Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς
Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς,
πάντοτε βρέχει.
Όλα τα βλέπεις να τρεμίζουν δυσδιάκριτα
πίσω από ʼνα τζάμι
που το χτυπάει ανήλεη η βροχή.
Κάνεις να το σκουπίσεις
μα το νερό,
αμέσως πάνω απʼ τʼ άλλο το νερό
όλο και το θαμπώνει πιο πολύ
καθώς απομακρύνεται στο δρόμο
ένʼ απολύτως ακαθόριστο περίγραμμα
και να! θολό, που κοντοστέκει λίγο
πριν διαλυθεί μες στη βροχή.
Βρέχει στους χωρισμούς.
Ακόμα και νʼ αστράφτει κάτω απʼ το φως,
ο κόσμος όλος
περίεργο! Βρέχει,
πάντοτε βρέχει.
Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε
σα να μην έβρεχε
σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.
Οι αστραπές καταύγαζαν
το πρόσωπό του αλλοπαρμένο
κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.
Μʼ ένα όνειρο ακατάβλητο
στʼ απαυδισμένα μάτια του
προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά
σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα
φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.
Αν βρέξει δεν θα ʼρθεις – θα βρέχει.
Αν δεν βρέξει πάλι δεν θα ʼρθεις
– θα βγεις να πας περίπατο.
Ας βρέξει, λοιπόν, σήμερα
κι αύριο ας μην βρέξει.
Όπως ωφελεί τους γεωργούς,
όπως συμφέρει τους εμπόρους
ειδών χειμερινών ή θερινών.
Εγώ πια δεν θα περιμένω
κι εσείς μην ψάχνετε προφάσεις.
Μήπως δεν μου στείλατε ευχές επί τω νέω έτει
κι επί τη ονομαστική μου εορτή;
Αντευχόμενος κι εγώ λοιπόν σας χαιρετώ
και τα λοιπά και τα λοιπά
με κάθε εκτίμηση…
Έβρεχε όλο κείνο το διάστημα·
βροχερά δελτία καιρού
έμοιαζαν σα μυκτηρισμοί
κι όταν δίχως ειρωνεία βεβαιώναν
πως θα ʼχαμε έπειτʼ από λίγο αιθρία
ή πως θα λιγόστευε η βροχή τουλάχιστον.
Οι φίλοι μας βροχεροί
βουλιάζαν νωπισμένοι στη σιωπή
ή σαν αποφασίζαν να μιλήσουν
ψιχάλιζε στα λόγια τους ατέλειωτα.
Ψιχάλιζε
πίσω απʼ τα πικρά χαμόγελά τους
όταν χαμογελούσαν
μόνο για να ξεχάσουνε κατά το δυνατόν
μόνο για να ξεχάσουμε για λίγο
πως έβρεχε
πως έβρεχε χωρίς να σταματά
όλο κείνο το διάστημα.
Alexander Gunin, 1969 | Impressionist painter
Δεν παʼ να βρέξει.
Στάχτη και μπούρμπερη όλοι σας.
Κατακλυσμός δεν παʼ να ʼρθει.
Εγώ μʼ αυτές τις ιστορίες
τέλειωσα τουλάχιστον.
Να, κι αν βρέξει, να, κι αν έρθεις
μα κι αν δεν έρθεις, να!
Ποτέ μη σώσεις κι έρθεις.
Άλλοι ας φοβώνται τώρα το νερό
άλλοι ας το ελπίζουν.
Κλείστε μόνο στο παράθυρο τα σκούρα·
δεν έχω πια
καμιά διάθεση απολύτως
να μου μουσκέψουν όλα
και να ʼχω και τον ήλιο
έπειτα να προσμένω:
Πότε θα βγει να του καυλώσει
για να στεγνώσω
ό,τι θα ʼχει περονιάσει αυτή η βροχή
η βρώμικη βροχή που χαμηλώνει
να τη, χαμηλώνει
και μάλλον πρέπει να ξεσπάσει
από στιγμή σε στιγμή.
39. VI
Λοιπόν, αυτή η επίμονη βροχή
που επιμένει πάντοτε να πέφτει
επίμονη, σαν την ανυπομονησία μου,
ας πάψει πια δεν την μπορώ
μʼ έχει διαβρώσει σα στρυχνίνη ως το μεδούλι
να πάψει πια
περόνιασε όλη τη ζωή μου, με στρυχνίνη
και την ανυπομονησία μου
που ʼχει κάνει την καρδιά μου
ολοένα να χτυπάει και αργότερα.
Μα ποιος κατάλαβε ποτέ
την οσηδήποτε ανυπομονησία μου;
Κι αυτή δεν πάει στο διάολο τελικά,
δεν πάει να γαμηθεί;
Όσο για την επίμονη τούτη κωλοβροχή
ας πέφτει αν επιμένει –που επιμένει–
ας ξεπατωθεί να πέφτει στους αιώνες.
Τι με νοιάζει, εμένα πια, τι να με νοιάζει;
40. VIII
Σε σκέφθηκα πολύ, βροχή·
κι όπως ακριβώς ό,τι σκεφθήκαμε πολύ
δεν έχανες ποτέ την ευκαιρία,
βρώμικη βρώμικη βροχή,
λόγω της άλφα ή της βήτα εποχής
αλλά πολύ συχνά, συχνότερα,
έτσι, στα καλά του καθουμένου
νʼ ανοίγεις τους κρουνούς σου απρόοπτα.
Το βλέπω τώρα·
ήσουν σχεδόν η μοίρα μου, βροχή
πικρή κι ανήλεη βροχή φαρμάκι σκέτο,
ίσως γιατί σε σκέφθηκα·
ίσως γιατί – γιατί
σε τρόμαξα πολύ, βροχή.
Alexander Gunin, 1969 | Impressionist painter
Ο καιρός γυρίζει στη βροχή
Ιούνιο μήνα.
Κι έτσι καταλαβαίνω, μη μου γράψεις:
«Θα τόθελα, αλλά....»
πάλι η συνάντησή μας αναβάλλεται
γιατί ο καιρός γυρίζει στη βροχή.
Σε λίγο οι δρόμοι θα γλιστρούν
και κάτω απ’ το νερό θα χάνονται
γλιστρώντας όλα.
Καταλαβαίνω, μην αρχίσουμε και πάλι
ανώφελες προφάσεις κι υποσχέσεις
−τόσες υποσχέσεις−
που δεν μπορούμε, λόγω της βροχής
ή και ποικίλων άλλων περιστάσεων, να κρατήσουμε.
Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήλθες, να ’ρχεσαι, να ’ρθεις; [...]
ερχόμενοι κι ιόντες
εληλυθότες −α! ναι− κι ελθόντες
εκείνοι που έρχονται και θα ’ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στον δρόμο [...]
ΠΗΓΗ -----ΠΗΓΗ
Αν και κληρονόμησε μιαν κινητική αναπηρία, δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κι εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση απʼ όπου, 25 έτη μετά – το 1984, πήρε σύνταξη ως διευθυντής Γυμνασίου.
Το 1952 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική του συλλογή «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα». Είχαν ήδη προηγηθεί, από το 1945 και μετά, δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά. Από την επίσημη εμφάνισή του μέχρι και το 1985, εξέδωσε 12 ποιητικές συλλογές, δύο επιλογές ποιημάτων του, ένα κριτικό δοκίμιο και μία συλλογή 4 διηγημάτων.
Το 1986 πήρε το β΄ κρατικό βραβείο ποίησης –διά χειρών Μελίνας Μερκούρη– για τη συλλογή του «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα» (1985). Εξέδωσε 4 ακόμη ποιητικές συλλογές, από το 1987 μέχρι και το 1999, αλλά και μια νέα επιλογή ποιημάτων του. Από τους ιστορικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας μας έχει καταταχθεί στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά.
Πέθανε, 83 ετών, αρχές Νοέμβρη 2008.