στο παιδί μου...
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α! φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Από τη συλλογή Ο στόχος (1970) του Μανόλη Αναγνωστάκης
"Αυτοί παιδί μου δεν/ δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους/ όλο δεν
και δεν και δεν-/ τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους/ δεν χάιδεψαν σκυλί,
γατί, πουλάκι/ πληγωμένο/ γυναίκα άσχημη και στερημένη/ αυτοί παιδί μου
δεν/ δεν δίνουν τ΄Αγγέλου τους νερό». (Μιχάλης Γκανάς )
|
Ζωγράφος , Γεώργιος Ιακωβίδης |
Μάνος Χατζιδάκις, Δέκα Ποιήματα (αποσπάσματα)
Παιδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Σαν αστραπή
Μπλέκω τα δάκτυλα
Κλείνω τα μάτια μου
Και σ’ ονομάζω Μουσική
“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'
Παδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι όπως μεσ’ στη θύμηση
Θυμίζεις τ’ όνειρό σου
Βγαίνουν μορφές πιο δυνατές
Κι απ΄την μορφή του Χάρου
“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'
Παιδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Με τη φλογέρα και τον αητό
Στον ώμο σου
Χαράζεις μια τον Θάνατο
Και τον γυρνάς σε ωραίο σκοπό.
Σχέδιο για ένα Δημοτικό τραγούδι
Ένα παιδί τριανταφυλλί
ήρθε μου πήρε το φιλί
κι έγινε δέντρο αμάραντο
μεσ’ στη παρθένα πλάση.
|
Ζωγράφος , Γεώργιος Ιακωβίδης
|
Το ποτάμι-Μάνος Χατζιδακις
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούνε δυο μικρά παιδιά
Τόνα βλέπει δεν ακούει
Τ’ άλλο ακούει μα δε βλέπει
Και τα δυο ξέρουν πως πρέπει
Να ‘χουν μόνο μια καρδιά
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Τα παιδιά μένουν παιδιά
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και τη θάλασσα ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια δύστυχη τρελή
Π’ αγαπούσε ένα πουλί
Το παιδί που δεν ακούει
Της σκοτώνει το πουλί
Κι από τότες δε γνωρίζει
Πως την βλέπει το ποτάμι
Σαν γυναίκα ή σαν πουλί;
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Κι απ’ τη θλίψη ξεχειλίζει