Σελίδες

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Μάνα: Περλ Μπακ ( Pearl Sydenstricker Buck )

Στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η μάνα (1934) της Αμερικανίδας Περλ Μπακ, περιγράφονται η καθημερινή ζωή και οι ασχολίες μιας μητέρας που συντηρεί με την αδιάκοπη εργασία και τη σταθερή αφοσίωσή της τη φτωχή αγροτική της οικογένεια. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κίνα των αρχών του εικοστού αιώνα και επικεντρώνεται στη μορφή της μητέρας, η οποία, πρότυπο αγάπης, κατανόησης και προσφοράς, στηρίζει την παραδοσιακή πατριαρχική οικογένεια

Έχει καμιά διαφορά η μια μέρα από την άλλη κάτω από τον ουρανό για μια μάνα;
To πρωί η μάνα ξύπνησε και σηκώθηκε πριν ακόμα χαράξει η αυγή, κι ενώ οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα, άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τα πουλερικά* και το γουρούνι, πήγε το νεροβούβαλο μέσα στο μαντρί, και καθάρισε όσες βρομιές είχαν κάνει τη νύχτα, τις μάζεψε και τις έκανε ένα σωρό, σε μια γωνιά του μαντριού. Ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη ξαπλωμένοι, πήγε στην κουζίνα, άναψε τη φωτιά και έβρασε το νερό για να πιούνε ο άντρας και η γριά όταν σηκώνονταν, και λίγο από αυτό το έριξε σε μια ξύλινη λεκάνη για να δροσίσει λίγο και να μπορέσει να πλύνει τα μάτια του κοριτσιού.
         Κάθε πρωί τα μάτια του κοριτσιού ήταν σφιχτά κλεισμένα και δεν μπορούσε να δει καθόλου ώσπου να του τα πλύνει. Στην αρχή το παιδί φοβόταν, όπως και η μάνα, αλλά η γριά σφύριξε:*
         «Έτσι ήμουνα κι εγώ, σαν ήμουνα μικρή, μα δεν πέθανα!».

  Τώρα το είχαν συνηθίσει και ήξεραν ότι δε σήμαινε τίποτε έξω από το ότι κάμποσα παιδιά ήταν έτσι κι ότι δεν πέθαναν από αυτό. Μόλις που είχε ρίξει νερό στη λεκάνη, όταν πρόβαλαν τα παιδιά, το αγόρι κρατώντας το κορίτσι από το χέρι. Είχαν βγει συρτά από το κρεβάτι χωρίς να κάνουν θόρυβο, χωρίς να ξυπνήσουν τον άντρα που έτρεμαν το θυμό του, γιατί παρ' όλους τους καλούς και κεφάτους τρόπους που είχε, όταν ήθελε να είναι κεφάτος και καλός, ο άντρας ήταν ικανός να θυμώσει και να τα ξυλοφορτώσει* άγρια αν τον ξυπνούσαν πριν από την ώρα του. Τα δυο τους στέκονταν βουβά στην πόρτα κοιτάζοντας τη μάνα και το αγόρι ανοιγόκλεινε τα μάτια του και χασμουριόταν, αλλά το κοριτσάκι καθόταν υπομονετικά περιμένοντας, με τα μάτια σχεδόν κατάκλειστα.
Ύστερα η μάνα σηκώθηκε βιαστικά και παίρνοντας την γκρίζα πετσέτα που ήταν κρεμασμένη σ' έναν ξύλινο γάντζο, βούτηξε τη μια της άκρη στη λεκάνη και σιγά σιγά καθάρισε τα μάτια του κοριτσιού. Το παιδί κλαψούρισε, χωρίς να βγάζει ήχο από το στόμα του, μόνο με την ανάσα του, και η μάνα αναλογίστηκε, όπως κάθε πρωί:
         «Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχάσω την αλοιφή για τα μάτια αυτού του παιδιού. Κάποτε πρέπει να φροντίσω και γι' αυτό. Αν δεν το ξεχάσω όταν πουληθεί το φορτίο με το άχυρο του ρυζιού, την άλλη φορά, θα του πω να πάει σ' ένα μαγαζί με φάρμακα - υπάρχει κάποιο κοντά στην πύλη στα δεξιά, κατηφορίζοντας σ' ένα μικρό δρομάκι».



         Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ο άντρας πρόβαλε στην πόρτα φορώντας τα ρούχα του. Χασμουρήθηκε δυνατά κι ύστερα έξυσε το κεφάλι του. Εκείνη είπε φωναχτά τη σκέψη της:
         «Όταν θα πας να πουλήσεις αυτό το δεμάτι με το άχυρο του ρυζιού, να πας και σε κείνο το μαγαζί που είναι κοντά στην Πύλη του Νερού και να ζητήσεις καμιά αλοιφή ή κανένα άλλο φάρμακο για πονεμένα μάτια σαν και τούτα».
         Όμως ο άντρας ήταν ακόμα βαρύς από τον ύπνο κι απάντησε θυμωμένα:
         «Και γιατί να ξοδέψουμε από το λίγο έχει μας για πονεμένα μάτια, αφού δε θα πεθάνει ποτέ από δαύτα.* Είχα κι εγώ πονεμένα μάτια όταν ήμουνα μικρός κι ο πατέρας μου ποτέ του δεν ξόδεψε τα λεφτά του για μένα, μόλο που* ήμουνα ο μοναδικός γιος που του είχε απομείνει».

         H μάνα, καταλαβαίνοντας πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να μιλήσει, δεν είπε τίποτε παραπάνω και πήγε να του βάλει το νερό του. Ήταν όμως κάπως θυμωμένη και δεν του το έδωσε στο χέρι, αλλά το άφησε στο τραπέζι για να το πάρει μόνος του, αλλά δεν είπε τίποτα και ξέχασε την υπόθεση, για την ώρα. H αλήθεια ήταν ότι πολλά παιδιά είχαν πονεμένα μάτια, και γίνονταν καλά όταν μεγάλωναν, όπως και ο άντρας, που, μόλο που τα μάτια του είχαν κάτι σημάδια γύρω από τα βλέφαρα, που φαίνονταν, αν τα κοίταζε κανένας κατά πρόσωπο, έβλεπε καλά όταν δεν ήταν πολύ μικρό εκείνο που περιεργαζόταν. Δεν ήταν όμως από κείνους τους μορφωμένους που ζούνε με τα βιβλία και πρέπει να βλέπουνε καλά, κι έτσι αυτό δεν είχε σημασία.
         Ξάφνου η γριά αναταράχτηκε και φώναξε αδύναμα, και η μάνα τής έφερε ένα κύπελλο με ζεστό νερό, της το έδωσε να το πιει πριν σηκωθεί, και η γριά το ρούφηξε με θόρυβο και ρεύτηκε όλα τα κακά αέρια που έρχονταν από το άδειο στομάχι της, βόγκηξε λίγο και παραπονέθηκε για την ηλικία της, που την έκανε να νιώθει αδύναμη τα πρωινά.
         H μάνα γύρισε στην κουζίνα κι άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό, και τα παιδιά κάθισαν κοντά της πάνω στο χώμα περιμένοντας κουβαριασμένα γιατί το πρωί ήταν κρύο. Το αγόρι σηκώθηκε στο τέλος και πήγε κοντά στη μάνα του που τάιζε τη φωτιά, αλλά το κορίτσι έμεινε μόνο του. Ξαφνικά ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους ανατολικούς λόφους και το φως ξεχύθηκε σε μεγάλες φωτεινές αχτίνες, που έπεσαν πάνω στα μάτια του παιδιού κι εκείνο τα έκλεισε αμέσως. Άλλοτε θα έκλαιγε, αλλά τώρα πήρε μόνο μια βαθιά ανάσα, όπως θα έκανε ένας μεγάλος, και κάθισε φρόνιμο με τα βλέφαρα σφιχτά κλεισμένα και δεν κουνήθηκε καθόλου μέχρι που ένιωσε τη μάνα του να του βάζει μπροστά του μια γαβάθα* με φαγητό.

  Ναι, είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το πέρασμά τους. Αν κανένας τη ρωτούσε, θ' άνοιγε διάπλατα εκείνα τα φωτεινά της μάτια και θα έλεγε: «Μα η γης αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας, και η πληρωμή των σπόρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουμε, κι είναι και οι γιορτές και οι σχόλες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακόμα και τα παιδιά αλλάζουν και μεγαλώνουν, και βρίσκω απασχόληση φτιάχνοντας κι άλλα, και για μένα δεν υπάρχει τίποτα που να μην αλλάζει και όλα αλλάζουν αρκετά για να με κάνουν να δουλεύω από την αυγή ώσπου να πέσει το σκοτάδι, τ' ορκίζομαι».

         Όταν της περίσσευε λίγος χρόνος, υπήρχαν άλλες γυναίκες στο χωριουδάκι, αυτή που ήταν να γεννήσει κι εκείνη που θρηνούσε ένα παιδί που είχε χάσει, ή μια άλλη που είχε κάποιο σχέδιο να κεντήσει ένα λουλούδι πάνω σε παπούτσι ή κανένα καινούριο τρόπο για να κοπεί ένα πανωφόρι. Ήταν και μέρες που πήγαινε στην πόλη για να πουλήσει σπόρο ή λάχανα μαζί με τον άντρα της, κι εκεί στην πόλη μπορούσες να δεις περίεργα πράγματα και να τα σκεφθείς, αν βέβαια περίσσευε χρόνος για σκέψη. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν από κείνες που μπορούσαν να ζουν ικανοποιημένες με τον άντρα και τα παιδιά χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο. Εκείνης της έφτανε να γνωρίζει συχνά όλο τον πόθο του άντρα, να πιάνει παιδί μ' αυτόν, να ξέρει ότι μια ζωή μεγαλώνει μέσα στο ίδιο της το κορμί, να νιώθει αυτή την καινούρια σάρκα να παίρνει μορφή και να μεγαλώνει, να γεννάει και να νιώθει τα μωρουδίστικα χείλια να πίνουν από το στήθος της. Της έφτανε να ξυπνάει με το χάραμα, να ταΐζει την οικογένειά της, να ταΐζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να μαζεύει τον καρπό της, να τραβάει νερό από το πηγάδι για να πιουν, να περνάει μέρες ολάκερες στους λόφους συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεμο πάνω της.

Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.
         Αυτή τη μέρα, αφού έφαγε ο άντρας, κι αφού στέναξε, πήρε το σκαλιστήρι* του και ξεκίνησε κάπως άκεφα, όπως το συνήθιζε πάντα, για το χωράφι, κι εκείνη καθάρισε τις γαβάθες, έβαλε τη γριά να καθίσει στον ήλιο, κάτω από τη ζεστασιά του, και πρόσταξε τα παιδιά να μην παίζουν κοντά στη γούρνα.* Ύστερα πήρε το σκαλιστήρι της και ξεκίνησε κι εκείνη σταματώντας μια δυο φορές για να κοιτάξει πίσω της. H αδύναμη φωνή της γριάς μόλις που ακουγόταν και η μάνα χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η γριά ήταν να προσέχει την πόρτα και το έκανε με περηφάνια. Μόλο που ήταν γριά και μισότυφλη, μπορούσε να διακρίνει αν πλησίαζε κανένας που δεν έπρεπε και θα έμπηγε αμέσως τις φωνές.

Ήταν ενοχλητική γριά και οι ενοχλητικοί γέροι είναι χειρότεροι κι από τα παιδιά, γιατί δεν μπορείς να τους χαστουκίσεις όπως τα παιδιά. Κι όμως, όταν η γυναίκα του ξαδέρφου είπε κάποτε: «Θα είναι πολύ καλό για σένα να πεθάνει αυτό το γέρικο πράμα, που είναι τόσο γερασμένο και στραβό, κι όλο πόνους και γκρίνια για το φαγητό», η μάνα είχε απαντήσει με τον ήρεμο τρόπο που έπαιρνε όταν ένιωθε κάποτε κρυφή στοργή: «Ναι, αλλά είναι πολύ χρήσιμη ακόμα, για να μας φυλάει την πόρτα, κι ελπίζω ότι θα ζήσει μέχρι που να μεγαλώσει λίγο το κορίτσι».
         Ναι, η μάνα ποτέ της δεν μπορούσε να κάνει την καρδιά της να σκληρύνει απέναντι σε μια γριά σαν κι εκείνη. Είχε ακούσει για γυναίκες που περηφανεύονταν ότι είχαν κηρύξει τον πόλεμο στα σπίτια τους ενάντια στις πεθερές τους και πως δεν μπορούσαν να ανεχτούνε τον κακό τους τρόπο. Όμως σ' αυτή τη νεαρή μάνα, η γριά φαινότανε σαν να ήτανε ένα ακόμα παιδί της, ολότελα ξεμωραμένο,* που ήθελε τούτο και το άλλο, όπως τα παιδιά. Έτσι καμιά φορά τής φαινόταν κουραστικό να τρέχει εδώ κι εκεί πάνω στους λόφους την άνοιξη, ψάχνοντας να βρει ένα χόρτο που πολύ το 'χε πεθυμήσει η δύστυχη γριά, όμως, όταν έφτασε κάποιο καλοκαίρι κι έπεσε βαριά διάρροια στο χωριό, τόσο βαριά που πέθαναν δυο ολόγεροι άντρες, μερικές γυναίκες και πολλά μικρά παιδιά, και η γριά ήταν του θανατά, ή τουλάχιστον έτσι τους φαινόταν, αγόρασαν το καλύτερο φέρετρο που μπόρεσαν να βρουν και το ετοίμασαν.

Η γριά όμως δεν πέθανε και η νεαρή μάνα ένιωσε αληθινή χαρά όταν την είδε πως γαντζώθηκε στη ζωή και κατάφερε να ζήσει. Ναι, μόλο που η σκληρόπετση* γριά είχε λιώσει δυο νεκρικά φορέματα, η μάνα ήταν ευτυχισμένη που ζούσε ακόμα. Όλο το χωριό το είχε για αστείο το πώς κρεμόταν στη ζωή. Το κόκκινο ρούχο που είχε φτιάξει η μάνα για να τη θάψει, το φορούσε κάτω από το γαλάζιο, όπως ήταν έθιμο σ' εκείνα τα μέρη, μέχρι που να λιώσει και να πεταχτεί και η γριά ανυπομονούσε και δεν αισθανότανε καλά ώσπου η μάνα τής ετοίμασε καινούριο. Και τώρα, φορούσε αυτό το δεύτερο χαρούμενη κι αν κανένας τής φώναζε: «Ακόμα εδώ είσαι, γριούλα;», απαντούσε κεφάτα: «Ναι, εδώ είμαι και φοράω τα καλά μου νεκρικά φορέματα. Εκείνα λιώνουν, εγώ ζω. Τα λιώνω και ούτε που ξέρω πόσα θα λιώσω ακόμα».
         Και η γριά γελούσε καθώς σκεφτόταν πόσο όμορφο αστείο ήταν που ζούσε και που δεν έλεγε να πεθάνει.
         Τώρα, κοιτάζοντας πίσω, η μάνα χαμογέλασε κι άκουσε τη φωνή της γριάς: «Ησύχασε, καλή μου κόρη — εγώ είμαι εδώ και φυλάω την πόρτα».
         Ναι, θα της λείψει πολύ όταν θα πεθάνει αυτή η γέρικη ψυχή. Αλλά τι σημασία έχει που θα της λείψει; Η ζωή ερχόταν κι έφευγε την ορισμένη ώρα και δεν μπορείς να ελπίζεις πως θα ξεφύγεις από την ώρα σου.
         Κι έτσι η μάνα συνέχισε ήσυχη το δρόμο της.


Π. Μπακ, Η μάνα,
μτφρ. Κώστας Κυριαζής, Πάπυρος


ΠΗΓΗ                 

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Αποσπάσματα από βιβλία του Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο


Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο:Ο Αλχημιστής

Από το ίδιο χέρι

Φοβόμαστε μήπως χάσουμε αυτά που έχουμε, είτε τη ζωή μας είτε τα υπάρχοντά μας και την περιουσία μας. Όμως αυτός ο φόβος εξανεμίζεται όταν καταλάβουμε ότι η ιστορία της ζωής του καθενός μας κι η ιστορία του κόσμου έχουν γραφτεί από το ίδιο χέρι.

Εμείς οι καρδιές πεθαίνουμε από το φόβο μόνο και μόνο που σκεφτόμαστε αγάπες που έφυγαν για πάντα, στιγμές που θα μπορούσαν να είναι καλές και δεν ήταν, θησαυρούς που θα μπορούσαν να είχαν ανακαλυφθεί κ' όμως έμειναν για πάντα θαμμένοι στην άμμο. Γιατί όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει στο τέλος υποφέρουμε πολύ.»

Αν νιώσετε το παραμικρό σημάδι αδιαφορίας, οτι χάνετε τη σοβορότητα, την επιθυμία, τον ενθουσιασμό και την όρεξή σας, θεωρήστε το προειδοποιητικό σημάδι. Η ψυχή μας υποφέρει όταν ζούμε επιφανειακά.

Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο: «Ο νικητής είναι μόνος»

«Η απιστία δεν οφείλεται σε πλεόνασμα ορμονών ή σε ματαιοδοξία, αλλά είναι γενετικά προδιαγεγραμμένη σε όλα σχεδόν  τα ζώα. Το μοναδικό είδος  στη φύση  που δε διαπράττει μοιχεία είναι ένα παράσιτο , το diplosoon paradoxum. Οι δύο σύντροφοι συναντιούνται   όταν είναι ακόμα νέοι και τα σώματά τους συγχωνεύονται και γίνονται ένας οργανισμός . Όλα τα υπόλοιπα ζώα ενδέχεται να διαπράξουν μοιχεία.»

«Αν πιστέψεις στη νίκη , θα πιστέψει και η νίκη σε σένα . Ρίσκαρε τα πάντα στο όνομα της ευκαιρίας και απομακρύνσου από ότι σου προσφέρει έναν κόσμο άνεσης. Ταλέντο έχουν οι πάντες . Χρειάζεται όμως θάρρος για να το χρησιμοποιήσεις.»

«Όλοι έχουν ένα σκοπό σε αυτήν τη ζωή, που λέγεται Αγάπη. Όμως η Αγάπη  δεν πρέπει να επικεντρώνεται σε ένα μόνο άνθρωπο , είναι σκορπισμένη σε όλο τον κόσμο, περιμένοντας να την ανακαλύψουν.

«Ποτέ μα ποτέ δε θα φέρεσαι λες και εξαρτιέσαι από το επάγγελμά σου για να ζήσεις , ακόμα και αν είναι έτσι.»

«Μερικές φορές ο δρόμος εμφανίζεται μόνο όταν ξεκινάς να περπατάς.»

«Όλοι οι άνθρωποι  είναι διαφορετικοί και πρέπει να ασκούν αυτό τους το δικαίωμα και να επιμένουν μέχρι τέλους.

«Όταν είναι κανείς ερωτευμένος πάντα πιστεύει ότι βλέπει τον έρωτα της ζωής του στο δρόμο, στα πάρτι, στα θέατρα.»

Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο:Το Πέμπτο βουνό

Οι άξιοι είναι πάντα πεισματάρηδες 
«Αυτή η ιστορία είχε μεταδοθεί από γενιά σε γενιά, ώστε κανείς, ποτέ, να μην την ξεχάσει. Ήταν φορές που ήταν αναγκαίο να δίνεις μάχη με το Θεό. Κάθε ανθρώπινο ον, κάποια στιγμή, θα αντιμετώπιζε μια τραγωδία, τουλάχιστον μια φορά. Μπορεί να ήταν η καταστροφή μιας πόλης, ο θάνατος ενός παιδιού, μια κατηγορία χωρίς στοιχεία, μια αρρώστια που θα είχε σαν συνέπεια την αναπηρία για πάντα. Εκείνη τη στιγμή, ο Θεός προκαλούσε τον άνθρωπο να Τον αντιμετωπίσει, ώστε να απαντήσει στην ερώτησή Του: «Γιατί φορτώνεις με τόσα βάσανα μια ζωή τόσο σύντομη; Ποιος ο λόγος του αγώνα σου;»

Τότε ο άνθρωπος που δεν ήξερε να απαντήσει σ' αυτή την ερώτηση μπερδευόταν, ενώ κάποιος άλλος, που έψαχνε να βρει το λόγο της ύπαρξής του, νόμιζε πως ο Θεός ήταν άδικος και αμφέβαλλε για την ίδια του τη μοίρα. Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που μια άλλη φλόγα έπεφτε από τους ουρανούς, όχι εκείνη που σκοτώνει, αλλά εκείνη που ρίχνει τα παλιά τείχη και δίνει την ευκαιρία στον καθένα να γνωρίσει τις αληθινές του δυνατότητες. Οι δειλοί ποτέ δεν μπορούν να νιώσουν στην ψυχή τους τη δύναμη αυτής της φλόγας΄ το μόνο που επιθυμούν είναι να τελειώσουν όλα γρήγορα και να ξαναγίνουν έτσι όπως ήταν πριν, όσο πιο γρήγορα γίνεται, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν με τη ζωή τους όπως είχαν συνηθίσει. Οι άξιοι, όμως, καίνε καθετί παλιό - ακόμα κι αν κάτι τέτοιο πονά υπερβολικά -, τα εγκαταλείπουν όλα, ακόμα και το Θεό, και ξαναρχίζουν από την αρχή.

Οι άξιοι είναι πάντα πεισματάρηδες.

Από τον ουρανό ο Θεός χαμογελούσε, γιατί ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε να μάθει τελικά ο καθένας από τους ανθρώπους: ότι πρέπει να πάρει, δηλαδή, στα χέρια του την ίδια του τη ζωή. Εξάλλου, αυτό το δώρο είχε δώσει σε όλους τους ανθρώπους, την ικανότητα να επιλέγουν και να αποφασίζουν για τις πράξεις τους.

Μόνο εκείνοι, άντρες και γυναίκες, που είχαν την ιερή φλόγα στην ψυχή είχαν το κουράγιο να τον αντιμετωπίσουν και μόνο εκείνοι γνώριζαν το δρόμο της επιστροφής στην αγκαλιά του και καταλάβαιναν στο τέλος πως η όποια τραγωδία δεν ήταν τιμωρία αλλά μια μάχη».

 «Ο Διάβολος και η Δεσποινίδα Πριμ»

Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο

Όλα και τίποτα

 [...] «Κατάλαβε ότι δύο πράγματα υπάρχουν που εμποδίζουν έναν άνθρωπο να πραγματοποιήσει τα όνειρά του: να πιστεύει ότι είναι απραγματοποίητα ή, από ένα ξαφνικό γύρισμα της τύχης, να τα βλέπει να μετατρέπονται σε κάτι πιθανό τη στιγμή που δεν το περιμένει. Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, του βγαίνει ο φόβος ενός δρόμου που δεν ξέρει πού καταλήγει, μιας ζωής με άγνωστες προκλήσεις, της πιθανότητας όλα όσα έχουμε συνηθίσει, να χαθούν για πάντα.
Οι άνθρωποι θέλουν να αλλάξουν τα πάντα και ταυτόχρονα επιθυμούν να παραμείνουν όλα όπως έχουν».

 «Ο Διάβολος και η Δεσποινίδα Πριμ»


«Το Εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός»
Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο

Να μην πιστεύεις τις υποσχέσεις ...

 «Κατ' αρχάς, να μην πιστεύεις τις υποσχέσεις, ο κόσμος είναι γεμάτος από τέτοιες: πλούτη, αιώνια σωτηρία, έρωτας δίχως τέλος. Μερικοί άνθρωποι είναι ικανοί να υποσχεθούν τα πάντα, άλλοι πιστεύουν οτιδήποτε τους εγγυάται καλύτερες μέρες΄ αυτή είναι μάλλον η δική σου περίπτωση. Όσοι υπόσχονται και δεν εκπληρώνουν τις υποσχέσεις τους καταπέφτουν σωματικά και ψυχικά΄ το ίδιο παθαίνουν κι όσοι στηρίζονται στις υποσχέσεις που τους δίνουν».

Χωρίς αγάπη, αυτός δεν είναι τίποτα

«Για τον Πολεμιστή του Φωτός δεν υπάρχει ακατόρθωτη αγάπη.

Αυτός δεν αφήνει τη σιωπή, την αδιαφορία ή την άρνηση να τον τρομάξουν. Ξέρει πως πίσω από την παγωμένη μάσκα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι υπάρχει μια καρδιά από φωτιά.

Γι' αυτό ο πολεμιστής ριψοκινδυνεύει περισσότερο από τους άλλους. Αναζητά αδιάκοπα την αγάπη κάποιου, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να ακούει συχνά τη λέξη «όχι», να επιστρέφει στο σπίτι ηττημένος, να νιώθει πως έχουν απορρίψει το κορμί και την ψυχή του.

Ένας πολεμιστής δεν επιτρέπει στον εαυτό του να τρομάξει όταν ακολουθεί αυτό που έχει ανάγκη. Χωρίς αγάπη, αυτός δεν είναι τίποτα.»

 «Το Εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός»

«Ο Πολεμιστής του Φωτός δίνει πριν του ζητηθεί.

Βλέποντας αυτό, κάποιοι σύντροφοι σχολιάζουν: «Όποιος έχει ανάγκη ζητάει».

Ο πολεμιστής, όμως, γνωρίζει ότι υπάρχει πολύς κόσμος που δεν καταφέρνει - δεν καταφέρνει, απλώς - να ζητήσει βοήθεια. Δίπλα του υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι με τόσο εύθραυστη καρδιά, που ρίχνονται σε νοσηρές αγάπες΄ είναι πεινασμένοι για τρυφερότητα και ντρέπονται να το δείξουν.

Ο πολεμιστής τούς συγκεντρώνει γύρω από τη φωτιά, αφηγείται ιστορίες, μοιράζει το φαγητό του, μεθάει παρέα τους. Την επομένη, όλοι νιώθουν καλύτερα.

Εκείνοι που κοιτάζουν τη δυστυχία με αδιαφορία είναι οι πιο δυστυχείς.

«Το Εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός»
Η ψυχή σου είναι ακόμα ζωντανή

Λέει ο Δάσκαλος στον πολεμιστή, όταν τον βλέπει στενοχωρημένο:
«Δεν είσαι αυτό που δείχνεις τις στιγμές της θλίψης. Είσαι πολύ περισσότερα.

Ενώ πάρα πολλοί έφυγαν για λόγους που δε θα καταλάβουμε ποτέ, εσύ βρίσκεσαι ακόμα εδώ. Γιατί άραγε ο Θεός να πήρε ανθρώπους τόσο απίστευτους και άφησε εσένα;

Αυτή τη στιγμή εκατομμύρια άνθρωποι παραιτήθηκαν κιόλας. Δεν ενοχλούνται, δεν κλαίνε, δεν κάνουν πια τίποτα. Περιορίζονται να περιμένουν το χρόνο να περάσει. Έχασαν την ικανότητά τους να αντιδρούν.

Εσύ, όμως, είσαι θλιμμένος. Κι αυτό αποδεικνύει πως η ψυχή σου είναι ακόμα ζωντανή».

   


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Fyodor Dostoyevsky-To θείο δώρο. Ένα ποίημα του Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι


 Των Χριστουγέννων την παραμονή

ο Θεός έστειλε έναν μικρούλη άγγελο στη γη:

«Σ' ελατοδάσος σαν βρεθείς»,

είπε χαμογελώντας,

«κόψε ένα έλατο και στο πιο μικρό γλυκό

μικρό παιδί πάνω στη Γη,

στο πιο ευαίσθητο και τρυφερό

να το χαρίσεις, από Εμένα ενθύμιο»

Στενοχωρήθηκε ο μικρούλης άγγελος:

«Σε ποιον να το δώσω;

Πώς θα καταλάβω ποιο απ' τα παιδάκια

έχει την ευλογία του Θεού;»

«Μόνος σου θα το καταλάβεις», απάντησε ο Θεός.

Κι έφυγε ο ουράνιος επισκέπτης.

Το φεγγάρι έφεγγε από ψηλά, ο δρόμος ήταν φωτεινός,

σε πολιτεία τεράστια οδηγούσε.

Παντού ακούγονταν λόγια γιορταστικά,

παντού περιμένει η ευτυχία τα παιδάκια...

Ρίχνοντας στον ώμο το μικρό έλατο,

βαδίζει ο άγγελος με χαρά...

Κοιτάξτε μόνοι σας στα παράθυρα,-

μεγάλη γίνεται γιορτή!

Τα έλατα φωτίζονται με λαμπιόνια,

όπως γίνεται πάντα τα Χριστούγεννα.


Από σπίτι σε σπίτι βιαστικά

ο άγγελος άρχισε να περνά,

για να βρει εκείνο το παιδί που πρέπει

το έλατο του Θεού να χαρίσει.

Όμορφα κι υπάκουα

πολλά είδε παιδάκια,

του Θεού το έλατο σαν έβλεπαν

ξεχνούσανε τα πάντα κι έτρεχαν προς αυτό.

 

Το ένα λέει: «Αξίζω το έλατο αυτό!»

Ένα άλλο του φωνάζει:

«Μη συγκρίνεσαι μ' εμένα,

είμαι καλύτερος από σένα!»

«Όχι, εγώ είμαι καλύτερη απ' όλους

δικό μου είναι το έλατο αυτό!»

Ο άγγελος ήρεμα ακούει,

κοιτώντας τους με θλίψη.

Όλοι εναντίον όλων,

καθένας παίνευε μόνο τον εαυτό του,

τον ανταγωνιστή κοιτάζοντας με τρόμο

ή με μίσος φοβερό.

Βγήκε ο άγγελος στο δρόμο,

τρομαγμένος... «Θεέ μου!

Δίδαξε με π’ως το δώρο το ανεκτίμητο

το δικό Σου να χαρίσω!»

Ο άγγελος στο δρόμο συναντάει

έναν μικρούλη –στέκεται τούτος και κοιτάει

το έλατο του Θεού–

και φλέγεται από ενθουσιασμό το βλέμμα του.

«Έλατο! Ελατάκι!», είπε χτυπώντας

παλαμάκια. «Τι κρίμα που δεν είμαι άξιος

το έλατο αυτό να πάρω,

μα ούτε κι αυτό για μένα είναι...

Να το πας όμως στην αδελφούλα μου

που στο κρεβάτι άρρωστη είναι.

Δώσ' της χαρά μεγάλη –

αξίζει το έλατο αυτό!

Άδικα να μην κλαίει!»

Ψιθύρισε στον άγγελο το αγοράκι

και ο άγγελος χαμογελώντας καθαρά

το έλατο του δίνει.

Θαύμα μεγάλο έγινε

αστέρια άρχισαν από τον ουρανό να πέφτουν

λάμποντας σμαραγδένια,

στου έλατου κάθισαν τα κλαδιά.

Φέγγει το έλατο, λαμποκοπά,

ουράνιο φέρει σημάδι·

τρέμει από ενθουσιασμό

ο έκπληκτος πιτσιρικάς...


Κι αγάπη έλαβε τόση

ο άγγελος, συγκινημένος δακρύζει,

στο Θεό κλαδάκι όμορφο

σαν δώρο ανεκτίμητο πήγε.

 μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 

 ΠΗΓΗ