Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνε
1943
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνε
τις έζησα, τις ρούφηξα και κείτονται νεκρές...
Τη νύχτα πια δεν έρχονται σαν τότε να με βρούνε
του ονείρου οι πολυδάκρυτες Αυγές...
Και τίποτ’ άλλο από ‘να Τίποτα
μες στην καρδιά μου δε βασιλεύει
κι αργοσαλεύει...
Και μου θολώνει τη ματιά και δε μπορώ να δω
την ομορφάδα των ματιών
που ερωτικά δακρύζουν
μπροστά στις θείες πυρκαγιές
των ουρανών και των καρδιών!
Και μου μαραίνει την καρδιά και δε μπορώ να νοιώσω
τα ερωτικά τρεμίσματα της αυγινής δροσιάς
μες στην καρδιά τ’ ανθού
το πάθος της φωνής μες στην βραδιά
και τα λυγίσματα της φλογερής καρδιάς οπ’ αγαπάει
με την αγάπη των πουλιών και τ’ ουρανού...
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικουνε
βαθειά μου νοιάθω δύναμη - ωκεανό.
Φωνές αδύνατες στ’ αυτιά μου δεν ηχούνε
κι αληθινός μοιάζω Θεός στον ουρανό.
Με Χερουβείμ τριγύρω και με “Αινείτε”.
Κι όμως και δύναμες χαρίζω κι ουρανούς.
Ερχεστε, ω πόνοι, πάλι να με βρήτε;
Ξαναθρηνείς καρδιά μου σαν κείνους τους καιρούς;
12.1.43
Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό
1944
Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό.
Κατόπι σταμάτησαν, σφίχτηκαν
δυνατά και δώσαν το στερνό τους φιλί.
Κάποιες παράξενες σκέψεις τους βαραίνουν.
Ξαναφιλιούνται μηχανικά για να παρατείνουν
ποιος ξέρει τί.
‘Ομως τα χείλη δε γνωρίζουν τη σάρκα και τα
χέρια ενώνονται σε αδιάφορα σφιξίμα *
Τότε παίρνω μορφή ποντικού και παρουσιάζομαι
μπροστά τους. Βουτώ την ουρά μου στο
μελάνι και γράφω πάνω στο τζάμι:
“Το πεπρωμένο καλεί τη ζωή”.
Με μάντεψαν φαίνεται αμέσως. Φτιάχτηκαν
βιαστικά βιαστικά και ξεχαστήκαν *
Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον ποντικό να
σουλατσάρει. Το περίστροφο είχε λησμονηθεί
πάνω στο γραφείο. Το κοιτάζω και του
λέω: -Εσύ έκανες αυτή την απερισκεψία;
Τρέχει και χώνει το κεφάλι του μέσα
στην κάνη για να εμποδίσει τη σφαίρα. Εγώ
όμως δε χάνω καιρό και τραβώ.
Πολύ προσεχτικά μαζεύω το λίγο αίμα που
υπήρχε και με αυτό σκεπάζω τις αδέσποτες
φράσεις.
18.ΙΙΙ.44
ΑΘΗΝΑ
Ακόμη τώρα
1943
Ακόμη τώρα
όταν θυμούμαι τη λεμονόστηθη μικρούλα
το χρυσαφένιο προσωπάκι που ακόμη λάμπει
ολόϊδια αστέρι, το φλογισμένο της κορμί
το πληγωμένο από την καφτερή του έρωτα σαϊτα
πρώτη απ’ όλες σε νιάτα και ομορφιά
θάβεται η καρδιά μου ζωντανή στα χιόνια.
Ακόμη τώρα
αχ η παιδούλα με τα μάτια του λωτού
ερχότανε, βαριά με πόθο ερωτικό της νιότης
θα την αδράξουνε τα δυο μου πεινασμένα χέρια
κι από το στόμα της θα πιω το δυνατό κρασί
όπως η κλέφτρα μέλισσα ρουφάει
το μέλι από το νούφαρο.
Ακόμη τώρα
να την έβλεπα να κείτεται
με μάτια ορθάνοιχτα, γαλαζωμέν’ από ξαγρύπνι
με μάγουλα να καίνε ως το χλωμό αυτάκι της
απ’ τον πυρετό του χωρισμού μας
ο έρωτάς μου θα την τύλιγε με λουλουδένια δάση
κι η νύχτα θα γινότανε ο μαυρομάλης εραστής
απάνω στο κορμί της μέρας.
Αν γυρεύεις απ’ τον ήλιο τη χαρά
1946
Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά
κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη
μη μακραίνεις την καρδιά σου απ’ τη δική μου
που διψά για φως.
Σαν τον ήλιο π’ όλο σβήνει κι όλο ζει
θ’ αρμενίζουν οι καρδιές μας μέσα στη γαλήνη.
Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά
κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη
μη ζητήσεις να βρεις φως μακριά από μένα
θα ‘μαι σαν νεκρός.
Ας γυρέψουμε αντάμα τη χαρά
πιο πολύ κι από τ’ αστέρια μες στον έρωτά μας.
ΜυρτώΑλτίνογλου- Θεοδωράκη
Γέμισ' η καρδιά μου από λαχτάρα
1942
Γέμισ' η καρδιά μου από λαχτάρα
έλα πριχού βασιλέψει τ' άστρο κι έρθ' η Νύχτα.
Θέλω να ρουφήξω απ' τα μάτια σου την ψυχή σου,
θέλω να ρουφήξω απ' τα χείλια σου τα σωθικά σου!
Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!
Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!
Τάχα δεν είμαστε πιο πάνω απ' όλα χώμα και λάσπη;
Στη Σάρκα πάνω δε θα πατήσεις να δεις τον Ουρανό;
Σ' αγκαλιάζω κι αδράχνω την ίδια τη Θεότη!
Στο ηδονικό σου το κορμί διαβάζω την αιτία και το Σκοπό!
Τα σωθικά μου αφρίζουν για ηδονή και για μανία.
Νοιώθω ν' ανάβουν μέσα μου φωτιά. Αντάρες
και μανίες ραπίζουν την ψυχή μου. Σίφουνας
με πλημμυράει του Δημιουργού σπασμού η τρικυμία...
Έλα πριχού βασιλέψει τ' άστρο κι έρθει η Νύχτα.
Θέλω να ρουφήξω απ' τα μάτια σου την ψυχή σου,
θέλω να ρουφήξω απ' τα χείλια σου τα σωθικά σου!
Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!
Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!
Τρίπολη, 1942
Ερωτικό τραγούδι
1946
Όλη η Σκέψη μου είναι έν’ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς
κρεμασμένο στο παράθυρό σου.
Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιες
μυστικές ανταύγειες, κι όμως εσύ μένεις βυθισμένη
το όνειρο της ζωής σου που ιλαρύνεται
από μια φλόγα ευδαιμονίας.
(Κοίταξε τα φεγγάρια που λιώνουνε μες στα δάκρυα
κοίταξε τα δάκρυα που φλογίζουνε σαν αστέρια
κοίταξε τ’ αστέρια που μοιάζουν με τις αμέτρητες
ελπίδες των καρδιών που η άρνηση της
ζωής τους αποκάλυψε το πεπρωμένο!)
Και μην ξυπνήσεις! Δε θα ‘χεις εδώ να γνωρίσεις
τίποτα πιότερο απ’ ό,τι ήδη γνωρίζεις, αφού κι ο
πόνος ακόμα που σημαδεύει μ’ ένα άστρο
το σκεφτικό μέτωπο της ζωής, αρνήθηκε
τον εαυτό του και γίνηκε ως κι αυτός απόψε
χαρά !
Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνο που 'κείνος και 'κείνη...
1941
Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνο
που 'κείνος και 'κείνη...
Δε θα ξαναπλάσουμε όνειρα
Δε θα ξαναπούμε τραγούδια
Μόνο -θα 'ναι δείλι σαν θα 'ρθω-
στη μελαγχολική την ησυχία
θ' ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
και κρύα ως πεθαμένου ανάσα
- "Αγαπημένη μου αντίο..."
Και θα χαθώ από μπρος σου
ως χάνεται μακραίνοντας το φως
στο σκοτάδι της νύχτας
και θα σβήσει
ως σβήνουν οι γλυκές μορφές των ονείρων
με το φως της ημέρας.
Και θα χάσει ο ένας τον άλλον
και θα χαθούμε
και θα μας σκεπάσει
της νύχτας το σκότος.
4.1.41
1946
Στη Μυρτώ
22.ΙV.46
Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη
Κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι
με τις ρίζες γιομάτες από χώμα
να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.
Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδί
μου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμα
και να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρες
για τα μυστικά της γης.
Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να μήνυμα
κι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβο
που κάνουν οι λογής-λογής ρίζες
καθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης.
Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόρος
και ξεπήδαγε καινούριο φυτό...
Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέρια
μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα
ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ
ιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες του
χορεύουν πάνω στο δέρμα
τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι
που τα λόγια του χάνουνται τώρα
βαθειά μες στη μνήμη μου.
Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα
να ταιριάσω τα τραγούδια
που άκουγα όλη μέρα
σ’ ένα μονάχα τραγούδι
που θα το λέγαμε όλοι μαζί.
Η σκέψη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου.
Άκουσα να τη λέει
ένα μικρό πρασινοκίτρινο φυλλαράκι
που ξεπήδαγε κείνη τη στιγμή
μες απ’ το χλωρό κλαδί της μηλιάς μας.
Την άλλη μέρα ξύπνησα μαζί με την Αυγή
κατέβηκα στα χορτάρια και κυλίστηκα
μες στις δροσοσταλίδες.
Ανατρίχιασε όλο το κορμί μου
δεν υπήρχε ούτε και το πιο μικρό μόριο
πάνω στο δέρμα μου που να μην έλεγε
κι ένα μικρό τραγουδάκι.
Τότε είπα το μυστικό μου στα χορτάρια
τα φυλλαράκια που ‘σαν κοντά
σκύψαν το κεφάλι να κρυφακούσουν
πολλές σκουληκαντέρες κατέβηκαν
χαρούμενες βαθειά σ’ όλο τον κόσμο
να πουν το μυστικό μας
κάθε σταγόνα γης ήταν τη μέρα κείνη
ευτυχισμένη...
Τότε τους είπα να ξαπλώσουμε ήσυχα
περιμένοντας να βγει ο ήλιος...
πραγματικά κάναμε με μιας
τόσο ησυχία
ώστε μπορούμε ν’ ακούμε
το μακρινό τραγούδι της Αυγής
που μοιάζει σαν κοράλι
περιχυμένο με λεπτά δάκρυα πουλιών...
Τι όμορφο που ήταν εκείνο το τραγούδι
θα μπορέσουμε άραγε να τραγουδήσουμε
έτσι όμορφα και μεις;
*
Όχι δε μου αρέσει τώρα πια το τραγούδι της γης.
Οι ρίζες σχίζουν το χώμα παράφωνα
κι οι αχτίδες φωνάζουν με ορμή και μανία.
Εμένα τώρα μου αρέσει το τραγούδι της Αυγής
όταν το ακούω νομίζω πως βρίσκομαι
στο δάσος με τα κοράλια περιχυμένα
από λεπτά δάκρυα πουλιών
μέσα στη γαλανή ανταύγεια του πρωινού.
Τα χορταράκια, τα φύλλα και τα σκουλήκια
μ’ απλώνουν σα λυγμό τα χέρια
και μου φωνάζουν παρακαλεστά
“Μείνε, σε λίγο θα βγει κι ο ήλιος
να τραγουδήσουμε μαζί”.
Μπορώ όμως να μείνω μακριά
απ’ το τραγούδι της Αυγής;
*
Για πρώτη φορά σκαρφαλώνω τη μάντρα
του κήπου μας κι ένοιωσα
σαν το φυτό που το τραβούν από τη γης του.
Βρέθηκα τότες μέσα σε άγνωστους δρόμους.
Στα μάτια μου όμως μπροστά τρεμοπαίζει
η ρόδινη ανταύγεια κι ήμουν ευτυχισμένος
που σε λίγο η επιδερμίδα μου θα λούζονταν
μέσα σε κείνο το εξαίσιο τραγούδι.
*
Καθώς βλέπεις, δεν είμαι τώρα πια παιδί
κι όμως ακόμα δεν κατόρθωσα να φτάσω
τ’ όμορφο κείνο τραγούδι.
Είμαι σχεδόν μετανοιωμένος
που άφησα τη μισή μου καρδιά
χωμένη μες στη γης.
Φοβάμαι αν θα με ξαναδεχτούν
οι αγαπημένοι μου φίλοι
κι αν θα με γνωρίσει η καρδιά μου
που τώρα πια θα ‘χει γίνει κι αυτή
ίσως λίγη χλόη
ίσως ένας μικρός θάμνος
με λίγα κόκκινα λουλουδάκια περιχυμένα
με λεπτές δροσοσταλίδες.
Θα ήθελα τόσο να ξαναγυρίσω στη γης.
Πόσα τραγούδια αλήθεια θα ξαναπούμε...
Και τώρα που ‘ρχεται το καινούριο καλοκαίρι
θα περιμένουμε τον ήλιο
να του πούμε πια το μυστικό μας
και να πραγματοποιήσουμε
το παλιό μας το όνειρο.
Μιχ. Γ. Θεοδωράκης
11.2.46
Αθήνα
Μικρή φαντασία
1943
Προσφορά
1943
Στην Ελλη Π.
Το μίλημά σου
κελάϊδισμα πουλιών μέσα στο Μάη!
Το γέλιο σου, το γέλιο της Αυγής!
Της Νύχτας τ’ άστρα λάμπουν στη ματιά σου!
Σωριάζει η ζωή τα κάλη της μπροστά σου
και μένω σκλάβος σου εγώ και υμνητής!
Κι όνειρο αγάπης μοιάζει η καρδιά σου
που τρεμολάμπει μπρος μου εκεί στητή...
Και μοιάζεις τόσο αιθέρια, κι η θωριά σου
έχει μια χάρη τόσο εξωτική
που τρέμω αν είσαι μια γλυκειά οπτασία
κι απλώνοντας το χέρι μου σβηστεί!..
Μίκης & ΜυρτώΑλτίνογλου- Θεοδωράκη
Πώς να στο γράψω πως σ' αγαπώ;
1943
Η χαρά, η μεγάλη χαρά που δημιουργεί
τους κόσμους μαζεύοντας στοργικά κάθε
συντρίμι γεννημένο απ' τα σπλάχνα σου
ω Νύχτα, ήρθε κι έδιωξε κάθε τι
Καλό ή Κακό απ' την καρδιά μου και
με πλημμύρισε με τον ωκεανό κάθε ομορφιάς
Τη Χαρά τη μεγάλη τη δημιουργική εσύ
Αγαπημένη μου Ψυχή μου την εφτέρωσες
και μου την έστειλες χθες το πρωί
με το ουράνιό σου το γράμμα:
Διάβασα εκεί μέσα να μου λες πως μ' αγαπάς.
Είμαι τρελλός!
Πετώ και δεν πιστεύω την
απίστευτη ευτυχία.
18.8.43