Καλά καθόμαστε στην άκρη του γιαλού, δίπλα στο κύμα του Σαρωνικού, άλλοι στα βράχια κι άλλοι στις καρέκλες, και λέγαμε και γω δεν ξέρω τι· λέγαμε τρεις κουβέντες και σωπαίναμε, ίσως νικημένοι απ΄ το φεγγάρι, που πρόσταζε από πάνω τη σιωπή. Η νύχτα, μόλις πού και πού μιλούσε. Ήχοι σπασμένοι, σκόρπιοι, μακρυνοί, τρεμούλες των νερών, κομμένα λόγια, πότε το πλάνο θρόισμα του κύματος, πότε, μακρυά, το γαύγισμα ενός σκύλου και πότ΄ ένα τραγούδι που περνούσε. Μέσ΄ στο μεγάλο ακίνητο φεγγάρι, υπήρχε ανάγκη απόλυτης σιωπής.
Τι σου ήρθε τότε, ευλογημένε, να βγάλεις απ΄ τη θήκη το βιολί, να μας μαράνεις την ψυχή εντελώς;…
Δε θα στο συγχωρήσουμε ποτέ…
Δεν ξέρω καν αν έπαιξες καλά, ή αν το χέρι σου έτρεμε λιγάκι – θέλεις η μπύρα, θέλεις το φεγγάρι – και πού και πού μας πρόσφερες κ΄ ένα μικρούλι φάλτσο· μπορούσες τότε να κάμεις ό,τι θέλεις : η νύχτα ως κι αυτό στο συγχωρούσε : το βράδυ εκείνο λεγόταν «επιείκεια».
Και δεν ήταν ανάγκη να μας παίξεις, μήτε την Ανάμνηση του Ντρλά, μήτε και το Θρύλο του Βιενάβσκι : τρεις νότες ήταν ίσως αρκετές – μόνο τρεις νότες, όχι παραπάνω – για να μας κάμεις όλο ό,τι θέλεις. Τρεις νότες μόνο αρκούσαν, σε βεβαιώνω, για να μας κάμεις το μεγάλο το κακό. Μας βρήκες όλους τόσο ανυπεράσπιστους…
Γιατί μόλις άρχιζες να παίζεις, εκεί που ήμαστε όλοι τόσο μόνοι, και περιμέναμε και γω δεν ξέρω τι – καθένας κι άλλο, καθένας το δικό του – μας πήρες όλους ξαφνικά στη φούχτα σου, κ’ έκανες την ψυχή μας μια ψυχή, μια ψυχή μεγάλη πληγωμένη – αυτή που θα είναι πάντα λυπημένη, και θα θυμάται, και θα νοσταλγεί. Κι αφού μας έκαμες όλους μια ψυχή, θέλησες να πάρεις τα δάκρυά μας. Ω, αυτό ποτέ δε θα στο συγχωρήσω! Τα δάκρυα είναι πράματα ιερά – δε μπορεί ο καθένας να τα παίρνει…
Κι όμως, εσύ μας γέλασες,
μας γέλασες, θαρρώ, και μας τα πήρες, μας έκανες κουρέλι με δυο νότες, σα να
μην ήμαστε όλοι τόσο φίλοι σου, σα να βαστούσες μια μικρή μνησικακία, κάτι
κρυφό παράπονο μαζί μας, και που τόκρυβες λεπτά κι από καιρό, και που περίμενε
δεν ξέρω ποια ευκαιρία, να μας πετύχει έτσι ανυπεράσπιστους, να βγει κρυφά, να
μας εκδικηθεί!
Κι όμως εμείς δε σε πληγώσαμε ποτέ, από τον καιρό που γνωριζόμαστε, πιστεύω;…
Μα ίσως και να μην τόθελες και συ, ίσως η μοίρα να το θέλησ’ έτσι, αυτή που βρίσκει πάντα τρόπο να πληγώνει – και συ να ήσουν μόνο το όργανό της· ίσως της μοίρας τ΄ όργανο τ΄ ακούσιο, να ήτον το βράδυ εκείνο ένα βιολί.
Γι΄ αυτό, την ώρα που χωρίζαμε στο τραίνο, μ΄ όλο το μεγάλο το κακό, τ΄ αληθινό κακό που μας προξένησες – βλέπεις εμείς πόσο είμαστε καλοί; – σου είπαμε μονάχα «ευχαριστώ»…
Εφημερίδα «Εθνος», 28-10-1923.
Ρόδα...
του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη
...Ένα κοριτσάκι περνούσε προς το δείλι, μέσ’ τον πλατύ έρμο δρόμο, και βάσταγε στην αγκαλιά του μια δέσμην άσπρα ρόδα۠· το βράδυ σίμωνε γοργά, έπεφτε ολούθε η νύχτα, κι αυτό τραβούσε βιαστικά, και πρόσεχε όλην ώρα, μη σκοντάψει۠· χτυπούσεν η καρδούλα του, τα μάγουλά του ήτανε φλογισμένα, τ΄ άμαθα ποδαράκια του λυγούσανε απ΄ το βάρος.
Και κάποιος πέρασε κι αγάπησε του κοριτσιού τα μάτια۠· με τρόπο κοντοστάθηκε, σα για να του μιλήσει, μα κείνο δεν τον είδε, και τράβηξε πιο γρήγορα.
Και κείνος που τ΄ αγάπησε, στάθηκ΄ εκεί πολλή ώρα, και τ΄ ακολουθούσε με τα μάτια, ώσπου το κοριτσάκι χάθηκε στις καλαμιές της ρεματιάς, στις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...
Και την άλλη μέρα, ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι περνούσε πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, και βάσταγε στα χέρια του μια δέσμη ρόδα κόκκινα۠· περνούσε πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, μα δε βιαζότανε σα χτες۠· η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά, τα μάγουλά του ήτανε πυρωμένα, και τα μάτια του κοίταζαν μακριά...
Και νάσου πάλε αυτός, στην ίδια θέση, που είχε αγαπήσει πιο μπροστά του κοριτσιού τα μάτια۠· σίμωσε δειλά, μ΄ αυτό χαμήλωσε το πρόσωπο στη γη, και κοίταε το δρόμο.
Και μήτε που είπαν λέξη, μόνο αναστενάξανε βαθιά, και το κοριτσάκι τράβηξε, κι αυτός έμεινε πίσω, και τ΄ ακολουθούσε με τα μάτια, ώσπου στο τέλος χάθηκε πίσω απ΄ τις καλαμιές της ρεματιάς, τις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...
Και την τρίτη μέρα, την ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι ξαναπερνούσε πάλι από τον ίδιο δρόμο, κι έφερνε μέσ΄ την αγκαλιά ένα μάτσο ρόδα πορφυρά۠· τα μάτια του ήταν άρρωστα, η ανάσα του κομμένη : το είχε μεθύσει δυνατά των ρόδων η ευωδιά.
Κι αυτός που τ΄ αγαπούσε, το περίμενε۠· ήρθε σιμά του θαρρετά, με την καρδιά γιομάτη۠· το κοριτσάκι στην αρχή χαμήλωσε τα μάτια, μα πάλι τ΄ ανασήκωσε.
― Δώσ’ μου ένα ρόδο...
― Πάρ΄τα.
Και πήρε όλα τα ρόδα, το μάτσο με τα ρόδα, κι ήταν γιομάτα δάκρυα۠· και μοιάζαν λυπημένα, σαν κάποιες άγρυπνες βαθιές και σιωπηλές πληγές.
Κι η γλύκα των ματιών του κοριτσιού, σκόρπισε μονομιάς : γιατί δεν ήτανε παρά το λίγωμα απ΄ τα ρόδα۠· και χάθηκεν η αγάπη στου κοριτσιού τα μάτια. Κι άρχισε τότε να σφυράει κάποιο παλιό τραγούδι και να κοιτάει αφαιρεμένα αλλού.
Και το κοριτσάκι τράβηξε πάλι σιγανά۠· τράβηξε πάλι σιγανά, και χάθηκε στις καλαμιές της ρεματιάς, τις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...
Κι ύστερ΄ από τρεις μέρες – προς το βράδυ – περνούσε πλάι στη ρεματιά που πάει κατά τη χώρα, ένα μικρούλι φέρετρο : μικρούλι ήταν το φέρετρο, μικρούλι και λευκό, σαν τις ψυχούλες των παιδιών που πάνε να ησυχάσουν...
Το φέρετρο ήτανε μικρό, μια μαύρη μάνα μοναχά πήγαινε αργά από πίσω· και μέσα του ήταν ένα κοριτσάκι – ένα χλωμό μηδαμινό μικρούλι κοριτσάκι· κι απάνω στα χεράκια του τ΄ αχνά, τα σταυρωμένα, ήταν ριγμένο μοναχά ένα ρόδο – ένα μονάχα ρόδο κατακίτρινο.
Και μήτε φάνη πια κανείς μέσ΄ τον πλατύ έρμο δρόμο.-
Το παρακάτω πεζό του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρησις» στη δεκαετία του 1920.
Δεν περιλαμβάνεται στη συλλογή πεζών ποιημάτων του Λαπαθιώτη που έχει συγκεντρώσει ο Τάκης Σπετσιώτης στο βιβλίο του «Χαίρε Ναπολέων» οπότε δεν αποκλείεται να είναι αθησαύριστο.
Ευχαριστώ τον φίλτατο Σφραγιδονυχαργοκομήτη που το πληκτρολόγησε.
Ν.Σ.ΠΗΓΗ http://www.sarantakos.com/liter/lapathiotis/roda.html