Σελίδες

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Ο χαρταετός στην ποιήση και τη ζωγραφική

Χαρταετός – Η ιστορία του
Ο ουρανός την Καθαρά Δευτέρα γεμίζει από χαρταετούς. Πολύχρωμοι και πολυγωνικοί, με τις φουντωτές ναζιάρικες ουρές τους, υψώνονται στον ουρανό σαν προάγγελοι της Άνοιξης και βέβαια ως ένδειξη του τέλους της Αποκριάς.
Ο χαρταετός, παιχνίδι για μικρούς και μεγάλους και απαραίτητο συστατικό της Καθαρής Δευτέρας, φαίνεται πως άνοιξε τα πολύχρωμα φτερά του πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, περίπου στα 1.000 π.Χ.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονική στιγμή και η τοποθεσία, που ο πρώτος χαρταετός ανέβηκε στον ουρανό, όμως πιθανότατα οι Κινέζοι έκαναν την αρχή με μια κατασκευή που αντέγραφε τη μορφή των πουλιών. 
 Από τις αρχές του κόσμου ο άνθρωπος ονειρευόταν να πετάξει σαν τα πουλιά – ένα όνειρο που φαίνεται σε γραπτά και εικόνες που χρονολογούνται από το 500 π.Χ. Οι χαρταετοί, λοιπόν, έκαναν την εμφάνιση τους στην Κίνα πριν από 3.000 χρόνια. Εκεί ήταν διαθέσιμα και τα κατάλληλα υλικά για την κατασκευή τους: καλάμια bambou για το πλαίσιο και μετάξι για το πανί και την ουρά.  

Με αφετηρία την Άπω Ανατολή ο χαρταετός πέρασε τη δική του «Οδύσσεια» ακολουθώντας αρχαίες διαδρομές και υιοθετήθηκε από όλες σχεδόν τις ηπείρους, αποκτώντας νέες μορφές και δημιουργώντας μύθους, καθώς έκανε την εμφάνισή του στους διάφορους πολιτισμούς. 
Οι ανατολικοί λαοί τους έδωσαν ζωντανές μορφές (ψάρια, πουλιά, δράκοντες κ.λπ.). Άλλοι έδεναν σ’ αυτούς (γραμμένες πάνω σε μικρότερο χαρτί) τις αρρώστιες και τις συμφορές και τις άφηναν να φύγουν μακριά, άλλοι έστελναν προς τα επάνω τις ευχές και τις επιθυμίες τους, και άλλοι προσάρμοζαν μικρές φλογέρες στο κεφάλι του αετού, για να σφυρίζουν και να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Τέλος, άλλοι σήκωναν ομαδικά τους αετούς, σαν προσευχή στον ουρανό και έψαλλαν ύμνους.

Στην  ελληνική αρχαιότητα, τον 4ο  αιώνα  π.Χ., ο  μαθηματικός  και  αρχιμηχανικός  Αρχύτας  (440-360 π.Χ.), από  τον  Τάραντα  της  Νότιας  Ιταλίας, καλός  φίλος  του  Πλάτωνα  και  οπαδός  του  Πυθαγόρα, χρησιμοποίησε  στην  αεροδυναμική  του  τον  χαρταετό  και  λέγεται  ότι  ήταν  ο  εφευρέτης  του. Παλαιότερη αναφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί η απεικόνιση σε ελληνικό αγγείο της κλασικής περιόδου μιας κόρης που κρατά στα χέρια της λευκή σαΐτα δεμένη με νήμα, ένα είδος αϊτού δηλαδή, και την οποία ετοιμάζεται να πετάξει. Βέβαια, χρειαζόταν  πολύ και λεπτό χαρτί και χαρτί δεν διέθεταν οι χώρες μας (όπως η Άπω Ανατολή), αφού με δυσκολία έβρισκαν παπύρους, για να γράψουν.
Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ 
https://argolikivivliothiki.gr/2014/02/26/kite-flying/ 

Στο βιβλίο «Όνειρα με χαρταετούς  και περιστέρια» του Πέρση συγγραφέα Φερεϋντούν Φαριάντ , παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή δύο αγοριών φτωχικής οικογένειας, στην Περσία. Ο Αλβάν γράφει ωραίες εκθέσεις και λατρεύει τους χαρταετούς. Ο Μεϊλού, ο μεγαλύτερος αδελφός, αγαπά τα περιστέρια. Ο καλύτερος φίλος του Αλβάν είναι ο Σαλέμ. Τα καλοκαίρια, τα παιδιά χωρισμένα σε δύο ομάδες, την ομάδα Τακ και την ομάδα Ζαρίν, παίζουν πετροπόλεμο.
 Όμως ξεσπά πραγματικός πόλεμος. Γίνονται μεγάλες καταστροφές και σκοτώνονται πολλοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και οι δύο μικρές αδελφές του Σαλέμ, η Τουλή και η Σεκουλή.
Τα παιδιά υπερασπίζονται ενωμένα την πατρίδα τους. Κι ο Αλβάν ονειρεύεται ότι κάποτε ο πόλεμος θα τελειώσει.
  Απόσπασμα: Τι όνειρα έβλεπα απόψε στον ύπνο μου, όλο περιστέρια, χαρταετούς και πολύχρωμα μπαλόνια… Και, να, που τ’ όνειρό μου κόβεται ξαφνικά απ’ το θόρυβο που κάνουν τα φτερά των περιστεριών, που πρωί πρωί τα ταΐζει ο μεγαλύτερος αδελφός μου, Μεϊλου. Τινάζομαι απ’ τον ύπνο μου και μισανοίγω τα μάτια. 
Μεσ’ απ’ τα τσίνορά μου θαμποβλέπω τον γαλάζιο ουρανό και τον αγαπημένο μου χαρταετό, τον Κοκκινολαίμη, και το αγαπημένο περιστέρι του αδελφού μου, Ριπιδάτο, που τον βάφτισε έτσι γιατί άνοιγε την ουρά του φαρδιά σαν βεντάλια. 
Ο Ριπιδάτος τα ‘χει καταφέρει να φτάσει ψηλά ως το κεφάλι του Κοκκινολαίμη μου κι αρχίζει να τσιμπολογάει με το ράμφος του τη μύτη του Κοκκινολαίμη. 
Ο χαρταετός μου χάνει την ισορροπία του και το κεφάλι του ταρακουνιέται μια δω, μια κει. Πολύ μ’ αρέσει να μένω έτσι πλαγιασμένος στο στρώμα μου, εδώ στην ταράτσα και να κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια τα τσαλίμια του αετού μου.
Ο χαρταετός μου εμένανε είναι ο πιο όμορφος χαρταετός του κόσμου…
«Το όνειρο του Αλβάν»
Ο Αλβάν στην ταράτσα κρατάει στη φούχτα του τους σπάγκους των πολύχρωμων μπαλονιών του που σχηματίζουν πάνω από το κεφάλι του ένα ουράνιο τόξο. Όταν φυσάει ένα δροσερό αεράκι νιώθει να χάνει το βάρος του, σαν να φυτρώνουν φτερά στα πλευρά του και τα πόδια του ανάλαφρα αιωρούνται χωρίς ν’ αγγίζουν την ταράτσα.
Κοιτάζει γαλήνια τον ουρανό. Ο ουρανός δεν είναι όπως πάντα. Ήταν κάτι περίεργο. Τα χρώματά του, το σχήμα του, τα σύννεφά του…
Ήταν κάτι περίεργο. Τα συννεφάκια, λευκά, μπαμπακένια, σκόρπια στον ουρανό σαν μικρές ανθοδέσμες από φως και λουλούδια, τα στριφογυρίζει ο αέρας και τους δίνει παράξενα σχήματα.
Ο Αλβάν πλησιάζει το χαρτί κοντά στα μάτια του κι αρχίζει να διαβάζει αργά αργά τις λέξεις και τις φράσεις γεμάτες φως. Έτσι που διαβάζει, είναι σαν να διαβάζει για τους ανθρώπους όλου του κόσμου, κι έτσι ψηλά που στέκεται μοιάζει σαν να ’ναι η ψυχή όλων των παιδιών του κόσμου κι έχει να πει ένα παγκόσμιο μήνυμα.
Η έκθεσή του αρχίζει μ’ αυτά τα λόγια:
“Τα όνειρά μου είναι όλο περιστέρια, χαρταετούς και πολύχρωμα μπαλόνια…”
Μετάφραση-Γιάννης Ρίτσος 
ΠΗΓΗ
«Λεπτομέρεια απ' το γράμμα στη μητέρα» -Κώστας Μόντης (απόσπασμα)
Χαρταετοί είμαστε,
Χαρταετοί πιασμένοι στα ηλεκτρικά σύρματα.

Μ’ εκείνους τους κομμένους σπάγγους,
μ’ εκείνα τα ξεσχισμένα χαρτιά,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον άνεμο,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον εμπαιγμό
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στο τέλος.
Πηγή: 

Ὁ μικρὸς Ναυτίλος- Οδυσσέας  Ελύτης

«Ό,τι  μπόρεσα ν’ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η ποίηση: ΝΑ ΓΙΝΟΜΑΙ ΑΝΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΤΑΕΤΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, ακόμα και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη Στιγμή όταν καταφέρνει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια.
Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.
μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.»
 Η Έλλη Λαμπέτη απαγγέλει το ποίημα ο Χαρταετός  από την Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη.  

 
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
«Οι χαρταετοί»(Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα)

Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακροκεραύνεια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασσα και αναγαλλιάζει.

Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά
πετούν το Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.
Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι
Χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω
Από την πόλη, όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βουνών οι αετοί.

Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους
χάρτινους κομήτες με τις μακριές ουρές. Ουράνιοι δράκοι
πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέωμα
με άσπρους καπνούς τις λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Είναι η ώρα κάτασπρη, η έκστασις γαλάζια. Η πόλις
αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα,
από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:

ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.

Ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα- Τόλης Νικηφόρου
Ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή

το χώμα να μυρίζει γειτονιά

και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ' τα κάστρα

νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους

να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ' τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα

ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα

χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια.

ΓΑΛΑΖΙΑ ΣΠΛΑΧΝΑ-Νικος Καρούζος
Κάτοικε του ονείρου
μαζεύω τη φωνή μου από κάθε άκρη
και το υπόλειμμά της αυτό στη σινδόνη των δέντρων
κ’ εκείνο κει ψηλά στο σκουριασμένο βράχον
όπου οργίζεται ο γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
για τη μεγάλη αποκάλυψη
ρίχνω στον άνεμο μακρόσυρτη αγάπη:
Τη θέλω εγώ την απελπισία μου
δεν την ανταλλάσσω με θαλπωρή άλλη
έχασα.
Μα χάνουν και τ’ άνθη
τ’ άνθη ανοίγουν το μοναδικό παράθυρο…
Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου


δε θέλω πια ν’ αγγίξω τα χρώματά του
κλείνω τα μάτια μου για να δω.
Είναι η φωνή που με διασχίζει
κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα
χίλιες φορές.
Είναι η φωνή από ένα βάθος:
Για πάντα να μην έχεις
τίποτα για τ’ αληθινά χέρια
μονάχος
ανήμπορος εκστατικός
σ’ αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερόλεπτου
που
παραδίδεται ο κόσμος.

Πίνακες ζωγραφικής  με θέμα τον χαρταετό- 'Ελληνες ζωγράφοι
 Σπύρος Βσιλείου
Χαρταετός, Αλέκος Φασιανός
Χαρταετοί -Δημήτρης Μυταράς

«Χαρταετός», έργο του αλεξανδρινού ζωγράφου Γιάννη Μαγκανάρη (1918-2007).

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Νίκος Καζαντζάκης- Στὰ Καρούλια- Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο»


Νίκος Καζαντζάκης
Στὰ Καρούλια

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.

                            Τα φρικαλέα Καρούλια Αγιου Ορους


Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. 
Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.
Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.


Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.


Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;

— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;


Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.


Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.


Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.
       ΠΗΓΗ  http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/kazatzakis_karoulia.html

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Η αμυγδαλιά στη μυθολογία και την ποίηση

                              Phyllis and Demophoon John William Waterhouse, 1849-1917
Αμυγδαλιά και Μυθολογία

 Η ελληνική μυθολογία μας μιλά για μια όμορφη πριγκίπισσα που ονομαζόταν Φυλλίς, και που ήταν θυγατέρα ενός βασιλιά της Θράκης.

 Αυτή ερωτεύτηκε τον γιο του Θησέα τον Δημοφώντα.Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία.

Παντρεύτηκαν αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε
την πατρίδα του και η ερωτευμένη πριγκίπισσα μην αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο τον άφησε να γυρίσει πίσω και αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της.

Έτσι κι έγινε και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της
για χρόνια ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της.
Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο
για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της.
Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο,
που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.
Έλεγαν λοιπόν ότι μετά από χρόνια και όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα, όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου.
Απελπισμένος και γεμάτος τύψεις αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη
πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα νικώντας
τον θάνατο.

John William Waterhouse, Gathering Almond Blossoms (1916)
Μια άλλη εκδοχή του μύθου για την αμυγδαλιά αναφέρει ότι:
Η Φυλλίς έμεινε πίσω περιμένοντας τον, στον τόπο της τελετής του γάμου της.
Τα χρόνια περνούσαν και ο Δημοφώντας δεν επέστρεφε.
Απελπισμένη η βασιλοπούλα που τον έχασε για πάντα πήγε και
κρεμάστηκε σ΄ ένα δέντρο. 
Το δέντρο κράτησε την ψυχή της κι από τότε
δεν ξανάβγαλε φύλλα ούτε άνθισε.
Κάποτε με τα χιόνια του Γενάρη γύρισε ο γιος του Θησέα.
Σαν έμαθε τον τραγικό χαμό της αγαπημένης του πήγε, αγκάλιασε το δέντρο και
αυτό άρχισε να βγάζει τρυφερά φύλλα και άνθη.
Η ψυχή της βασιλοπούλας ένιωσε χαρά με το γυρισμό του Δημοφώντα
μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της.
Έμεινε δέντρο και κάθε χρόνο το Γενάρη, στολίζεται με κάτασπρα λουλούδια.
Έτσι η αμυγδαλιά, έγινε σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας ότι
η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί από το θάνατο.

Phyllis and Demophoon, 1870 

Edward Burne-Jones (1833-1898)

Η ιστορία της Αμυγδαλιάς

Η Αμυγδαλιά ήταν ένα νέο, πανέμορφο, ροδαλό κορίτσι.
Η μητέρα της την αγαπούσε πολύ, φοβόταν όμως τις κρύες μέρες του χειμώνα να την αφήσει να βγει έξω για να μην κρυώσει. Γι' αυτό το χειμώνα την κλείδωνε στο δωμάτιό της.
Μια μέρα όμως ο Βοριάς πέρασε έξω από το παράθυρό της, την είδε και την ερωτεύτηκε. Πώς όμως θα ερωτεύονταν και αυτή το Βοριά; Τριγυρνούσε θλιμένος έξω από το παράθυρό της.
Ωσπου μια νύχτα σκέφτηκε να μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα.
 Ο Βοριάς παρουσιάστηκε στην Αμυγδαλιά σαν όμορφος νεαρός άντρας και της ζήτησε αμέσως να παντρευτούν. Εκείνη μόλις τον αντίκρισε τον ερωτεύτηκε και δέχτηκε την πρότασή του.
Μια μέρα λοιπόν, που έλειπε η μητέρα της από το παλάτι, βγήκε έξω τρέχονταςκαι αγκάλιασε το Βοριά.
Δεν άντεξε την παγωνιά και απ' το κρύο του ξεψύχησε.
Από τότε ντύνεται νυφούλα και δέχεται το άγγιγμα του αγαπημένου της Βοριά κάθε χειμώνα.
             Ποιήματα για την αμυγδαλιά

Λίγο ακόμα (Γιώργος Σεφέρης)

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
                Henry Ryland | Almond blossom
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ (1888-1962)
ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ

Ωχρό φωτίζει απόψε το φεγγάρι
τις στράτες του χωριού, στη σιγαλιά.
Γυρτή πίσω απ’ το φράχτη κι έχει πάρει
μια ανήσυχη έγνοια η άσπρη αμυγδαλιά.

Στεφάνια έχει ανθοπλέξει ένα ζευγάρι
δεσμούς για την αγάπη την παλιά.
Κι οι πόθοι της στου ονείρου όλη τη χάρη
Πετούν, ξαναγυρνούν, τρελά πουλιά.

Γλυκέ ερωμένε, Μάρτη, Μάρτη, ακόμα
δε φαίνεσαι, να σμίξτε στόμα στόμα
στην ήμερη ησυχία του χωριού

Κι η νύφη από κλωνάρι, από μιαν άκρη
τρεμάμενο να στάξει αφήνει δάκρυ
διαμάντι μες στο φως του φεγγαριού.
Κ. Καρυωτάκη, Μυγδαλιά
Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.

Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...

Κ. Δ. Καρυωτάκης, O πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων (1919)

Daniel Ridgway Knight (1839 1924)
Νικηφόρου Βρεττάκου (από τη συλλογή «Ο χρόνος και το ποτάμι»), με τίτλο: 
Μιά μυγδαλιά καί δίπλα της...

Μιά μυγδαλιά καί δίπλα της,
ἐσύ. Μά πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στό παράθυρο
καί σᾶς κοιτῶ καί κλαίω.
Τόση χαρά δέν τήν μποροῦν
τά μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τίς στέρνες τ’ οὐρανοῦ
νά τίς γιομίσω.
Κώστας Μόντης
"Ἡ ἀμυγδαλιὰ"
«Κάθ’ἥν στιγμὴv ἐμεῖς συζητᾶμε ἀκόμα
ἀμυγδαλιὰ ἄναψε ἤδη ντόμπρα τὰ κεράκια της
κι ἀνήρτησε σὲ κoινὴ θέα τὶς πρoθέσεις της.
Ὢ ναί, τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς
ἂς μὴν τὴ λέμε "τρελλή"
πoύ πῆρε τὴν ἀπόφαση,
τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς ἂς μὴν τὴ λέμε "τρελλή"
πoύ ἐπωμίσθηκε τὶς εὐθύνες της,
πoυ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν δειλῶν,
πoὺ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν ἀνίδεων,
στὰ ὄμματα τῶv θερκoκηπίων.»
             Daniel Ridgway Knight (1839 1924)
Ἡ μυγδαλιά-Γεώργιος  Δροσίνης

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της 

κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.

Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:

-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;

Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.


Γιάννη Ρίτσου, «Φως»

Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς
μπρος στο παράθυρο,
ένα κλαδάκι μοναχά
σου κρύβει το μισό χωριό.
Ο έρωτας με την παλάμη του
σου κρύβει όλο τον κόσμο.
Μένει το φως μονάχα.
Από τη συλλογή Ασκήσεις (1960)
Γιάννης Ρίτσος
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (β)-απόσπασμα
Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή εκδρομη, την Κυριακή, πιασμένες δυό δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο, μακρινά κι ευτυχισμένα.
Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να πλύνουνε τα πρόσωπα τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα πρώτα μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό παράθυρο απ’ τη χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε.

ΑΜΥΓΔΑΛΙΤΣΑ-Voula Kapiri
Ολονυχτίς σε γύρευα,
περίμενα ν' ανθίσεις,
αργείς, μην και ξεχάστηκες
και πως να ξημερώσει,
χωρίς τα ανθάκια τα λευκά,
ελπίδας τη χαρά!
Η χειμωνιά εδώ της ντροπής,
χειρότερη δεν είδα
κι εσύ δεν θέλεις να φανείς,
να γελαστούνε πίσω σου
κόκκινες παπαρούνες,
οι πασχαλιές,
η Άνοιξη μ' όλες τις ευωδιές!
Αμυγδαλίτσα αγάπη μου
άνθισε να χαρείς,
πρόκαμε ομορφιά μου εσύ
πριν σε προφτάσουν άλλοι,
φέρε το μήνυμα στη γη,
κύκλος κι αλλάζουν οι καιροί!
~~V.K.~~