Ο
Οδυσσέας Ελύτης μιλάει ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ για γαλανή
ελευθερία του γλάρου, για ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων για μαβιές
και για κόκκινες θύμησες, για γαλανό ξύπνημα, για έρωτα
άσπρο και γλαυκό, για άσπρες ξεγνοιασιές
ανεμόμυλων, για φούρια πράσινη
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙΜου αναλογεί το λευκό Πρέπει να το καταλάβουμε ότι ο ποιητής π ο ι ε ί. Εάν θέλει να βγάζει από μαύρο, μαύρο – λογαριασμός δικός του. Αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης που αναλογεί στην ψυχή του. Εμένα, όπως σας είπα και στην αρχή, μου αναλογεί το λ ε υ κ ό. Και σας εξομολογούμαι πως η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου. Αλλά πώς να κάνω αλλιώς; Σε τι θα ωφελούσε να γίνω ένας απλός αναμεταδότης της ασχήμιας, με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα; Είναι κάτι που το ξέρουμε και δεν υπάρχει λόγος να το επαναλαμβάνουμε. Τουλάχιστον εγώ αποβλέπω στην μεταμόρφωση. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1941) Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο ‐ Έρωτας Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος Δίνει στον ορίζοντα Κύματα φεύγουν έρχονται Αφρισμένη απόκριση στʹ αυτιά των κοχυλιών Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή Της μέρας Ήλιος - ς' Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει στόμα που ανοίγει Σ' άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγο Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα έτσι Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο αγνάντεμα XVII Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη Φίλη ξανθή της θάλασσας.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ
Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες τουΓύρω απʹ την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες Ενώ η αθωότητα Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά Η Ζωή.
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
ΜαβιέςΚόκκινες Κίτρινες Τʹ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο Τα μάτια της σιωπή.
ΕΛΙΓΜΟΣ
Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης Στʹ αγάλματα της αγωνίας Στις υγρές σιωπές Υπάρχει ένα πρόσωπο Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα...
Η θητεία του καλοκαιριού
Στα πεύκα και στα κύματα Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός Με γυμνές ώρες Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη
Πίνακας, Michael & Inessa Garmash
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμαΒαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού Και τʹ άρωμα των γυακίνθων ‐ Μα πού γύριζες
ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο Με φύκια ή όστρακα.
Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός
ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου Έλα λοιπόν απʹ την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα Νʹ ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θʹ αναστήσουν το αίσθημα Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943) "ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ" ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Πίνω νερό κόβω καρπό Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου Φεύγω με μια ματιά ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ -Νονά των άσπρων μου πουλιών Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου! Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα Μ' ένα σουγιά στο χέρι Πάει το ναυτάκι του περιβολιού Κόβει τα κίτρινα σκοινιά Λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα XIV Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια. Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας Ήτανε πιο λευκή απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ Ι ΚΟΚΚΙΝΟ Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα II ΠΡΑΣ1ΝΟ Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων. ΚΙΤΡΙΝΟ Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές Φωνές και χρώματα ηχερά Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε... Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν! Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια... IV Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ Στον Αντρέα Καμπά Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια! V ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας απ' το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέρι Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει. VI ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου. VII ΜΕΝΕΞΕΛΙ Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα. Το Άξιον Εστί (1959)
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Kαι η ώpα η πpώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Εκεί μόνος απίθωσε
κρήνες λευκές μαρμάρινες μύλους ανέμων τρούλους ρόδινους μικρούς και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες
Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγους
και σταυρούς θαλάσσης και λιγνές αμίλητες ανεμώνες και πιο ψηλά στα χείλη του νερού πεταλίδες τριανταφυλλιές
ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡEΣ
γύριζαν όπως οι μέρες με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου Δείχτης ήμουν εγώ Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος
ΜΟΝΟΣ κυβέρνησα * τη θλίψη μου
Μόνος αποίκησα * τον εγκαταλειμμένο Μάιο Μόνος εκόλπωσα * τις ευωδιές Επάνω στον αγρό * με τις αλκυονίδες Τάισα τα λουλούδια κίτρινο * βουκόλισα τους λόφους Επυροβόλησα την ερημιά * με κόκκινο!
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει
αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα
Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ (1971)
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του αλλού πελάγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
το φως το κόκκινο έριξε
'' ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ'' Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου. Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες.
Ολόκληρο ''ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ''-ΕΔΩ
ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία του μαύρου. Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα. Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου. Ε, τι! Συμπληγάδες όλοι μας περνούμε Άλλες του κίτρινου στενές κι όλες του κόκκινου κατάμαυρες Στηθήτω μία Παρθένος κατάστικτη φιλιών η αμώμητος. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1984)Η ΠρωτομαγιάΠιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντηένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδαςοι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλάκαι μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμεναζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλατέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινεςλέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινεςΘα 'λεγες, έτοιμα όλα τους να πανστο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.
ΔΕΥΤΕΡΑ. 4 Μ β
|
Θέ μου τί μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε! |
Όταν ο άγγελος είναι κόκκινος / και νυχοπατάει / στο σφουγγαρισμένο άσπρο / πιστεύοντας στην εσωτερική του φλόγα / κι αερίζοντάς τη στο παράθυρο / είναι που ’χει ερωτευτεί τα εγκόσμια / τόσο πολύ / που αποφεύγει να τα συγκρίνει με τα επάνω./ […] Ο άγγελος / που θα γίνει λουλακής προς το βράδυ / θα τελειώσει το τσιγάρο του / και θα φύγει». («Αγγελικά Ποιήματα», 1978) Πηγή: www.lifo.gr