Σελίδες

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Σταύρος Βαβούρης- Ποιήματα για τη βροχή

 Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς

Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς,
πάντοτε βρέχει.

Όλα τα βλέπεις να τρεμίζουν δυσδιάκριτα
πίσω από ʼνα τζάμι
που το χτυπάει ανήλεη η βροχή.
Κάνεις να το σκουπίσεις
μα το νερό,
αμέσως πάνω απʼ τʼ άλλο το νερό
όλο και το θαμπώνει πιο πολύ
καθώς απομακρύνεται στο δρόμο
ένʼ απολύτως ακαθόριστο περίγραμμα
και να! θολό, που κοντοστέκει λίγο
πριν διαλυθεί μες στη βροχή.

Βρέχει στους χωρισμούς.
Ακόμα και νʼ αστράφτει κάτω απʼ το φως,
ο κόσμος όλος
περίεργο! Βρέχει,
πάντοτε βρέχει.

Εκστατικός μες στη Βροχή

Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε
σα να μην έβρεχε

σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.
Οι αστραπές καταύγαζαν
το πρόσωπό του αλλοπαρμένο
κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.

Μʼ ένα όνειρο ακατάβλητο
στʼ απαυδισμένα μάτια του
προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά
σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα
φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.

Αν βρέξει δεν θα ʼρθεις

Αν βρέξει δεν θα ʼρθεις – θα βρέχει.
Αν δεν βρέξει πάλι δεν θα ʼρθεις
– θα βγεις να πας περίπατο.

Ας βρέξει, λοιπόν, σήμερα
κι αύριο ας μην βρέξει.

Όπως ωφελεί τους γεωργούς,
όπως συμφέρει τους εμπόρους
ειδών χειμερινών ή θερινών.

Εγώ πια δεν θα περιμένω
κι εσείς μην ψάχνετε προφάσεις.
Μήπως δεν μου στείλατε ευχές επί τω νέω έτει
κι επί τη ονομαστική μου εορτή;

Αντευχόμενος κι εγώ λοιπόν σας χαιρετώ
και τα λοιπά και τα λοιπά
με κάθε εκτίμηση…

Έβρεχε όλο κείνο το διάστημα

Έβρεχε όλο κείνο το διάστημα·
βροχερά δελτία καιρού

έμοιαζαν σα μυκτηρισμοί
κι όταν δίχως ειρωνεία βεβαιώναν
πως θα ʼχαμε έπειτʼ από λίγο αιθρία
ή πως θα λιγόστευε η βροχή τουλάχιστον.

Οι φίλοι μας βροχεροί
βουλιάζαν νωπισμένοι στη σιωπή
ή σαν αποφασίζαν να μιλήσουν
ψιχάλιζε στα λόγια τους ατέλειωτα.

Ψιχάλιζε
πίσω απʼ τα πικρά χαμόγελά τους
όταν χαμογελούσαν
μόνο για να ξεχάσουνε κατά το δυνατόν
μόνο για να ξεχάσουμε για λίγο

πως έβρεχε
πως έβρεχε χωρίς να σταματά
όλο κείνο το διάστημα.


Alexander Gunin, 1969 | Impressionist painter
Όσον αφορά στη βρώμικη βροχή

Δεν παʼ να βρέξει.
Στάχτη και μπούρμπερη όλοι σας.
Κατακλυσμός δεν παʼ να ʼρθει.
Εγώ μʼ αυτές τις ιστορίες
τέλειωσα τουλάχιστον.
Να, κι αν βρέξει, να, κι αν έρθεις
μα κι αν δεν έρθεις, να!
Ποτέ μη σώσεις κι έρθεις.

Άλλοι ας φοβώνται τώρα το νερό
άλλοι ας το ελπίζουν.
Κλείστε μόνο στο παράθυρο τα σκούρα·
δεν έχω πια
καμιά διάθεση απολύτως
να μου μουσκέψουν όλα
και να ʼχω και τον ήλιο
έπειτα να προσμένω:
Πότε θα βγει να του καυλώσει
για να στεγνώσω
ό,τι θα ʼχει περονιάσει αυτή η βροχή
η βρώμικη βροχή που χαμηλώνει
να τη, χαμηλώνει
και μάλλον πρέπει να ξεσπάσει
από στιγμή σε στιγμή.

39. VI

Λοιπόν, αυτή η επίμονη βροχή
που επιμένει πάντοτε να πέφτει
επίμονη, σαν την ανυπομονησία μου,

ας πάψει πια δεν την μπορώ
μʼ έχει διαβρώσει σα στρυχνίνη ως το μεδούλι
να πάψει πια
περόνιασε όλη τη ζωή μου, με στρυχνίνη
και την ανυπομονησία μου
που ʼχει κάνει την καρδιά μου
ολοένα να χτυπάει και αργότερα.

Μα ποιος κατάλαβε ποτέ
την οσηδήποτε ανυπομονησία μου;
Κι αυτή δεν πάει στο διάολο τελικά,
δεν πάει να γαμηθεί;

Όσο για την επίμονη τούτη κωλοβροχή
ας πέφτει αν επιμένει –που επιμένει–
ας ξεπατωθεί να πέφτει στους αιώνες.
Τι με νοιάζει, εμένα πια, τι να με νοιάζει;

40. VIII

Σε σκέφθηκα πολύ, βροχή·
κι όπως ακριβώς ό,τι σκεφθήκαμε πολύ
δεν έχανες ποτέ την ευκαιρία,
βρώμικη βρώμικη βροχή,
λόγω της άλφα ή της βήτα εποχής
αλλά πολύ συχνά, συχνότερα,
έτσι, στα καλά του καθουμένου
νʼ ανοίγεις τους κρουνούς σου απρόοπτα.

Το βλέπω τώρα·
ήσουν σχεδόν η μοίρα μου, βροχή
πικρή κι ανήλεη βροχή φαρμάκι σκέτο,

ίσως γιατί σε σκέφθηκα·
ίσως γιατί – γιατί
σε τρόμαξα πολύ, βροχή.



Alexander Gunin, 1969 | Impressionist painter
Ο καιρός γυρίζει στη βροχή

Ιούνιο μήνα.
Κι έτσι καταλαβαίνω, μη μου γράψεις:
«Θα τόθελα, αλλά....»
πάλι η συνάντησή μας αναβάλλεται
γιατί ο καιρός γυρίζει στη βροχή.
Σε λίγο οι δρόμοι θα γλιστρούν
και κάτω απ’ το νερό θα χάνονται
γλιστρώντας όλα.

Καταλαβαίνω, μην αρχίσουμε και πάλι
ανώφελες προφάσεις κι υποσχέσεις
−τόσες υποσχέσεις−
που δεν μπορούμε, λόγω της βροχής
ή και ποικίλων άλλων περιστάσεων, να κρατήσουμε.

Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήλθες, να ’ρχεσαι, να ’ρθεις; [...]

ερχόμενοι κι ιόντες
εληλυθότες −α! ναι− κι ελθόντες
εκείνοι που έρχονται και θα ’ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στον δρόμο [...]
ΠΗΓΗ -----ΠΗΓΗ

Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1925 στην Αθήνα (οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, Μεταξουργείο).
Αν και κληρονόμησε μιαν κινητική αναπηρία, δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κι εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση απʼ όπου, 25 έτη μετά – το 1984, πήρε σύνταξη ως διευθυντής Γυμνασίου.
Το 1952 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική του συλλογή «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα». Είχαν ήδη προηγηθεί, από το 1945 και μετά, δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά. Από την επίσημη εμφάνισή του μέχρι και το 1985, εξέδωσε 12 ποιητικές συλλογές, δύο επιλογές ποιημάτων του, ένα κριτικό δοκίμιο και μία συλλογή 4 διηγημάτων.
Το 1986 πήρε το β΄ κρατικό βραβείο ποίησης –διά χειρών Μελίνας Μερκούρη– για τη συλλογή του «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα» (1985). Εξέδωσε 4 ακόμη ποιητικές συλλογές, από το 1987 μέχρι και το 1999, αλλά και μια νέα επιλογή ποιημάτων του. Από τους ιστορικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας μας έχει καταταχθεί στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά.
Πέθανε, 83 ετών, αρχές Νοέμβρη 2008.


Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Φθινοπωρινή Νύχτα

Θυμάμαι...
Άπλωνε δίχτυα το φεγγάρι
αποθερίζοντας
τα τελευταία ίχνη του Καλοκαιριού
πάνω σε νωπά βήματα
στην βρεγμένη άμμο
Ο φλοίσβος των κυμάτων
ένα τραγούδι σιγανό
και συνάμα
Ερωτικό...
Θυμάμαι...
Στεκόμουν στην άκρη της θάλασσας
αναδυόμουν μέσα σ' όνειρο
ως να έπαυα να υπάρχω
Είχα την αίσθηση...
Εκεί, συναντηθήκαμε, κοιτώντας με
ίσως, είναι το βλέμμα σου
το μόνιμο μου όνειρο
Γεμίζει με φως η ψυχή μου
αυτό το βλέμμα αναζητώ
ανάμεσα σε τόσα άλλα
Για να μου πει:<<εγώ σε περίμενα.
 Πάντοτε σε περίμενα.>>

(Μαρία Λαμπράκη)

Στρατής Τσίρκας- Το δέντρο

Δάσκαλος σε μια μικρή πόλη της Άνω Αιγύπτου! Ορίζοντες κλειστοί, κουτσομπολιό, ταπεινώσεις. Αλί σε κείνον που τον ρίχνει η μοίρα του κει πέρα. Δεν έχει πολλούς δρόμους να διαλέξει. Ή θα σκεπάσει τα μάτια του με την πένθιμη μπόλια* της αδιαφορίας και θα καταπιεί την ψυχή του...

Μα δεν πρόκειται να μιλήσω εδώ πέρα γι' αυτά. Θέλω μονάχα να διηγηθώ την ιστορία μιανού δέντρου!

[…] Σας έτυχε να πιάσετε φιλία μ’ ένα δέντρο; Είναι κάτι που έχει πολλή γοητεία. Κατεβαίνετε, λόγου χάρη, απ’ το σπίτι σας. «Πού πας;» σας ρωτάνε, – Να, μια βόλτα… λέτε. Μα μέσα σας κρυφά: Πάω να δω το Δέντρο! […]

Μπορώ να σας νοματίσω* πολλά δέντρα που αγάπησα. Στο Κάιρο, στην Πλατεία Ισμαηλίας, ανάμεσα στου Ισάγιεβιτς και τους εγγλέζικους στρατώνες, ορθώνεται πανύψηλος ένας γέρικος «αναμαλλιάρης*» ευκάλυπτος, όπως τον λέει ένας φίλος μου ποιητής. Πηγαίνετε να τον «δείτε». Θα νιώσετε κάτι μέσα σας να χτυπάει από την αναπάντεχη ανακάλυψη. Ένα τόσο μεγαλόπρεπο δέντρο, που δεν προσέξατε ποτέ. Κάποιο άλλο είχε σταθεί ο καλύτερος σύντροφος των παιδικών μου χρόνων. Καθισμένος στη ρίζα του κάπνισα τα πρώτα μου τσιγάρα.

Εκεί ονειροπόλησα και κει έκλαψα. Όλο λέω να ξεκινήσω μια μέρα να πάω να δω τι γίνεται κι όλο κάτι θα βρεθεί να με μποδίσει. Είναι στη Ρόντα*. Στην ίδια όχτη με το μέγαρο του Μωχάμετ Άλυ*. Θυμούμαι την κουφάλα του και τα κλαδιά του που γέρναν, γέρναν προς το ποτάμι και βουτούσαν τις άκρες τους στα νερά. Απέναντι έβλεπα το νοσοκομείο του Κασρ-ελ-Αΐνι. Άραγε τι να γίνεται το δέντρο αυτό;

Τώρα θυμάμαι κι άλλο ένα στο Ράμλι*. Ανάμεσα Σουτς και Τζανακλή. Στρίβοντας για τον Προφήτη Ηλία, αφήνεις ζερβά σου την έπαυλη Χατζηδάκη, αμέσως θα το δεις μπροστά σου! Μικροί το λέγαμε το «Πεύκο». Έτσι το ξέρει όλη η γειτονιά, ένα γύρω. Υπάρχει ακόμα.

Δεν είναι πολλές μέρες, ένα δειλινό ξεκίνησα, συγκινημένος σα να πήγαινα σε προσκύνημα. Το είδα πάντα ίδιο, σύρριζα στο τοιχαλάκι, ν' απλώνει τα κλαδιά του πάνω απ' την αυλή με τα κοτέτσια και να κουνάει την κορυφή του, θα 'λεγες με συμπόνια, προς το ρημαγμένο οικόπεδο που απλώνεται απέναντί του, πόσα χρόνια τώρα, με τις πέτρες, τ' αγκάθια και την καλαμένια καλύβα του σουντανά*.

Όταν πρωταντίκρισα αυτό το δέντρο στην άπω Αίγυπτο μόνο που δεν φώναξα. Ένιωσα την ψυχή μου να πιάνεται από ενθουσιασμό κι από φόβο. Πολλοί ερωτεμένοι νιώθουν κάτι παραπλήσιο. Στη χαρά της αγάπης τους υπάρχει πάντα ο φόβος για κάτι που αναπάντεχα θά ’ρθει να τους την πάρει.

 Ήταν ένα στιβαρό, γεροδεμένο «λάμπαχ», καλοΐσκιωτο. Είχε φυτρώσει στην ούγια του δρόμου, προς τη μεριά του καναλιού κι άπλωνε τα κλαδιά του προς όλες τις μεριές πλατιά και πυκνά κι ανέβαινε προς τ’ απάνω, ψηλά, γεμάτο περηφάνια. Ο ίσκιος του πολλές φορές σκέπαζε όχι μονάχα την άμμο του όχτου στα πόδια του μα και ολάκερο το πλάτος του καναλιού, αγγίζοντας το πρόχωμα που πάνω του περνά ο σιδηρόδρομος που ενώνει το Κάιρο με το Λούξορ.

 Ήταν ένα τόσο καλό δέντρο. Από κάτω του κάθονταν να ξαποστάσουν λογής λογής πεζοπόροι. Οι ταξιδιώτες που θέλαν να πάρουν το βαποράκι του ποταμιού εκεί στέκονταν περιμένοντας. Και κει γέρναν να κοιμηθούν σαν τους έπιανε η νύχτα.

Και τώρα εκεί από κάτω του μαζεύονταν τα μεσημέρια, για να τον πάρουν λιγάκι οι εργάτες που δούλευαν στο χτίριο, γιατί λίγα μέτρα μακρύτερα, στην άλλη μπάντα του δρόμου, η Κυρά έχτιζε το καινούριο της σπίτι.

Είχε ξεσηκώσει επίτηδες τζινιέρη5 από το Κάιρο, η Κυρά. Το σπίτι θα χτιζόνταν όλο με μπετόν και με υλικά πρώτης ποιότητος. Θα ήταν το πιο μεγάλο και το πιο όμορφο σπίτι του χωριού.

Μόλις πάτησα το πόδι μου στο χωριό, την πρώτη κουβέντα που άκουσα ήταν για την Κυρά και για το σπίτι της. Μου είπαν πως η προκοπή μου όλη εδώ πέρα εξαρτιόταν από την εντύπωση που θα έκαμνα της Κυράς. Έπρεπε να είμαι πολύ προσεχτικός μαζί της, αν ήθελα νά ’χω δουλειά και του χρόνου. Μου διηγήθηκαν κάτι που έγινε τις προάλλες. Η γυναίκα μιανού φουκαρά θέλοντας να της κάμει κοπλιμέντο της είπε: «Όμορφο θα γίνει το σπιτάκι σας…» Γιατί να πει «σπιτάκι»; Χάθηκε! Ούτε καλημέρα πια, ούτε «υποστήριξη». Ξεγράφτηκε από το βιβλίο και κείνη κι ο άντρας της. Οι άνθρωποι βρίσκονταν σε πραγματική απόγνωση.

Αυτή η Κυρά ήταν η χήρα μιανού δικού μας πού ’χε καταφέρει, Θεός ξέρει πώς, να κάνει πολλά λεφτά. Σαν πέθανε –μη ρωτάς πώς και γιατί– εκείνη «στάθηκε στο πόδι του μακαρίτη σαν άντρας» κι όχι μονάχα ανέθρεψε τα παιδιά, μα μεγάλωσε την περιουσία και «επεβλήθηκε».

[…]

Οι μέρες περνούσαν. Στο σχολειό, κουτσά στραβά, τα κατάφερνα με τα παιδιά. Το σπίτι της Κυράς τελείωνε. Μια από αυτές τις βραδιές θα έδινε μια μεγάλη σουαρέ να γιορτάσει τα εγκαίνια.

Το σχολειό ήταν λίγο πιο κάτω απ’ το δέντρο. Έτσι το έβλεπα πολλές φορές την πάσα μέρα. Είχαμε γίνει σπουδαίοι φίλοι· δεν έτυχε μια φορά –νύχτα ή μέρα, στενοχωρημένος ή χαρούμενος αν ήμουν– να περάσω πλάι του και να μην το προσέξω.

– Πώς τα περνάς τώρα που είναι άνοιξη; το ρωτούσα. Και κείνο μου αποκρινόταν μ’ όλο του το είναι, δείχνοντάς μου τα πράσινα φύλλα του και τα χνουδωτά λουλούδια του με τη βαριά μυρουδιά, καμαρώνοντας.

Μα μια νύχτα να τι έγινε. Γύριζα από ’ναν μακρινό περίπατο. Μεσάνυχτα. Τέλεια ερημιά παντού. Πλησίαζα στο δέντρο, όταν πρόσεξα πάνω του κάποιον άνθρωπο σκαρφαλωμένο. Άκουσα και χτυπήματα. Τότες έτρεξα!

Και αμέσως κατάλαβα. Μαχαιρώναν το δέντρο! Ο άνθρωπος εκείνος έμπηγε στην «καρδιά» του, εκεί που ο χοντρός κορμός χώριζε σαν παλάμη στέλνοντας τα κλαδιά του προς όλες τις κατευθύνσεις, έμπηγε χτυπώντας βαριά ένα μεγάλο λοστό. Σωστή δολοφονία!

Το δέντρο, με το φαρμακερό αυτό σίδερα στα σπλάχνα του θα μαράζωνε σιγά σιγά, μα σίγουρα, και μια μέρα θα έπεφτε κάτω ξερό.

– Γιατί το κάνεις αυτό; φώναξα φρενιασμένος.

Ο άλλος σταμάτησε τη δουλειά του. Γύρισε και με κοίταξε. Αναγνώρισα έναν από τους υπηρέτες της Κυράς.

– Τι σε νοιάζει; μου αποκρίθηκε αργά. Κάμνω ό,τι με προστάξανε. Το ψωμί… το έρημο ψωμί! Να τα βάλω με την Κυρά; Αύριο κιόλας θά ’φευγα.

Κατάπια τα λόγια μου, χαμήλωσα το κεφάλι και τράβηξα για το δωμάτιό μου. Μα όλη τη νύχτα μέσα στο μυαλό μου στριφογύριζε σαν τρυπάνι αυτό:

– Γιατί; Τι της έφταιξε το δέντρο; Ένα τόσο όμορφο δέντρο μπροστά στο σπίτι της; Το έμαθα την άλλη μέρα. Στη σουαρέ των εγκαινίων. Η Κυρά με πήρε σε μια γωνιά και μου είπε:

– Σας αρέσει το σπίτι; Πάνε να σκάσουνε. Και μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο πονηράδα:

– Κι όταν θα πέσει το δέντρο…

– Πώς; ρώτησα εγώ λαχανιάζοντας.

– Έβαλα και το κάρφωσαν χθες βράδυ, μου αποκρίθηκε, παίρνοντας ύφος συνωμοτικό.

Και τότε χίμηξε από μέσα μου βαθιά ένα «γιατί, γιατί;» τόσο έντονο, τόσο χρωματισμένο που η Κυρά θεώρησε πρέπον να μου ρίξει μια ματιά αυστηρή και επιπληχτική, θυμίζοντάς δικού μας: δηλαδή αιγυπτιώτη έλληνα˙

– Αυτό το παλιόδεντρο κρύβει όλη τη φατσάδα του σπιτιού. Οι επιβάτες του τρένου απέναντι, σαν περνούν δε βλέπουν τίποτα.

Μάλιστα! Ακριβώς έτσι τα είπε.

Τώρα, τι απάντησα και τι έκανα μετά από αυτό, δεν έχει απολύτως καμιά σημασία. Ήθελα να σας διηγηθώ την ιστορία μιανού δέντρου και όχι τα δικά μου βάσανα.

Το Διήγημα είναι από τη συλλογή, <<Αλλόκοτοι άνθρωποι.>>

 Γράφτηκε το 1938 κι η δράση του τοποθετείται στην Αίγυπτο πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 ΠΗΓΗ