'Ερημο μεγαλώνει το δέντρο / στην άκρη της Θάλασσας.. Με την αγάπη του Ηλιου ψηλώνει/το φεγγάρι του μαθαίνει /την Άνοιξη να καρτερεί.. Η παλίρροια των κυμάτων /του διδάσκει την υπομονή/το πέταγμα των γλάρων την Ελπίδα.. 'Ερημο μεγαλώνει το δέντρο/στην άκρη της θάλασσας.. Εκεί, όπου ευδοκιμούν τα όνειρα /σε τόπους σιωπηλούς.. Μοίρα τ' ονόμασα.. Εχει τις ρίζες μαύρες/και τα κλαδια / φτερά....(Μ.Λαμπράκη)
Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος,στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Τόλης Νικηφόρου, Σκοτεινή μοίρα
σκοτεινή μοίρα
εκούσια βυθίζομαι μες στις αστραφτερές παγίδες τις κόρες των γυμνών ματιών σου τη σκοτεινή εκείνη θάλασσα των τροπικών που λαχταράει τον ξάστερο ουρανό τους μυστικούς βυθούς όπου ελλοχεύει στο αίμα βουτηγμένη γεμάτη αγκίδες κι άρωμα μεθυστικό ακέραια η ψυχή σου μετά τις τόσες μάταιες απόπειρες λεηλασίας
τυλίγομαι στα μαύρα σύννεφα και τον κατακλυσμό δακρύων των μαλλιών σου κι εσύ δεν μου μιλάς μα στέλνεις τις σκιές σου αδιάκοπα να απλωθούν στους ώμους μου ζητάς βοήθεια απεγνωσμένα με ήχους που δεν κρυσταλλώνονται ξέροντας πως καμιά φυγή καμιά προσποιητή αδιαφορία τίποτα δεν σε σώζει πια
μα όπως δεν θέλεις να σωθείς και διάλεξες ν' ακολουθήσεις χωρίς δισταγμό τον τελικό αυτό δρόμο της φωτιάς χαμογελάς και χαίρεσαι καθώς με βεβαιότητα ορθώνεται μπροστά η σκοτεινή μας μοίρα Από τη συλλογή ''Το μαγικό χαλί'' (1980) Πηγή
The Fates, by Paul Thumann
Η μορφή της Μοίρας(απόσπασμα)-Γιώργος Σεφέρης
Ιστορισμένα παραμύθια στην καρδιά μας σαν ασημένια σκούνα μπρος στο τέμπλο
μιας άδειας εκκλησιάς, Ιούλιο στο νησί. Γ. Σ.
Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού,γύροι των άστρων κι ο άνεμος μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη, γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που τρίζουν και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην αυλή.
Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας μαυρομαντιλούσαςχαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στήθος άσπρο σαν το γάλα κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρμένος πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.