Σελίδες

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Τα βότσαλα της ποίησης

Το βότσαλο είναι πέτρωμα το οποίο έχει λειανθεί από την παρουσία και ροή του νερού της θάλασσας, και το μέγεθος του ποικίλλει από 2 έως 64 χιλιοστά. Τα βότσαλα σε γενικές γραμμές θεωρούνται μεγαλύτερα από τους κόκκους της άμμου (οι οποίοι είναι διαμέτρου 2 εως 4 χιλιοστών) και μικρότερα από τις κροκάλες (διαμέτρου 64 έως 256 χιλιοστών).
Ένας βράχος που αποτελείται κυρίως από βότσαλα ονομάζεται κροκαλοπαγές.

Η υφή και το χρώμα των βοτσάλων ποικίλλει. Μπορούν να έχουν φλέβες χαλαζία και ιζηματογενούς βράχου διαφορετικού χρώματος από αυτό του υπόλοιπου βότσαλου. Συνήθως είναι λεία, αλλά ανάλογα με το πόσο συχνά έρχονται σε επαφή με τη θάλασσα, μπορεί να έχουν σημάδια από την επαφή με άλλα βότσαλα ή με βράχους.
Στα βότσαλα που βρίσκονται σε απόσταση από την παραλία και δεν έρχονται σε επαφή με το θαλασσινό νερό μπορεί να αναπτύσσονται λειχήνες και άλλοι οργανισμοί. Γενικότερα, τα κενά μεταξύ των βοτσάλων μιας παραλίας αποτελούν κρύπτες και περιβάλλον ανάπτυξης διάφορων οργανισμών.

Τα βότσαλα παρατηρούνται είτε σε παραλίες, είτε στην ξηρά σε μέρη που κατά το απώτερο παρελθόν υπήρχε παραλία.

Τα εργαλεία και κοσμήματα από βότσαλα είναι μεταξύ των παλαιότερων γνωστών αντικειμένων που κατασκεύασε ο άνθρωπος και χρονολογούνται από την Παλαιολιθική περίοδο, όπως αυτά που βρέθηκαν στο Ολντουβάι της Τανζανίας.
https://el.wikipedia.org

Το βότσαλο στην Ποίηση
Νίκος Γκάτσος "Αμοργός" 1942
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι

Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

ZBIGNIEW HERBERT (1924-1998)
ΒΟΤΣΑΛΟ
Το βότσαλο

είναι ένα τέλειο ον
ίσο με τον εαυτό του
με συνείδηση των ορίων του
γεμάτο ακριβώς
μ’ ένα βοτσαλένιο νόημα
με μιαν οσμή που δε θυμίζει τίποτα
δεν τρομάζει κανένα και δεν ξυπνάει καμιάν επιθυμία
η ψυχρότης κι η θερμότης του ισορροπούν
είναι δίκαιες και πλήρεις αξιοπρεπείας
αισθάνομαι βαθιά τύψη
κάθε φορά που το κρατώ στο χέρι μου
και το ευγενές σώμα του
επηρεάζεται απ’ την απατηλή ζέστη
- Τα βότσαλα δεν είναι δυνατόν να δαμαστούν
ως το τέλος θα μας κοιτούν
μ’ ένα σταθερό και τέλεια καθαρό μάτι
Μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς.
Από το βιβλίο: Χέρμπερτ, «Επιλογή από το έργο του», Η μικρή Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 37.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΙΒ΄

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει·
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη·
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά,
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.

Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.


Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.
Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»
ΘΑΛΑΣΣΑ θάλασσα

στο νου στην ψυχή και στις φλέβες μας θάλασσα.

Είδαμε τα πλοία να φέρνουν τις μυθικές χώρες
εδώ στην ξανθή αμμουδιά
όπου αργοπορούν οι βραδινοί οδοιπόροι.

Ντύσαμε τις παιδικές αγάπες μας
με νωπά φύκια.
Προσφέραμε στους θεούς της ακρογιαλιάς
όστρακα στιλπνά και βότσαλα.


Τ΄ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ- Γιάννης  Ρίτσος
 Ετούτα τ' άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι
λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει
από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας
δεν υποπτεύεται με το ριψοκίνδυνες
καταδύσεις τ' ανέβασες. Με τι
στερήσεις κι αρνήσεις τ' απέσπασες
από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων.
Γι' αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια
ν' αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ
να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
http://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/2014/02/blog-post.html

Οδυσσέας Ελύτης, «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο»
Ω αν ήταν δυνατόν ένα βότσαλο, κει που γυαλοκοπά καθώς αποτραβιέται το κύμα, ν' αποκτήσει, συνείδηση πως θα μάς καταλάβαινε!

 ART-Mikhail & Inessa Garmash
Η Μαρίνα των βράχων-Οδυσσέας Ελύτης-απόσπασμα
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού

Και τ' άρωμα των γυακίνθων –Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»-(απόσπασμα)
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς
Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης
(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.


 ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ – «ΤΟ ΕΛΑΒΕΣ;»
Από την ποιητική συλλογή της «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»


Σου ταχυδρόμησα ένα βότσαλο
χθες.


Στην άμπωτη το βρήκα
τη σαρκοφάγο κάθε πλημμυρίδας.

Ολόιδιο με πετρωμένο πρόσωπο λυγμού
απροσδιορίστου ηλικίας
– άγνωστο πότε εισχώρησε στο στέρνο μας
αυτό το θορυβώδες φέρσιμο των δακρύων
ούτε ξεκαθάρισε ποτέ
αν ο λυγμός είναι προϊόν των γεγονότων
για η κανονική ανάσα των ονείρων.

Ίδιο με πρόσωπο λυγμού.
Στενότερος του δέοντος
ο δρόμος του μετώπου
λίγο φουρνέλο στα ζυγωματικά
το στόμα λειωμένο
– είθε από τα’ ασίγαστα φιλιά
που του ‘δινε το κύμα.

Άθικτες οι κόγχες των ματιών.
Η μία μισάνοιχτη φρικιώσα
να περιγράψει τον διαρρήκτη
ή άλλη κούφια ορθάνοιχτη
να τον καθιερώσει.

Μόλις το λάβεις

εσύ που ξέρεις να πεταλώνεις χρώματα
και να δαμάζεις ποιάν απόχρωση
παίρνει το ακατόρθωτο όταν αφηνιάζει
ζωγράφισέ μου σε παρακαλώ
αυτές τις άδειες κόγχες
με χρώμα βαρύ, σιδερένιο, κλειστό
διπλαμπαρωμένο
να μοιάζουνε απόρθητες

στη μία να φυλάσσονται τ’ αμέτρητα
τ’ αμύθητα στην άλλη

να ξεγελιέμαι να μη βλέπω

να χάσκουν τόσο αδειανά
λεηλατημένα
αυτά τα θησαυροφυλάκια όσων είδαν

και τι δεν είδανε τα μάτια μας.

 Σάμιουελ Μπέκετ
Άτιτλα
Ο δικός μου τόπος βρίσκεται πάνω στη ρέουσα άμμο
ανάμεσα απ’ τα βότσαλα και τους αμμόλοφους

η καλοκαιρινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
και η ταλαιπωρημένη μου ζωή
τρέπεται σε φυγή
μία στην αρχή της και μία στο τέλος της

Η γαλήνη μου βρίσκεται εκεί-
στην υποχωρούσα ομίχλη

όταν ίσως παύσω να περπατώ
αυτά τα μακριά ασταθή κατώφλια
και ζήσω μέσα στο χώρο μιας πόρτας
που ανοίγει και κλείνει

 Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΧΑ / CUEVA DE NERJA/ Μεξικανής ποιήτριας και πεζογράφου
Xánath Caraza Για την Ισαβέλ

Στήλες χρόνου
σαν βότσαλα.

Ρέουν νότες μουσικές
στα ορυκτά,
σε κάθε εκατοστό
που προχωράει, ηχώ, ηχώ, ηχώ.

Φτερουγίσματα νερού
σε ρυθμικά διαστήματα,
διαβάζονται στις πτυχώσεις της γης,
στο κέντρο του θόλου
σαν πέτρινοι καταρράκτες,

κοιλότητα υγρή.
Στους άδειους θόλους
το μεγαλύτερο μέρος του αέρα γεμίζει τις αίθουσες.
Ο χρόνος απορροφάται
σε κάθε αναπνοή,
σε κάθε ανάσα
που παράγει μουσική από νερό.

Χτυπήματα λάσπης
τραγούδι κρυστάλλων
τσαλακωμένα σπλάχνα
από θόλους παλμικούς.

Το δέρμα της γης
ανοίγει, ανοίγει, ανοίγει.
(Cueva de Nerja, Ανδαλουσία, Ιούλιος 2013)


ΑΠΟ ΧΑΔΙ ΣΕ ΧΑΔΙ-Μιχάλης Γκανάς
Από χάδι σε χάδι
έγινε βότσαλο.
Καμιά παλάμη δεν τη θυμάται.
ΠΕΤΡΑ ΣΚΛΗΡΗ
 Κώστας Χαραλαμπίδης

Πέτρα  που πίστεψες
Πως ήσουνα σκληρή
Και πως κανείς δεν θα μπορέσει
Να σ´ αλλάξει
Τώρα έχεις γίνει στρογγυλή
Λιάζεσαι  στ ακρογιάλι εκεί
που  η θάλασσα σ' έχει πετάξει


Πέτρα που η θάλασσα
Βότσαλο σ έχει κάνει τώρα

Δεν ήρθε ακόμη η ώρα
Της θάλασσας τη δύναμη να νοιώσεις
Και θα το μετανιώσεις

Που πίστεψες πως ήσουνα
Εσύ η πιο σκληρή
Ο άνεμος όταν φυσήξει  πάλι
το κύμα θα σ αρπάξει
Απ τ ακρογιάλι
Μύργιες  φορές θα σε χτυπήσει
Θα σε λιώσει, άμμο θα σε κάνει ,και θα σ' απλώσει


Εκεί στην ακροθαλασσιά για να θυμάσαι
Πως δεν υπάρχουνε  σκληροί
Και πως το μαλακό νερό
Είναι από σένα πιο σκληρό !!


Φώτης Κόντογλου - Οἱ πέτρες (αποσπάσματα)
Πρώτη σύσταση, στερνὸ ἀπομεινάρι τῆς γῆς
*

Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσα νὰ μαζεύω βότσαλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν ἔχω ἀκόμα. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἕνα βράδυ, βρέθηκα κοντὰ στὴν ἀγαπημένη μου τὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βορεινὴ ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος ἔγερνε στὸ βασίλεμα. Φυσοῦσε λίγο βοριαδάκι, καὶ τὰ κύματα ἔρχονταν ἥμερα ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀφρίζανε ἀπάνω στὰ χαλίκια. Ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος ἄμα ἄκουσα τὸ ροχαλητὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ μὲ νανούρισε ἀπὸ τὴν κούνια μου. Πῆρα τὸ γιαλό-γιαλό, καὶ τράβηξα κατὰ κεῖ ποὺ ἔβγαινε ἕνας κάβος κ᾿ ἔκλεινε ὁ κόρφος.

Περπατοῦσα, λοιπόν, γιαλὸ-γιαλὸ καὶ μάζευα πέτρες. Εἶχε χρωματιστὰ χαλίκια λογῆς-λογῆς, μὰ ἡ θάλασσα τὰ ξέπλυνε κι ἀνάβανε τὰ γλυκὰ χρώματα ποὺ εἴχανε. Τὰ κύματα ἀφρίζανε δίπλα μου, βγάζοντας τὴ μυστικὴ βουή τους, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ἀνασαμιὰ τῆς θάλασσας, κι ἐγὼ ἔσκυβα κάθε τόσο κι ἔπαιρνα ἕνα χρωματιστὸ λιθάρι, κι ἀφοῦ τὸ κοίταζα καλά, τὸ ἔχωνα στὴν τσέπη μου, σὰ νά ῾τανε κανένα ρουμπίνι ἢ ζουμπρούτι.

Κάθε τόσο, κάθιζα χάμω καὶ κοίταζα, μιὰ κατὰ τὰ πέλαγο, μιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ πατοῦσα, τὶς δροσερόχρωμες κεῖνες πέτρες ποὺ στολίζανε τὸ σύνορο τῆς θάλασσας. Ὅπως μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πολιτείας κι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες της τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας, γεμίζοντας τ᾿ αὐτιά μου μὲ τὰ μυστικὸ καὶ βαρὺ ἴσο του, τὸ ἴδιο καὶ τὰ χαλίκια μὲ κάνανε νὰ ξεχάσω κάθε τι πολύπλοκο καὶ μάταιο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος.

Μάζεψα κάμποσα βότσαλα καὶ τὰ πῆγα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ τὰ φύλαξα. Ὕστερα ξαναγύρισα καὶ μάζεψα κι ἄλλα. Τί ἔμορφα κ᾿ ἐκφραστικὰ χρώματα ποὺ εἴχανε τὰ χαλίκια! «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Τί παράξενα κόκκινα, κεραμιδιά, βυσσινιά, τριανταφυλλιά, σταχτιὰ λογιῶν-λογιῶν, κίτρινα, ἀσπροκίτρινα, πορτοκαλλιά, μελιά, πρασινογάλαζα, λαδιά, μαῦρα, πρασινόμαυρα!


Σάν γύρισα στὸ σπίτι μου, τὶς ἔβαλα μέσα σ᾿ ἕνα τάσι, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ποὺ εἶχα μαζέψει ἄλλη φορά, κι ἔχυσα μέσα νερὸ γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦνε καὶ ξεθωριάσουν.

«Ἄχ! Τίποτα μέσα στὴν κάμαρα δὲν ἤτανε τόσο ἔμορφο, σὰν καὶ κεῖνες τὶς πέτρες, μήτε οἱ ζωγραφιές, μήτε τὰ κανάτια, μήτε τὸ παλιὸ κιλίμι ποὺ εἶναι στρωμένο χάμω. Ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰπωμένα ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται».
ΠΗΓΗ