Σελίδες

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Γιώργος Τριανταφύλλου- Ποιήματα

Γιώργος Τριανταφύλλου- «Άγγιξέ με» 

Άγγιξέ με ανήθικα, τόσο ανήθικα
που να μοιάζει με στοργή
αργά χωρίς βιασύνη
να γλιστρούν τα ακροδάχτυλά σου
στην χωματένια αύρα μου
και από καφέ να κοκκινίζει
Σπάσε με πάθος τα σύνορα του δέρματος
να εισχωρήσεις μέσα μου
στην απαγορευμένη χώρα
που ζουν μόνο μετανάστες
άστεγοι και κάτι τρομαγμένα χελιδόνια
Μίλα μου με την ωκύπτερη αφή σου
πες μου ότι διψάς
για να στύψω όλα τα σ’ αγαπώ
να τα ρουφήξεις άπληστα

Μίλα μου με το απαλό γρατζούνισμα
των νυχιών σου
πες μου ότι πεινάς
να ξεπαγώσω τις ανάσες μου
και να σε ταΐσω στο στόμα

Μίλα μου με την ίριδα των ματιών σου
πες μου ότι νυστάζεις
για να στρώσω το λίκνο του ασυνειδήτου
και να σε σκεπάσω με την λούτρινη
παιδική μου ανωριμότητα

Και αθάνατοι τώρα πια
να ξεψυχάμε κάθε στιγμή
ο ένας στα χέρια του άλλου

Μαλαχίδα η άγρια ή η αμελημένη. Οι μαλαχίδες έχουν θεραπευτικές και επουλωτικές ιδιότητες. Στη μεγάλη οικογένεια των μαλαχοειδών ανήκει και η μολόχα που τρίβοντάς την σε μέρος που πονά από το άγγιγμα της τσουκνίδας καταλαγιάζει το τσούκνισμα. Η χρήση τους ποικίλει μπορείς να τις τρίψεις, να τις πιεις ή να τις μασήσεις.
Εγώ προσπάθησα να γράψω μαλαχίδες. Κι εσείς να τις διαβάσετε! Δεν είμαι σίγουρος ότι θεραπεύουν αλλά σίγουρα είναι μια απάντηση στις τσουκνίδες. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 Αντίο μαλαχίδα μου (Γιώργος Τριανταφύλλου)

Θέλω το απαλό άρωμα των μαλλιών σου να χαϊδεύει το κορμί μου,
αλλά όχι εσένα.
Θέλω την γεύση της ανάσας σου να με κάνει λαίμαργο,
αλλά μην γυρίσεις πίσω.
Θέλω να πλαγιάζω με την ζεστασιά των ψιθύρων σου,
αλλά μην έρθεις ξανά.
Θέλω την ανασφάλεια των ματιών σου να την καλύπτω
με ένα φιλί στο μέτωπο,
αλλά εξαφανίσου απ’ την ζωή μου.
Θέλω να σβήνω τα φώτα και να βλέπω καθαρά τα υπέροχα
σκοτάδια σου,
αλλά μείνε μακριά μου.
Θέλω να με διαβάζεις, αλλά να μην με αγγίζεις.
Πονάω.

Σιωπή (Γιώργος Τριανταφύλλου)

Αθόρυβο μαχαίρι το «εγώ» μας,
βραχύλογος υγρός επίλογος στις ουτοπίες μας.
Οι επιθυμίες βουλιάζουν μία-μία στον νεροχύτη,
κάθε πρωί και βράδυ.
Τα φιλιά έγιναν λέξεις που δεν ειπώθηκαν
και γλίστρησαν στον λαιμό, στο στήθος, στα γεννητικά όργανα
κι όταν έπεσαν στα πόδια μας,
μυρμήγκια που άθελά μας τα λιώσαμε.
Χωρίς αντίο, χωρίς επιστροφή.
Ουρλιάζουν οι σιωπές μας.

 

Για τα αγγίγματα που αφήνουν πληγές

Για όλους όσους ακόμα δεν αγγίξαμε

και για τα βαθιά αγγίγματα που ζουν κάτω απ’ το δέρμα μας

Ο Γιώργος Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε θεατρικές σπουδές στην φιλοσοφική σχολή Αθηνών (ΕΚΠΑ), παρακολούθησε επιστημονικά συνέδρια και σεμινάρια όπως «Oι τέχνες στο Ελληνικό σχολείο» κ.α. Σπούδασε επίσης σκηνοθεσία στην σχολή «Σταυράκου» και υποκριτική στη δραματική σχολή «Δ. Φωτιάδη».

Έχει εργαστεί σε δημοτικές θεατρικές ομάδες και σε παιδικό θέατρο, έχει δραματοποιήσει αποσπάσματα από λογοτεχνικά βιβλία και το 2012 είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και σκηνοθετική επιμέλεια του θεατρικού έργου του Furio Borton, «Τα τελευταία Φεγγάρια».

Έχει γράψει, σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει σε πολλές μικρού μήκους ταινίες όπως το «Άγγιξέ με» που διακρίθηκε σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου επίσης έχει αρκετές συμμετοχές σε μεγάλου μήκους ταινίες και θεατρικές παραγωγές.

Από την Άνεμος εκδοτική κυκλοφορούν οι συλλογές τους «Άγγιξε με» (2019) και «Μαλαχίδες» (2024).

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Η Ποίηση της Προσευχής


Απόστολος Γεραλής (1886-1983)

 Μανόλης Αναγνωστάκης-Προσευχή

Κυριακή. Θε μου σ’ ευχαριστούμεΔέξου μας σαν πρόβατα στην αγκαλιά σου απολωλόταΠολύ αμαρτήσαμε Κύριε, πολύ αδικήσαμεΣαν άπιστοι θρηνούμε για τα επίγεια αγαθά μαςΛησμονήσαμε την αιωνίαν Άνοιξη του ΠαραδείσουΣτον Οίκο σου δεόμεθα συγχωρηθήναι ημάςΣήμερα Κυριακή τας εντολάς σου ενθυμούμενοιΜη μας εγκαταλείψεις Θε μου, εις το σκότος της αβύσσου.
(Άλλωστε, λίαν προσφάτως, προσεφέραμενΕις αρμοδίων εντολάς υπείκοντες,Τον οβολόν μας διά την αναστήλωσιν του Ιερού Ναού Σου).


Απόστολος Γεραλής (1886-1983)

Νικηφόρος Βρεττάκος, «Προσευχή»

«Κύριε, ποὺ στέλνεις τὴ βροχὴ στοὺς σπόρους καὶ τὸν ἥλιο στὴ μήτρα τῆς μητέρας, ποὺ ἀποκρίνεσαι στὸ βέλασμα τοῦ ἀρνιοῦ μὲ τὸ οὐράνιο τόξο πάνω ἀπὸ τὴ χλόη, ποὺ ἀπὸ ψηλὰ εὐλογεῖς, μέρα καὶ νύχτα, τῶν ἔναστρων ἀχτῶν τὴν ἀνανέωση τὸ φῶς καὶ τὴν ἀνάπτυξη μυριάδων διάφορων λουλουδιῶν – ἂς μὴν ἀκούσεις ποτὲ τὸ βέλασμά μου!… Ὅμως, Κύριέ μου τὴ δύση αὐτὴ μπορεῖς νὰ μοῦ στερήσεις μ’ ὅποια σου δυστυχία; Τὰ δάκρυα τοῦτα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ βάθη πιὸ γαλάζια κι ἀπ’ τὶς πηγὲς τῆς ἄνοιξης, μπορεῖς, Κύριε, νὰ τὰ ἐμποδίσεις; Κοίταξέ με πως ἐπιμένω πίσω ἀπ’ τὶς τροχιὲς τῶν τελευταίων πλασμάτων σου! Εἶναι μάταιο νὰ μὲ κουράζεις πιότερο!  Ἄφησέ με μὲ ἥσυχη ἀναπνοὴ κάτω ἀπ’ τὸ κλῆμα τῶν ἄστρων σου νὰ κλάψω… Δὲ μπορῶ, Κύριε μου, νὰ μισήσω!  Ἀγάπησέ με!»

(Από το ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ, 1939)



Απόστολος Γεραλής-Προσευχή (1886-1983)
 
Η προσευχή των αστέγων, Νικηφόρος Βρεττάκος
Μητέρα του Χριστού, Μαρία,
πόσο είναι η νύχτα τούτη κρύα
δεν μπορεί ο Θεός να καταλάβει.

Κατέβα, Συ, απ' τους ουρανούς
και μ' αναμμένους τους φανούς
του Χάρου οδήγα το καράβι.

Χίλιες φορές απόψε εκλήθη
μα δεν ακούει. Κάπου κοιμήθη
κι αυτός στα πλάτη παγωμένος.
Του θόλου λύθηκαν οι αρμοί
κι όλος ο κόσμος σαν κορμί
τρέμει στα νέφη τυλιγμένος.

Ρόδα κανείς να τον στολίσεις,
μύρα κανείς να τον ραντίσεις
μήπως σου ζήτησε, Μαρία;
Πάρ' την ψυχούλα μας γυμνή
προς τη γαλάζια σου σκηνή
από τη νύχτα αυτή την κρύα.

Κι η θεία σου πόλη σαν μας πάρει,
για τη μεγάλη σου τη χάρη
σκυφτοί στις άκρες των βραδιών σου,
με δάκρυα, σαν ο ήλιος σβει,
θα σου ποτίζουμε βουβοί
τις θάλασσες των λουλουδιών σου.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Οι Γκριμάτσες του Ανθρώπου


Η προσευχή του ταπεινού (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)

Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη.

Μ’ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.

Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.

Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω…
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.

Ονειρεμένη προσευχή-Κωστής Παλαμάς

Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου.
Στη Φάτνη Βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δώσ’ μου!

Κι όταν θα ’ρθεί από Σε σταλτός ο Χάρος να με πάρει,
κάμε σα βρέφος να σταθώ μπροστά στη θεία Σου χάρη.

Χριστέ μου, δώσ’ μου στους σεισμούς, στις τρικυμίες του κόσμου πάντα να στέκω ατράνταχτος, και να είναι ο λογισμός μου

το φως από το μυστικό που χύνοταν αστέρι, όταν για Σένα στη Βηθλεέμ τους Μάγους είχε φέρει.

Και κάμε λόγια κι έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα, προφητικά, φεγγόβολα κάμε τα σαν εκείνα

της νύχτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν, και γρικούσαν τους ουρανούς ολάνοιχτους που Σε δοξολογούσαν.

 Κωστής Παλαμάς -Προσευχή

Αγάπη, Εσύ, χαρά της γης

και τ’ ουρανού ευλογία,

που είσαι γλυκιά σαν τ’ άστρο της αυγής,

που είσαι μεγάλη σαν την Παναγία!

Εμπρός Σου γονατίζω, αγνή θεά,

και Σου φιλώ το διαμαντένιο χέρι·

λυπήσου μας που ζούμε μακριά,

κάμε μια μέρα να γενούμε ταίρι.

Εμπρός Σου για κερί μού λιώνει ο νους,

μου καίγετ’ η καρδιά μου για λιβάνι·

απ’ τους ανθούς Σου τους παντοτινούς

πλέξε για μας του γάμου το στεφάνι.

Κι εμείς θα ζούμε δούλοι Σου πιστοί,

και το μικρό, το φτωχικό μας σπίτι

θα είν’ εκκλησιά τρανή και ξακουστή

που τη δική Σου δόξα θα κηρύττει!

Αλλ’ αν γράφτηκε ακόμα για πολύ,

ω χωρισμοί και πίκρες να μας τρώτε,

Αγάπη μεγαλόχαρη, καλή,

μη μας ξεχνάς, λυπήσου μας και τότε.

Και πρόβαλε και δώσε μας φτερά,

αθώρητα φτερά κι ευλογημένα,

για να πετούμε αιώνια, τί χαρά!

Εγώ να βρίσκω αυτή κι εκείνη εμένα.

Κι ο ένας μες στ’ άλλου εκεί την αγκαλιά,

δικά Σου Χερουβείμ, κοντά στ’ αστέρια,

γλυκά γλυκά ν’ αλλάζουμε φιλιά,

σφιχτά σφιχτά να σμίγουμε τα χέρια.

ΠΗΓΗ

Προσευχή, Άγγελος Σικελιανός

Γυμνή Σου δέεται η ψυχή.Από χαρά,από πόνο
γυμνή από ηδονή
γυμνή Σου δέεται η ψυχή,Δημιουργέ,με μόνο
την άπλαστη φωνή,

που,πριν στη σάρκα μου να μπει,στον Κόρφο σου - ως τζιτζίκι
κρυμμένο στην ελιά -
βουλή δική Σου χτύπαε στην καρδιά μου κι έλεε:"νίκη,
νίκη στα πάντα!",και δεν ήτανε μιλιά

δική μου,ήταν η δική Σου,Θεέ, Μ'εκείνη μόνο
Σου δέομαι,λύτρωσέ μου το σκοπό
το μυστικό που γεύτηκα βαθιά κ' έξω απ' το χρόνο,
για ν' αγαπώ,για ν' αγαπώ

πάνω από πρόσωπα και πλάσματα,απ' τον ένα
που κλείνω μέσα μου παλμό,
που είν' ένας πια για ζωντανά κι πεθαμένα
δώσε μου,ναι,το λυτρωμό,

τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο,Θε μου,
μέσα στα στήθια μου ξανά
και να 'μαι όλα σαν η πνοή και σαν η βοή τ' ανέμου,
στα κοντινά,στα μακρινά...

Προσευχή- Μελισσάνθη

Ὅλες οἱ πράξεις μου οἱ ἁμαρτωλές,
τὰ λάθη, οἱ ἄνομες ἐπιθυμιὲς
περνοῦνε πάνωθέ μου
καθὼς τὸ διάφανο νερό,
Κύριέ μου.

Μέσα ἀπὸ βαλτονέρια προχωρῶ
καὶ τίποτα, μὰ τίποτα δὲν μὲ ῥυπαίνει,
ἴχνος σκιᾶς ἀπάνω μου δὲν μένει.

Κοίταξε πόσο καθαρὰ
εἶναι τὰ χέριά μου τ᾿ ἁμαρτωλά·

σὰν τοῦ παιδιοῦ ποὺ ὅταν προσεύχεται σὲ Σένα
ἔτσι σὰν φλόγα ἀμόλυντη ὑψωμένα
εἶναι ἄξια τὸν χιτῶνα σου ν᾿ ἀγγίσουν
καὶ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ κρατήσουν...

Ἀπὸ τὰ σφάλματά μου τὰ φριχτὰ κανένα,
κανένας ξεπεσμός, κρίμα κανένα
δὲν δύναται ἀνάμεσό μας νὰ μπεῖ,
νὰ μᾶς χωρίσει,

τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ ἐξόν,
ἀπὸ τὸν ὕπνο ποὺ μὲ παίρνει τὸ βαθὺ
-τὸν ξένοιαστο ὕπνο σὰν ἑνὸς παιδιοῦ
στὴ μέση ξάφνου ποὺ ἔρχεται τοῦ παιχνιδιοῦ-

Τὸ ξέρω
εἶναι ἄσοφο νὰ σὲ παρακαλοῦν γιὰ κάτι τι·
γιὰ τοῦτο τίποτα δὲν σοῦ ζητῶ.

Μόνο μιὰ λύπη μὲ βαραίνει σὰν βουνό,
βαθιὰ ὑποφέρω,

σὰν συλλογίζομαι τὸν ὕπνο τοῦτο,
ποὺ μπορεῖ νὰ ᾿ρθεῖ
τὴν κρίσιμη ὥρα,
ποὺ τὸ Σάλπισμά Σου θ᾿ ἀκουστεῖ.

Ὁδοιπορικό. Ἐκδ.Καστανιώτη.2000. σελ. 192

Η προσευχή των παιδιών-Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)

Θεός τον ήλιο οδηγεί 

ποὺ πρέπει ν᾿ ἀνατείλει, 

πῶς νὰ περάσει ἀπὸ τὴ γῆ 

τὸ φῶς του νὰ μᾶς στείλει. 

Θεὸς ὁρίζει τὰ ψηλὰ 

ὁ ἥλιος ὅταν σβήνει, 

νὰ φέγγουν τ᾿ ἄστρα τὰ πολλὰ 

κι ἡ κάτασπρη σελήνη. 

Καὶ τὰ λουλούδια, ποὺ χυτὰ 

στὴ γῆ μοσκοβολοῦνε, 

Θεὸς τὰ ἔμαθε κι αὐτὰ 

πότε καὶ ποῦ ν᾿ ἀνθοῦνε. 

Καὶ τὸ μικρὸ-μικρὸ πουλί, 

ποὺ ψάλλει στὸ κλωνάρι, 

Θεὸς τοῦ εἶπε νὰ λαλεῖ 

νὰ κελαηδεῖ μὲ χάρη. 

Θεὸς χαρίζει στὰ παιδιὰ 

τὸ νοῦ τους καὶ τὴ γλώσσα, 

νὰ λὲν ὅ,τι ἔχουν στὴν καρδιὰ 

καὶ νὰ μαθαίνουν τόσα. 

Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ καλὰ παιδιὰ 

βράδυ, πρωί, χρωστοῦνε 

στὴν προσευχή τους μὲ καρδιὰ 

νὰ τὸν εὐχαριστοῦνε. 


Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Περικλής Κοροβέσης -Ποιήματα

ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Περικλής Κοροβέσης
"Είχα σβήσει με μπλάνκο το όνομά σου από την ατζέντα μου.
Δεν περίμενα να ξαναπάρεις τηλέφωνο ύστερα από τόσον καιρό.
Και όμως πήρες. Ρώτησες αν ενοχλείς. Ήσουν ευγενική.
Το μέταλλο της φωνής σου, πολύτιμο όπως πάντα. Ρώτησες αν γράφω.
Δεν ήθελες να με διακόψεις. Εκτιμούσες πάντα την δουλειά μου.
Ρωτάς τι κάνω. 
“Όλα καλά”, σου λέω. 
Τί να σου πω;
Με γάμησες.
Περίπατο έκανες στη ζωή μου και τη διέλυσες."
Μου φτάνει - Περικλής Κοροβέσης
Έκανες έρωτα,
το ξέρω.
Βγήκες, ήπιες, άκουσες μουσική.
Σηκώθηκες και χόρεψες
σε κοίταζαν
ξαναήπιες
ήσουν μονάχη
ήθελες έρωτα.
Με σκέφτηκες
το ένιωσα,
έχασα λίγο ηλεκτρισμό.

Μετά φύγατε μαζί
ψιλόβρεχε.

Πήγατε σπίτι
στρίψατε ένα τσιγάρο
βάλατε μουσική.
Πήρες εσύ την πρωτοβουλία
πήγες στο κρεβάτι
ξέρω πώς έγινε.

Καθόμουν στη σιωπή
είχε ησυχία
άκουσα τις φωνές σου
είδα χωρίς να θέλω.

Κάθισε δίπλα σου
σε πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά του.
Ήσουν όμορφη.

Την άλλη μέρα πήρες τηλέφωνο
ήσουν καλά.
Είπες πως μ' αγαπάς
-χαμήλωσες τη φωνή σου
για να σ' ακούσω μόνο εγώ-
Μου φτάνει.

Επιμένω-Περικλής Κοροβέσης

Και η ζωή θα μπορούσε να ήταν αλλιώς
γι’ αυτούς που αγαπούν.
Οι λέξεις τους, δεν θα ’ταν δύσλεκτες
και τα χαρτιά τους καθαρά
χωρίς λεκέδες και δάκρυα
τα γράμματά τους πορφυρά
και οι ακροστιχίδες τους ωραίες.
Θα ’γραφαν σε χαρτί ακριβό,
προνόμιο άλλης εποχής
δώρο του νεαρού αυτοκράτορα
που πέθανε από θλίψη.

Θα ’ταν απλά
σαν τον έρωτα
ή σαν παιδιά
ή σαν απόηχος τραγουδιού
που σ’ επισκέπτεται
τη νύχτα που είσαι μόνη.

Ναι, θα μπορούσε να ’ναι απλά.
Σαν το φαγητό που έγινε για φίλους
σαν τη καληνύχτα τους ή το καλό τους κατευόδιο
ή σαν ύπνος ανάλαφρος και φωτεινός.

Επιμένω, θα μπορούσαν.
(Π.Κ. Ανέκδοτα Ποιήματα, Μανδραγόρας τχ. 8-9,


«Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται. Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις. Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου. Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπάσ’ το και πέτα. Ο ουρανός είναι απέραντος. Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει. Βρες την». [Πηγή: www.doctv.gr]

Άγνωστος Στρατιώτης-Περικλής Κοροβέσης

Κάθε χώρα έχει ένα μνημείο
για τον άγνωστο στρατιώτη της.
Η Γαλλία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
είχε ένα εκατομμύριο νεκρούς.
Από αυτούς το ένα τρίτο ήταν χωρίς όνομα.
Αλλά όταν τους καλούσαν είχαν όνομα,
διεύθυνση, αριθμό μητρώου.
Κανένας στρατός δεν έχει άγνωστους στρατιώτες.
Αλλά όταν σκοτώνονται,
φαίνεται πως σκοτώνεται και τ’ όνομά τους.

Άσυλο στο Χαρτί-Περικλής Κοροβέσης

Εμείς οι φυλακισμένοι του χαρτιού,
χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας.
Δεν είχαμε κι άλλη λύση.
Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν.
Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν.
Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη.
Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο,
όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε.
Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις.


Απόδραση-Περικλής Κοροβέσης

Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται.
Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις.
Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου.
Όλα είναι στο κεφάλι σου.
Σπάσ’ το και πέτα.
Ο ουρανός είναι απέραντος.
Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει∙
βρες την.


Λαθρομετανάστης-Περικλής Κοροβέσης

Κάθομαι στο καφενείο στην Αχαρνών
και κοιτάζω το δρόμο που γίνεται θέατρο.
Μπροστά από το τραπέζι,
περνούν οι ομορφιές του κόσμου:
λυγερές από μακρινές χώρες,
το ίδιο απρόσιτες όπως όλες οι όμορφες∙
στιβαρά παλικάρια που το βήμα τους
δαμάζει την άσφαλτο∙
χαρούμενες παιδικές φωνές,
φτάνουν στα κουρασμένα αυτιά μου.
Αλλά κανείς δεν τους θέλει
και τους βρίσκω συγγενείς μου.
Λαθρομετανάστης ήμουν κι εγώ στη ζωή μου,
χωρίς χαρτιά και άδεια παραμονής.
Και στην πρώτη σκούπα με απέλασες.
Και μου έρχεται να χωθώ
σ’ αυτό το πολύχρωμο πλήθος και να τους πω:
«Πάρτε με μαζί σας, είμαι δικός σας».


Ξέρω πώς είναι ο θάνατος-Περικλής Κοροβέσης

…και θα ‘χω αφήσει τόσα πίσω.
Ιδέες, αποφάσεις και αυτή την συγκατοίκηση με τον Μπαχ,
που ‘ταν ασφυκτική.
…και ένας ακόμα άγνωστος, θα μείνει, με τους αγνώστους.
Μπορεί και να θυμάμαι τα χέρια σου, τα μάτια σου, την πέτρα που έσκυψες και μάζεψες δίπλα από την θάλασσα.
Για αυτό σου λέω, ξέρω πώς είναι ο θάνατος
Μια άλλη βραδιά όπως όλες οι άλλες..

Κοροβεσης, Περικλης, 1941-2020

Είμαι φτωχός σε υλικά αγαθά,πλούσιος όμως πολύ σε εμπειρίες. Έζησα ανοιχτά, ελεύθερα, σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, δίχως εξαναγκασμούς και συμβιβασμούς. Ήμουν πάντα με την Εύα, που δεν δέχτηκε τον μισό Παράδεισο που της δόθηκε αλλά τον διεκδίκησε ολόκληρο, γι’ αυτό και δάγκωσε το Απαγορευμένο Μήλο – το θέμα του επόμενου βιβλίου μου. Χάρηκα το διάβασμα, τη γραφή, τον έρωτα, τη δράση, τη δημιουργία. Ταξίδεψα, ξενιτεύτηκα, έκανα δύο γάμους κι έναν γιο, ζω είκοσι χρόνια τώρα αγαπημένα με την τελευταία σύντροφό μου, τη Μαρία, με την οποία δεν παντρευτήκαμε για να μη χρειαστεί να χωρίσουμε! Τελώ σε έναν διαρκή ενθουσιασμό.
Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ναι, την ευχαριστήθηκα τη ζωή μου. Και ότι, τουλάχιστον, δεν θα πεθάνω ηλίθιος.

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO τον Απρίλιο του 2014

Ο Περικλής Κοροβέσης (20 Ιουλίου 1941 - 11 Απριλίου 2020) γεννήθηκε στο Αργοστόλι.
Σπούδασε θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Roland Barthes και παρακολούθησε μαθήματα με τον P. Vidal Naquet στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία μετείχε ενεργά στο μαχητικό δημοκρατικό κίνημα της Αριστεράς. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε επί χούντας. Το πρώτο του βιβλίο, "Ανθρωποφύλακες" (1969), μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Εκτός από πεζά, έγραψε θέατρο, παιδικά και, τελευταία, ποίηση. Παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα, διατηρούσε μόνιμες στήλες στην "Ελευθεροτυπία" και στην "Εποχή' και στο περιοδικό "Γαλέρα". Μεταξύ 2007-2009 διετέλεσε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α' περιφέρεια Αθηνών.
Έργα του:
"Ανθρωποφύλακες" (μαρτυρία), Στοκχόλμη 1969
"Κοινός τόπος" (κείμενα), 1976
"Περιγραφή AGCTTGA+TCGAACT" (Είκοσι πέντε κείμενα του Π. Κοροβέση, δεκατρείς ζωγραφιές του Χρόνη Μπότσογλου), 1980
"Γύρω από το νησί η θάλασσα" (μυθιστόρημα), 1982
"Η συνέλευση των ζώων" (μουσικό παραμύθι-μουσική Γ. Κουρουπού), 1983
"Ο Γιαννάκης και η Μαρδίτσα" (παραμύθι), με εικονογράφηση Κ. Δίγκα, 1986
"Ατάμ Αλ' Ακ" (μουσικό παιδικό θέατρο-μουσική Π. Περράκη) 1987
"Τango Bar" (θεατρικό), 1988
"Εμπορία ειδήσεων" (άρθρα 78-90), 1990
"Επιχείρησις Ιουδίθ" (θεατρικό), 1992
"Γυναίκες ευσεβείς του πάθους" (μυθιστορήματα), 1995
"Μ' εξακόσιες λέξεις" (συλλογή κειμένων), 1996
"Νοσταλγία μνήμης" (αφήγημα), 1999 κ.ά.
Πηγή βιογραφικού /www.biblionet.gr

«Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται. Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις. Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου. Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπάσ’ το και πέτα. Ο ουρανός είναι απέραντος. Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει. Βρες την». [Πηγή: www.doctv.gr]