Τα τριαντάφυλλα και τα σπαθιά
τάχτηκαν για το κόκκινο.
Κι η μνήμη
για να φιλάει τα σύνορα.(Mιχάλης Γκανάς)
Τάσος ΛειβαδίτηςΉταν τότε που πίστεψα πως η Επανάσταση κι ο Έρωτας έχουν το ίδιο δυνατό κόκκινο χρώμα. Με τα μάτια μου ξεχειλισμένα στα δάκρυα ...
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαιείναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον. Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
-Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ: «Γυμνό Σώμα»(απόσπασμα)
Είπε: ψηφίζω το γαλάζιο. Εγώ το κόκκινο. Κ’ εγώ. Το σώμα σου ωραίο. Το σώμα σου απέραντο Χάθηκα στο απέραντο. Διαστολή της νύχτας. Διαστολή του σώματος. Συστολή της ψυχής.
Είπε:
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.ψηφίζω το γαλάζιο. Εγώ το κόκκινο. Κ’ εγώ. Το σώμα σου ωραίο. Το σώμα σου απέραντο Χάθηκα στο απέραντο. Διαστολή της νύχτας. Διαστολή του σώματος. Συστολή της ψυχής. - See more at: http://www.egriechen.info/2014/07/giannis-ritsos-ta-erotika.html#sthash.yRydue2h.dpuf Ἕνας αἰῶνας κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα. Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα ἀφοῦ λείπεις; Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος εἶμαι. Εἶμαι γιὰ σένα.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας κ’ εννιά δευτερόλεπτα. Τι να τα κάνω τ’ άστρα αφού λείπεις; Με το κόκκινο του αίματος είμαι. Είμαι για σένα. - See more at: http://www.egriechen.info/2014/07/giannis-ritsos-ta-erotika.html#sthash.yRydue2h.dpuf
-Τεντ Χιουζ: «Κόκκινο ήταν το χρώμα σου.…
Η βελούδινη μακριά σου φούστα, ένας
αιμάτινος επίδεσμος…
Το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο…
Κι έξω απ’ το παράθυρο
παπαρούνες ντελικάτες κι εύθραυστες…
Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο…
Οτιδήποτε έβαφες, το έβαφες λευκό
κι ύστερα το ‘πνιγες στα τριαντάφυλλα…
τριαντάφυλλα που έκλαιγαν,
ακόμα περισσότερα τριαντάφυλλα
και μερικές φορές, ανάμεσά τους, ένα μικρό γαλαζοπούλι.»
Κόκκινο ποίημα (Γιώργος Δουατζής)Στάζανε οι λέξεις κάτι κόκκινοαίμα, χρώμα κάτι κόκκινο έσταζαν οι λέξεις και το ποίημα έδειχνε αιμόφυρτο αλλά κι αν ήτανε κρασί κόκκινο, κατακόκκινο και μεθυσμένο το ποίημα αιμόφυρτο θα έδειχνε σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο που σκουριασμένο στο υπόγειο ανακαλεί μνήμες δεκαετιών κι ακόμα κοκκινίζει τα γόνατα με ματωμένες αταξίες Η Ποίηση είναι, μην ανησυχείς φεύγει μόνο με αποδόμηση κυττάρων κι ίσως με τη σιωπή της γνώσης κάνει τα όνειρα αληθινά κι ας είναι αιμόφυρτα ή μεθυσμένα Γιώργος Δουατζής, Τα κόκκινα παπούτσιαΚόκκινα πόθου πάθους Κόκκινα επιθυμίας αμαρτίας Κόκκινα έντασης φευγιού Κόκκινα ματωμένης αγκαλιάς Κόκκινα ολέθρια κόκκινα Παπούτσια κόκκινα
Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στο φως,
χαράζοντας τη μοίρα μας μέσα στο φως, μέσα στο φως, με χρώματα και χειρονομίες, ανθρώπων που αγαπήσαμε, που αγαπήσαμε.(Γ.Σεφέρης)
Ερωτικό Κείμενο, Αλκυόνη ΠαπαδάκηΉταν καλά κρυμμένοι ανάμεσα στις πυκνές καλαμιές. Ούτε αστέρια δεν τους έβλεπαν.Μόνο αν περνούσε κανένα νυχτοπούλι, θα πλήγωνε με τη φτερούγα του την ανάσα του έρωτα τους. Δεν μιλούσαν. Δεν είχαν να πουν λόγια αγάπης ούτε να δώσουν όρκους αφοσίωσης. Το πάθος μιλάει με την αφή. Αυτή ανάβει χίλιες πυρκαγιές και κάνει στάχτες τα κορμιά. Ύστερα, πάνω στις στάχτες και στ’ αποκαΐδια, κάνει βόλτες και σκαλίζει την ψυχή. Σκαλίζει ήλιους τα μεσάνυχτα και κόκκινα φεγγάρια τα καταμεσήμερα. Σκαλίζει… κι ονειρεύεται… Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Οι κάργιες”της Αλκυόνης Παπαδάκη
Έτσι πολύ ατένισα-Κ.Π.Καβάφης
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου. Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά. Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα· πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι, και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα. Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν η ποίησίς μου .... μες στες νύχτες της νεότητός μου, μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα ....
Κι έπινα μέσ’ από τα χείλια σου…
Ναπολέων ΛαπαθιώτηςΚι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι κι ήταν άσπρο το κρεβάτι, κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε το γλυκό σου μάτι, και τα χέρια σου πλεκόντουσαν στο κορμί μου γύρω γύρω κι έπινα μέσ’ από τα χείλια σου, γλυκιάν άχνα σαν το μύρο, και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου γλυκά λόγια σαν τα μύρα, κι ήταν άσπρό το κρεβάτι μας κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα… Έτσι, αγάπη μου, σε χόρτασα Κι έτσι, τη γλυκάδα σου ήπια μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα στ’ άνομα τα καρδιοχτύπια κι απ’ το μέλι ποθοπλάνταζε το κορμί σου και το μάτι κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι κι ήταν άσπρο το κρεβάτι. Το κόκκινο στην ποίση του Οδ.Ελύτη (παραθέματα)
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
Έχεις μια γεύση
τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή
ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος
γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την
επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των
ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό
τη θύμηση!
Που είναι η
γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα
όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς
κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου
οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-σμαρίνια.
” Έτσι συχνά όταν μιλάω για τον ήλιο
μπερδεύεται στη γλώσσα μου ένα
Μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο.
Αλλά δε μου είναι βολετό να σωπάσω… “
" Ήλιος ο ηλιάτορας"
Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω
παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ
Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι
Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι
Artist Mark Arian
Έχεις μια γεύση
τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα
κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο
χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των
γυακίνθων - Μα που γύριζες...
Προσανατολισμοί -Οδ.Ελύτης
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο Τα μάτια της σιωπή. Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης(αποσπάσματα)Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσαΚόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός. |
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014
Η επανάσταση και ο έρωτας έχουν ίδιο δυνατό χρώμα, κόκκινο..
Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014
Μαξίμ Γκόρκι-Στο βυθό
Στον βυθό της ψυχής των περιθωριακών ανθρώπων εισβάλει ο Ρώσος συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι και μας παρουσιάζει μια εικόνα οικεία για τον ίδιο, μια εικόνα που πηγάζει από τις δικές του δύσκολες εμπειρίες της αντίξοης ζωής του.
Στο υπόγειο ενός ιδιωτικού υπνωτηρίου μπορεί κανείς να βρει κάθε λογής ανθρώπους. Από αλκοολικούς και πόρνες, μέχρι ηθοποιούς και πρώην αριστοκράτες.
Όλοι βυθισμένοι σε έναν κόσμο μοναχικό και σκληρό, που οι εμπειρίες τους βυθίζουν ακόμη περισσότερο στον πάτο της αναισθησίας.
-ΛΟΥΚΑΣ-Μας λες για την αλήθεια ..μα η αλήθεια δεν είναι πάντα καλή για τον άνθρωπο..δεν θεραπεύει πάντα την ψυχή.
Να σου πω ένα παράδειγμα:Eιχα κάποτε ένα γνωστό που πίστευε στη χώρα της Δικαιωσύνης..
-ΜΠΟΥΜΠΝΟΦ-Σε τι πράγμα;
-ΛΟΥΚΑΣ-Στη χώρα της δικαιοσύνης.
Πρέπει να υπάρχει έλεγε, κάπου στη γη η χώρα της δικαιοσύνης..
Και στη χώρα αυτή έλεγε, πρέπει να κατοικούν ξεχωριστοί άνθρωποι, καλοί άνθρωποι!
Που σέβονται ο ένας τον άλλον, που βοηθάνε ο ένας τον άλλον και όλα στη ζωή τους είναι μέλι γάλα.
Και ο άνθρωπος αυτός όλο έλεγε να φύγει, να ψάξει να βρει αυτή τη χώρα, ήταν όμως φτωχός και δύσκολα τα 'φερνε βόλτα...κι όταν καμιά φορά τα πράγματα πηγαίνανε απο το κακό στο χειρότερο, κι έλεγες, τώρα θα πέσει να πεθάνει-ακόμα και τότε, δεν το έβαζε κάτω, χαμογελούσε κι έλεγε:
''δεν θα πάθω τίποτα!θα αντέξω!''
Λίγο ακόμα θα περιμένω και θα αφήσω αυτή τη ζωή, και θα παω στη χώρα της δικαιοσύνης..''<Μοναδική του χαρά ήταν αυτή η χώρα>
- ΠΕΠΕΛ-Και τι έγινε; πήγε τελικά;
-ΜΠΟΥΜΠΝΟΦ-Που να παει; χα χα !
-ΛΟΥΚΑΣ-Μια φορά, στα μέρη που ζούσε, έφεραν έναν εξόριστο επιστήμονα..με βιβλία, χάρτες πολύ μορφωμένο..
Ο άνθρωπός μας λέει στον επιστήμονα ''Πες μου σε παρακαλώ, που βρίσκεται η χώρα της δικαιοσύνης, και πως μπορώ να παω εκεί;''
Ο επιστήμονας ανοίγει τα βιβλία του, βάζει κάτω τους χάρτες του, κοιτάζει, ψάχνει, πουθενά η χώρα της δικαιοσύνης..Ολες οι χώρες ήταν εκεί, εκτός απ' τη χώρα της δικαιοσύνης.
-ΠΕΠΕΛ (Χαμηλόφωνα) Ούτε ίχνος;;;
Ο Μπουμπνόφ γελάει
-ΝΑΤΑΣΑ ..Σώπα εσύ...λοιπόν παππού;
-ΛΟΥΚΑΣ-Ο άνθρωπος δεν τον πιστεύει..Πρέπει, πρέπει να υπάρχει ''λεει'' ψάξε καλύτερα, αλλιώς τα βιβλία και οι χάρτες σου δεν αξίζουν τίποτα, αν δεν μπορείς να βρεις αυτή τη χώρα..Ο επιστήμονας το πήρε κατάκαρδα.
Οι χάρτες μου, λεει, είναι ακριβέστατοι και δεν υπάρχει καμιά τέτοια χώρα πουθενά..
Ο άνθρωπος μας θύμωσε -πως είναι δυνατόν;
Ζούσε τόσα χρόνια έκανε υπομονή, και πίστευε τόσο πολύ ότι υπάρχει..
Του είχε κλέψει τη χώρα που αγαπούσε..Λέει λοιπόν στον επιστήμονα<
Ελα δω ρε κάθαρμα. Δεν είσαι επιστήμονας εσύ..Απατεώνας είσαι...> και του ρίχνει μια μπουνιά στο μάτι(παύση). Και μετά πήγε στο σπίτι του και κρεμάστηκε..........
Ολοι μένουν σιωπηλοί..
-ΠΕΠΕΛ-Ε που να σε πάρει ο διάβολος, μας έκανες την ψυχή μαύρη...είδες η χώρα της δικαιοσύνης; δεν υπάρχει τελικά.. Μαξίμ Γκόρκι-Στο βυθό
(Το κείμενο έχει μεταφερθεί αυτούσιο, απο το βιβλίο )
Στο βυθό (1981)
Το 1981 ανεβαίνει για πρώτη φορά στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το έργο του Μαξίμ Γκόρκι-Στο βυθό
Μετάφραση: Γιώργος Σεβαστίκογλου
Σκηνοθεσία :Σπύρου Ευαγγελάτου
Φωτογραφικό υλικό, απο το Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου. |
Ολο το φωτογραφικό υλικό/ εδώ http://www.nt-archive.gr/viewfiles1.aspx?playID=460&photoID=2629
Σάββατο 1 Μαρτίου 2014
Η Ποίηση της 'Ανοιξης!
(Πως περιγράφει ο Στρατής Μυριβήλης τον ερχομό της άνοιξης στην αιγαιοπελαγίτικη Σκάλα)
Στ' ακρογιάλια του Αιγαίου η άνοιξη βγαίνει από τη θάλασσα.
Ένα πρωί ο αγέρας φέγγει πιο γαλάζιος, τα κύματα ξεδιπλώνουν στον άμμο το νέο ρυθμό με κοντές αναπνοές.
Το πέλαγο μυρίζει φρεσκάδα, παντού το κεντάνε σύντομες απανωτές αστραψιές.
Τότες ανοίγουν πάνω στα τρεμουλιάρικα νερά κύκλοι ασημένιοι, μ' ένα χρώμα σαν το στήθος του παγονιού.
Είναι αμέτρητοι, ο ένας μέσα στον άλλον, ο ένας κυνηγά τον άλλον.
Έτσι ως τον ορίζοντα
Από τη μέση, από την καρδιά του ανθού της θάλασσας, βγαίνει η άνοιξη του Αιγαίου.
Η Αναδυόμενη. Παντού πεταρίζουν άσπρες, γαλανές φτερούγες. Γιορτάζει ο αγέρας, η στεριά, τα λαφριά σύννεφα κι ο μεταξωτός ουρανός.
Τα καράβια μέσα στο λιμάνι ισάρουν όλα τα πανιά να στεγνώσουν, κ’ είναι να κάθεσαι να τα βλέπεις. Στις ρηχοπατιές σειούνται, πιασμένα από τις μαλλιασμένες πέτρες του βυθού, λιγνά, μακριά τσουνιά από νερολούλουδα.
Τα φύλλα τους είναι ζωντανά, είναι ξανθιά. Απλώνουν ράθυμα κάτι νήματα από μαλακό μάργαρο, και κρεμάζουν αρμαθιές από μικρούς καρπούς, χρώμα άγουρο κερασί.
Παντού είναι το πανηγύρι της νέας νιότης, που ξαναβαφτίστηκε στην αιώνια χαρά του Θεού.
Χιλιάδες μικρά χρωματιστά ψάρια συνθέτουν, και πάλι στη στιγμή τσακίζουν τα μωσαϊκά του βυθού.
Αμέτρητα σαλιγκάκια, μικρά σα σπόροι του ροδιού, σηκώνουν στο φρέσκον ήλιο το σουβλερό καφκί τους, ψιλοδουλεμένο με πορτοκαλιά πλουμίδια.
Έχουν τριανταφυλλιά νυχάκια, βγαίνουν και βοσκίζουν λαίμαργα το χνούδι από τις μουσκλιασμένες γιαλόπετρες.
Απλώνεις να τα πιάσεις, και κείνα, μόλις νιώσουν από πάνω τους τον ίσκιο του χεριού, αφήνουν μπόι και βουλιάζουν, αμμοκούκουτσα ανάμεσα στ’ άλλα του βυθού. Τρέχα να τα βρεις.
Έτσι βγαίνει η Άνοιξη από το Αιγαίο, βγαίνει από τα νερά και προχωρεί.
Ζωγράφος, Φώφη Μουρατίδου
Λορέντζος Μαβίλης"Πατρίδα"
Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ᾿ αγέρι
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα,
σαν νύφ᾿ η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα,
λάμπει ενώ σβηέται της αυγής τ᾿ αστέρι.
Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα·
τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ᾿ όλα τα μέρη.
Κάθε μοσχοβολιά και κάθε χρώμα,
κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα
να σού ξαναφιλήσω τ᾿ άγιο χώμα,
να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
όμορφή μου, καλή, γλυκειά πατρίδα.
Από το όνομά σου ξεκινά η άνοιξη,
Απ' τις συλλαβές του κρέμουνται κόκκινα κεράσια.(Κώστας Μόντης)
Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι απ' τ' ανατρίχιασμα του το κάθε φιλί.
(Μίλτος Σαχτούρης)
Τάσος Λειβαδίτης: πού πήγε, λοιπόν, όλη εκείνη η άνοιξη
Πες μου, ά, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η
άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου
ασυλλόγιστα, πού πάτε;
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο
μαγγανοπήγαδο μακριά,
πλάι στο πηγάδι ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του,
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές
της γής,
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμε-
να μηνύματα
από κόσμο σε κόσμο.
Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά
και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα`
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκε
μένα βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως το πόνο.
Αίσθηση αβέβαιη όλων των
Αίσθηση αβέβαιη όλων των
μυστικών της ζωής
που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα κει κάτου, κει κάτου,
μακριά,
τους
βραδινούς ορίζοντες.
Emil Vernon, Artists
Τάσος Λειβαδίτης-Παραθέματα ποιητικού λόγου
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω- πόσο σου πήγαιναν.
----- Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα ‘ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου για κείνες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.
Πολυδούρη Μαρία, Άνοιξη
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ' αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι' υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να 'ρθεί.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους καίει κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι' ακόμα δεν εσίγησαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά του,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.
Emile Vernon, ArtistΧρίστος Λάσκαρης
Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη
όταν την είδα
να έρχεται από μακριά:
μισή γυναίκα,
μισή όνειρο.
Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω
στεφανωμένη
με άνθη κερασιάς.
Τότε κατάλαβα
τι δύναμη έχουν τα ποιήματα.
Emile Vernon, Artist
Πάμπλο Νερούδα
Θα σου φέρω απ' τα βουνά λουλούδια εξαίσια, κλέλιες, ζουμπούλια και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.
Θέλω να κάνω μαζί σου αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.
"Μια γυναίκα" - Τάσος Λειβαδίτης
1.
Ενα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
Πίνακας, Louis Welden Hawkins
ΚΡΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ-Γιώργος Δουατζής
Μην τους πιστεύεις έλεγες
κούφια τα λόγια τους
παίζουν με την ελπίδα
κι εγώ μιλούσα για την Άνοιξη
Δυο κουκίδες σε μια ανθρωποθάλασσα
που πίστευε στην Άνοιξη
εμείς
κι εσύ να παίζεις την εικόνα μου στα μάτια σου
και να λες κράτα την Άνοιξη μέσα σου
γιατί δεν θα έρθει καθώς λες
Εγώ έχω εσένα έλεγες
μια κιθάρα
και την πλάτη φορτωμένη όνειρα
Spring Fascination The Song of the Lark by Sophie Anderson
"Σονέτο 98" του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (σε μετάφραση του Μιλτιάδη Σαριγιαννίδη-Θαλασσινού):
Δεν ήμουν πλάι σου την άνοιξη αυτή
καθώς ο Απρίλης, πολύχρωμος και λαμπερός της νιότης την πνοή φυσούσε μες
στο καθετί - ως και ο Κρόνος γελούσε και έπαιζε, ο σκοτεινός
Μα ούτε τα τραγούδια των πουλιών, ούτε η γλυκιά η ευωδιά τόσων και τόσων λουλουδιών, με μύρια
χρώματα κι οσμές
δε με κατάφεραν το καλοκαίρι να ιστορήσω ξανά
κι άνθη να δρέψω, απ' τις θαυμάσιες της γης τις αγκαλιές.
Πώς να παινέσω το βαθύ το πορφυρό της τριανταφυλλιάς;
πώς να θαυμάσω το υπέροχο του κρίνου το λευκό; ανούσια ήταν χάδια,
σκαριφήματα και μόνο της χαράς,
και πρότυπό τους μόνο εσύ, μοντέλο τους εσύ, μοναδικό.
Κι έμοιαζε γύρω τους παγερός χειμώνας, ναι, εσύ μακριά
κι εγώ εκεί, με τη σκιά σου λες να παίζω, με όλα αυτά.
Γιάννη ΡίτσουΔοκιμασία, VII,3-7(Απόσπασμα)
“Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο.
Κάθε άνθρωπος
έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,
κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του.”
Γιάννης Ρίτσος - Προσφορά (απόσπασμα)
Μὲ τὸ χαμόγελό μας
φέραμε πάλι τὴν Ἄνοιξη
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χρυσὰ μαλλιά της
πλέκουμε δαχτυλίδια
γιὰ τὰ λεπτά μας δάχτυλα.
Γιάννης Ρίτσος. Σταγόνες φωτός και βροχής
* είναι ένα φως γύρω μας και μέσα μας, που δε στερεύει.
* δε χωράει ο πόνος μες στο φως. Ας τον διώξουμε, θα τον διώξουμε.
* όπου κι αν ψάξεις είναι φως, το φως κερδίζει απ' την αρχή τα χέρια μας.
* είναι άνοιξη πια, δε χωράει η πίκρα μέσα στο φως.
* Να λες: ουρανός· κι ας μην είναι.
Γιάννης Ρίτσος «ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ»
“Η άνοιξη φτάνει ανάμεσα σε σκονισμένες παλιές εφημερίδες,
ανάμεσα σε σκουριασμένους σωλήνες από σόμπες νοσοκομείων,
ανάμεσα σε άδεια πεταμένα μπουκάλια.
Η Μαρία κοιτάζει επάνω:
«Ακόμη και τα χελιδόνια – λέει – είναι μαύρα, μαύρα, μαύρα
μόνο η κοιλιά τους είναι άσπρη γι’ αυτό κιόλας
πετούν ψηλά, να δείχνουν μόνο την κοιλιά τους δε με ξεγελάνε
όταν καθήσουν στο σύρμα ή στην πέτρα – τότε –
και ποιος μπορεί να στέκεται για πάντα στον αέρα;»
Η άλλη γυναίκα δε μίλησε. Μάζευε μαργαρίτες.”
Εικόνες της άνοιξης που εγώ θα λείπω-Γιάννης Τόλιας
1. Σπάνε τα πρώτα κύματα
της άνοιξης
πάνω στους κυματοθραύστες
των ματιών σου.
2. Τα στροφεία ενός σμήνους μελισσών
μπλέκονται στα μαλλιά σου
κι εσύ απρόθυμα να διώχνεις
το μελισσοφάγο του φιλιού μου.
3. Ανθισμένο τοπίο διαίσθησης
απροστάτευτη στην ερημιά της πόλης
κι εγώ παλεύω με τους χρησμούς
και τους ανυποψίαστους.
4. Σκάει στα χέρια σου απρόσμενα
ο εκρηκτικός μηχανισμός ενός άνθους
κι εσύ γελάς λαβωμένη
από χρώματα κι αρώματα
5. Στα υψίπεδα του ονείρου
εσύ των βυθών εξόριστο κοχύλι
εγώ στο ορυκτό της άνοιξης
ζωγραφιστός τριλοβίτης
Κι όμως συνομιλούμε.
Γιάννης Τόλιας, Η άνοιξη είναι ανερμήνευτη
Οι εποχές δεν νοιάζονται για την παρουσία μας.
Έχουν το δικό τους ρυθμό δημιουργίας.
Παγερά αδιαφορούν για τα συναισθήματάμας.
Η άνοιξη είναι ανερμήνευτη
Εμείς αυθαίρετα χρησιμοποιούμε το εξαίσιο σκηνικό της
για τα δικά μας, εφήμερα δράματα.
Πάντα θα είμαστε οι θεατές του οργασμού της.
Ανεπαρκείς των ημερών για να τον περιγράψουμε.
ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ-(Κική Δημουλά)
Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
ἀτέλειωτα μένουν.
Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.
Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.
Ὅταν μιὰν ἄνοιξη-(Μανόλης Αναγνωστάκης)
Ὅταν μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις
μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου
κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη,
πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας,
ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας
Κι ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε.
Η Άνοιξη-Μίκης Θεοδωράκης
1943
Χλοϊζει καινούρια ελπίδα η λαγκαδιά
Κάποιο γλυκοκελάϊδισμα σκορπά στη φύση
η νιόχτιστη χελιδονοφωλιά.
Τρέμει η φωνή στα χείλη τα δειλά, που θα σκορπίσει
τη Φύση ό,τι φτερώνει την καρδιά.
Τώρα το κύμα το κινά μια νέα πνοή
κι ήμερα πια στην αμμουδιά το σέρνει
στην αγκαλιά τη μυστικιά του πέλαου αρμονία φέρνει
και στ' ακρογιάλι τη σκορπά μ' ένα φιλί.
Μέσα στ' απίστευτο όνειρο μεθά η δειλή ψυχή
μεθά κι η ελπίδα από το θάμα μαγεμένη
Νέες χαρές χαμογελούν μες απ' τη νέα ζωή.
Η Άνοιξη είμαι 'γώ η λατρεμένη.
30.8.43
Δύο τραγούδια τῆς Ἄνοιξης-Γιώργος Σαραντάρης
Ι
Μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ ἄνοιξη
Σὰν κελαηδᾶ μὲ τρέμει
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα σκοπὸ
Νὰ δώσει τοῦ ἔρωτά μου
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα φιλὶ
Νὰ σοῦ φιλήσω τὴν καρδιὰ
Νὰ σοῦ χαρίσω δυὸ φτερὰ
Καὶ νὰ σὲ δῶ δικιά μου
ΙΙ
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της
Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ
Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!
Ανοιξη-Γιάννης Ρίτσος
Απόψε κοιμηθήκαμε στην αγκαλιά της άνοιξης
ακουμπώντας το κεφάλι στην καρδιά της.
Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των πουλιών και την καρδιά μας.
Το πρωί που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό να περπατάει στην
κάμαρά μας σα γαλανό πουλί με χρυσά μάτια που τσίμπαγε
τα ψίχουλα των σκιών που ‘χαν μείνει από χθες βράδυ στο πάτωμα.
Μια στιγμή να νιφτούμε και φτάσαμε. […]
Πίνακας, Angelo Asti
(Γ. Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού)
Σήμερα μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,
στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαδάει.
Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν
τις αυλές και τις στέγες.
Τα πουλιά κάθονται στους ώμους των παιδιών.
Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν
σαν πρωτόβγαλτα πουλιά.
Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό.
Θε μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει
τις κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει
η μάνα τα μάτια της.
Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το
νησιώτικο χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα
- ένα χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.
Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε το χορό και θα χαμογελάει
καθώς θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.
Κ’ εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια,
θα χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που
δε χάχουνται μες στο τραγούδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν
μαζί με τα παιδιά τους τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης.
Η πληγωμένη Άνοιξη-Μίλτος Σαχτούρης
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της
Mark Stetler-Fotographer
Νικηφόρος Βρεττάκος
Βγήκα απ’ την έβδομη νύχτα του πόνου
κι αναλύθηκα μέσα στην άνοιξη.
Εγώ τούτη την άνοιξη θ’ αγαπήσω με δάκρυα..που θ’ απλώσουν την άχνη τους ως την άκρη της Γης.
Δώσετε όλοι τα χέρια σας στα τέσσερα βάθη της
κι υψώστε το άπειρο πάνω στη φλόγα
να καεί μες τον όρκο. Κοιτάχτε τον κόσμο
που υφαίνει τη λάμψη του και ρυθμίστε το έργο σας "
''Κάτι ετοιμάζεται να σπάσει μέσα μου. Δεν καταλαβαίνω.
Κάτι σαν τα κλαδιά που φουσκώνουν την άνοιξη, έτοιμα να πετάξουν κόμπους, οι κόμποι ν' ανοίξουν -δεν καταλαβαίνω πότε γίνεται άνοιξη μέσα μου, δεν καταλαβαίνω την ψυχή μου.
Και τα μάτια μου, όπως τρυπάς το δέντρο και βγαίνουν χυμοί, ένοιωσα δάκρυα στα μάτια μου. ''
Άνοιξη σ’ αγαπώ-Νικηφρόρος Βρεττάκος
Άνοιξη σ’ αγαπώ
Μοιάζεις με την ειρήνη.
Μοιάζεις με τις μητέρες
που θήλασαν τα βρέφη
στις εικόνες του Ραφαήλ.
Μοιάζεις με το χαμόγελο
μέσα στη μουσική.
Μου θυμίζεις το Θεό
που γράφει για την αγάπη
σε μεγάλα κατεβατά
σελίδων με αστέρια
στροφές ποταμών
και ποιήματα.
Μαργαρίτα -Ν-Βρεττάκος
Άκουσε το αχνοσάλεμα της νύχτας
και κρύφτη φοβισμένη πίσω από τα χέρια μου.
Ανοίγω την πόρτα να ιδώ:
Ο κόσμος λάμπει σαν άστρο.
Άνοιξη σ’ αγαπώ...
«Οἱ κερασιὲς θ᾿ ἀνθίσουν καὶ φέτος» Μενέλαος Λουντέμης
Οἱ κερασιὲς θ᾿ ἀνθίσουνε καὶ φέτος στὴν αὐλὴ
καὶ θὰ γεμίσουν μ᾿ ἄνθια τὸ παρτέρι.
Πικρὴ ποὺ εἶν᾿ ἡ Ἄνοιξη σὰν εἶσαι δίχως ταίρι!
Πικρὴ πού ῾ν᾿ ἡ ζωή!
Ἄνοιξε τὸ παράθυρο στὴ πρωϊνὴ γιορτή,
γιὰ νά ῾μπουν οἱ μοσχοβολιὲς ἀπὸ τὸ περιβόλι.
Ἂχ κάθε του τριαντάφυλλο καὶ μία πλήγη ἀπὸ βόλι,
εἶναι γιὰ ῾σὲ ποιητή!
Κουράστηκα νὰ σὲ καρτερῶ, Ἔρωτα καὶ νὰ λιώνω,
῾πὰ στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς σκυμμένος, μιὰ ζωή.
Μ᾿ ἂν ἤτανε νὰ ῾ρχόσουνα γιὰ ἕνα ἔστω πρωΐ,
χίλια θὲ νά ῾δινα πρωϊνά, νὰ ζήσω ἐκεῖνο μόνο.
(πρώτη σειρά ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα)
Οδυσσέας Ελύτης
Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί
Άνοιξη χνούδι περιστέρας
Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη
[…]
Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου
Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης
Άνοιξη σουσάμι αόρατο
[…]
Άνοιξη μυρμηγκιά της μέρας
Άνοιξη αίμα του βολβού
Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο
Στων ωραίων γυναικών τα χέρια
Όπου τύχει
Ριπές θανάτου
Εκατομμύρια σπερματοζωάρια
Στων ωραίων γυναικών τα χέρια
Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους
[…]
Άνοιξη τσίτι τσιτωμένο
Άνοιξη σφήκα του χεριού
Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε τέρας»
[…]
Άνοιξη μούρο αδάγκωτο
Άνοιξη βιδωτό φιλί
Άνοιξη χάσμα της λιποθυμιάς
[…]
Άνοιξη 37 και 2
Άνοιξη Love Amour και Liebe
Άνοιξη no nein και non.
[…]
Άνοιξη δόντι λυσσαλέο
Άνοιξη φούξια του παροξυσμού
Άνοιξη αρτεσιανό ηφαίστειο
[…]
Άνοιξη σάλτο της ακρίδας
Άνοιξη μήτρα σκοτεινή
Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη
[…]
Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας
Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη
Άνοιξη «αντίο αντίο παιδιά!»
«Μυρίσαι το Άριστον» της συλλογής, Ο μικρός ναυτίλος:Οδυσσέας Ελύτης
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς, ή, έστω,
σ’ έναν Μποτιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.
Έτσι και μια μέρα,
τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και
τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους
ξέφωτο που είναι η Ποίηση.
Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία
όπως ένας είναι και ο ουρανός.
Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.
Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι...Λάμπρος Πορφύρας
Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι μὲ τ᾿ ἄλλα χελιδόνια,
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.
Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσεικαὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.
Ἄνοιξη μ.Χ. Γιώργος Σεφέρης
Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
πάλι τὸ καλοκαίρι
χαμογελοῦσε.
Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς
στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
τί θά ῾τανε καλύτερο
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.
Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τὰ παραδώσανε
ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.
Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
μέσα σε φλόγες κίτρινες
καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.
Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.
16 Μαρτ. ῾39
Βύρων Λεοντάρης, Της άνοιξης και του πολέμου
I
Δεν ξεχωρίζω πια τον ερχομό σου από την άνοιξη
Το βάδισμά σου απ’ το άνοιγμα των λουλουδιών
Τη νιότη από το χαμόγελό σου.
Δεν ξεχωρίζω το κορμί σου απ’ των περιβολιών το θρόισμα
Την αφή σου απ’ την αφή όλου του κόσμου
Τη γεύση σου απ’ τη γεύση των τρικυμισμένων μυστικών.
Δεν ξεχωρίζω πια τα μάτια σου
Μάτια; Ουρανός; Θάλασσα; Αστέρια;
– δεν ξεχωρίζω πια
Εσπαταλήθηκες πολύ μες στη ζωή μου.
III
Έξω από το χαράκωμα της μοίρας
Στόμα του τριαντάφυλλου
Μάτια της βροχής
Δάχτυλα που δεν έχουν αδερφούς
Και αδερφές στον κόσμο
Σφίγγουν τα ηνία του χαμόγελου, καθώς
Το αίμα στο χαράκωμα του ορίζοντα σαλπίζει
Σιωπητήριο καρδιάς.
VI
Πάθος ανθρώπινο
Δε γιατρεύεται τούτη η ομορφιά
Λουσμένη σε πληγές και ηφαίστεια…
Άνοιξη, άνοιξη!…κι αχ, δε γιατρεύεται
Τούτη η ελπίδα της ζωής, η ελπίδα της αγάπη…
*Από τη “Ψυχοστασία”, εκδ. Ύψιλον
"Μαρτυρία για μιαν Άνοιξη"-Γιώργης Παυλόπουλος
Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους
τα χελιδόνια γύρω στο καπέλο μου
κι εγώ τυφλός που ακούει πηγαίνοντας
φωνές απ' τις μικρές του αγάπες.
Κοντά στους κήπους κάτω απ' τα παράθυρα
βράδυασα και δεν ένιωθα ποιος είμουν.
Τη νύχτα ο ψίθυρος απ' τα πουλιά μ' ανέβαζε
σε ουράνιες αγορές, θέατρα του απείρου.
Ζωγράφος, Φώφη Μουρατίδου
Νίκος Καρούζος, «Το έαρ με θύει κ’ εφέτος»
Μέσα στην άνοιξη ο Λυκαβητός/
άσπρα φώτα του Άι Γιώργη
εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός-
και το μικρό κόκκινο φως απάνω απ’ τα δέντρα
εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός
ερωτευμένους θα φορώ η Άνοιξη φωνάζει
σα να σχίστηκε/ ο ουρανός απ’ τα γαλάζια χέρια των πηγών
και δείχνει ένα λίγο του Παραδείσου.
Μαρία δύσβατη των αγγέλων καμπύλη
και καρποί κρημνιζόμενοι
σε αναπνέω γυμνή με το πουκάμισο
και τη μαύρη γραβάτα μου ασθμαίνεις
όταν ο αέρας αιφνίδια μεταστάς
αφήνει τα ζεστά σου πόδια σε διάρκεια για μένα.
Κορίτσι του καημού της Αττικής
ουράνια βραδινά πάνω στα χείλη
ανάμεσά μας η ευθεία του θανάτου
τα πεύκα και τ’ αθάνατα σπιθίζουν-
φαρδιά φύλλα.
Έαρ η εποχή των εξουσιών/ τη μοίρα διανύει κ’ εφέτος
αυτή την αρωματική δροσιά που συγχωνεύει
λουλούδια με τα’ αστέρια ως μέσα στις χαρούμενες νύχτες.
Είναι φλόγα και με θυσιάζει/ λάμψη Χριστού
και τα ορμητικά μάτια των κορασίδων
όπως ανοίγουν μοναχές τα στήθη.
Στους σπινθήρες των άστρων ολόσωμος εγώ
η ψυχή μου πατούσε το χώμα
κι άρχισε ένα τραγούδι
που με βύθιζε μητέρα στην καρδιά σου.
“Κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα
Και τα δέντρα για νερό…”
Οδυσσέας Ελύτης, [Έαρ έλα]
“Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:
Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
και πώς εκείνος την κοιτάζει! Πως ύστερα που πάλεψε
να βγει μεσ’ απ’ τους ανθώνες
ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει…”
Οδυσσέας Ελύτης -ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ-Απόσπασμα
Να ταΐζεις την άνοιξη με απόσταγμα κυτίσου και βαθύ μπλε Veronese.
Την άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις. Και ή πάς να παίξεις τρικυ-
μία ή πνίγεσαι.
Με δυο κεράσια ιππαστί στ'αυτιά
Τελάλης του έαρος να συνεγείρω τ'αντανακλαστικά
Του ποτέ παλαιού La Bruyère
Μετέωρου του πελάγους προβαίνω.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)