Σελίδες

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Γιάννη Ρίτσου: Η ψάθα του μπάρμπα-Λια

Μόλις βλέπαμε το μπάρμπα-Λια να βάνει τη μεγάλη ψάθα του ξέραμε στα σίγουρα πως άρχιζε το καλοκαίρι.
Έτσι σα να λέμε η ψάθα του μπάρμπα-Λια, ήταν το ρολόι του χρόνου μας, το ημερολόγιο και το βαρόμετρό μας. Ο μπάρμπα-Λιας έβγαλε απ’ το σεντούκι την ψάθα του = Άνοιξη.
 Φόρεσε την ψάθα του = Καλοκαίρι. Έβγαλε την ψάθα του = Φθινόπωρο. Έκρυψε την ψάθα του = Χειμώνας. Ολάκερα χρόνια το ίδιο. Όσο ξάνθαιναν οι μέρες τόσο μαύριζε το μούτρο του μπάρμπα-Λια
Εμείς τότες, παιδιά, μαζεύαμε λίγο – λίγο τα μυστικά του κόσμου, συλλαβίζαμε τα χρώματα, πιάναμε φιλίες με τα πουλιά, κουβεντιάζαμε με τα λουλούδια.Είχαμε πάντα στην τσέπη μας ένα μικρό σημειωματάριο κι ένα μολύβι, σαν ένα πουλί που δεν ξέρει ακόμα να τραγουδήσει. Τα δειλινά ήταν ήμερα στον κάμπο. Είχαν μια θλίψη τρυφερή σαν τον πονοκέφαλο ενός σπουργιτιού.

Σφίγγαμε τα δάχτυλα να κρατήσουμε το φως πού φεύγει, να κρατήσουμε λίγο τριανταφυλλί, λίγο μενεξεδένιο, να το χαρίσουμε στον κόσμο σιωπηλά για να του δείξουμε πόσο τον αγαπάμε. Σαν όταν έφευγε ένας παιδικός μας φίλος να πάει στη χώρα να σπουδάσει και μεις φυλάγαμε κάποιο παλιό βιβλίο του ή κάποιο ξύλινο σπαθί του, κι ύστερις από χρόνια που ανταμώναμε του δείχναμε το βιβλίο και το σπαθί, σιωπηλά με βλέφαρα χαμηλωμένα.

— Ετούτο το σπαθάκι. Και το βιβλίο…
— Α, ναι.
— Πόσος καιρός. Υπάρχει ακόμα;
Χαμογελούσε. Βράδιαζε στον κάμπο. Σώπαιναν λίγο- λίγο τα τζιτζίκια. Δυο χέρια σφίγγονταν.
— Αδέρφι.
— Αδέρφι.
Τι πολλά που ήταν τ’ άστρα. Αλήθεια τι πολλά. Έτσι έλεγε ο μπάρμπα-Λιας σα βράδιαζε. Ανασήκωνε την ψάθα του και το κεφάλι του κι αφαιραινότανε να κοιτάζει ψηλά. Ύστερα έσκυφτε κι έλεγε:
— Δεν ξέρω μωρέ μάτια μου ποιος διάολος βάνει τους αθρώπους να βγάζει ο ένας του αλλουνού τα μάτια. Μήγαρις και δεν έχει η γης τόπο για όλους; Μήγαρις και δεν έχει ο ουρανός μιλιούνια αστέρια, χίλια και δυο χιλιάδες στο μερτικό του καθενού;
Δεν ήξερε ακόμα ο μπάρμπα-Λιας. Έσκυφτε πιότερο και βούλιαζε ολάκερος μέσα στη συλλοή του.

— Τι να τα σκέβεται κανείς; Δεν έχει ουδ’ αρχή ουδέ τέλος τούτος ό ντουνιάς.
Συγνέφιαζε το μούτρο του κι η ψάθα του έδειχνε φθινόπωρο.
Τα καλοκαίρια εκεί στον κάμπο του Άι-Δημήτρη μας βρίσκανε να λαχανιάζουμε απ’ την κάψα κι από κάτι πιο βαθύ, πιο τρανό, που δεν ξέραμε ακόμα τ’ όνομά του.
Ο μπάρμπα-Λιας μαλάκωνε στο ποτάμι βέργες από αλυγαριές, και καλάμια. Καθόταν κάτου απ’ τη μεγάλη συκιά του μποστανιού κι έπλεκε καλάθια. 
Μας έφτιαχνε και μας κάτι μικρά πού μαζεύαμε βατόμουρα.
Ο ίσκιος της συκιάς άλλαζε κάθε τόσο θέση και μαζί του μετακόμιζε κι ο μπάρμπα-Λιας τα σύνεργά του, τις βέργες του, το σουγιά, το σταμνί και την κολοκύθα που ’χε για ποτήρι.
Δαιμονίζονταν τα τζιτζίκια. Πια κάτου τα βατράχια. 

Καψαλιζόντουσαν τα σκοίνα. Τα χελιδόνια κόβαν βόλτες γύρω στην ψάθα του.
— Μπάρμπα-Λια, τα χελιδόνια βαλαν στο μάτι την ψάθα σου. Θα στη βουτήξουνε να φτιάξουν τη φωλιά τους.
Γέλαγε ο μπάρμπα-Λιας, κάτου απ’ τα γκαρδιακά μουστάκια του κι η ψάθα του κατάφωτη γύρω απ’ το πέτρινο πρόσωπό του ήταν σαν πλεχτός ήλιος, ήταν σαν εκείνες τις ζωγραφιές στον τοίχο του ερημοκκλησιού.

Οι ντομάτες βγάζαν τα μουσούδια τους πίσω απ’ τα φύλλα και κοίταζαν κατακόκκινες απ’ την ντροπή τους το γαϊδούρι του μπάρμπα-Λια και τη γαϊδάρα της κυρα-Κώσταινας που κάναν τη δουλειά τους.
— Η ζωή τραβάει το δρόμο της. Οι αθρώποι και τα ζα γεννοβολάνε. Οι ντομάτες κοκκινίζουνε. Τα πουλιά κάνουν τ’ αυγά τους. Τα παιδιά μεγαλώνουνε. Και γω γερνάω. Μα τι τα θες, όσο γερνάω όλο και πιο νέος μου φαίνεται πως γίνουμαι. Να, μαθές.
Τούτο που ξέρω σήμερις δεν το ’ξερα προψές. Και λέω πως τούτο που θα μάθω ταχιά δεν το ξέρω σήμερις. Έτσι, πως να το πεις, κάτι καινούργιο ξεμυτίζει απ’ την καρδιά κι από το τσερβέλο σαν τη μυτίτσα που τσιμπάει το τσόφλι του χελιδονίσιου αυγού και βγαίνει το πουλί και τραγουδάει.
Για τουτονά σας λέω πως γίνουμαι πιο νέος.
Α, τι καλά που τα ’λεγε ο μπάρμπα-Λιας. Τώρα το ξέραμε πια πως αντίς να πάρουν τα χελιδόνια την ψάθα του, είχε πάρει ετούτος τις φωλιές τους μέσα στην καρδιά του. Για τούτο κάθε πού άνοιγε το στόμα του έβγαινε κι ένα χελιδόνι. Μάθαμε και μεις να τραγουδάμε.
Έτσι όλο κάτι μάθαινε ο μπάρμπα-Λιας κι όλο ξανάνιωνε. Έτσι μάθαμε και μεις μια μέρα πως ο μπάρμπα-Λιας βγήκε αντάρτης στα βουνά να πολεμήσει τον οχτρό. Πήρε μαζί το δίκαννο, πήρε και την ψάθα του κι έδωσε να του κεντήσουν στη μέση, εκεί μπροστά- μπροστά, μια λέξη: ΕΛΑΣ.
Τ’ άλλα τα παλληκάρια, οι πιο πολλοί συχωριανοί του, τον πειράζανε:
— Τι τη θέλεις, μπάρμπα-Λια την ψάθα σου στη μέση του χειμώνα. Άλλαξες τα συνήθεια σου.
Κι ό μπάρμπα-Λιας χαμογελώντας:
— Αμ βλέπεις άλλαξε ο καιρός. Τώρα έχουμε όλο καλοκαίρι.
Κι αλήθεια φώταγε σαν ήλιος η ψάθα του μπάρμπα-Λια και μέσα στην καρδιά του μουρλαίνουνταν χίλιες χιλιάδες χελιδόνια.

Ύστερα μάθαμε πως ό μπάρμπα-Λιας σκοτώθηκε σε κάποια μάχη λίγο πριχού λακήσει ο οχτρός. Ωστόσο μας έμεινε η καρδιά του μ’ όλα της τα χελιδόνια να τραγουδάνε στον καινούργιο χειμώνα που πλάκωσε.
Μας έμεινε κι η ψάθα του σαν ένας ήλιος του άσβηστου καλοκαιριού. 

Η ψάθα του, που την κρατάει στα χέρια της η Λευτεριά κι αερίζει το δακρυσμένο κι ιδρωμένο πρόσωπο της Ρωμιοσύνης.
— Ναι, μπάρμπα-Λια, θ’ αλλάξει ο καιρός, θα ’χουμε τότες πάντα καλοκαίρι. Κι οι καρδιές, ξέρεις, και τα χελιδόνια. Ω, τι τραγούδια που θ’ ακούσεις μπάρμπα-Λια μας.
[Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 9 του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα – 7.7.1945]