Σελίδες

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Ιωάννης Πολέμης -Ὁ Τυφλὸς πρὸ τοῦ Σταυροῦ


Hans Jordaens I
Christ on his Way to Golgotha

ΠΗΓΗ

Τί εἶν’ ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;

-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζὶ μὲ κάποιον πλᾶνο.
-Ποιοί νἆν οἱ δυό, ποὺ ἐκδικητὴς ὁ χάρος τοὺς προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Καὶ ποιός ὁ πλᾶνος ποὺ κι αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζί τους;
-Τοὺς Φαρισαίους ῥώτησε, εἶναι δουλειὰ δική τους!

-Θὰ πάω νὰ δῶ… Εἶπα νὰ δῶ κι ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι
τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχὴ μέσα στὰ στήθη εἶν’ ἄδεια,
ὅταν μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!

Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐστάθη Αὐτὸς μπροστά μου
καὶ μ’ εὐσπλαγχνίσθη, κι ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ ἀπὸ χάμου
κι ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλὸ ἐκεῖνο,
μοῦ εἶπε νὰ πάω στοῦ Σιλωὰμ τὴ στέρνα νὰ τὰ πλύνω!

Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρός μου,
στὴν ὄψη Του εἶδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου!
Μοσχοβολοῦσε κι ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά Του…
Φῶς καὶ τὰ χείλη, κι ἡ φωνή, τὰ μάτια κι ἡ ματιά Του.

Στὰ χείλη Του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια Του ἡ ἐλπίδα…
Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυό μου μάτια κι εἶδα
κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κι εἶδα παντοῦ γραμμένη
τὴν ὄψη Του, λὲς κι ἤτανε καθρέπτης Του ἡ οἰκουμένη.

Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἂς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο
ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι ὀχλοβοὴ κι ἀντάρα
χίλιες φωνὲς σὰν μιὰ φωνὴ κι ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.

Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,
καὶ σταματᾶ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεῖς μαυροφόρες μοῦ κρατοῦν μιὰ λιγοθυμισμένη.
Θὲ νἆναι μάνα ἡ δύστυχη! Ξάφνου, μὲ μιᾶς σωπαίνει
τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν.

-Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι
πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρῶτοι
σταυροί· κανεῖς δὲν στρέφεται. -Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν
μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται! Νά, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν.

Πῶς; Σὺ ποὺ μοὔδωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;
Κι ἦταν γραφτὸ τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;
Τί νὰ τὰ κάνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ κάλλη;
Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοὔδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!


Η Μεγάλη Εβδομάδα στην ποίηση του Νίκου Γκάτσου


Μεγάλη Δευτέρα

Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ακόμα
ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.

Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.

Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στην πύλη του παράδεισου στο φρέαρ της αβύσσου.

Μεγάλη Τρίτη

Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της ηδονής.

Βραχνή ακούστηκε η κραυγή
στα καπηλειά της πολιτείας
εσύ αμνίον για σφαγή
κι εμείς κριοί της αμαρτίας.

Δε σε πτοήσαν οι Πιλάτοι
ούτ’ ο καιρός που ειν΄ εγγύς
εσύ στων ουρανών τα πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι της γης.

Μεγάλη Τετάρτη

Τετάρτη των τεφρών και των παθών
ο θάνατος δεν έχει παρελθόν.
Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων
ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον.

Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές
ξυπνήστε ν’ αποδώσουμε τιμές.
Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτες
σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.

Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.
Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές
να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη
και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι.

Μεγάλη Πέμπτη

Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρέμεται σήμερα σε ξύλο
ίλεως Κύριε γενού!
Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!

Με του Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή.
Κι όλα τ‘ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.

Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.

Μεγάλη Παρασκευή

Βαριά τα βήματά μου σέρνω
στο φως της μέρας το θαμπό
κρίνα της άνοιξης σου φέρνω
και στο σταυρό σου τ’ ακουμπώ
φίλε δακρυοπότιστε
των πρωτίστων πρώτιστε.
των πρωτίστων πρώτιστε.

Άρρωστος κύλησε ο αιώνας
κι ο ήλιος βγαίνει μισερός
σαν το φτερό της χελιδόνας
που το σακάτεψε ο καιρός
φίλε τρισμακάριστε
των αρίστων άριστε.
των αρίστων άριστε.

Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη
γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς
και στου θανάτου εσύ την όχθη
άφατο δρόμο ακολουθάς
έγγιστε κι ανέγγιστε
των μεγίστων μέγιστε.
των μεγίστων μέγιστε.

Μέγα Σάββατον

Όλα στερέψαν σιγά σιγά.
Τα περιστέρια πετούν αργά
σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς
σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.

Πίσω απ’ τους λόφους τους χαμηλούς
με τους προφήτες και τους τρελούς
στέκουν παράμερα τρία παιδιά
σα γλαροπούλια στην αμμουδιά.

Μες στων καιρών την ανημποριά
διώξε το γρέγο και το βοριά
και ξαναγύρισε ήλιε στη γη
με του θριάμβου σου την κραυγή.



Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Λιλή Ζωγράφου : Που έδυ μου το κάλλος

 (… αχάριστη καρδιά  δε σου ’φτασαν τόσα χρόνια που σε περίμενα;)

Απ’ όλους με χώριζε η βαριά σκιά σου.

Τεράστια σαν τις αποστάσεις που μας χώριζαν,   

σαν τη σιωπή σου που πολλαπλασιαζόταν με τους χρόνους σε θάνατο διαρκείας.

Ποτέ δεν σ’ αγάπησα τόσο όσο πόνεσα για το χαμό σου.

Πόσους;   Τριάντα;

Κι οι μέρες τριακόσιες εξήντα πέντε κι οι νύχτες διπλάσιες.

Μια αιωνιότητα γίνηκες απουσιάζοντας από τη λαμπερή νιότη μου

που μάζευε με τις αγρύπνιες,   που θάμπωνε

 αφού δεν καταύγαζε πια τη λατρεία του βλέμματός σου

που κλόνιζε το ένοχο βάδισμά μου

καθώς γλιστρούσε αθόρυβο στο μισοσκόταδο,

με ταμπούρλα στην καρδιά μου,  τρελή,   τρελή,

μονολογούσα, λες και προσευχόμουν,

καθώς είχα μόλις ξεφύγει

από τα συνωμοτικά ψιθυρίσματα του σπιτιού μου

που όλο και κάποιο σαμποτάζ σκάρωναν

με κείνον τον κρυμμένο αντάρτη στο κελάρι,

τον κοντό ήρωα,   που θα σας τίναζε στον αέρα.

Η τελευταία μαχαιριά της προδοσίας μου σταματούσε την καρδιά

μόλις διέκρινα να γυαλίζουν στο σκοτάδι τα μπρούτζινα μετάλλια στη στολή σου

κι αμέσως άνοιγαν οι φτερούγες των χεριών σου

κι ένιωθα μόνο το παφλασμό των ωκεανών

που μ’ έπαιρναν   μ’ έπαιρναν στην υγρασία των χειλιών σου

κι όλα γίνονταν χαμός.

Κι αλήθεια είχε γεννηθεί ο Κύριος

 κι εγώ χανόμουν για την αγάπη Αυτού

και τραγουδούσα με το κορμί μου ύμνους στην άρπα της γης.

Κύριε,  Κύριε,   καλώς εγεννήθης.

Ἡ παρθένος  σήμερον  τόν ὑπερούσιον τίκτει

καί ἡ γη τό σπήλαιον τῳ ἀπροσίτῳ προσάγει.

Ἄγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, 

μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι,

δι' ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη παιδίον νέον,

ὁ πρό αἰώνων Θεός

Ευλογημένη εγώ εν γυναιξί που εβάδισα στο θάμπος των ουρανών σου.

Τι να την έκανες την ομορφιά των ματιών σου

 και το βαθύ τους μαβί,   ολομόναχος στο χάος Του.

Καλώς Κύριε εγεννήθης  και  ενσαρκώθης στην αγκαλιά μου,

φυλακίζοντας μέσα μου το κορμί σου,

σώζοντάς το από την ερημιά.

 Κατάβρεξέ με τα μύρα σου να καθαρθώ Φραντς τρυφερέ,

φίλε του σκοταδιού που γινόταν διάφανο

από τις υπέροχες μαβιές αναλαμπές των ματιών σου.

 

Και βέβαια θα γεννήσω τον Σωτήρα με τα ίδια ουράνια μάτια σου,

για να σώσει μια άλλη πανέμορφη κοιλιά

 και άλλους ευλογημένους μηρούς κοιλάδα της αγάπης,


Φραντς εχθρέ.  Κύριε εσύ,  Σωτήρα της υπέρλαμπρης νιότης μου,

εχθρός λένε της πατρίδας μου, Γερμανός.


Και στο σπίτι μου να σχεδιάζουν καθημερινά την εξόντωσή σου,

εσένα και όλων των ομοίων σου.


Και δεν θα πίστευαν πως εγεννήθης ημίν να δικαιώσεις την ομορφιά.

Δεν φταίνε αυτοί, εκείνος ο «αίρων» γεννήθηκε

πριν καιρούς παλιούς, κουρελιασμένους από αιώνες

 σε μια καλύβα στην άκρη της γης.


Εσύ φύτρωσες ένα απόγεμα στο μπαλκόνι του απέναντι διώροφου

που το χώριζαν τα τέσσερα μέτρα του δρόμου

από το δικό μου, όπου έβγαινα στις έξι

που σταματούσε η κυκλοφορία.

Στρωνόμουν στην πάνινη πολυθρόνα μ’ ένα βιβλίο

ως τις εννιά που σκοτείνιαζε.

Έτσι σε πρωτοείδα…

[αποσπάσματα από το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου "ΠΟΥ ΕΔΥ ΜΟΥ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ," εκδόσεις Γαβριηλίδης 1992]


Λιλή Ζωγράφου (1922-1998)
Κάθε ομορφιά είναι αιωνιότητα. Αιωνιότητα δεν είναι ότι αντέχει στο χρόνο γιατί τότε θα είχαν τα πρωτεία οι πολυκατοικίες και οι ουρανοξύστες. Αλλά ότι σφραγίζει μια στιγμή ανεπανάληπτα. Ο ερωτικός σπασμός είναι μια αιωνιότητα κι ας μην αποτυπώνεται πουθενά αυτός».
Λιλή Ζωγράφου, Επάγγελμα: πόρνη

 Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια.
Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Φοίτησε στο Λύκειο Κοραής και στο Καθολικό Γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση ενώ ήταν έγκυος και γέννησε στη φυλακή.

Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Τη διετία 1953-1954 έζησε στο Παρίσι. Από τη θέση της δημοσιογράφου αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή από νουβέλες "Αγάπη", γνωστή έγινε όμως εννιά χρόνια αργότερα με την έκδοση του βιβλίου της "Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός", μια απομυθοποιητική και ψυχαναλυτική προσέγγιση της προσωπικότητας του κρητικού συγγραφέα. Συζητήσεις προκάλεσε και το δοκίμιό της "Αντίγνωση: Τα δεκανίκια του καπιταλισμού" στο οποίο υποστήριξε τη θεωρία της περί του χριστιανισμού ως θεμελιακού όρου για την επικράτηση του καπιταλισμού ανά τον κόσμο. Το πιο γνωστό έργο της είναι το μυθιστόρημα "Η Συβαρίτισσα" με έντονα αυτοβιογραφικό χρώμα και εμφανείς επιρροές από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία.

Το θεατρικό έργο της "Τιμή ευκαιρίας για τον παράδεισο" παραστάθηκε το 1976 από τη Β΄ σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Το συλλογικό έργο της Λιλής Ζωγράφου /ΕΔΩ