Να μη λυπάσαι που πέφτουν τα φύλλα φθινόπωρο. Η δική σου τρυφερότητα θαν τα φέρει και πάλι στα δέντρα. Δάκρυα μη χαλνάς· όλοι ανήκουμε στην ανάσταση. (Από τη συλλογή «Θρίαμβος χρόνου», εκδ. Απόπειρα, 1997
Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου (απόσπασμα) Τάσος Λειβαδίτης
Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη,
έναν φυλακισμένο να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της,
ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου
να γείρει η χαμένη ζωή μου.
''Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου'' Διαβάστε ΕΔΩ
Κ.Π. Καβάφης
Πόθος
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις άλλες...
Τα καλοκαίρια μ᾿ έψησαν και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά πότε να ῾ρθεί μέσ᾿ τα κλαριά,
ο θείος βοριάς και το χαλάζι!
Τότε, γερτός κι εγώ ξανά, μέσ᾿ τα μουγγά τα δειλινά,
θ᾿ αναπολώ γλυκά, -ποιος ξέρει-,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι...
Είμαι ένα φύλλο ωχρό -Μυρτιώτισσα
Είμαι ένα φύλλο ωχρό του φθινοπώρου
που από βουνίσιο δέντρο έχει ξεφύγει,
το βήμα με ταράζει του οδοιπόρου,
στον άνεμο χρωστώ τα θεία μου ρίγη.
Είμ᾽ένα σάπιο ξύλο από καράβι
κι η θάλασσα για πάντα μ᾽ορίζει,
τους πόθους μου γι᾽άφταστα μάκρη ανάβει,
καθώς με πάει και με στριφογυρίζει.
Μα έχει το κύμα αυτό που μ᾽αναδεύει,
τόσες ζωές απάνω μου σωριάσει,
που γνώρισα-κι ας μη με ταξιδεύει-
μες απ᾽αυτές, ολάκερη τη πλάση.
Κι αν δε μου εδόθη στου ονείρου τη χώρα
ν᾽αράξω, μου φανέρωσε τ᾽αγέρι
το ξωτικό της μύρο, κι η άγρια μπόρα,
μηνύματα από κείθε μου έχει φέρει.
Κι εσπαταλεύτηκ᾽ έτσι ο εαυτός μου,
τα μάτια μου αποστάσαν κι η καρδιά μου,
γιατί έψαξα τα πέρατα του κόσμου
δίχως να ξεμακρύνω απ᾽τη γωνιά μου...
Φύλλο ξερόφυλλο σαν πεταλούδα φθινοπωρινή πέφτοντας νανουρίζεται - στο καλό! στο καλό!
Ήταν δικό σου το αντίο τύχη και μοίρα και ειμαρμένη λέξη που κουδουνίζει σαν κάτι άλλο' φύλλο φυλλαράκι γνωστό από τα παλιά όχι ζούδι νεκρό μα προσδοκία λευκής νιφάδας στο μέτωπό σου τώρα που έγινες σιωπή και ποίημα και σκοτάδι έγινες δύσβατο φως καθώς θερίζει την αιώνια ματαιότητα.(Τα ποιήματα της σκάλας)
ΠΗΓΗ
Ήταν δικό σου το αντίο τύχη και μοίρα και ειμαρμένη λέξη που κουδουνίζει σαν κάτι άλλο' φύλλο φυλλαράκι γνωστό από τα παλιά όχι ζούδι νεκρό μα προσδοκία λευκής νιφάδας στο μέτωπό σου τώρα που έγινες σιωπή και ποίημα και σκοτάδι έγινες δύσβατο φως καθώς θερίζει την αιώνια ματαιότητα.(Τα ποιήματα της σκάλας)
ΠΗΓΗ
-Μάρκος Μέσκος, «ΦΥΛΛΑ»
Πόσα μηνύματα λάβατε πόσα στείλατε;
Περπατούνε τα φύλλα με φως και σκιά τάματα του αέρα
μάταια και προδομένα. Δεν τα σώζουν όλες οι αγαθοεργίες
του κόσμου ας πούμε ένα ποτήρι κρύο νερό ένας χορός
ένας γάμος μια συνέλευση αυστηρή στα περίεργα χρόνια
χτες — οι κρεμασμένοι αιωρούνται συχνά αλλά αυτούς
λησμόνησε τους, θάψτε τους επιτέλους.
Τί λέγαμε λοιπόν
για τ’ άνθη τους καρπούς τα φύλλα στα κατάρτια των δέντρων
μια ψυχούλα σβήνει ένα φύσημα λαμπερό και πάνε και πάνε
ταξίδια χωρίς προορισμό ας όψεται ο Βοριάς και ο χτικιάρης
Νότος πού κιτρινίζει την προδοσία (πρώιμη και φαρμακερή).
Φύλλα πλημμύρες, στρουθία στάλες στον ουρανό, ελάχιστες σάρκες
πετούν χάνοντας το βάρος της ομορφιάς της μοναξιάς ποιος
ξέρει;
Στο μονάκριβο πόδι η χαρά τους όσο διαρκεί αεροδρομούν
επί των επάλξεων και σιωπηλά αιωνίως στα στρωσίδια
των τάφων. Θρύμματα μόσκου καθώς αντιστέκεται ή σκόνη. Όμως
φύλλα• χιλιάδες μπαϊράκια τα κρασάτα οι ώχρες τα πορτοκαλιά
να τα μνημονεύσουμε. Ακόμα και τ’ αειθαλή πού ψεύδονται συνεχώς.
Άνεμοι φθινοπωρινοί αγιάζι του πάγου τα μοιρολόγια τους
μα θα ξανάρθουν τα φύλλα, το λένε οι απρόβλεπτοι οιωνοί
της παμπάλαιας τάξης. προπαντός τα φύλλα της πικροδάφνης.
(Χαιρετισμοί, 1995)
Πόσα μηνύματα λάβατε πόσα στείλατε;
Περπατούνε τα φύλλα με φως και σκιά τάματα του αέρα
μάταια και προδομένα. Δεν τα σώζουν όλες οι αγαθοεργίες
του κόσμου ας πούμε ένα ποτήρι κρύο νερό ένας χορός
ένας γάμος μια συνέλευση αυστηρή στα περίεργα χρόνια
χτες — οι κρεμασμένοι αιωρούνται συχνά αλλά αυτούς
λησμόνησε τους, θάψτε τους επιτέλους.
Τί λέγαμε λοιπόν
για τ’ άνθη τους καρπούς τα φύλλα στα κατάρτια των δέντρων
μια ψυχούλα σβήνει ένα φύσημα λαμπερό και πάνε και πάνε
ταξίδια χωρίς προορισμό ας όψεται ο Βοριάς και ο χτικιάρης
Νότος πού κιτρινίζει την προδοσία (πρώιμη και φαρμακερή).
Φύλλα πλημμύρες, στρουθία στάλες στον ουρανό, ελάχιστες σάρκες
πετούν χάνοντας το βάρος της ομορφιάς της μοναξιάς ποιος
ξέρει;
Στο μονάκριβο πόδι η χαρά τους όσο διαρκεί αεροδρομούν
επί των επάλξεων και σιωπηλά αιωνίως στα στρωσίδια
των τάφων. Θρύμματα μόσκου καθώς αντιστέκεται ή σκόνη. Όμως
φύλλα• χιλιάδες μπαϊράκια τα κρασάτα οι ώχρες τα πορτοκαλιά
να τα μνημονεύσουμε. Ακόμα και τ’ αειθαλή πού ψεύδονται συνεχώς.
Άνεμοι φθινοπωρινοί αγιάζι του πάγου τα μοιρολόγια τους
μα θα ξανάρθουν τα φύλλα, το λένε οι απρόβλεπτοι οιωνοί
της παμπάλαιας τάξης. προπαντός τα φύλλα της πικροδάφνης.
(Χαιρετισμοί, 1995)
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Σκόρπια φύλλα»
Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια "ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;" αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός όπως ακριβώς ήσουν και ήταν κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων να μας πας στην ξενητειά να μας πας στα πέρα μέρη φύσα θάλασσα πλατειά φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι. (από τη Διαγώνιο, 2, 1961) |
ΠΗΓΗ
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακριὰ
μιὰ θάλασσα
πέρα μακριὰ
ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστὰ
σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες.
Ἔτρεμε τόσο πολὺ
τὸ ζήτησα τόσο πολὺ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ
θεέ μου τὸ ζήτησα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ: «ΦΙΝΟΠΩΡΟ»
Το μόνο μέλλον σου, χειμώνας.
Τὸ φύλλο τῆς λεύκας-Γιώργος Σεφέρης
Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμοςἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακριὰ
μιὰ θάλασσα
πέρα μακριὰ
ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστὰ
σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες.
Ἔτρεμε τόσο πολὺ
τὸ ζήτησα τόσο πολὺ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ
θεέ μου τὸ ζήτησα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ: «ΦΙΝΟΠΩΡΟ»
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν.
Δηλαδή, πάντα τα φύλλα πέφτανε τούτη την εποχή,
οι μέρες μικρές, το φως λιγοστεύει, πρωί σκοτάδι ακόμη,
αρνιέσαι να φορέσεις μάλλινα, ελπίζεις σε μέρες γλυκές,
αλλά, φθινόπωρο. Τα φύλλα πάντα πέφτουν.
οι μέρες μικρές, το φως λιγοστεύει, πρωί σκοτάδι ακόμη,
αρνιέσαι να φορέσεις μάλλινα, ελπίζεις σε μέρες γλυκές,
αλλά, φθινόπωρο. Τα φύλλα πάντα πέφτουν.
Αδήριτα φθινόπωρο. Κι αν δεν το λέγανε οι όψεις και τα χρώματα
το λέει το βάσανο της καθημερινής επιστροφής στα περασμένα
τους μίτους που πας να διασώσεις κι αυτοί ξεφτίζουν βαθμιαία
πέφτοντας με τις γκρι βροχές σε λασπωμένες μνήμες.
το λέει το βάσανο της καθημερινής επιστροφής στα περασμένα
τους μίτους που πας να διασώσεις κι αυτοί ξεφτίζουν βαθμιαία
πέφτοντας με τις γκρι βροχές σε λασπωμένες μνήμες.
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν. Σαπίζουνε τα φύλλα
στις μακρινές αλέες των βόρειων πόλεων που συνήθισες
κι ένας κρύος αέρας τα παρασέρνει στα χαντάκια.
Φθινοπωριάζει. Η λέξη αγάπη σε έκπτωση.στις μακρινές αλέες των βόρειων πόλεων που συνήθισες
κι ένας κρύος αέρας τα παρασέρνει στα χαντάκια.
Το μόνο μέλλον σου, χειμώνας.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε – Φθινόπωρο
Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ’ ουρανού·
πέφτουν με μι’ άρνηση στο στόμα του κενού.
Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
από τ’ αστέρια προς τη μοναξιά.
Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
Δες, όλα γύρω χάνονται στα βάθη.
Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.
Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ’ ουρανού·
πέφτουν με μι’ άρνηση στο στόμα του κενού.
Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
από τ’ αστέρια προς τη μοναξιά.
Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
Δες, όλα γύρω χάνονται στα βάθη.
Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.
ΜΕΡΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ Του Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Κύριε, είναι καιρός. Τό θέρος κράτησε πολύ.
Στά ηλιακά ωρολόγια τίς σκιές σου ρίξε
καί λευτέρωσε στά λειβάδια τούς ανέμους.
Πρόσταξε τούς στερνούς καρπούς νά γινωθούνε
δυό μέρες νότου δώσε τους ακόμη,
βιάσε τους νά ωριμάσουν πιά καί διώξε
τήν στερνή γλύκα στό βαρύ κρασί
Όποιος σπίτι δέν έχει τώρα, ποτέ του δέ θά χτίσει πιά.
Όποιος μονάχος είναι τώρα, μονάχος γιά καιρό θά μείνει,
θ’ αγρυπνά, θά διαβάζει, θά γράφει γράμματα μεγάλα
καί στίς δενδροστοιχείες εδώ κ’ εκεί, δίχως γαλήνη
θά πλανιέται, τά φύλλα ενώ θά σέρνονται στό χώμα.
Ποιήματα, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ηριδανός, 1990
Κική Δημουλά, Αυτόγραφο
by William Shakespeare (1609)
That time of year thou mayst in me behold
When yellow leaves, or none, or few, do hang
Upon those boughs which shake against the cold,
Bare ruined choirs, where late the sweet birds sang.
In me thou see’st the twilight of such day
As after sunset fadeth in the west;
Which by and by black night doth take away,
Death’s second self, that seals up all in rest.
In me thou see’st the glowing of such fire,
That on the ashes of his youth doth lie,
As the deathbed whereon it must expire,
Consumed with that which it was nourished by.
This thou perceiv’st, which makes thy love more strong,
To love that well which thou must leave ere long.
The Complete Works of William Shakespeare, The Rex Library, 1973
Ἦρθε μία θύμησι παληὰ πολὺ καὶ χτύπησε
τὴν πόρτα τῆς θλιμμένης τῆς ψυχῆς μου ...
Ἦταν ἕνα θλιμμένο δειλινό.
Ξερὰ τὰ φύλλα χάμω πέφτανε.
Οἱ γερανοὶ στὸ νότο πέταγαν.
Μέσ᾿ στὴ γαλήνη τὰ καράβια ἀρμενίζαν
καὶ σὺ φτωχὴ ψυχὴ κάτι περίμενες ...
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου ταξίδευε.
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου βυθίστηκε.
Καὶ κεῖνο ποὺ περίμενες τὸ πήρανε
οἱ γερανοὶ στὸ μακρινὸ ταξίδι τους.
Μὲ τὰ ξερόφυλλα τὸ πῆρε ὁ ἀγέρας τοῦ φθινοπώρου
τὸ κλέψαν τὰ καράβια τὰ λευκόπανα.
Φτωχὴ ψυχὴ ... Προσμένοντας ἀπόμεινες.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 20 Μαΐου 1928, ἀρ. φύλλου 131, σελίδα 2.
ΠΗΓΗ
Κύριε, είναι καιρός. Τό θέρος κράτησε πολύ.
Στά ηλιακά ωρολόγια τίς σκιές σου ρίξε
καί λευτέρωσε στά λειβάδια τούς ανέμους.
Πρόσταξε τούς στερνούς καρπούς νά γινωθούνε
δυό μέρες νότου δώσε τους ακόμη,
βιάσε τους νά ωριμάσουν πιά καί διώξε
τήν στερνή γλύκα στό βαρύ κρασί
Όποιος σπίτι δέν έχει τώρα, ποτέ του δέ θά χτίσει πιά.
Όποιος μονάχος είναι τώρα, μονάχος γιά καιρό θά μείνει,
θ’ αγρυπνά, θά διαβάζει, θά γράφει γράμματα μεγάλα
καί στίς δενδροστοιχείες εδώ κ’ εκεί, δίχως γαλήνη
θά πλανιέται, τά φύλλα ενώ θά σέρνονται στό χώμα.
Ποιήματα, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ηριδανός, 1990
Κική Δημουλά, Αυτόγραφο
Ένα κίτρινο φύλλο σου,
φθινόπωρο,
σ' έναν άνεμο ράθυμο κάθισε
και μ' ακολούθησε επίμονα.
Το πήρα
και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αυτόγραφο,
ίσως σαν ένα "ευχαριστώ"
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο.
Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετινές προθέσεις σου
απέναντί μου.
Από την ποιητική συλλογή "Ερήμην" (1958).
Sonnet 73by William Shakespeare (1609)
That time of year thou mayst in me behold
When yellow leaves, or none, or few, do hang
Upon those boughs which shake against the cold,
Bare ruined choirs, where late the sweet birds sang.
In me thou see’st the twilight of such day
As after sunset fadeth in the west;
Which by and by black night doth take away,
Death’s second self, that seals up all in rest.
In me thou see’st the glowing of such fire,
That on the ashes of his youth doth lie,
As the deathbed whereon it must expire,
Consumed with that which it was nourished by.
This thou perceiv’st, which makes thy love more strong,
To love that well which thou must leave ere long.
The Complete Works of William Shakespeare, The Rex Library, 1973
Ἦρθε μία θύμησι παληὰ πολὺ καὶ χτύπησε
τὴν πόρτα τῆς θλιμμένης τῆς ψυχῆς μου ...
Ἦταν ἕνα θλιμμένο δειλινό.
Ξερὰ τὰ φύλλα χάμω πέφτανε.
Οἱ γερανοὶ στὸ νότο πέταγαν.
Μέσ᾿ στὴ γαλήνη τὰ καράβια ἀρμενίζαν
καὶ σὺ φτωχὴ ψυχὴ κάτι περίμενες ...
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου ταξίδευε.
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου βυθίστηκε.
Καὶ κεῖνο ποὺ περίμενες τὸ πήρανε
οἱ γερανοὶ στὸ μακρινὸ ταξίδι τους.
Μὲ τὰ ξερόφυλλα τὸ πῆρε ὁ ἀγέρας τοῦ φθινοπώρου
τὸ κλέψαν τὰ καράβια τὰ λευκόπανα.
Φτωχὴ ψυχὴ ... Προσμένοντας ἀπόμεινες.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 20 Μαΐου 1928, ἀρ. φύλλου 131, σελίδα 2.
ΠΗΓΗ