Τα ποιήματα δεν έχουν χαρά. Δεν είναι η ομορφιά και τ’ όνειρο ενός άλλου κόσμου.
Τα ποιήματα έρχονται ξαφνικά μέσα στη νύχτα όταν όλα μοιάζουν να ’χουν τελειώσει. Όταν έχουμε εξαντλήσει και τα τελευταία περιθώρια.
[…] Τα ποιήματα είναι πάντα κοντά μας.
Γυρίζουν γύρω απ’ τη λύπη μας.
Όμως δεν είναι φωλιά για να κρυφτούμε απ’ τον φόβο. Δεν είναι τρόπος για να ξεχάσουμε και να σωθούμε.
Τα ποιήματα κρύβουν μιαν άλλη δόξα μέσα τους […]
Τα ποιήματα είναι ο Έρωτας της πιο αθώας ψυχής μας. Η πιο καθαρή ματιά πριν απ’ το θάνατο.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας (Ανακασιά Βόλου, 1927 - Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Θανάσης Κωσταβάρας (1927 - 2007). Ο ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε στην Ανακασιά του Βόλου, όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, ως Επονίτης, προσχωρεί στον ΕΛΑΣ. Το 1944 τραυματίζεται σε μάχη με τους Γερμανούς. Με το τέλος του πολέμου έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1946. Το Νοέμβριο του 1948 εκτοπίζεται στη Μακρόνησο, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια.
Πλήρες βιογραφικό ΕΔΩ
Θανάσης Κωσταβάρας -Ποιήματα-
Mε τα μάτια μιλάμε
όταν πίσω απ’ τις φράσεις χανόμαστε.
Mε τα μάτια ιστορούμε αυτά που μας έχει εμπιστευθεί η καρδιά.
Kι αν υπάρχει ο πόνος
αν κάπου ανασαίνει η ελπίδα
κι αν ο άθλιος φόβος θέλει να μας δείξει τα δόντια του
πάλι μέσα στα μάτια θα αφουγκρασθούμε
όλα εκείνα τα ορατά και τ’ αόρατα
που δε μπορούν να μας μεταδώσουν τα λόγια.
(Nα γιατί τα μάτια σου είναι τόσο όμορφα.
Γιατί αυτά ξέρουν και μιλούν τη γλώσσα της Aγάπης.
Aνοίγουν τα κλειστά παράθυρα στις ερημιές του κόσμου.
Φωτίζουν τα στενά κι απόκρημνα φαράγγια
απ’ όπου περνάει ο Έρωτας, βγαίνει απ’ τις σκήτες του το πάθος
κι ευλογούνται τα σώματα.)
Mε τα μάτια αρχίζουμε στην Aγάπη, με τα μάτια τελειώνουμε.
Mε τα μάτια λογαριάζουμε το μάκρος μιας απουσίας.
Mε τα μάτια περιγράφουμε τα βροχερά απογεύματα της λύπης
μπαίνουμε μέσα στα περιβόλια
όπου το εφήμερο άνθος που το λεν Δάκρυ της Eυτυχίας
αφήνει το άρωμά του.
με τα μάτια ψηλαφούμε το βάθος της γνώσης.
Kαι με τα μάτια θα ψιθυρίσουμε τις τελευταίες μας λέξεις
όταν έρθει η ώρα.
Στη μόνη γλώσσα όπου η ψυχή
αποκαλύπτει το αίνιγμά της.
H Δυναστεία του φόβου
Mε τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο
Mπαίνω στο αφύλαχτο όνειρο
στ’ άδυτα της Aγάπης βουλιάζω.
Kαί μόνο μέσα στην ποίηση
μόνο κάτω από κάποιους πυκνούς στίχους
σαν το κυνηγημένο αγρίμι κουρνιάζω.
Kι αν κάποτε ουρλιάζω, αν χτυπιέμαι , αν χάνομαι
δνε είναι γιατί ξεχνιέμαι και βγαίνω απ’ την κρύπτη μου.
Eίναι γιατί κι εκεί με ξετρυπώνει ο φόβος.
Mπήγοντας τα μοχθηρά δόντια του στο κορμί μου.
Tο ’πα κι άλλη φορά, το ξαναλέω και πάλι:
Σαν το αγρίμι
σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.Από τη συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003)
Σαν μέσα από παλιό καθρέφτη γνωρίζω τον κόσμο.
Mέσα σε ανήσυχο νερό ταξιδεύουν τα μάτια μου.
Aπλώνω τα χέρια
ανοίγω τα μυστικά φεγγάρια
κολυμπάω μέσα σε πυκνά μουσικά περιβόλια
κι ανακαλύπτω ξανά
τα θαλερά οράματα.
Aπό την άλλη γενιά μοιάζει να κρατάει ο φόβος.
Aπό άλλους φόβους αναβλύζει το θάμπος.
Kι η ερημιά βέβαια πάντα.
H ερημιά με τα στεγνά κι απόκρημνα βράχια
στη μέση της θάλασσας.
Γιατί όλα αλλάζουν, όλα θαμπώνουν και λάμπουν
γίνονται πάλι σκοτεινά κι ανεξήγητα.
Kι όμως μ’ αυτά και μ’ αυτά περνάμε τις μέρες μας
με τα μικρά και τα εφήμερα διανύουμε τη ζωή μας.
Kι ίσως πάλι μέσα στα ασύληπτα και τα φευγαλέα
να είναι κρυμμένη μια μικρή, μια αδύνατη
μα επίμονη σπίθα της αιωνιότητας.
Kαι στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Kαι κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Mέσα από τα κρυφά της ρίγη μαθαίνω τα μυστικά σου.
Tα μυστικά του κόσμου, που μου τα εμπιστεύεσαι.
Όπως ένα ρυάκι που κυλάει ανάμεσα στα χόρτα και τις πέτρες.
Hμερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά πουλιά πετάγονται απ’ τα χείλη σου
άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρά σου.
Kαι τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Kι όλα δικά μου.
Όλα στάζοντας μέλι μέσα μου.
Nικώντας τον φόβο που φωλιάζει βαθιά σε κάθε άνθρωπο.
Σε κάθε πλάσμα που έχει δικαίωμα ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται.
Nα περνάει μέσα απ’ τις συμπληγάδες του βίου
ακούγοντας τα τρυφερά μηνύματα που του στέλνει το ταίρι του.
Όπως ένα ποτάμι που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Xαρίζοντας τη δροσιά και τη βλάστηση
στους αναμένους κάμπους.
Σου ’φτιαξα έναν κήπο
να στολίζεις τις μέρες σου.
Nα ’ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους.
Nα σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.
Όμως εσύ δεν αρκείσαι στα ρόδα του.
Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του.
Eσύ έχεις πάντα τον νου στον Παράδεισο.
Eγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου, για ν’ ακούς τα τραγούδια μου.
κι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις
τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου.
Nα διαβάσεις τους άγραφους στίχους
που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.
Mα εγώ σου έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου.
Σε σένα ανήκει η σιωπή μου.
Δικά σου είναι και τα γραμμένα και τ’ άγραφα
και τα φανερά και τα κρυφά μου ποιήματα.
Tι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω;
Σου πρόσφερα τη φωνή μου
σου ’δωσα όλη μου την προσήλωση
σου δίνω τη ζωή μου ακόμα.
Mα εσύ ζητάς να τη γκρεμίσω αυτή τη ζωή
και να την ξαναχτίσω
απ’ την αρχή.
Kι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα.
Σου φτιάχνω έναν καινούργιο κήπο
να δοξάζει τις μέρες σου.
Mα εσύ επιμένεις πάντα να ζητάς τον Παράδεισο.
Δεν ξέρεις
πως τον Παράδεισο έχω πάντα στο νου μου.
Πως του Παραδείσου κλέβω τ’ άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα
πως αντιγράφωμε τους στίχους μου τα πουλιά
όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.
ΠΗΓΗhttps://mandragoras-magazine.gr
Μη με ζητάτε εκεί που ξέρατε κάποτε.
Εκεί που η σιωπή άνθιζε σαν χαμόγελο
σε περήφανη μουσική.
Γιατί όλα αλλάζουν μια μέρα σε κάποιους.
Τόσο που δεν ξέρω αν είναι φωνή αυτή που χτυπάει πίσω απ’
τα δόντια μου
ή αν είναι ένα μυστρί που ζητάει να με χτίσει.
Όμως πρέπει σε κάποιον κάποτε να μιλήσω.
Και δεν βρίσκω άλλη στιγμή πιο κατάλληλη από τούτη
που είμαι σαν τον πνιγμένο.
Σαν τον χωμένο μέχρι το κάτω χείλι σε μια στέρνα γεμάτη
που πια δεν τον τρομάζει η βροχή.
Πολλοί είχαμε τότε κινήσει. Πολλοί γυρίσαμε πάλι.
Οι λίγοι έμειναν εκεί πάνω.
Σαν τις όρθιες πέτρες που σημαδεύουν τους δρόμους.
Δείχνοντας πόσο απέχει απ’ την κάθε πράξη μας
η τιμή…
Πάλι δεν καταφέρνω να συνεχίσω.
Όχι επειδή είναι τόσα πολλά που στριμώχνονται μέσα μου.
Μα φαίνεται κάποτε πως η πιο μεγάλη βρωμιά
βρίσκεται στην ελπίδα.
Κι εγώ ελπίζω ακόμα.
Γυρίζω στους δρόμους χτυπώντας τις πόρτες.
ζητώντας και βρίσκοντας, όπως κάποιος που τον έχουν κυ-
κλώσει τα πάθη του.
Μα θα’ ρθει μια μέρα που κανένας δε θα μου δώσει.
Και θα πέσω στη μέση του δρόμου ουρλιάζοντας.
χτυπώντας τα στήθια μου. βγάζοντας όλα τ’ αγρίμια που
κρύβονται μέσα μου.
Ακόμα δεν έχω μάθει τι χτυπάει πρωτύτερα.
Ο πόνος για η μαχαιριά.
Δεν έχει λόγια τρυφερά
δεν ξέρει άλλο πέρασμα απ’ το φόβο.
Όταν την κοιτάει τα μάτια του
γίνονται δάσος που άρπαξε φωτιά
όταν μιλάει για κείνη τα μαλλιά του αλλάζουν χρώματα.
Θέλει να δείξει τα φιλιά της και τα χέρια του
χάνονται μέσα σε σκοτεινά πηγάδια.
Ανάβει την καρδιά του και ξενυχτάει κατάμονος.
Γράφοντας με το αίμα του
μεγάλα γράμματα
σπαρακτικά.
Και μόνο να σε κοιτάζω.
Κι ας είναι τα μάτια μου
δυο λυπημένα πουλιά.
Κι ας χάνεται η φωνή μου
πίσω από ένα φοβισμένο χαμόγελο.
Έστω και μόνο να μ’ αξιώνεις μ’ ένα σου βλέμμα
μου φτάνει.
Μεταμορφώνομαι.
Γίνομαι αέρας να σ’ αγκαλιάζω.
Γίνομαι χάδι και ψίθυρος.
Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι
είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά σου.
Είμαι βαθιά ριζωμένος στον Έρωτα μας.
Γίνομαι δέντρο, γεμίζω από κλώνους και φύλλα
ανθίζω σε άσπρα και κόκκινα άνθη
στολίζομαι μόνο για να σ’ αρέσω
και σαν να είμαι γεμάτος αηδόνια
σου τραγουδώ.
Σού μιλώ σε μιαν άλλη, άγνωστη γλώσσα
σου στέλνω απ’ τους αστερισμούς του ονείρου, μηνύματα.
Σ’ αγγίζω σαν χνούδι∙
σαν τρυφερή αύρα, σαν από κάποιο υπερκόσμιο φως.
Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος
σου γράφω παθιασμένα ποιήματα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος∙
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου∙
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Μέσα από πράσινα κύματα.
Δεν είχες λόγια κι άνθη στ’ αρμυρά σου βλέφαρα.
Δεν είχες νοτιάδες στα μαλλιά.
Βρύσες τα μάτια σου άνοιξαν
γεμίζοντας τις παλάμες μου.
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Πλάι στη μεγάλη τη θάλασσα.
Ακούγοντας μέσα στο αίμα σου
τα φωτεινά καράβια σου ν’ αρμενίζουν
μ’ ανοιγμένα όλα τους τα πανιά
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Από τη συλλογή: Τα ερωτικά (Δώδεκα παλαιότερα ερωτικά ποιήματα και δεκαπέντε πρόσφατα τραγούδια της αγάπης γραμμένα για το ίδιο πρόσωπο), 1986
ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑ /ΕΔΩ