Σελίδες

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023

Δύο πεζά του Λέοντα Λαπαθιώτη


Ήταν που ήταν η βραδυά όλη πάθος, τ΄ ήθελες να πάρεις το βιολί σου, να μας μαράνεις την ψυχή εντελώς; Δεν έφθανε το κύμα που μας λίκνιζε, και το φεγγάρι που μας πλημμυρούσε; Τι ιδέα πάλι ήταν αυτή, να σηκωθείς ν΄ αρπάξεις το βιολί σου, και να μας πληγώσεις την καρδιά;…

            Καλά καθόμαστε στην άκρη του γιαλού, δίπλα στο κύμα του Σαρωνικού, άλλοι στα βράχια κι άλλοι στις καρέκλες, και λέγαμε και γω δεν ξέρω τι· λέγαμε τρεις κουβέντες και σωπαίναμε, ίσως νικημένοι απ΄ το φεγγάρι, που πρόσταζε από πάνω τη σιωπή. Η νύχτα, μόλις πού και πού μιλούσε. Ήχοι σπασμένοι, σκόρπιοι, μακρυνοί, τρεμούλες των νερών, κομμένα λόγια, πότε το πλάνο θρόισμα του κύματος, πότε, μακρυά, το γαύγισμα ενός σκύλου και πότ΄ ένα τραγούδι που περνούσε. Μέσ΄ στο μεγάλο ακίνητο φεγγάρι, υπήρχε ανάγκη απόλυτης σιωπής.

            Τι σου ήρθε τότε, ευλογημένε, να βγάλεις απ΄ τη θήκη το βιολί, να μας μαράνεις την ψυχή εντελώς;…

            Δε θα στο συγχωρήσουμε ποτέ…

            Δεν ξέρω καν αν έπαιξες καλά, ή αν το χέρι σου έτρεμε λιγάκι – θέλεις η μπύρα, θέλεις το φεγγάρι – και πού και πού μας πρόσφερες κ΄ ένα μικρούλι φάλτσο· μπορούσες τότε να κάμεις ό,τι θέλεις : η νύχτα ως κι αυτό στο συγχωρούσε : το βράδυ εκείνο λεγόταν «επιείκεια».

          Και δεν ήταν ανάγκη να μας παίξεις, μήτε την Ανάμνηση του Ντρλά, μήτε και το Θρύλο του Βιενάβσκι : τρεις νότες ήταν ίσως αρκετές – μόνο τρεις νότες, όχι παραπάνω – για να μας κάμεις όλο ό,τι θέλεις. Τρεις νότες μόνο αρκούσαν, σε βεβαιώνω, για να μας κάμεις το μεγάλο το κακό. Μας βρήκες όλους τόσο ανυπεράσπιστους…

            Γιατί μόλις άρχιζες να παίζεις, εκεί που ήμαστε όλοι τόσο μόνοι, και περιμέναμε και γω δεν ξέρω τι – καθένας κι άλλο, καθένας το δικό του – μας πήρες όλους ξαφνικά στη φούχτα σου, κ’  έκανες την ψυχή μας μια ψυχή, μια ψυχή μεγάλη πληγωμένη – αυτή που θα είναι πάντα λυπημένη, και θα θυμάται, και θα νοσταλγεί. Κι αφού μας έκαμες όλους μια ψυχή, θέλησες να πάρεις τα δάκρυά μας. Ω, αυτό ποτέ δε θα στο συγχωρήσω! Τα δάκρυα είναι πράματα ιερά – δε μπορεί ο καθένας να τα παίρνει…

            Κι όμως, εσύ μας γέλασες, μας γέλασες, θαρρώ, και μας τα πήρες, μας έκανες κουρέλι με δυο νότες, σα να μην ήμαστε όλοι τόσο φίλοι σου, σα να βαστούσες μια μικρή μνησικακία, κάτι κρυφό παράπονο μαζί μας, και που τόκρυβες λεπτά κι από καιρό, και που περίμενε δεν ξέρω ποια ευκαιρία, να μας πετύχει έτσι ανυπεράσπιστους, να βγει κρυφά, να μας εκδικηθεί!

            Κι όμως εμείς δε σε πληγώσαμε ποτέ, από τον καιρό που γνωριζόμαστε, πιστεύω;…

            Μα ίσως και να μην τόθελες και συ, ίσως η μοίρα να το θέλησ’ έτσι, αυτή που βρίσκει πάντα τρόπο να πληγώνει – και συ να ήσουν μόνο το όργανό της· ίσως της μοίρας τ΄ όργανο τ΄ ακούσιο, να ήτον το βράδυ εκείνο ένα βιολί.

            Γι΄ αυτό, την ώρα που χωρίζαμε στο τραίνο, μ΄ όλο το μεγάλο το κακό, τ΄ αληθινό κακό που μας προξένησες – βλέπεις εμείς πόσο είμαστε καλοί; – σου είπαμε μονάχα «ευχαριστώ»…

 Εφημερίδα «Εθνος», 28-10-1923.

Ρόδα...

του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη

            ...Ένα κοριτσάκι περνούσε προς  το δείλι, μέσ’ τον πλατύ έρμο δρόμο, και βάσταγε στην αγκαλιά του μια δέσμην άσπρα ρόδα۠· το βράδυ σίμωνε γοργά, έπεφτε ολούθε η νύχτα, κι αυτό τραβούσε βιαστικά, και πρόσεχε όλην ώρα, μη σκοντάψει۠· χτυπούσεν η καρδούλα του, τα μάγουλά του ήτανε φλογισμένα, τ΄ άμαθα ποδαράκια του λυγούσανε απ΄ το βάρος.

 

            Και κάποιος πέρασε κι αγάπησε του κοριτσιού τα μάτια۠· με τρόπο κοντοστάθηκε, σα για να του μιλήσει, μα κείνο δεν τον είδε, και τράβηξε πιο γρήγορα.

            Και κείνος που τ΄ αγάπησε, στάθηκ΄ εκεί πολλή ώρα, και τ΄ ακολουθούσε με τα μάτια, ώσπου το κοριτσάκι χάθηκε στις καλαμιές της ρεματιάς, στις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...


Και την άλλη μέρα, ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι περνούσε πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, και βάσταγε στα χέρια του μια δέσμη ρόδα κόκκινα۠· περνούσε πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, μα δε βιαζότανε σα χτες۠· η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά, τα μάγουλά του ήτανε πυρωμένα, και τα μάτια του κοίταζαν μακριά...

            Και νάσου πάλε αυτός, στην ίδια θέση, που είχε αγαπήσει πιο μπροστά του κοριτσιού τα μάτια۠· σίμωσε δειλά, μ΄ αυτό χαμήλωσε το πρόσωπο στη γη, και κοίταε το δρόμο.

            Και μήτε που είπαν λέξη, μόνο αναστενάξανε βαθιά, και το κοριτσάκι τράβηξε, κι αυτός έμεινε πίσω, και τ΄ ακολουθούσε με τα μάτια, ώσπου στο τέλος χάθηκε πίσω απ΄ τις καλαμιές της ρεματιάς, τις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...

            Και την τρίτη μέρα, την ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι ξαναπερνούσε πάλι από τον ίδιο δρόμο, κι έφερνε μέσ΄ την αγκαλιά ένα μάτσο ρόδα πορφυρά۠· τα μάτια του ήταν άρρωστα, η ανάσα του κομμένη : το είχε μεθύσει δυνατά των ρόδων η ευωδιά.

            Κι αυτός που τ΄ αγαπούσε, το περίμενε۠· ήρθε σιμά του θαρρετά, με την καρδιά γιομάτη۠· το κοριτσάκι στην αρχή χαμήλωσε τα μάτια, μα πάλι τ΄ ανασήκωσε.

            ― Δώσ’ μου ένα ρόδο...

            ― Πάρ΄τα.

            Και πήρε όλα τα ρόδα, το μάτσο με τα ρόδα, κι ήταν γιομάτα δάκρυα۠· και μοιάζαν λυπημένα, σαν κάποιες άγρυπνες βαθιές και σιωπηλές πληγές.

       Κι η γλύκα των ματιών του κοριτσιού, σκόρπισε μονομιάς : γιατί δεν ήτανε παρά το λίγωμα απ΄ τα ρόδα۠· και χάθηκεν η αγάπη στου κοριτσιού τα μάτια. Κι άρχισε τότε να σφυράει κάποιο παλιό τραγούδι και να κοιτάει αφαιρεμένα αλλού.

            Και το κοριτσάκι τράβηξε πάλι σιγανά۠· τράβηξε πάλι σιγανά, και χάθηκε στις καλαμιές της ρεματιάς, τις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...

            Κι ύστερ΄ από τρεις μέρες – προς το βράδυ – περνούσε πλάι στη ρεματιά που πάει κατά τη χώρα, ένα μικρούλι φέρετρο : μικρούλι ήταν το φέρετρο, μικρούλι και λευκό, σαν τις ψυχούλες  των παιδιών που πάνε να ησυχάσουν...

            Το φέρετρο ήτανε μικρό, μια μαύρη μάνα μοναχά πήγαινε αργά από πίσω· και μέσα του ήταν ένα κοριτσάκι – ένα χλωμό μηδαμινό μικρούλι κοριτσάκι· κι απάνω στα χεράκια του τ΄ αχνά, τα σταυρωμένα, ήταν ριγμένο μοναχά ένα ρόδο – ένα μονάχα ρόδο κατακίτρινο.

            Και μήτε φάνη πια κανείς μέσ΄ τον πλατύ έρμο δρόμο.-


Το παρακάτω πεζό του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρησις» στη δεκαετία του 1920.
Δεν περιλαμβάνεται στη συλλογή πεζών ποιημάτων του Λαπαθιώτη που έχει συγκεντρώσει ο Τάκης Σπετσιώτης στο βιβλίο του «Χαίρε Ναπολέων» οπότε δεν αποκλείεται να είναι αθησαύριστο.

Ευχαριστώ τον φίλτατο Σφραγιδονυχαργοκομήτη που το πληκτρολόγησε.

Ν.Σ.
ΠΗΓΗ   http://www.sarantakos.com/liter/lapathiotis/roda.html

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Bilhana (Kashmir 11oς μ.Χ. αι):Ο Κλέφτης Της Αγάπης (Caurapâñcâśikâ)


  Ο Μπιλιάνα (Bilhana) είναι γνωστός για το ερωτικό ποίημα του, Ο Κλέφτης Της Αγάπης, (Caurapâñcâśikâ).
Ο μύθος λέει πως ερωτεύτηκε τη κόρη του βασιλιά Madanabhirama, πριγκήπισσα Yaminipurnatilaka κι είχανε μυστική ερωτική σχέση. Ανακαλυφθήκανε κι ο Bilhana ρίχτηκε στη φυλακή. Περιμένοντας την απόφαση έγραψε ερωτικό ποίημα πενήντα στροφών, μη ξέροντας αν θα στελνόταν εξορία ή στην αγχόνη. Είναι άγνωστο ποια μοίρα είχε. Εντούτοις, το εξαιρετικό ποίημά του μεταφέρθηκε στόμα με στόμα, σ' ολάκερη την Ινδία. Υπήρξανε διάφορες εκδοχές, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών από τη Νότια Ινδία, πως είχεν ευτυχές τέλος. Η εκδοχή του Κashmir δε διευκρινίζει.

     Το ποίημα μεταφράστηκε σ' ευρωπαϊκή γλώσσα, πρώτα στα γαλλικά, το 1848. Κατόπιν ακολούθησαν πολλές μεταφράσεις. Οι πιο ξεχωριστές είναι κείνες του Sir Edwin Arnold, Λονδίνο, 1896 κι Edward Powys Mathers, Οξφόρδη, 1919, με τον τίτλο "Black Marigolds". Αυτή η τελευταία έκδοση αναφέρθηκε εκτενώς από τον John Steinbeck στο βιβλίο του: Ο Δρόμος Με Τις Φάμπρικες.

Ο Κλέφτης Της Αγάπης, (Caurapâñcâśikâ).
Και τώρα ακόμα
η σκέψη μου βυθίζεται στο μέλι του κοριτσιού μου,
στις κορδέλες, στα μπουμπούκια
που ξημέρωναν χρυσάφι,
στη μεθυσμένη νύχτα των μαλλιών της,
στα κουρασμένα, από το μόχθο της αγάπης, βήματά της,
στη γαλήνη των βλεφάρων της:
κοιμάται ή ρεμβάζει.
Αρπάζεται ο νους μου
απ' την αλήθεια της απουσίας της
κι αρχίζει να δουλεύει
βαθιά μες στη ψυχή μου
την αποκάλυψή της.

Και τώρα ακόμα
βλέπω τα στήθη της μεστά
στου κόρφου της τη κιτρολεμονιά.
Το πρόσωπό της έναστρος επάνω ο ουρανός.
Πάω κοντά.
Πυρπολημένο το κορμί της,
πληγωμένο απ' της αγάπης τη πύρινη αιχμή.
Την άνθισή της σκέφτομαι
και θάβεται η καρδιά μου ζωντανή στο χιόνι.

Και τώρα ακόμα
να 'ρχόταν το κορίτσι μου
μ' αυτά τα μάτια σαν τ' ανθάκια του λωτού
απ' της αγάπης τα μαρτύρια τσακισμένη,
αμέσως θα της άνοιγα τη δίψα των χεριών μου
να πιει αυτή, να πιω κι εγώ
απ' των χειλιών της το κρασί:
εργατικός κουρσάρος της γλύκας,
σαν την μέλισσα, που δεν χρονοτριβεί
να κλέψει από το νούφαρο το μέλι.

Και τώρα ακόμα
τη θυμάμαι κουρασμένη απ' της αγάπης
τον μόχθο να βαδίζει αργά, απρόθυμα.
Ποτάμι τα μαλλιά στα κάτωχρά της μάγουλα.
Κι η ταραχή του φουστανιού της να ψελλίζει
πολύχρωμα, δαντελωτά, τι κέρδισε, τι έδωσε.
Η αύρα η μυρωμένη των χεριών της
σκορπίζει ανεμώνες στον λαιμό μου.

Και τώρα ακόμα
έχω μπροστά μου κείνη τη στιγμή
που η συστολή της -διάφανο σκοτάδι-
μου έκρυψε τ' ωραίο πρόσωπό της,
αφήνοντας τα μάτια της να λάμψουν σαν αστέρια.
Κι η αγρύπνια του έρωτα φτερούγιζε όλη νύχτα
σα ρόδινο πουλί.

Και τώρα ακόμα
αν έβλεπα τα μάτια τα μεγάλα της
τα μήλα τα ολοζώντανα, τα μάγουλα τ' αχνά,
σα κήπος θ' άνθιζε ο πυρετός του χωρισμού,
κι η νύχτα ένας εραστής μελαχρινός
θα χόρταινε το φως
στα στήθια της ημέρας.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι το λιγνό ποτάμι των μαλλιών της να σπαρταρά,
τα πορφυρά της χείλη να σμίγουν στη φλογέρα,
να οδηγούν του έρωτα τον χορό.
Ένα τρελό φεγγάρι το πρόσωπό της έγινε
πάνω απ' το χορτασμό.
Σαλέψαν ανεπαίσθητα τα μέλη της, σιγά, αρμονικά,
τα πόδια της δουλέψαν τον λευκό μόχθο του έρωτα
και σώπασε απαλά.

Και τώρα ακόμα
τη βλέπω στη κρυστάλλινη αχλή των αρωμάτων της
να σπέρνει καταιγίδες σεντονιών:
ένα κορίτσι με μάτια σα καλό κρασί,
δυο μάτια που αγαπιούνται σα πουλιά...
Πώς καιροφυλακτεί
το νεογέννητο γεράκι των χειλιών της!

Και τώρα ακόμα
κολυμπά τρυφερά
προς την απόκρημνη ακτή του πόθου της:
σαν το κρασί κόκκινα,
κατακόκκινα τα μεθυσμένα χείλη της,
γραμμένα με απέραντο γαλάζιο.
Μέλι χρυσό το λυγερό κορμί της,
κόσμος ολάκερος το ζωντανό της βλέμμα.
Υπέροχη η ανάσα της σαν αύρα
φέρνει τ' αρώματα όλα του Κασμίρ.

Και τώρα ακόμα
κάνει τα μάγια της μες στη ψυχή μου.
Ακούω τη φρικτή λέξη του χωρισμού
μέσα στη νύχτα: "Αντίο".
Γυρίζω, βλέπω μια χρυσή ανταύγεια χειλιών.
Γέρνω να τα φιλήσω.
Και χάνομαι μες στα μαλλιά
του κοριτσιού που αγάπησα,
βαθιά, πολύ βαθιά.

Και τώρα ακόμα
το διψασμένο βλέμμα μου νηστεύει τη μορφή
του κοριτσιού που έχασα.
Κρίκοι χρυσοί μου εσείς,
που αγγίζατε τη τρυφερή μανόλια
του προσώπου της
κι άγραφη εσύ περγαμηνή,
τραγούδησαν τα χείλη μου ατέλειωτα φιλιά.
Τόσα φιλιά!
Μα τί να γράψω πια;

Και τώρα ακόμα
μπροστά στον θάνατο
θυμάμαι τα βαμμένα βλέφαρά της
τα πεινασμένα μάτια της,
το έλεος του κορμιού της
δοσμένου στο κατάκοπο κυνήγι της αγάπης.
Κόκκινα αγριολούλουδα,
δροσίζουνε τη θλίψη μου οι θηλές της
κι ο πόνος μου νειρεύεται
χείλια υγρά και πορφυρά,
χείλια που ήταν κάποτε δικά μου.



Και τώρα ακόμα
έρχεται η άνοιξη και σπέρνει διάφανη δροσιά μες στα νερά.
Τα δέντρα αργοσαλεύουν τα τρυφερά τους δάχτυλα.
Το φως, ανθίζει πορφυρό στον κήπο του Θεού.
Νυχτώνει ωστόσο κάποτε και βγαίνει το φεγγάρι
κι είναι το φως του φεγγαριού
σαν τα γλυκά της μάγουλα,
κι είναι οι σκέψεις διάφανες
σαν τα χαμόγελά της.
Ένας κύκνος τριγυρίζει στο σκοτάδι.
Δεν αντέχω το μαρτύριο αυτό.

Και τώρα ακόμα
η ευλογία της ολόγυμνης αγάπης
στο μεθυσμένο μεγαλείο της μορφής της
με περνά απ' το μαρτύριο της μνήμης:
φλόγα λιγνή, τρεμοσβηστή, το φόρεμά της,
μόλις σκεπάζει ένα χέρι ρόδινο,
που σπεύδει με συστολή να συμμαζέψει
ό,τι ταξίδεψε πλησίστια η βιασύνη.
Στο τέλος, πάντα αναχωρεί τόσο γλυκά, τόσο απαλά.

Και τώρα ακόμα
όταν ραγίζει ξαφνικά η πέτρα της καρδιάς μου
της φυλακής μου πέφτουνε οι τοίχοι
και βλέπω ένα κορίτσι-φως.
Τα ρόδα των δακτύλων της
σκορπίζουν στα μαλλιά της
μιαν αγωνία τρυφερή.
Κοιτάζει κάπου μακριά.
Κι όπως ανοίγει τη ρόδινη αγκαλιά της,
ξημερώνει.

Και τώρα ακόμα
όλο στενεύει η φυλακή μου,
όλο μικραίνει.
Χτίζει άλλους τοίχους το σκοτάδι,
κι ένα κορίτσι κουρασμένο στο κρεβάτι μου, γελά.
Ταΐζει ένα μικρό πουλί, λιγνή σαν τη μελιά.
Νυστάζει, δε κοιμάται, σα ποτάμι.

Και τώρα ακόμα
τη βλέπω, όπως πάντα, να περνά,
να ταπεινώνει το σκοτάδι
με λουλούδια και πυρσούς.
Γυρίζει, βλέπω καθαρά το πρόσωπό της.
Στέκεται, αμύνεται με σθεναρή
αυτοσυγκράτηση:
"Εγώ πάω για ύπνο. Καληνύχτα!"



Και τώρα ακόμα
που είμαστε μακριά τόσο καιρό,
πουλί δεν φτερουγίζει έξω απ' τη φυλακή μου,
δίχως να δω ολοζώντανο εκείνο το κορίτσι
να κελαηδά όταν μιλά, να έρχεται σαν κύκνος,
σαν πληγωμένου γερακιού φτερούγα να καθεύδει,
η νύχτα των μαλλιών της.

Και τώρα ακόμα
νιώθω πως είναι ευτυχισμένη
η ωραία μου πριγκηπέσσα.
Τη βλέπω να χαϊδεύει
με τα μπουμπούκια των δακτύλων της
τα στήθη της.
Κρυφά κοιτάζει∙ με κοιτάζει και γελούν τα μάτια της.
Για ένα Θεό ανοίγουν τα μπουμπούκια της.
Ένα Θεό αγκαλιάζει, και σπαρταρά∙
βαθιά πολύ, θανατερά:
"Φίλα με και θα τρέξω κρυστάλλινο ποτάμι!"

Και τώρα ακόμα
κουβεντιάζουν στους δρόμους
πόσον αδύναμη υπήρξε.
Να 'ξεραν πόση δύναμη
χρειάστηκε να φτάσει μέχρις εμένα.
Μπορούσαν άραγε όλοι αυτοί,
που αγοράζουν κι αγοράζονται μ' ασήμι και χρυσό
να γράψουν την ελάχιστη σκιά κάτω απ' τα μάτια της;
Ποιός βασιλιάς την έφερε στο άχαρο κρεβάτι του;
Μοναχικό κορίτσι μου,
κρέμεται ακόμα πάνω μου σα φυλαχτό,
το σθένος σου.

Και τώρα ακόμα
που θα δω τον ήλιο μόνο μια φορά να βγαίνει.
Τώρα ακόμα, που δε θα ξαναδώ τ' αστέρια
-ούτε και θέλω-
εκείνη σκέφτομαι άγρυπνη.
Εγώ θα γείρω μια στιγμή κι ύστερα μέσα μου σιωπή.
Εκείνη; Γείρε, ύπνε, τα βλέφαρά της κι άσε με μένα
ν' αγρυπνώ τον έσχατο ερχομό σου.



Και τώρα ακόμα
η αγωνία της μοναξιάς μου είναι μια:
πως θα γλιστρήσει το φουστάνι στο κορμί της.
Θα δω τα στήθη της,
θα νιώσω τη ζωή που σφύζει μέσα τους,
μια νύχτα πανικού στα εσώρουχά της
θ' ανατρέψει όλης της γης τη τάξη,
θα 'ναι πια χάδια τα κύματα,
φιλιά οι τρικυμίες;
Την έχω δει να μπαίνει στο ναό
και να 'ναι τα λουλούδια της,
τα χέρια του ίδιου του Θεού.

Και τώρα ακόμα
όταν ακούω τους σοφούς να σαβανώνουν
με λόγια ακατάσχετα τα νεκρωμένα νιάτα τους,
μου λείπει η αρμύρα των ψιθύρων της,
το χρώμα των στεναγμών που έσπερνε στον ύπνο της,
ν' ανθίσουν στον δικό μου λέξεις μικρές, ωστόσο σοφές,
αιφνίδιες σα νερό κρύσταλλο κρύο
κι άγριες σαν το μέλι.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι την αυγή να περιθάλπει
τη κατάκοπην αγρύπνια του έρωτά της.
Φωλιάζει μες στα χέρια μου, χαμογελά λιγνά
όταν τρεκλίζει η γλώσσα μου το κάθιδρο έλεός της.
Ξημέρωσε.
Όλη νύχτα,
τη σιωπή μοχθούσα του θανάτου.
Ένα τραγούδι ακόμα!
Ένα τραγούδι ακόμα...

Και τώρα ακόμα
ο ξυλοκόπος κι ο ψαράς γυρίζουν σπίτι
όταν απάνω βγαίνει το φεγγάρι,
με το τσεκούρι και το δίχτυ του μουσκίδι φως αχνό.
Σηκώνεται η πορφυρή φλόγα στο παραγώνι και λέει:
"Εμπρός, εμπρός! Έρωτα κι ύπνο αμέσως!"
Κάποιος, κάπου τραγουδά.
Κάποιο κορίτσι κρύβεται μέσα στις φυλλωσιές.
Φέγγει στα στήθη της ολάκερο φεγγάρι.
Κι εγώ θα πρέπει αύριο να πεθάνω.


Και τώρα ακόμα
σα να 'χω όρεξη για προσευχές.
Τουλάχιστον να πιάσω τη κουβέντα
με τους Θεούς γι' αυτό τον κόσμο,
για τον άλλο, να ετοιμαστώ,
να ετοιμάσω την ψυχή μου...
Γονατίζω και λέω:
"Πατέρα του φωτός,
περίμενε λιγάκι ακόμα.
Των σκοταδιών μητέρα,
κράτησε λίγο ακόμα.
Ένα φιλί... το πόδι της...
ένα φιλί μονάχα..."

Και τώρα ακόμα
βλέπω το πρόσωπο, τα μάτια της να φεύγουν
σαν τ' αγρίμια μέσα σε δάσος σκοτεινό.
Κι εγώ χαμένος κυνηγός.
Γύρω νερά μοναχικά -δάκρυα σωστά-
και πέρα κει στις φυλλωσιές θροΐζουν τα μαλλιά της.
Τρέχω και πέφτουν τα σκυλιά επάνω μου.
Ξυπνώ: σκόνη και πέτρα.
Τι είναι εδώ;
Είμαι θαμμένος;

Και τώρα ακόμα
όταν φιλά επάνω το φεγγάρι,
τις θημωνιές στην αγκαλιά του θερισμού
και το μεστό ροδάκινο στα χέρια των κλαδιών,
γαλήνια τη βλέπω να εξοφλεί τα χρέη της στον έρωτα.
Πυκνώνει, πέφτει σα δροσιά το φως των αστεριών.
Μα δεν μας βρίσκει αγκαλιά στον κήπο, όπως πάντα.
Θα πρέπει να νηστέψει χορτασμό κι αυτό το βράδυ.

Και τώρα ακόμα
ο έρωτας είναι Θεός κι η νύχτα η Θεά του.
Όμως εγώ συνάντησα κάποτε το παιδί τους∙
κι ήταν ωραία,
έλαμπε ολόκληρη, Θεέ μου!
Δεν ονειρεύτηκα έκτοτε βαθύτερη ομορφιά.
Νυχτώνω -ξέρω, ναι-
όμως λάμπει επίμονα στο χέρι της το αμύθητο πετράδι
του πρώτου μας καλοκαιριού.



Και τώρα ακόμα
απορώ πού βρίσκει τόσο μένος η αγάπη:
αυτή, μια παλάμη, τρυφερή επιδερμίδα,
δυο άμαχα χεράκια,
να παλεύει σαν τίγρη,
στην ηδονική παγίδα των δακρύων,
που πέσαμε μαζί!

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι πως θεωρούσα ομορφιά
τα κυπαρίσσια και τα ρόδα, τα βουνά,
τους λόφους και το κύμα.
Ώσπου μια μέρα είδα των χεριών σου τις πεταλούδες
να μυρώνουνε τον διάφανο αέρα.
Σκέφτομαι κορυδαλλούς να παίζουν μες στις φυλλωσιές,
παιδιά να λιάζονται γυμνά στις ακροποταμιές.

Και τώρα ακόμα
μετά από τόσες νύχτες των λευκών σου σεντονιών
που μου στέρησε ο ύπνος,
σκέπτομαι πως μπορεί να μην υπήρξε
τόσο σκληρός μαζί σου.
Το δικαιούσαι: έκλαψες πολύ.
Φτωχή μου αγάπη,
ο θάνατος στο κήπο τριγυρίζει,
δε θ' αργήσει να εισβάλει στα ερείπια των ελπίδων μου:
φθινοπωριάζει.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι τη παραζάλη της φυγής μας,
εκείνη την απελπισμένη έξοδο
από το σκοτεινό ψέμμα του ύπνου
στη κατάφωτη αλήθεια των ονείρων:
τρέχαμε πλάι στο ποτάμι του χειμώνα,
κι ο ήλιος ξεψυχούσε στα νερά,
δίχως λουλούδια πια και χορτάρια
να χαϊδεύονται στο τρυφερό του φως∙
σήκωσε την τελευταία του ακτίνα
και μας έδειξε ανήμπορα τον δρόμο
για τη Νιρβάνα,
για τη θάλασσα...


Και τώρα ακόμα
σκέπτομαι μάτια σαν το μετάξι πρόθυμα
να περιπαίξουν, να χαϊδέψουν,
να τυλίξουν απαλά το σώμα μου∙
μάτια με βλέφαρα που ανοίγουν άλλα μάτια,
όταν κλείνουν σκιερά.
Σκέπτομαι, σκέπτομαι, θυμάμαι,
το στόμα που αγάπησα, το μυρωμένο στόμα,
τα δροσερά λουλούδια των χειλιών της,
τη μεθυσμένη νύχτα των μαλλιών της,
τα δάχτυλα, σαν τα λιγνά κλαριά που αργοσαλεύουν
τον πολύτιμο καρπό τους.
Lovesickness and 'The Love Thief' | Wellcome Collection
Και τώρα ακόμα
οι ζωγράφοι όλου του κόσμου,
με τους λεπτούς καμβάδες τους,
τα χρώματα τα εξαίσια,
στις τρυφερές σκιές,
αδυνατούν ν' απεικονίσουν
το φως του ήλιου
στο λυγερό σώμα του κοριτσιού μου.
Ζωγράφος δεν υπάρχει σαν το βλέμμα.

Και τώρα ακόμα
όταν βρέχει μες στη νύχτα,
πλημμυρίζει ασήμι ο κόσμος.
Κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι το σώμα σου.
Στέκομαι, λέει, πίσω απ' το κρεβάτι μας:
η νύχτα των μαλλιών σου πέφτει αργά
στο έρημο μαξιλάρι.
Απλώνεις ένα χέρι, έσχατο φως
κι αναζητάς να πιάσεις ουρανό.
Μάταιος κόπος.

Και τώρα ακόμα
σκέπτομαι τα πόδια σου
να γυρεύουν να φωλιάσουν στα δικά μου.
Τα ονειρεύομαι συχνά και τώρα ακόμα∙
όπως πάντα βιαστικά και σιωπηλά.
Όταν ξυπνώ δεν κλαίω∙
κι ας είναι η απουσία σου
το πρώτο πράγμα που βλέπω
μες στο άθλιο φως της μέρας.
Τί νόημα έχει πια;
Ήρθε η ώρα να μαζεύω τη ψυχή μου
και να φεύγω.



Και τώρα ακόμα
ξέρω τουλάχιστον πως είδα
τους ανθρώπους ν' αγαπιούνται.
Είδα τον πόθο να τραβά δικούς του δρόμους
μέσα στα μάτια τους.
Το χάρηκα.
Αυτός ο κόσμος που αφήνω πίσω μου
ήταν φτερούγισμα πουλιού,
φωτιές στων λόφων της κορφές.
Αυτός ο κόσμος ήταν σα ζωγραφιστός,
σαν ψεύτικος.
Εκτός απ' το κορίτσι μου.
Αυτή...

Και τώρα ακόμα
παρηγοριά έχει ο θάνατος.
Τουλάχιστον δίνει φτερά, κάπου πετάς,
κι η νύχτα πια δεν έρχεται
με τοίχους γυμνούς κι άδεια κρεβάτια.
Κανένας δε φιλάει τους νεκρούς.
Αν υπάρχει κάποια βρύση -έστω της λησμοσύνης-
μπορείς τουλάχιστον να ξεδιψάσεις.

Και τώρα ακόμα
λέω πως δοκίμασα τουλάχιστον τη γεύση της ζωής.
Μεγάλη ήταν η γιορτή.
Τέλειωσε, πάει.
Όμως -για δες- φως δυνατό!
Αιώνιο φως!
Και μέσα το κορίτσι μου!
Ας έρθει το μαχαίρι.
Έχω γιορτή!


Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Σεπτέμβρης-Καιρός να γίνεις ''τ΄άλλο μου Φθινόπωρο''

Ο πρώτος μήνας του Φθινοπώρου έχει κάνει ήδη την είσοδό του στον ημερολογιακό κύκλο στην αλλαγή της  φύσης. Κι εσύ μάταια προσπαθείς να πιαστείς απο τ' απομεινάρια του Καλοκαιριού, θέλοντας να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως τίποτα δεν άλλαξε.
Κι όμως το ξέρεις,

η φύση διοικείται από νόμους και κανόνες που ισχύουν με νομοτελειακή κανονικότητα. 
Είναι κι ο Σεπτέμβρης που παίζει μαζί σου, με τις ηλιόλουστες μέρες του, τις υγρές  νύχτες-όχι απο την υγρασία των υψηλών θερμοκρασιών του Καλοκαιριού-αλλά απο κείνες τις πρώτες σταγόνες της βροχής, τις θεροκτόνες κατά τον ποιητή μας Οδ, Ελύτη ''Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!

Ο Φλωμπέρ αναφέρει ''Το φθινόπωρο μ' αρέσει, η θλιβερή αυτή εποχή ταιριάζει στις αναμνήσεις.''
Σε λίγο θα νυχτώνει απο νωρίς.
Το Φθινόπωρο θα στριμώξει τις αναμνήσεις μας απο άλλο ένα καλοκαίρι που έφυγε.
Καιρός ν' αναζητήσουμε το χέρι που θα πορευτούμε αντάμα σ' αυτή την αργόσυρτη μελαγχολία του  Σεπτέμβρη...

Οπως αναφέρει η Κική Δημουλά- Καιρός να γίνεις ''τ΄άλλο  μου Φθινόπωρο''. (Μαρία Λαμπράκη)

Μπόρα – Γιάννης Βαρβέρης

Αιφνίδια μπόρα αρχές Σεπτέμβρη
στον κήπο του παλαιού ξενοδοχείου.
Μυρίζει χώμα οργασμικό
στη διψασμένη γη.

Πάμε να φύγουμε
δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ.