Σελίδες

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

Τζον Κητς (John Keats), «Ωδή στο φθινόπωρο»

Ω Εποχή από λεπτή ομίχλη  κι ολόχρυσα κύματα καρπών!
Σταυραδέρφι του ζάπλουτου ήλιου, που ακόμη στη γη ξεφαντώνει,
Συνωμοτώντας μαζί του: πως θα γεμίσουν φωτιά τα σταφύλια
Πάνω στο κλήμα, που ξεπέρασε πια την αυρένια μας στέγη.

Λυγίζοντας δεξιά την καλύβα με τα νιόκοπα κόκκινα μήλα.
Κανακεύοντας όλα τα φρούτα, τόσο που μέλι να γίνει η καρδιά τους.
Πως, σ' ένα νεύμα, βαριανασαίνει η κολοκύθα ετοιμόγεννη,

Κι η φουντουκιά μεσ' απ' τα φλογισμένα σωθικά της
Σπιθοβολά μ' απόγνωση. Τα τελευταία λουλούδια κυματίζουν
Μεσούρανα, κι οι ασυλλόγιστες μέλισσες σ' ένα χορό τ' ακολουθούν,
Θησαυρίζοντας κι άλλο, μ' όνειρα του καλοκαιριού, που δες:
Χρυσάφι σύγκερο, τις κυψέλες τους πάλι ξεχείλισαν!

Α, ποιος δε σ' έχει χαρεί, μέσα στα πλούτη της σοδειάς σου!
Κι είναι φορές -τι ευτυχία!- που όποιος θελήσει θα σε βρει
Αμέριμνη να ξαποσταίνεις  μες στ' αλώνια,
Μ' έναν αγέρα λιχνιστή να τρέχει στα μαλλιά σου.
Ή εκεί στη μισοθερισμένην αυλακιά, βαθιά να κοιμάσαι,
Άξαφνα ζαλισμένη απ' την αναθυμίαση της παπαρούνας,
Ενώ το δρεπάνι σου λυπάται να θερίσει κι άλλην αυλακιά,
Μαζί με τέτοια λουλουδιών πλημμύρα.
Κι άλλοτε πάλι, μοιάζεις σταχτομαζώχτρα, που ακροζυγιάζει
Το φορτωμένο της κεφάλι, καθώς αργά περνά μια ποταμιά.
Ή πλάι στο πατητήρι στέκεσαι, και μ' ανυπόμονη ματιά
Ξαγρυπνάς, ώρες κι ώρες, το τελευταίο να στραγγίσει στράφυλο!

Πού είναι τα τραγούδια της Άνοιξης; Μα πού είναι τώρα;
Ω μην το συλλογιέσαι! Έχεις κι εσύ τη μουσική σου,
Όταν τ' αμοίραστα σύννεφα δωρίζουν απαλότατο φως, στη μέρα
 π' αργοπεθαίνει,
Με ρόδινα βάφοντας χρώματα τις θερισμένες καλαμιές του κάμπου,
Κι ακούς μια πένθιμη μικρή χορωδία, τα κουνούπια, μες στις ιτιές
Του ποταμού να θρηνούν, κι έπειτα να πετούν ψηλά ή να σκορπίζονται
Όσο κι ο φωτεινός αγέρας έρχεται, χαμογελά ή αναίτια  θυμώνει.
Δυνατά βελάσματα φτάνουν απ΄τα μεγαλωμένα αρνιά που ζύγωσαν
 τους λόφους.
Τραγουδούν θαρρετά τα τριζόνια στους φράχτες. Και μ' ανάλαφρο τρέμουλο,
Μέσ΄ απ΄ τους κήπους, το σφύριγμα αναβλύζει του κοκκινολαίμη.
Καθώς χαράζουν ψηλά τους ουρανούς σμήνη χελιδονιών τιτιβίζοντας.

Ode To Autumn-John Keats

Season of mists and mellow fruitfulness,
Close bosom-friend of the maturing sun;
Conspiring with him how to load and bless
With fruit the vines that round the thatch-eaves run;
To bend with apples the mossed cottage-trees,
And fill all fruit with ripeness to the core;
To swell the gourd, and plump the hazel shells
With a sweet kernel; to set budding more,
And still more, later flowers for the bees,
Until they think warm days will never cease,

For Summer has o'er-brimmed their clammy cell.

Who hath not seen thee oft amid thy store?
Sometimes whoever seeks abroad may find
Thee sitting careless on a granary floor,
Thy hair soft-lifted by the winnowing wind;
Or on a half-reaped furrow sound asleep,
Drowsed with the fume of poppies, while thy hook
Spares the next swath and all its twined flowers;
And sometimes like a gleaner thou dost keep

Steady thy laden head across a brook;
Or by a cider-press, with patient look,
Thou watchest the last oozings, hours by hours.

Where are the songs of Spring? Ay, where are they?
Think not of them, thou hast thy music too,---
While barred clouds bloom the soft-dying day,
And touch the stubble-plains with rosy hue;
Then in a wailful choir, the small gnats mourn
Among the river sallows, borne aloft
Or sinking as the light wind lives or dies;
And full-grown lambs loud bleat from hilly bourn;
Hedge-crickets sing; and now with treble soft
The redbreast whistles from a garden-croft,
And gathering swallows twitter in the skies.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Ερωτικά Ποιήματα του Μίκη Θεοδωράκη


Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνε

1943

Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνε

τις έζησα, τις ρούφηξα και κείτονται νεκρές...

Τη νύχτα πια δεν έρχονται σαν τότε να με βρούνε

του ονείρου οι πολυδάκρυτες Αυγές...

Και τίποτ’ άλλο από ‘να Τίποτα

μες στην καρδιά μου δε βασιλεύει

κι αργοσαλεύει...

Και μου θολώνει τη ματιά και δε μπορώ να δω

την ομορφάδα των ματιών

που ερωτικά δακρύζουν

μπροστά στις θείες πυρκαγιές

των ουρανών και των καρδιών!

Και μου μαραίνει την καρδιά και δε μπορώ να νοιώσω

τα ερωτικά τρεμίσματα της αυγινής δροσιάς

μες στην καρδιά τ’ ανθού

το πάθος της φωνής μες στην βραδιά

και τα λυγίσματα της φλογερής καρδιάς οπ’ αγαπάει

με την αγάπη των πουλιών και τ’ ουρανού...

Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικουνε

βαθειά μου νοιάθω δύναμη - ωκεανό.

Φωνές αδύνατες στ’ αυτιά μου δεν ηχούνε

κι αληθινός μοιάζω Θεός στον ουρανό.

Με Χερουβείμ τριγύρω και με “Αινείτε”.

Κι όμως και δύναμες χαρίζω κι ουρανούς.

Ερχεστε, ω πόνοι, πάλι να με βρήτε;

Ξαναθρηνείς καρδιά μου σαν κείνους τους καιρούς;

12.1.43

Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό

1944

Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό.

Κατόπι σταμάτησαν, σφίχτηκαν 

δυνατά και δώσαν το στερνό τους φιλί.


Κάποιες παράξενες σκέψεις τους βαραίνουν.

Ξαναφιλιούνται μηχανικά για να παρατείνουν

ποιος ξέρει τί.

‘Ομως τα χείλη δε γνωρίζουν τη σάρκα και τα 

χέρια ενώνονται σε αδιάφορα σφιξίμα                                          *

Τότε παίρνω μορφή ποντικού και παρουσιάζομαι

μπροστά τους. Βουτώ την ουρά μου στο 

μελάνι και γράφω πάνω στο τζάμι:

“Το πεπρωμένο καλεί τη ζωή”.

Με μάντεψαν φαίνεται αμέσως. Φτιάχτηκαν

βιαστικά βιαστικά και ξεχαστήκαν                                           *

Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον ποντικό να 

σουλατσάρει. Το περίστροφο είχε λησμονηθεί

πάνω στο γραφείο. Το κοιτάζω και του

λέω: -Εσύ έκανες αυτή την απερισκεψία;

Τρέχει και χώνει το κεφάλι του μέσα

στην κάνη για να εμποδίσει τη σφαίρα. Εγώ

όμως δε χάνω καιρό και τραβώ.

Πολύ προσεχτικά μαζεύω το λίγο αίμα που 

υπήρχε και με αυτό σκεπάζω τις αδέσποτες

φράσεις.

18.ΙΙΙ.44

ΑΘΗΝΑ

Ακόμη τώρα

1943

Ακόμη τώρα

όταν θυμούμαι τη λεμονόστηθη μικρούλα

το χρυσαφένιο προσωπάκι που ακόμη λάμπει

ολόϊδια αστέρι, το φλογισμένο της κορμί

το πληγωμένο από την καφτερή του έρωτα σαϊτα

πρώτη απ’ όλες σε νιάτα και ομορφιά

θάβεται η καρδιά μου ζωντανή στα χιόνια.


Ακόμη τώρα

αχ η παιδούλα με τα μάτια του λωτού

ερχότανε, βαριά με πόθο ερωτικό της νιότης

θα την αδράξουνε τα δυο μου πεινασμένα χέρια

κι από το στόμα της θα πιω το δυνατό κρασί

όπως η κλέφτρα μέλισσα ρουφάει

το μέλι από το νούφαρο.


Ακόμη τώρα

να την έβλεπα να κείτεται

με μάτια ορθάνοιχτα, γαλαζωμέν’ από ξαγρύπνι

με μάγουλα να καίνε ως το χλωμό αυτάκι της

απ’ τον πυρετό του χωρισμού μας

ο έρωτάς μου θα την τύλιγε με λουλουδένια δάση

κι η νύχτα θα γινότανε ο μαυρομάλης εραστής

απάνω στο κορμί της μέρας.

Αν γυρεύεις απ’ τον ήλιο τη χαρά

1946

Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά

κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη

μη μακραίνεις την καρδιά σου απ’ τη δική μου

που διψά για φως.


Σαν τον ήλιο π’ όλο σβήνει κι όλο ζει

θ’ αρμενίζουν οι καρδιές μας μέσα στη γαλήνη.

Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά

κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη

μη ζητήσεις να βρεις φως μακριά από μένα

θα ‘μαι σαν νεκρός.


Ας γυρέψουμε αντάμα τη χαρά

πιο πολύ κι από τ’ αστέρια μες στον έρωτά μας.


ΜυρτώΑλτίνογλου- Θεοδωράκη

Γέμισ' η καρδιά μου από λαχτάρα

1942

Γέμισ' η καρδιά μου από λαχτάρα

έλα πριχού βασιλέψει τ' άστρο κι έρθ' η Νύχτα.

Θέλω να ρουφήξω απ' τα μάτια σου την ψυχή σου,

θέλω να ρουφήξω απ' τα χείλια σου τα σωθικά σου!

Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!

Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!

 

Τάχα δεν είμαστε πιο πάνω απ' όλα χώμα και λάσπη;

Στη Σάρκα πάνω δε θα πατήσεις να δεις τον Ουρανό;

Σ' αγκαλιάζω κι αδράχνω την ίδια τη Θεότη!

Στο ηδονικό σου το κορμί διαβάζω την αιτία και το Σκοπό!

 

Τα σωθικά μου αφρίζουν για ηδονή και για μανία.

Νοιώθω ν' ανάβουν μέσα μου φωτιά. Αντάρες

και μανίες ραπίζουν την ψυχή μου. Σίφουνας

με πλημμυράει του Δημιουργού σπασμού η τρικυμία...


Έλα πριχού βασιλέψει τ' άστρο κι έρθει η Νύχτα.

Θέλω να ρουφήξω απ' τα μάτια σου την ψυχή σου,

θέλω να ρουφήξω απ' τα χείλια σου τα σωθικά σου!

Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!

Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!

Τρίπολη,  1942

Ερωτικό τραγούδι

1946

Όλη η Σκέψη μου είναι έν’ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς

κρεμασμένο στο παράθυρό σου.

Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιες

μυστικές ανταύγειες, κι όμως εσύ μένεις βυθισμένη

το όνειρο της ζωής σου που ιλαρύνεται

από μια φλόγα ευδαιμονίας.


(Κοίταξε τα φεγγάρια που λιώνουνε μες στα δάκρυα

κοίταξε τα δάκρυα που φλογίζουνε σαν αστέρια

κοίταξε τ’ αστέρια που μοιάζουν με τις αμέτρητες

ελπίδες των καρδιών που η άρνηση της

ζωής τους αποκάλυψε το πεπρωμένο!)

Και μην ξυπνήσεις! Δε θα ‘χεις εδώ να γνωρίσεις

τίποτα πιότερο απ’ ό,τι ήδη γνωρίζεις, αφού κι ο

πόνος ακόμα που σημαδεύει μ’ ένα άστρο

το σκεφτικό μέτωπο της ζωής, αρνήθηκε

τον εαυτό του και γίνηκε ως κι αυτός απόψε

χαρά !

Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνο που 'κείνος και 'κείνη...

1941

Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνο
που 'κείνος και 'κείνη...
Δε θα ξαναπλάσουμε όνειρα
Δε θα ξαναπούμε τραγούδια
Μόνο -θα 'ναι δείλι σαν θα 'ρθω-
στη μελαγχολική την ησυχία
θ' ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
και κρύα ως πεθαμένου ανάσα
- "Αγαπημένη μου αντίο..."
Και θα χαθώ από μπρος σου
ως χάνεται μακραίνοντας το φως
στο σκοτάδι της νύχτας
και θα σβήσει
ως σβήνουν οι γλυκές μορφές των ονείρων
με το φως της ημέρας.
Και θα χάσει ο ένας τον άλλον
και θα χαθούμε
και θα μας σκεπάσει
της νύχτας το σκότος.

 4.1.41


Έτσι μύριζε το ύστερα από μια μικρή ανοιξιάτικη βροχή

1946

Στη Μυρτώ

22.ΙV.46

Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη

Κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι

με τις ρίζες γιομάτες από χώμα                     

να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.


Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδί

μου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμα

και να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρες

για τα μυστικά της γης.

Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να  μήνυμα      

κι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβο    

που κάνουν οι λογής-λογής ρίζες                   

καθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης.                                              

Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόρος

και ξεπήδαγε καινούριο φυτό...                             

Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέρια            

μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα 

ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ                          

ιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες του

χορεύουν πάνω στο δέρμα 

τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι

που τα λόγια του χάνουνται τώρα

βαθειά μες στη μνήμη μου.


Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα

να ταιριάσω τα τραγούδια

που άκουγα όλη μέρα

σ’ ένα μονάχα τραγούδι

που θα το λέγαμε όλοι μαζί.

Η σκέψη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου.

Άκουσα να τη λέει 

ένα μικρό πρασινοκίτρινο φυλλαράκι

που ξεπήδαγε κείνη τη στιγμή

μες απ’ το χλωρό κλαδί της μηλιάς μας.


Την άλλη μέρα ξύπνησα μαζί με την Αυγή     

κατέβηκα στα χορτάρια και κυλίστηκα 

μες στις δροσοσταλίδες.

Ανατρίχιασε όλο το κορμί μου  

δεν υπήρχε ούτε και το πιο μικρό μόριο 

πάνω στο δέρμα μου που να μην έλεγε  

κι ένα μικρό τραγουδάκι.


Τότε είπα το μυστικό μου στα χορτάρια

τα φυλλαράκια που ‘σαν κοντά 

σκύψαν το κεφάλι να κρυφακούσουν

πολλές σκουληκαντέρες κατέβηκαν

χαρούμενες βαθειά σ’ όλο τον κόσμο 

να πουν το μυστικό μας

κάθε σταγόνα γης ήταν τη μέρα κείνη

ευτυχισμένη...


Τότε τους είπα να ξαπλώσουμε ήσυχα

περιμένοντας να βγει ο ήλιος...

πραγματικά κάναμε με μιας

τόσο ησυχία

ώστε μπορούμε ν’ ακούμε

το μακρινό τραγούδι της Αυγής

που μοιάζει σαν κοράλι

περιχυμένο με λεπτά δάκρυα πουλιών...

Τι όμορφο που ήταν εκείνο το τραγούδι

θα μπορέσουμε άραγε να τραγουδήσουμε

έτσι όμορφα και μεις;

            *

Όχι δε μου αρέσει τώρα πια το τραγούδι της γης.

Οι ρίζες σχίζουν το χώμα παράφωνα

κι οι αχτίδες φωνάζουν με ορμή και μανία.

Εμένα τώρα μου αρέσει το τραγούδι της Αυγής

όταν το ακούω νομίζω πως βρίσκομαι

στο δάσος με τα κοράλια περιχυμένα

από λεπτά δάκρυα πουλιών

μέσα στη γαλανή ανταύγεια του πρωινού.

 

Τα χορταράκια, τα φύλλα και τα σκουλήκια

μ’ απλώνουν σα λυγμό τα χέρια

και μου φωνάζουν παρακαλεστά

“Μείνε, σε λίγο θα βγει κι ο ήλιος

να τραγουδήσουμε μαζί”.

Μπορώ όμως να μείνω μακριά

απ’ το τραγούδι της Αυγής;

  *

Για πρώτη φορά σκαρφαλώνω τη μάντρα

του κήπου μας κι ένοιωσα

σαν το φυτό που το τραβούν από τη γης του.

Βρέθηκα τότες μέσα σε άγνωστους δρόμους.

Στα μάτια μου όμως μπροστά τρεμοπαίζει

η ρόδινη ανταύγεια κι ήμουν ευτυχισμένος

που σε λίγο η επιδερμίδα μου θα λούζονταν

μέσα σε κείνο το εξαίσιο τραγούδι.

                         *

Καθώς βλέπεις, δεν είμαι τώρα πια παιδί

κι όμως ακόμα δεν κατόρθωσα να φτάσω  

τ’ όμορφο κείνο τραγούδι. 

Είμαι σχεδόν μετανοιωμένος

που άφησα τη μισή μου καρδιά

χωμένη μες στη γης.

Φοβάμαι αν θα με ξαναδεχτούν

οι αγαπημένοι μου φίλοι

κι αν θα με γνωρίσει η καρδιά μου

που τώρα πια θα ‘χει γίνει κι αυτή

ίσως λίγη χλόη

ίσως ένας μικρός θάμνος

με λίγα κόκκινα λουλουδάκια περιχυμένα

με λεπτές δροσοσταλίδες.

Θα ήθελα τόσο να ξαναγυρίσω στη γης.

Πόσα τραγούδια αλήθεια θα ξαναπούμε...

Και τώρα που ‘ρχεται το καινούριο καλοκαίρι

θα περιμένουμε τον ήλιο

να του πούμε πια το μυστικό μας 

και να πραγματοποιήσουμε  

το παλιό μας το όνειρο.

Μιχ. Γ. Θεοδωράκης

11.2.46

Αθήνα

Μικρή φαντασία

1943

Ήρθες σαν αύρα κι απόθεσες τους Παράδεισους
στα χείλη μας μ' ένα φιλί. Και μας προσπέρασες.
Και σ' ειδαμε, εκστατικοί να λιώνεις
μέσα στο Άπειρο Φως !
Τώρα πια τίποτα δε μένει που να θυμίζει το πέρασμά σου.
Μόνο τα φιλημένα χείλη μας
γίνηκαν αηδόνια που στενάζοντας πετούν προς κάθε λάμψη
τάχα μην είσαι συ και το φιλί σου.

Προσφορά

1943

Στην Ελλη Π.

Το μίλημά σου

κελάϊδισμα πουλιών μέσα στο Μάη!

Το γέλιο σου, το γέλιο της Αυγής!

Της Νύχτας τ’ άστρα λάμπουν στη ματιά σου!

Σωριάζει η ζωή τα κάλη της μπροστά σου

και μένω σκλάβος σου εγώ και υμνητής!

 

Κι όνειρο αγάπης μοιάζει η καρδιά σου

που τρεμολάμπει μπρος μου εκεί στητή...

Και μοιάζεις τόσο αιθέρια, κι η θωριά σου

έχει μια χάρη τόσο εξωτική

που τρέμω αν είσαι μια γλυκειά οπτασία

κι απλώνοντας το χέρι μου σβηστεί!..


Μίκης & ΜυρτώΑλτίνογλου- Θεοδωράκη

Πώς να στο γράψω πως σ' αγαπώ;

1943

Η χαρά, η μεγάλη χαρά που δημιουργεί

τους κόσμους μαζεύοντας στοργικά κάθε

συντρίμι γεννημένο απ' τα σπλάχνα σου

ω Νύχτα, ήρθε κι έδιωξε κάθε τι

Καλό ή Κακό απ' την καρδιά μου και

με πλημμύρισε με τον ωκεανό κάθε ομορφιάς

 

Τη Χαρά τη μεγάλη τη δημιουργική εσύ

Αγαπημένη μου Ψυχή μου την εφτέρωσες

και μου την έστειλες χθες το πρωί

με το ουράνιό σου το γράμμα:

Διάβασα εκεί μέσα να μου λες πως μ' αγαπάς.

Είμαι τρελλός!

Πετώ και δεν πιστεύω την

απίστευτη ευτυχία.

18.8.43

Μιχ. Γ. Θεοδωράκης
1946-1947
Αθήνα

Αυτά τα εξαίσια μάτια

Προσπαθώ να παραλληλίσω
την έννοια της θάλασσας με την έννοια της αγάπης.
Αυτό το πέλαγος
μοιάζει σα να ‘χει ανατριχιάσει από τον πόθο μου.
Θέλω να βρω μια βάρκα να ταξιδέψω.
Να γνωρίσω τις χώρες που κρύβονται πίσω από τον ορίζοντα,
τις σκέψεις που κρύβονται πίσω από τα μάτια σου.
Αυτά τα εξαίσια μάτια.
*****
Μικρές ανεμώνες

Ξέρεις τις μικρές ανεμώνες που φυτρώνουν τον Απρίλη;
Θα ‘θελα πολύ να στις αραδιάσω πλάϊ - πλάϊ
μέσα σ’ ένα πλαίσιο.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σου πω
τα όνειρα που με δέρνουν για σένα...

Τετράδιο

1946

ΠΗΓΗ                         

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Bilhana (Kashmir 11oς μ.Χ. αι): Ο Κλέφτης Της Αγάπης (Caurapâñcâśikâ)

Ο Μπιλιάνα είναι γνωστός για το ερωτικό ποίημα του, Ο Κλέφτης Της Αγάπης, (Caurapâñcâśikâ). Ο μύθος λέει πως ερωτεύτηκε τη κόρη του βασιλιά Madanabhirama, πριγκήπισσα Yaminipurnatilaka κι είχανε μυστική ερωτική σχέση. Ανακαλυφθήκανε κι ο Bilhana ρίχτηκε στη φυλακή. Περιμένοντας την απόφαση έγραψε ερωτικό ποίημα πενήντα στροφών, μη ξέροντας αν θα στελνόταν εξορία ή στην αγχόνη. Είναι άγνωστο ποια μοίρα είχε. Εντούτοις, το εξαιρετικό ποίημά του μεταφέρθηκε στόμα με στόμα, σ' ολάκερη την Ινδία. Υπήρξανε διάφορες εκδοχές, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών από τη Νότια Ινδία, πως είχεν ευτυχές τέλος. Η εκδοχή του Κashmir δε διευκρινίζει.
     Το ποίημα μεταφράστηκε σ' ευρωπαϊκή γλώσσα, πρώτα στα γαλλικά, το 1848. Κατόπιν ακολούθησαν πολλές μεταφράσεις. Οι πιο ξεχωριστές είναι κείνες του Sir Edwin Arnold, Λονδίνο, 1896 κι Edward Powys Mathers, Οξφόρδη, 1919, με τον τίτλο "Black Marigolds". Αυτή η τελευταία έκδοση αναφέρθηκε εκτενώς από τον John Steinbeck στο βιβλίο του: Ο Δρόμος Με Τις Φάμπρικες.

(Caurapâñcâśikâ)- Ο Κλέφτης Της Αγάπης
Και τώρα ακόμα
η σκέψη μου βυθίζεται στο μέλι του κοριτσιού μου,
στις κορδέλες, στα μπουμπούκια
που ξημέρωναν χρυσάφι,
στη μεθυσμένη νύχτα των μαλλιών της,
στα κουρασμένα, από το μόχθο της αγάπης, βήματά της,
στη γαλήνη των βλεφάρων της:
κοιμάται ή ρεμβάζει.
Αρπάζεται ο νους μου
απ' την αλήθεια της απουσίας της
κι αρχίζει να δουλεύει
βαθιά μες στη ψυχή μου
την αποκάλυψή της.

Και τώρα ακόμα
βλέπω τα στήθη της μεστά
στου κόρφου της τη κιτρολεμονιά.
Το πρόσωπό της έναστρος επάνω ο ουρανός.
Πάω κοντά.
Πυρπολημένο το κορμί της,
πληγωμένο απ' της αγάπης τη πύρινη αιχμή.
Την άνθισή της σκέφτομαι
και θάβεται η καρδιά μου ζωντανή στο χιόνι.


Και τώρα ακόμα
να 'ρχόταν το κορίτσι μου
μ' αυτά τα μάτια σαν τ' ανθάκια του λωτού
απ' της αγάπης τα μαρτύρια τσακισμένη,
αμέσως θα της άνοιγα τη δίψα των χεριών μου
να πιει αυτή, να πιω κι εγώ
απ' των χειλιών της το κρασί:
εργατικός κουρσάρος της γλύκας,
σαν την μέλισσα, που δεν χρονοτριβεί
να κλέψει από το νούφαρο το μέλι.

Και τώρα ακόμα
τη θυμάμαι κουρασμένη απ' της αγάπης
τον μόχθο να βαδίζει αργά, απρόθυμα.
Ποτάμι τα μαλλιά στα κάτωχρά της μάγουλα.
Κι η ταραχή του φουστανιού της να ψελλίζει
πολύχρωμα, δαντελωτά, τι κέρδισε, τι έδωσε.
Η αύρα η μυρωμένη των χεριών της
σκορπίζει ανεμώνες στον λαιμό μου.

Και τώρα ακόμα
έχω μπροστά μου κείνη τη στιγμή
που η συστολή της -διάφανο σκοτάδι-
μου έκρυψε τ' ωραίο πρόσωπό της,
αφήνοντας τα μάτια της να λάμψουν σαν αστέρια.
Κι η αγρύπνια του έρωτα φτερούγιζε όλη νύχτα
σα ρόδινο πουλί.

Και τώρα ακόμα
αν έβλεπα τα μάτια τα μεγάλα της
τα μήλα τα ολοζώντανα, τα μάγουλα τ' αχνά,
σα κήπος θ' άνθιζε ο πυρετός του χωρισμού,
κι η νύχτα ένας εραστής μελαχρινός
θα χόρταινε το φως
στα στήθια της ημέρας.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι το λιγνό ποτάμι των μαλλιών της να σπαρταρά,
τα πορφυρά της χείλη να σμίγουν στη φλογέρα,
να οδηγούν του έρωτα τον χορό.
Ένα τρελό φεγγάρι το πρόσωπό της έγινε
πάνω απ' το χορτασμό.
Σαλέψαν ανεπαίσθητα τα μέλη της, σιγά, αρμονικά,
τα πόδια της δουλέψαν τον λευκό μόχθο του έρωτα
και σώπασε απαλά.
Και τώρα ακόμα

τη βλέπω στη κρυστάλλινη αχλή των αρωμάτων της
να σπέρνει καταιγίδες σεντονιών:
ένα κορίτσι με μάτια σα καλό κρασί,
δυο μάτια που αγαπιούνται σα πουλιά...
Πώς καιροφυλακτεί
το νεογέννητο γεράκι των χειλιών της!

Και τώρα ακόμα
κολυμπά τρυφερά

προς την απόκρημνη ακτή του πόθου της:
σαν το κρασί κόκκινα,
κατακόκκινα τα μεθυσμένα χείλη της,
γραμμένα με απέραντο γαλάζιο.
Μέλι χρυσό το λυγερό κορμί της,
κόσμος ολάκερος το ζωντανό της βλέμμα.
Υπέροχη η ανάσα της σαν αύρα
φέρνει τ' αρώματα όλα του Κασμίρ.


Και τώρα ακόμα
κάνει τα μάγια της μες στη ψυχή μου.
Ακούω τη φρικτή λέξη του χωρισμού
μέσα στη νύχτα: "Αντίο".
Γυρίζω, βλέπω μια χρυσή ανταύγεια χειλιών.
Γέρνω να τα φιλήσω.
Και χάνομαι μες στα μαλλιά
του κοριτσιού που αγάπησα,
βαθιά, πολύ βαθιά.


Και τώρα ακόμα
το διψασμένο βλέμμα μου νηστεύει τη μορφή
του κοριτσιού που έχασα.
Κρίκοι χρυσοί μου εσείς,
που αγγίζατε τη τρυφερή μανόλια
του προσώπου της

κι άγραφη εσύ περγαμηνή,
τραγούδησαν τα χείλη μου ατέλειωτα φιλιά.
Τόσα φιλιά!
Μα τί να γράψω πια;


Και τώρα ακόμα
μπροστά στον θάνατο
θυμάμαι τα βαμμένα βλέφαρά της
τα πεινασμένα μάτια της,
το έλεος του κορμιού της
δοσμένου στο κατάκοπο κυνήγι της αγάπης.
Κόκκινα αγριολούλουδα,
δροσίζουνε τη θλίψη μου οι θηλές της
κι ο πόνος μου νειρεύεται
χείλια υγρά και πορφυρά,
χείλια που ήταν κάποτε δικά μου.

Και τώρα ακόμα
έρχεται η άνοιξη και σπέρνει διάφανη δροσιά μες στα νερά.
Τα δέντρα αργοσαλεύουν τα τρυφερά τους δάχτυλα.
Το φως, ανθίζει πορφυρό στον κήπο του Θεού.
Νυχτώνει ωστόσο κάποτε και βγαίνει το φεγγάρι
κι είναι το φως του φεγγαριού
σαν τα γλυκά της μάγουλα,
κι είναι οι σκέψεις διάφανες
σαν τα χαμόγελά της.
Ένας κύκνος τριγυρίζει στο σκοτάδι.
Δεν αντέχω το μαρτύριο αυτό.


Και τώρα ακόμα
η ευλογία της ολόγυμνης αγάπης
στο μεθυσμένο μεγαλείο της μορφής της
με περνά απ' το μαρτύριο της μνήμης:
φλόγα λιγνή, τρεμοσβηστή, το φόρεμά της,
μόλις σκεπάζει ένα χέρι ρόδινο,

που σπεύδει με συστολή να συμμαζέψει
ό,τι ταξίδεψε πλησίστια η βιασύνη.
Στο τέλος, πάντα αναχωρεί τόσο γλυκά, τόσο απαλά.


Και τώρα ακόμα
όταν ραγίζει ξαφνικά η πέτρα της καρδιάς μου
της φυλακής μου πέφτουνε οι τοίχοι
και βλέπω ένα κορίτσι-φως.
Τα ρόδα των δακτύλων της
σκορπίζουν στα μαλλιά της
μιαν αγωνία τρυφερή.

Κοιτάζει κάπου μακριά.
Κι όπως ανοίγει τη ρόδινη αγκαλιά της,
ξημερώνει.

Και τώρα ακόμα
όλο στενεύει η φυλακή μου,

όλο μικραίνει.
Χτίζει άλλους τοίχους το σκοτάδι,
κι ένα κορίτσι κουρασμένο στο κρεβάτι μου, γελά.
Ταΐζει ένα μικρό πουλί, λιγνή σαν τη μελιά.
Νυστάζει, δε κοιμάται, σα ποτάμι.



Και τώρα ακόμα
τη βλέπω, όπως πάντα, να περνά,
να ταπεινώνει το σκοτάδι
με λουλούδια και πυρσούς.
Γυρίζει, βλέπω καθαρά το πρόσωπό της.
Στέκεται, αμύνεται με σθεναρή
αυτοσυγκράτηση:

"Εγώ πάω για ύπνο. Καληνύχτα!"

Και τώρα ακόμα
που είμαστε μακριά τόσο καιρό,
πουλί δεν φτερουγίζει έξω απ' τη φυλακή μου,
δίχως να δω ολοζώντανο εκείνο το κορίτσι
να κελαηδά όταν μιλά, να έρχεται σαν κύκνος,
σαν πληγωμένου γερακιού φτερούγα να καθεύδει,
η νύχτα των μαλλιών της.


Και τώρα ακόμα
νιώθω πως είναι ευτυχισμένη

η ωραία μου πριγκηπέσσα.
Τη βλέπω να χαϊδεύει
με τα μπουμπούκια των δακτύλων της
τα στήθη της.

Κρυφά κοιτάζει∙ με κοιτάζει και γελούν τα μάτια της.
Για ένα Θεό ανοίγουν τα μπουμπούκια της.
Ένα Θεό αγκαλιάζει, και σπαρταρά∙

βαθιά πολύ, θανατερά:
"Φίλα με και θα τρέξω κρυστάλλινο ποτάμι!"

Και τώρα ακόμα
κουβεντιάζουν στους δρόμους

πόσον αδύναμη υπήρξε.
Να 'ξεραν πόση δύναμη
χρειάστηκε να φτάσει μέχρις εμένα.
Μπορούσαν άραγε όλοι αυτοί,

που αγοράζουν κι αγοράζονται μ' ασήμι και χρυσό
να γράψουν την ελάχιστη σκιά κάτω απ' τα μάτια της;
Ποιός βασιλιάς την έφερε στο άχαρο κρεβάτι του;
Μοναχικό κορίτσι μου,

κρέμεται ακόμα πάνω μου σα φυλαχτό,
το σθένος σου.

Και τώρα ακόμα
που θα δω τον ήλιο μόνο μια φορά να βγαίνει.

Τώρα ακόμα, που δε θα ξαναδώ τ' αστέρια
-ούτε και θέλω-
εκείνη σκέφτομαι άγρυπνη.
Εγώ θα γείρω μια στιγμή κι ύστερα μέσα μου σιωπή.
Εκείνη; Γείρε, ύπνε, τα βλέφαρά της κι άσε με μένα

ν' αγρυπνώ τον έσχατο ερχομό σου.


Και τώρα ακόμα
η αγωνία της μοναξιάς μου είναι μια:
πως θα γλιστρήσει το φουστάνι στο κορμί της.
Θα δω τα στήθη της,

θα νιώσω τη ζωή που σφύζει μέσα τους,
μια νύχτα πανικού στα εσώρουχά της
θ' ανατρέψει όλης της γης τη τάξη,
θα 'ναι πια χάδια τα κύματα,
φιλιά οι τρικυμίες;
Την έχω δει να μπαίνει στο ναό
και να 'ναι τα λουλούδια της,
τα χέρια του ίδιου του Θεού.


Και τώρα ακόμα
όταν ακούω τους σοφούς να σαβανώνουν
με λόγια ακατάσχετα τα νεκρωμένα νιάτα τους,
μου λείπει η αρμύρα των ψιθύρων της,

το χρώμα των στεναγμών που έσπερνε στον ύπνο της,
ν' ανθίσουν στον δικό μου λέξεις μικρές, ωστόσο σοφές,

αιφνίδιες σα νερό κρύσταλλο κρύο
κι άγριες σαν το μέλι.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι την αυγή να περιθάλπει
τη κατάκοπην αγρύπνια του έρωτά της.
Φωλιάζει μες στα χέρια μου, χαμογελά λιγνά
όταν τρεκλίζει η γλώσσα μου το κάθιδρο έλεός της.
Ξημέρωσε.

Όλη νύχτα,
τη σιωπή μοχθούσα του θανάτου.
Ένα τραγούδι ακόμα!

Ένα τραγούδι ακόμα...
Και τώρα ακόμα
ο ξυλοκόπος κι ο ψαράς γυρίζουν σπίτι
όταν απάνω βγαίνει το φεγγάρι,
με το τσεκούρι και το δίχτυ του μουσκίδι φως αχνό.
Σηκώνεται η πορφυρή φλόγα στο παραγώνι και λέει:

"Εμπρός, εμπρός! Έρωτα κι ύπνο αμέσως!"
Κάποιος, κάπου τραγουδά.
Κάποιο κορίτσι κρύβεται μέσα στις φυλλωσιές.
Φέγγει στα στήθη της ολάκερο φεγγάρι.
Κι εγώ θα πρέπει αύριο να πεθάνω.

Και τώρα ακόμα
σα να 'χω όρεξη για προσευχές.
Τουλάχιστον να πιάσω τη κουβέντα
με τους Θεούς γι' αυτό τον κόσμο,

για τον άλλο, να ετοιμαστώ,
να ετοιμάσω την ψυχή μου...
Γονατίζω και λέω:

"Πατέρα του φωτός,
περίμενε λιγάκι ακόμα.
Των σκοταδιών μητέρα,
κράτησε λίγο ακόμα.
Ένα φιλί... το πόδι της...
ένα φιλί μονάχα
..."

Και τώρα ακόμα
βλέπω το πρόσωπο, τα μάτια της να φεύγουν
σαν τ' αγρίμια μέσα σε δάσος σκοτεινό.
Κι εγώ χαμένος κυνηγός.
Γύρω νερά μοναχικά -δάκρυα σωστά-
και πέρα κει στις φυλλωσιές θροΐζουν τα μαλλιά της.
Τρέχω και πέφτουν τα σκυλιά επάνω μου.

Ξυπνώ: σκόνη και πέτρα.
Τι είναι εδώ;
Είμαι θαμμένος;

Και τώρα ακόμα
όταν φιλά επάνω το φεγγάρι,

τις θημωνιές στην αγκαλιά του θερισμού
και το μεστό ροδάκινο στα χέρια των κλαδιών,
γαλήνια τη βλέπω να εξοφλεί τα χρέη της στον έρωτα.
Πυκνώνει, πέφτει σα δροσιά το φως των αστεριών.
Μα δεν μας βρίσκει αγκαλιά στον κήπο, όπως πάντα.
Θα πρέπει να νηστέψει χορτασμό κι αυτό το βράδυ.


Και τώρα ακόμα
ο έρωτας είναι Θεός κι η νύχτα η Θεά του.
Όμως εγώ συνάντησα κάποτε το παιδί τους∙
κι ήταν ωραία,

έλαμπε ολόκληρη, Θεέ μου!
Δεν ονειρεύτηκα έκτοτε βαθύτερη ομορφιά.
Νυχτώνω -ξέρω, ναι-

όμως λάμπει επίμονα στο χέρι της το αμύθητο πετράδι
του πρώτου μας καλοκαιριού.

Και τώρα ακόμα
απορώ πού βρίσκει τόσο μένος η αγάπη:
αυτή, μια παλάμη, τρυφερή επιδερμίδα,
δυο άμαχα χεράκια,

να παλεύει σαν τίγρη,
στην ηδονική παγίδα των δακρύων,
που πέσαμε μαζί!


Και τώρα ακόμα
θυμάμαι πως θεωρούσα ομορφιά
τα κυπαρίσσια και τα ρόδα, τα βουνά,
τους λόφους και το κύμα.
Ώσπου μια μέρα είδα των χεριών σου τις πεταλούδες

να μυρώνουνε τον διάφανο αέρα.
Σκέφτομαι κορυδαλλούς να παίζουν μες στις φυλλωσιές,
παιδιά να λιάζονται γυμνά στις ακροποταμιές.


Και τώρα ακόμα

μετά από τόσες νύχτες των λευκών σου σεντονιών
που μου στέρησε ο ύπνος,
σκέπτομαι πως μπορεί να μην υπήρξε
τόσο σκληρός μαζί σου.
Το δικαιούσαι: έκλαψες πολύ.
Φτωχή μου αγάπη,

ο θάνατος στο κήπο τριγυρίζει,
δε θ' αργήσει να εισβάλει στα ερείπια των ελπίδων μου:

φθινοπωριάζει.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι τη παραζάλη της φυγής μας,
εκείνη την απελπισμένη έξοδο

από το σκοτεινό ψέμμα του ύπνου
στη κατάφωτη αλήθεια των ονείρων:
τρέχαμε πλάι στο ποτάμι του χειμώνα,
κι ο ήλιος ξεψυχούσε στα νερά,
δίχως λουλούδια πια και χορτάρια
να χαϊδεύονται στο τρυφερό του φως∙
σήκωσε την τελευταία του ακτίνα
και μας έδειξε ανήμπορα τον δρόμο
για τη Νιρβάνα,

για τη θάλασσα...

Και τώρα ακόμα
σκέπτομαι μάτια σαν το μετάξι πρόθυμα
να περιπαίξουν, να χαϊδέψουν,

να τυλίξουν απαλά το σώμα μου∙
μάτια με βλέφαρα που ανοίγουν άλλα μάτια,
όταν κλείνουν σκιερά.
Σκέπτομαι, σκέπτομαι, θυμάμαι,
το στόμα που αγάπησα, το μυρωμένο στόμα,
τα δροσερά λουλούδια των χειλιών της,
τη μεθυσμένη νύχτα των μαλλιών της,
τα δάχτυλα, σαν τα λιγνά κλαριά που αργοσαλεύουν

τον πολύτιμο καρπό τους.

Και τώρα ακόμα
οι ζωγράφοι όλου του κόσμου,
με τους λεπτούς καμβάδες τους,
τα χρώματα τα εξαίσια,
στις τρυφερές σκιές,
αδυνατούν ν' απεικονίσουν
το φως του ήλιου

στο λυγερό σώμα του κοριτσιού μου.
Ζωγράφος δεν υπάρχει σαν το βλέμμα.


Και τώρα ακόμα
όταν βρέχει μες στη νύχτα,

πλημμυρίζει ασήμι ο κόσμος.
Κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι το σώμα σου.
Στέκομαι, λέει, πίσω απ' το κρεβάτι μας:
η νύχτα των μαλλιών σου πέφτει αργά
στο έρημο μαξιλάρι.
Απλώνεις ένα χέρι, έσχατο φως
κι αναζητάς να πιάσεις ουρανό.
Μάταιος κόπος.

Και τώρα ακόμα
σκέπτομαι τα πόδια σου
να γυρεύουν να φωλιάσουν στα δικά μου.
Τα ονειρεύομαι συχνά και τώρα ακόμα∙
όπως πάντα βιαστικά και σιωπηλά.
Όταν ξυπνώ δεν κλαίω∙
κι ας είναι η απουσία σου

το πρώτο πράγμα που βλέπω
μες στο άθλιο φως της μέρας.
Τί νόημα έχει πια;

Ήρθε η ώρα να μαζεύω τη ψυχή μου
και να φεύγω.

Και τώρα ακόμα
ξέρω τουλάχιστον πως είδα
τους ανθρώπους ν' αγαπιούνται.
Είδα τον πόθο να τραβά δικούς του δρόμους
μέσα στα μάτια τους.

Το χάρηκα.
Αυτός ο κόσμος που αφήνω πίσω μου
ήταν φτερούγισμα πουλιού,
φωτιές στων λόφων της κορφές.

Αυτός ο κόσμος ήταν σα ζωγραφιστός,
σαν ψεύτικος.
Εκτός απ' το κορίτσι μου.
Αυτή...

Και τώρα ακόμα
παρηγοριά έχει ο θάνατος.
Τουλάχιστον δίνει φτερά, κάπου πετάς,
κι η νύχτα πια δεν έρχεται

με τοίχους γυμνούς κι άδεια κρεβάτια.
Κανένας δε φιλάει τους νεκρούς.
Αν υπάρχει κάποια βρύση -έστω της λησμοσύνης-
μπορείς τουλάχιστον να ξεδιψάσεις.


Και τώρα ακόμα
λέω πως δοκίμασα τουλάχιστον τη γεύση της ζωής.
Μεγάλη ήταν η γιορτή.

Τέλειωσε, πάει.
Όμως -για δες- φως δυνατό!

Αιώνιο φως!
Και μέσα το κορίτσι μου!

Ας έρθει το μαχαίρι.
Έχω γιορτή!
ΠΗΓΗ