Σελίδες

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Το ''παράπονο'' των Ποιητών

Οδυσσέα Ελύτη, «Το παράπονο»

Εδώ στου δρόμου τα μισά
          έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
          γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα
Στ' αληθινά στα ψεύτικα
          το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
          μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
          όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
          δεύτερη ζωή δεν έχει.
Από τη συλλογή Τα Ρω του έρωτα (1972)
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, «Το παράπονο», Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 298-299]



ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το αιώνιο παράπονo

Ό,τι κι αν κάνει το δοντάκι του

 γραμμόφωνου

άλλο τραγούδι δεν μπορεί να

 τραγουδήσει

κι ό,τι κι αν πούμε και μεις, όσο και να

 σπαράξουμε

την ίδια επωδό θα προσθέτουμε πάντα

στο αιώνιο παράπονο.
*****
Όμως πώς να το κρύψω, πώς να μην το

 πω,που σε περίμενα κι απόψε δυόμιση

 ώρες, 

που σε περίμενα κι απόψε μες το κρύο

που σε περίμενα κι απόψε ολομόναχος,

και τα κεντράκια της πλατείας να 

ξεφαντώνουν,

τα κυριακάτικα ζευγάρια να χορεύουν, 

διαρκώς ν’ αδειάζουν τ’ αυτοκίνητα 

παρέες, που σε περίμενα κι απόψε 

δυόμιση ώρες, 

και μόνο εγώ να στέκω ολομόναχος,

εγώ –κι ένα ποντίκι ψόφιο μες στο

 δρόμο.

Πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,

με πόση πίκρα γράφτηκαν αυτοί οι 

στίχοι,

με πόσο παίδεμα, με τι καημό,

αυτοί οι στίχοι που επιπόλαια τους 

βρίσκετε 

συνηθισμένη επωδό στο αιώνιο παράπονο

  

3. Το παράπονο του ποιητή-Τάσος

 Λειβαδίτης

Ένα παλιό αισθηματικό κερί έκαιγε πάνω


 στο τραπέζι

τα φθαρμένα έπιπλα μου είχαν διδάξει


 την υπομονή

μόνο ένα, Θεέ μου-δεν έζησα:έχοντας να


 μεριμνήσω

για τόσα φύλλα την άνοιξη.

“Τα χειρόγραφα του

 φθινοπώρου'
<<Δε σου κράτησα ποτέ κακία. Παράπονο μόνο…
Να ήξερες πόσες νύχτες προσπαθούσα με τη σκέψη μου να επικοινωνήσω μαζί σου…
Να σου στείλω ένα μήνυμα… Κι εσύ δεν άκουγες…
Ξέρεις, ο πονεμένος αποζητά τον ίσκιο ενός ανθρώπου,
για να καθήσει από κάτω, να κουρνιάσει και να κλάψει με την ησυχία του.
Ο πόνος θέλει μια σκέψη.
Ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει. 
Όταν δεν υπάρχει τίποτα γίνεται πιο σκληρός.
Πιο κοφτερός. Σε παίρνει το κατόπι κι όπου σε βρει σε μαχαιρώνει,
ώσπου να σε ρημάξει…
Μόνο οι πολύ δυνατοί, οι πολύ οχυρωμένοι τα βγάζουν πέρα.
Κι εγώ δεν ήμουν ποτέ τόσο δυνατή.
Και καθόλου οχυρωμένη.
Εσύ ήσουν πάντα ένας καλός καραβοκύρης.
Είχες πυξίδα…
Κρατούσες την ρότα σου σταθερή..
Άραξες το σκέφος σου σε απάνεμο λιμάνι..
Εγώ το δικό μου το βούλιαξα…
Ναυάγησα…
Ήρθα εδώ γιατί με πέταξαν τα κύματα…
Ταξίδευα σ’ ένα άγνωστο πέλαγος κι είχα τ’ αυτιά μου ανοιχτά μόνο για τις σειρήνες..
Όπου μου λεγαν πήγαινα…>>-Αλκυόνη Παπαδάκη



Τί σου είναι η αγάπη τελικά…(απόσπασμα)-Αλκυόνη 

Παπαδάκη
............. Είναι να μην βρει χαραμάδα το 
παράπονο
 της ψυχής. Και το περίεργο είναι πως 
μπορεί να 
κάνει στάση και να ψηλαφίζει γεγονότα 
που δεν είναι
 τόσο σημαντικά. Μπορεί να κλάψεις 
περισσότερο 
για το σημάδι μιας γρατσουνιάς, παρά για
τη χαρακιά
 μιας ακόμα βαθιά επουλωμένης
(επουλωμένη;) 
πληγής