Σελίδες

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Γιώργος Θέμελης-Ποιήματα



Ξυπνᾶς τὸ αἰώνιο καλοκαίρι

Ξυπνᾶς τὸ αἰώνιο καλοκαίρι,
ἀνατέλλοντας ἕναν ἄλλο ἥλιο,
κάνοντας πιὸ ὄμορφα, πιὸ θαυμαστὰ τὰ μάτια,
καθὼς ἐλπίζουν νὰ σὲ ἰδοῦν, κρεμῶντας μιὰ λευκὴ ἀντηλιά…


Κ’ εἶναι ἡ σκιά σου αὐτὸ τὸ φῶς τὸ εἰρηνικὸ ποὺ πέφτει
στούς κάμπους – στεφανωμένους μὲ πορφυρὴ αἰωνιότητα…

Κ’ εἶναι ἡ σκιά σου αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ μέ τυλίγει,
καὶ μὲ σηκώνει, μὲ κρεμνάει ψηλά,
στὴν ἄνοιξη τοῦ κόρφου του!..

Ἐρημία


Ἔξω ἀπὸ μᾶς πεθαίνουν τὰ πράγματα.

Ἀπ’ ὅπου περάσῃς νύχτα, ἀκοῦς σὰν ἕνα ψίθυρο
νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς δρόμους ποὺ δὲν πάτησες,
ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ δὲν ἐπισκέφθηκες,
ἀπ’ τὰ παράθυρα ποὺ δὲν ἄνοιξες,
ἀπ’ τὰ ποτάμια ποὺ δὲν ἔσκυψες νά πιῇς νερό,
ἀπὸ τὰ πλοῖα ποὺ δὲν ταξίδεψες…

Ἔξω ἀπὸ μᾶς πεθαίνουν τὰ δέντρα ποὺ δὲ γνωρίσαμε.
Ὁ ἄνεμος περνᾶ μὲς ἀπὸ δάση ἀφανισμένα…
Πεθαίνουν τὰ ζῶα ἀπὸ ἀνωνυμία – καὶ τὰ παλιὰ ἀπὸ σιωπή.

Τὰ σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά ἀπὸ ἐγκατάλειψη,
μαζὶ μὲ τὰ παλιά μας φορέματα μὲς στὰ σεντούκια.
Πεθαίνουν τὰ χέρια ποὺ δὲν ἀγγίσαμε, ἀπὸ μοναξιά.
Τὰ ὄνειρα ποὺ δὲν εἴδαμε, ἀπὸ στέρηση φωτός…

Ἔξω ἀπὸ μᾶς ἀρχίζει ἡ ἐρημία τοῦ θανάτου…


Σὲ ποιά θάλασσα

Σὲ ποιά θάλασσα,
ποιός οὐρανὸς
σ’ ἔχει φιλήσει;..


Τὰ μαλλιά σου τρυποῦν
τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνέμου,
σὰν τὰ δέντρα καὶ σὰν τὰ ταξίδια!

Τὸ χέρι σου χαμόγελο,
φωνὴ σὰν τοῦ νεροῦ,
σὰν κοριτσιοῦ κάτασπρη ντάλια!

Ὅπου κι ἂν κοιτάξεις,
προβάλλει τὸ πρόσωπό σου,
κατεβαίνει τὸ βλέμμα σου
ἀπὸ χίλια
λουλούδια!

Κοίταξε, κάλλιο,
τὸν ἴσκιο ποὺ πέφτει,
τὸν καβαλλάρη τῆς βροχῆς,
τὸ χαμογέλοιο
τοῦ καλοῦ θεοῦ!..

ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Όταν γυρίζω σπίτι, με υποδέχεσαι,
Με παίρνεις απ’ το χέρι και με πας μέσα,

Να προσφέρεις ένα ποτήρι νερό – ένα κάθισμα.
Να μου προσέξεις το πρόσωπο, να μου πλύνεις τα πόδια.
Οι επιδαψιλεύσεις της οικειότητάς σου είναι όλες δικές μου,
Γιατί είσαι όλος δικός μου κι εγώ δικός σου.

Όταν βγαίνω έξω, κατεβαίνεις τη σκάλα, να με ξεπροβοδίσεις.

Ποιος ξέρει, αν θα βρεθούμε, αν θα δώσουμε χέρια,
Αν θα με δεις και θα σε δω στο πρόσωπο μέσα στη νύχτα.

Είσαι μες στο μοναχικό μου περπάτημα.

Ακούω τον ήχο από τα βήματά σου μες στα δικά μου,
Ακούω τον ψιθυρισμό σου, συνομιλία αδιάκοπη
Με τον εαυτό σου, με τα πράγματα, με τις αισθήσεις μου.
Σωπαίνω κι αφουγκράζομαι, σταματώ για ν’ ανταποκριθώ,
Με μια κατάφαση βγαλμένη από τον χτύπο του σφυγμού.

Όταν μιλώ, μιλάς σα μια ηχώ, όταν σωπαίνω, σωπαίνεις,
Χωρίς την παρέμβαση του θορύβου που φέρνει ο άνεμος
Μπαίνοντας στα μεσοδιαστήματα της σιωπής,
Για να με χάνεις και να σε χάνω έξαφνα,
Για να βρισκόμαστε σε διαρκή αναζήτηση και αποξένωση.

Κινδυνεύουμε να χαθούμε σε κάθε καμπή, σε κάθε
Διάλειψη της ανάμνησης, αιφνίδιο νύχτωμα,
Σαν όταν σβήνουν τα φώτα μιας γιορτής ή σπάνουν οι χορδές.

Κινδυνεύουμε απ’ τον άνεμο κι από τα πράγματα.

Πέφτουν επάνω μας, σωριάζονται και θορυβούν
Γυρεύοντας να μας παρασύρουν στο κύλισμά τους.
Τα χέρια μας γεμίζουν πληγές, τα μάτια μας καπνό και σκόνη,
Τ’ αυτιά μας μια ακατάπαυστη βοή και δεν

Ακούμε ο ένας τον άλλο, δε βλεπόμαστε.
Μας ξανασμίγει ο ύπνος, η μνήμη, η μοναξιά.

ΙΣΤΙΟΦΟΡΑ

Τα καράβια είναι σαν τα θλιμμένα μυστικά.
(Πανιά ριχτά, χείλος στη θάλασσα.)
Σαν τα θλιμμένα μυστικά που λησμονήθηκαν.

Μπορείς να τ’ αγγίξεις, να τ’ αφουγκραστείς.

Κάτι έχουν να πουν, τα καλύπτει, δεν μπορούν.
Σε κοιτάζουν, μάτια μεγάλα, σου χαρίζουν ονόματα:

***

Ο Έρωτας μας μοιράζει το σώμα,
Λάβετε, φάγετε.
Ο Έρωτας μας προσφέρει το αίμα,
Λάβετε, πίετε.

 Το φως, η μνήμη κι ο καθρέφτης

Φέρτε φως, πολύ φως.
Φέρτε του φως να θυμηθεί.

Έναν καθρέφτη να μας γνωρίσει.


ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ

Θάλασσα με τα μοναχικά και λυπημένα
Πλοία, ψυχές νεκρών που ταξιδεύουν.

Θάλασσα και ψυχή και ταραγμένη αγάπη,
Νερά μας παίρνουν, άνεμοι μας παν.
Άπληστη, ακατάτμητη και μοιρασμένη,
Σ’ ωκεανό, σε πέλαο, σε κοχύλι.

Άπειρη και κατάστενη σε μια σκαμμένη πέτρα.
Και ουρανέ, σαν άλλη θάλασσα πάνω στη θάλασσα,
Γαλάζιο αίμα και φτερό, γαλάζιο ψάρι.
Ερωτική βροχή, ουράνια δίψα,
Έρωτα, πιο έρωτα, που τίποτα δε σε χορταίνει

ΗΘΕΛΑ ΝΑ ’ΣΟΥΝ

Ήθελα να ‘σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου.

Να ’σουνα πράγμα να μου ανήκεις
Μες στην ακέρια σου ομορφιά,
Όπως η ακατάτμητή μου θλίψη.

Καθρέφτης μου να σε μαθαίνω,
Και πράγμα μου να σε κρατώ.

Να ’σουνα πράγμα μου: το πράγμα
Το πιο ακριβό, το πιο θαμμένο
Μες στην αγάπη μου, μέσα στην κρύπτη.

Μέσα στα μάτια μου να σ’ έχω.

Ήλιος τη μέρα, άστρο τη νύχτα,
Φεγγάρι μου στη μοναξιά.

Το κάθισμα να ’σουν που κάθομαι, το μαξιλάρι,
Το φυλαχτό μου στον λαιμό, το τίμιο ξύλο.

Στα όνειρά μου ουράνιο τόξο.

Και πέτρα στον θάνατο, πέτρα μου,
Πέτρα μητρική.

Ήθελα να ’σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου…

ΜΕΣΟΥΡΑΝΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Σ’ αναζητώ, σ’ αγγίζω, σ’ αφουγκράζομαι,
Το είναι σου αφουγκράζομαι τη σιωπή σου.

Περνώ μέσα στη νύχτα σου την πορφυρή.

Την πολύφωτη νύχτα σου, σα θάλασσα,
Θάλασσα κλειστή μες στις ακτές σου.

Θάλασσα διάφανη, βαθιά.

Όπου πλανιέται σιωπηλά το μεσονύχτιο φως,
Το μεσουράνιο κυρτό φεγγάρι σου, το φεγγερό μυστήριο.

ΠΗΓΗ

ΞΥΛΙΝΗ ΣΚΑΛΑ

Ανεβαίνοντας την παλιά ξύλινη σκάλα
Μπορείς να σταθείς έξαφνα, καθώς ακούς:

Μες απ’ το κούφιο ξύλο, πιο μέσα ακόμα,
Κάτι στεγνό – ξηρό που συντρίβεται.

Σε παίρνουν μεμιάς και πλήθος θόρυβοι:
Από την οροφή, απ’ το δάπεδο, απ’ τα τοιχώματα.

Έχουμε κάποιους συγκάτοικους που μας νοιάζονται,
Ανησυχούν για μας μες απ’ τον ύπνο τους.

Χωράμε όλοι καμιά — ενόχληση.


Αrt by,pintor roberto ferri
To εγώ-To εσύ

Αν σε γυρεύω, σ᾽έχω ανάγκη,
Είσαι αυτό που μου λείπει.

Το πιο ακριβό, το πιο θανάσιμο.

Το μισό μου στήθος, το μισό μου πρόσωπο,
Η μια αδειανή πλευρά μου, η μια φτερούγα μου,

Η ανοιχτή πληγή μου, η σάρκα μου η λειψή.

Μ᾽έκοψαν, με χώρισαν στα δυό,
Το εγώ-το εσύ, μοιράσαν το αίμα
Από τη ρίζα μου, από τη γέννησή μου.

Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω
Μισό κορμί, μισό κομμένο όνειρο.

Γυρεύω τ᾽άλλο στήθος, τ᾽άλλο πρόσωπο.

Δε θέλω να κερδίσω την ψυχή μου,
Να χάσω την ψυχή μου, να τη σώσω,
Παίζοντας την ψυχή μου: άσπρο ή μαύρο,
Παίζοντας την ψυχή μου για την ψυχή σου.
Από το Δίχτυ των Ψυχών I

ΜΟΥΣΙΚΗ- ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ
ΣΤΙΧΟΙ -ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ -ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ
Σιγά-σιγά

Σκύψε ακόμα μέσα,
Κοίταξε.

Βλέπεις εκεί βαθειά
Τη θλίψη μου την αξερρίζωτη;

Σιγά-σιγά,
Απαλά
Κ᾽ανώδυνα

Ξερρίζωσέ την.

Σαν έναν καρφί, σαν ένα
Βότανο πικρό.

Με το φιλί,
Με το χαμόγελο.

Να μη ματώσουνε τα δάχτυλά σου.
Από το Δίχτυ των Ψυχών II

Γιώργος Θέμελης (1900-1976).
Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε στη Σάμο. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1930 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της φιλολογίας στη Δημόσια Εκπαίδευση και τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου.
Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1922 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στις στήλες του περιοδικού "Μηνιαία Επιθεώρησις Σάμου". Υπήρξε μέλος των περιοδικών της Θεσσαλονίκης "Μακεδονικές Ημέρες" (1932-1939 - όπου το 1936 δημοσίευσε και το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο) και "Κοχλίας" (1946-1948), ενώ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα λογοτεχνικά περιοδικά "Μορφές", "Τέχνη και Ζωή", "Ορίζοντες", "Ελεύθερα Γράμματα", "Νέα Πορεία", "Ο Αιώνας Μας", "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση".
Το 1945 πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο "Γυμνό παράθυρο". Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, λογοτεχνικές μεταφράσεις, θεατρικά έργα και δοκίμια. 

 Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της "Νέας Εστίας" (1927), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1956), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Σε δική του μετάφραση ανέβηκαν στο Κ.Θ.Β.Ε., το 1968, οι "Δανειστές" του Στρίντμπεργκ και το "Κύκνειον Άσμα" του Τσέχωφ, και το 1970, ο "Προμηθέας Δεσμώτης" του Αισχύλου. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη.
ΠΗΓΗ

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Ζωὴ Καρέλλη (1901 - 1998)-Ποιήματα

Art by Bruno Di Maio
Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς

Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς
τοῦτες οἱ μέρες οἱ καλοκαιρινὲς
ὑπάρχουν μὲ τὴ στιλπνότητα
τῶν λαμπρῶν σωμάτων,
μὲ τὴν ἔκθαμβη προσφορά τῶν,
μὲ τὴν ἔντονη περηφάνεια,
μ’ ἐκείνη τὴ σταθερότητα
που ἔχουν οἱ γυναῖκες
ὅταν εἰν’ ὡραῖες,
πολὐ βέβαιες γιἀ τἠν ἐμορφιά τῶν,
τόσο ποὺ μένουν ἔξαφνα
σκεφτικές, ὅμως, ἀτάραχες,
γεμᾶτες προσμονὴ στέκονται,
μ’ ὑπομονὴ γνωρίζουν,
γνωρίζουν νὰ περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια τὴν ἡδονή
τοῦ ἑαυτοῦ των…
- - - - ---- - - - - - -Ἔτσι
οἱ ἔντονες τοῦ καλοκαιριοῦ μέρες
φαίνονται ἀκέριες –
- - - - - - ---- - - - -καθώς
τὶς περιβάλλουν νύχτες ἐξαίσιες,
μὲ πολὺν ἔρωτα, μυστικόν…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Φαντασία τοῦ ἐγὼ

Κάποτε τὰ βήματα τοῦ χρόνου
παύουν – καὶ τότε ἡ σιωπή
γίνεται πότε φοβερή κι ἀπαίσια
σκοτάδι γεμάτη ἔννοια
πυκνὴ ἀναπότρεπτη μοῖρα
πότε ξανοίγει, φαίνεται,
φανερώνεται οὐσία φωτὸς
ἄπειρη, καθαρώτατη, διάφανη
τόσο ἐλαφριά, ἐλαφρότατη
ποὺ δὲν μπορεῖς
οὔτ’ αὐτοῦ νὰ σταθῇς
καθὼς φέγγεις φέγγεσαι
ἔξαφνα ὀξύτατα
καίεσαι ἀπὸ φῶς
τὴ στιγμὴ τῆς ἡσυχίας,
τῆς παύσης τοῦ χρόνου,
κ’ ἡ φεγγερή σιωπή περιμένει,
στέκεται ὁ χρόνος καὶ περιμένει,
γιὰ νὰ ἐξαφανιστῇς!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Art by, Ana Pardo
Ἡ ἀρχὴ

Ἡ ἀρχὴ φαίνεται
ἀμυχὴ στὸ στερέωμα τοῦ χρόνου
νομίζεις ὅτι θὰ περάσῃς

νομίζεις ὅτι θὰ περάσῃ,
ἤ ὅτι ὁ χρόνος γύρω σου περνάει
μὲ ποικίλα τοπεῖα καὶ βλέψεις…
Ὄχι∙ ἡ πληγὴ ποὺ πλαταίνει
μέσα σου γίνεται καὶ σὲ κατατρώγει
ἀφαίρεση δίχως πραγματικότητα.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Μοναξιὰ

Πού θὰ πᾶμε, ψυχή, μ’ ὅλη τούτη
τὴν ἐξορία ποὺ μέσα φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας – κ’ ἡ μοναξιά
ἔγινε τόσο παράξενη, ποὺ εἶναι ἴδια
μὲ τὴ συντροφιά τῶν πολλῶν ἀνθρώπων.

Μιλᾶς καὶ σωπαίνεις, καὶ τὰ πράγματα
μένουν ἀδιάλλαχτα, σὰ νὰ μήν ὑπάρχῃ
θέληση καμμιά νὰ τὰ κυβερνήσῃ…

Ἀστειότερες οἱ θλιβερές προσπάθειες
– γιατί τόση ἀπαισιοδοξία;.. Σὰν τὸ τίποτα
νὰ μεγάλωσε, νὰ φούσκωσε ἀλλόκοτα
δείχνει ἕνα πρόσωπο παράφωρο, δίχως μορφὴ
ἕτοιμο νὰ σκάςῃ, νὰ βγάλῃ ἀπ’ τὸ νοῦ
ὅλα τὰ πλήθη ποὺ τὸ κρατοῦν
καὶ τώρα διασπῶνται – σὰν τὸ τίποτα
νὰ γίνετ’ ἕνα μυρμήγκιασμα.

Ἆ, τί ἀθλιότητες περιέχουν
τὰ μάτια τῆς μοναξιᾶς!..

Φύγετε τόσο μακρυά,
ποὺ ποτέ νὰ μὴ συναντήσετε πιά
τὴ μονάχην εἰκόνα σας
καθὼς φαίνεται σήμερα: ὁλόκληρη!..
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Χαλκογραφία

Οἱ Ἀπελπισίες οἱ λιγνὲς γελοῦν φχαριστημένες
γιατι ἔχωσαν τὸ δάχτυλο τῆς δοκιμῆς
ὥς μέσα – πολὺ μέσα στὸν ἑαυτό μου.
Καὶ τώρα κάθονται σὰ χορτασμένες
νωθρὲς γυναῖκες ποὺ κοιτάζουν
μ’ ἀδιαφορία πὼς γυρεύω ἀνώφελα
πάνω στὸ σῶμα μου
νὰ βρῶ κάποια βοήθεια…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὡραῖα μαλλιά…

…Ὡραῖα μαλλιά
ἀπ’ τὶς πολὺ νέες γυναῖκες
στόλισμα πλούσιο, κόμη ἁπαλὴ
καὶ ζωντανὴ μὲ τὴν ἰδιαίτερη ζωὴ
ὅπως εἶναι τὰ φυλλώματα στὰ δέντρα
ποὺ ψιθυρίζουν τραγούδια δικά τους
γιὰ νὰ μεθοῦν ἀπὸ ἡδονὴ
οἱ σιωπηλοί ἀλύγιστοι κορμοί…

…Ἔτσ’ οἱ γυναῖκες κάποτε,
σπανίως ὅμως,
ὅταν μποροῦν νὰ καταλάβουν,
αἰσθάνονται τὴν ἐμορφιά
ἀπ’ τὰ κυματιστά μαλλιά τους
τὴν ἀκοῦν καὶ χαίρονται
μὲ ἁπλότητα…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ἡδυπάθεια


Στὸ χέρι κρατοῦσε ἕνα ρόδo ἀνοιγμένο
ἕνα ρόδο πολὺ ἀνοιχτό.
Στὸ πρόσωπό της εἶχε τὸ στόμα
μισανοιχτό καὶ τὰ χείλη ἀνοῖγαν
στὴ θήκη γεμάτη χυμὸ
τῶν δοντιῶν τὰ ρόδινα οὖλα
ἔφεγγαν, κοκκίνιζαν δίχως ντροπή,
ὅπως τὸ σπασμένο ρόδι τ’ ἀνοιχτό ρόδο!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὄνειρο

Ἕνα μεταξένιο μαγνάδι, ἀκαθόριστο,
ἔπεφτε κάπως βαρύ, βαρύτατο ὕστερα…
Γύρευα τὴν ἀρχή του μὲ τὸ χέρι,
τὴν κάθετη οὔγια∙ καὶ τὸ χέρι μου
χώθηκε στὸ βαρὺ ἀδιέξοδο ὕφασμα.
Τόσο σὲ τοῦτο τὸ ἐμπόδιο
ὕλη πηχτή! Οἱ πτυχές πυκνώνουν.

Κάποιο μαχαίρι ζητοῦσα γιὰ ν’ ἀνοίξω
τὴ δίοδο.
Γιατὶ τοῦτο τὸ ὕφασμα
κολλάει πολὺ πάνω στὸ σῶμα
τυλίγει τὴ ζωή μου,
δὲν φεύγει ἀπὸ πάνω μου.

Κάποιο μαχαίρι γιὰ νὰ κοποῦν
οἱ συνήθειες, τὰ ὕπουλα μάγια,
ποὺ φαίνονται τόσο πολύτιμα,
ἴσως ὡραῖα, κ’ εἴν’ ἀδυσώπητα.
Ὅμως ἡ λεπίδα καθὼς ἐλπίδα
πῆγε νὰ σκίσῃ τὸ τύλιγμα
τὸ πλεγμένο ἀπάνω μου πλέγμα
ἐμπόδιο βρῆκε τοῦ σώματός μου
τὴν ψυχὴ καὶ πόνεσ’ ἐπώδυνα
ἡ τομὴ ποὺ ἔκανα, πολύ!

Γιὰ νὰ φύγω ἔσκισα τὸ ντυμένο
κορμί μου – γιὰ νὰ φύγω ἀπὸ κεῖ.
Πέρ’ ἀπ’ τῆς συνήθειας τὸ ἔνδυμα
καθὼς καίρια εἶχε χτυπηθῆ
νόμισα πὼς θὰ πέθαινα…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐργάτης στὰ ἐργαστήρια τοῦ χρόνου

Καθὼς ἐργάζονταν τὸ σχῆμα,
ἐργάτης σὲ ὑαλουργεῖο,
κατάλαβε πολὺ καλὰ τὸν ἔρωτα
γιὰ τὴν ὕλη,
ὅπου φυσοῦσε τὴν πνοή του.
Κάποτε κρύσταλλο, κάποιο μαργαριτάρι,
φίλντισι, πολύτιμο ἐλεφαντοκόκκαλο
ἤ ὀπάλι μὲ χρώματα ὁμίχλης
πρὸς τὸ κυανό.
Ὄλ' αὐτὰ ὕλη, ποὺ γινόταν σχῆμα,
σχῆμα ἐρωτικό, γιὰ ὅ,τι ὑπάρχει
μὲς στὸ χρόνο.

Τὸ σχῆμα, δοχεῖο τοῦ χρόνου,
ἐρωτικὸ τὸν περιέβαλε,
προσφορὰ στὸ χρόνο,
προσδοκία καὶ δέξιμο μαζί,
ἀγκάλιασμα στοῦ χρόνου τὴ μορφή,
τὸ σχῆμα ποὺ σχημάτιζε εἰδικό,
δικῆς του σημασίας,
δική του φαντασία.

Ὅμως καθὼς τὸ σχῆμα ἔψαυε
τελειωμένο, ὕστερα, τὸ ὑλικό του χέρι,
κατάλαβε τοῦ χρόνου τὴν ὑλικότητα·
καθὼς τὸ χέρι τὸ δικό του
καὶ τὸ σχῆμα μαζί,
καὶ τὸ πολύτιμο ἐρωτικὸ ὑλικὸ
γινόταν διάφανη ἔννοια τοῦ χρόνου.
Ὅλα μαζί.
Ἰδίως ὁ ἑαυτός του.

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ-Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της ποιήτριας, θεατρικής συγγραφέως, δοκιμιογράφου και μεταφράστριας Χρυσούλας Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη. Υπήρξε επίλεκτο μέλος του λογοτεχνικού κύκλου της Θεσσαλονίκης και εξακολουθεί να παραμένει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες παρουσίες στα νεοελληνικά γράμματα.

Η Ζωή Καρέλλη γεννήθηκε το 1901 στη Θεσσαλονίκη, σε μία πλούσια οικογένεια της πόλης. Ο πατέρας της, Γαβριήλ Πεντζίκης, ήταν φαρμακοποιός και η μητέρας της, Μαίρη, δασκάλα. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες της οικογένειας, το στερνοπούλι της οποίας υπήρξε ο σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές της, ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική, ενώ για ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Διαβάστε περισσότερα/ΕΔΩ
Ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια, επίλεκτο μέλος του λογοτεχνικού κύκλου της Θεσσαλονίκης
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/675

© SanSimera.gr

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

Νίκος Καββαδίας- «Στο άλογό μου»

Ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975) έγραψε το πιο κάτω αυτοβιογραφικό αφήγημα, που συνδέεται με όλα όσα έζησε κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-41), στον οποίο και συμμετείχε. Το συγκινητικό αυτό «επιστολικό» κείμενο είναι αφιερωμένο –όπως δείχνει και ο τίτλος του– στο άλογο που χρησιμοποιούσε για να μεταφέρει από το μέτωπο τους τραυματίες.

Νίκου Καββαδία, «Στο άλογό μου»

Το να γράψει κανείς σ' έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ' ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι' αυτό θα σου γράψω.
Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ' άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι... Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.
Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ' άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.
Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).
Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου 'δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ' άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να 'χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι...
Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ' άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από 'κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα 'χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.
Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν' αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να 'σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.
Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι...
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!...
Κούδεσι, Μάρτης 1941
[πηγή: Νίκος Καββαδίας, Του πολέμου. Στο άλογό μου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1987, σ. 35-39]