Σελίδες

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Εγώ, η Κατερίνα- Κατερίνα Γώγου (Ποιήματα)

ΝΟΣΤΟΣ (1990)

Εγώ, η Κατερίνα
κόρη του πατέρα μου
Θάνατου-Ουρανού
και της γυναίκας του μητέρας μου
Ζωής-Γης
λιπόταχτη, ομογάλακτη αδελφή
της αδελφής μου Σελήνης
και με άνομο ζωοποιό έρωτα
για τον υπέρλαμπρο αδελφό μου Ήλιο
χωρίς φόβο
γράφω αυτά
γιατί τον πατέρα μου Θάνατο
πιο πολύ από τη μητέρα μου Ζωή αγάπησα
και εκ φύσεως αιρετική
τη λογική αντέστρεψα
και με πίστη βαθιά πίστεψα
πως από τον πατέρα μου Θάνατο-Ουρανό
αρχίζει η Ζωή
και πως τελειώνοντας, τότε μόνο θ’ αρχίσω.
Γι’ αυτό ο πατέρας μου το πέρασμα
με τους εφτά αγγέλους της μέρας
και τους εφτά αγγέλους της νύχτας
μου έδειξε
πώς από την ερημιά του πλήθους να βγαίνω
και στον ουρανό ξανά
κάνοντας κίνηση κυκλικά
ανοδικά πάντα να μπαίνω.
Εγώ, η Κατερίνα
χωρίς ιδιοτέλεια γράφω αυτά.
Έτσι τη δοκιμασία της δόξας
και της ταπείνωσης τα λιμνάζοντα νερά πέρασα
χωρίς να μ’ ακουμπήσουνε, χωρίς να τ’ ακουμπήσω
Εγώ, η Κατερίνα
σαμουράι ρακένδυτος
μ’ ένα αστραφτερό σπαθί
από τον αδελφό μου Ήλιο σταλμένο
στους σφαγιασμένους από τη λογική καιρούς
σημάδια ελπίδας λαξεύω αυτά
για την αδελφότητα
που θρησκευτικά αρμονική
έρχεται

Κατερίνα Γώγου ΤΡΙΑ ΚΛΙΚ ΑΡΙΣΤΕΡΑ (απόσπασμα)

Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρωμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω κάτω. Πάνω κάτω, η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.

(Το ROL που δε ρυπαίνει τη θάλασσα

κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τις ψηλόκωλες.)

Εμείς εκεί.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα - μοναξιά - απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι' αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας, ρε.

Μη. Βρέχει. Δώσ' μου τσιγάρο.

Ναι. Έτσι είναι όπως τα λες.
Άμα ψάξεις βαθιά
βρίσκεις σπίτια δίπατα
που ‘χουν στο κατώι πήλινα δοχεία
λίγη ώρα μακριά απ’ τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς.
Και στο βουνό ειν’ όμορφα
με δέντρα και ποτάμια
με γυναίκα και μια γίδα είσαι εντάξει.
Μόνο πού εμείς είχαμε αποφασίσει
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με έξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πώς όλοι πεθαίνουνε
αλλά ύπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουνε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
Ξέρω πως υπάρχουνε ατέλειωτες ακρογιαλιές
και δέντρα μες στη θάλασσα
κι ό έρωτας είναι σπουδαίο πράμα.
Αλλά έπρεπε πρώτα να τελειώνουμε με τα γουρούνια.
Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια.
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε και γω σου μίλησα
σούπα μονάχα «μη χάνεσαι»
και συ μου είπες «ναι μωρέ»
κι έφυγες ξεχνώντας τα τσιγάρα σου.
Έδωσα μια και γω
έτσι όπως έχω δει
να κάνετε οι άντρες
και τρύπησα με το δάχτυλο
πέρα για πέρα το πακέτο.
Δεν ήτανε κι η μάρκα μου «μωρέ».
Ιδιώνυμο 1980 
σημείωμα της άλλης μέρας.
ΜΑΝΟΥΛΑ
σου αφήνω 200 δρχ. να πάρεις απ’ τη λαϊκή φασολάκια
απ’ αυτά που λέει ο ποιητής γιατί τ’ άλλα είναι
ακριβά και δε φτάνουνε. Να ‘χουνε πολύ ζουμί να
βουτάμε. Βγάλε ένα κλειδί για το παιδί. Όλα τα χάνει
μες στο δρόμο. Πέρνα του το σ’ ένα κορδόνι στο λαιμό
βρες ένα χρώμα γαλανό να μη στεναχωριέται. Έτσι
όπως το πάει θα μένει πάντα έξω.
Βάλε σ’ ένα
ποτηράκι του κρασιού κάτι λουλουδάκια που ζωγράφισα
την ώρα που κοιμόσαστε. Θα σας αρέσουν. Και πρόσεχε
ρε μάνα που πλένεις τα τζάμια έκοψες απ’ τη
χαλκομανία την πατούσα του ακροβάτη και τώρα αγριοκοιτάει
εμένα που στέκει μετέωρος στο τεντωμένο
σκοινί. Πέταξε να πάν στο διάολο τα νάιλον σακούλια
πού μαζεύεις θα μας πνίξουνε και τις πρωτομηνιές
με τους αγιασμούς που μας ραίνεις στο χω πει εκατομμύρια
φορές δε μ’ αρέσουν αυτά. Σ’ ΑΓΑΠΑΩ.
Μη νομίζεις ξέρω πόσο κουράζεσαι να ζωντανεύεις τα
όνειρα. Μα το παιδί είναι μικρό και γω στριμωγμένη.
Μη βάλεις πάλι τις φωνές και μουρμουράς μονάχη
σου πώς όλο ζω με ψέματα έμαθα και το παιδί κι
είμαι ονειροπαρμένη.
Δεν ξέρω όμως μάνα άλλο τρόπο να ζω.
Είναι ένας τρόπος κι αυτός μάνα να ζήσεις.
Σάς αγαπώ πολύ και τις δυο. Μην κλαίς.
Πάω να κοιμηθώ.
Έχω να ονειρευτώ
– λεπτομέρειες δηλαδή μείνανε –
απ’ αύριο δε θα κλαίει κανένας.

ΜΕΝΟΥΝ ΑΙΩΝΕΣ ΕΤΣΙ

Είμαι Ελληνίδα.
Το πεπρωμένο μου είναι η Ελλάδα.
Το όνομά μου είναι Οδύσσεια.
Η Κίρκη ό,τι πόνεσα κι αγάπησα, φίλοι, αδέρφια,
συντρόφια, έρωτες, χρώματα, μυρωδιές, αλκοόλ, μάνα, παιδί,
ποιήματα, φεγγάρια, Ακρόπολη, χιλιόμετρα και καθρεφτάκια,
θάλασσα, ταινίες, ρούχα, σπασμένα φώτα, τα ’κάνε όλα,
τίποτα όρθιο, γουρούνια, και τ άφησε μια κι έξω,
όλα γουρούνια, χωρίς επιστροφή. Δε ζητάω τίποτα.
Είναι καιρός να διεκδικήσουν και να πάρουν την Αρχή
τους στα χέρια τους. Μένουν αιώνες έτσι. Πιθανά έτσι ήταν
για να ’ναι.
Μόνη μου δέθηκα. Ας κάνουν οι σειρήνες τη βρώμικη
δουλειά τους.
Εγώ και χωρίς καρυδότσουφλο και χρόνο θα πορευτώ.
Τα μάτια μου γαλαξίες απ’ άλλο στερέωμα, βλέπουνε
τη νοσταλγία εκείνων των πλανητών που αυτοκτόνησαν
από μοναξιά. Τ’ αποτυπώματα απ τις φτερούγες μου
αστερόσκονη αφήνουνε στα μακρινά καμπαναριά, στο
παρελθόν εκρήξεων, κι ένα δέντρο, που με την πρώτη ανάσα
ήλιους, πέταλα ανοίγει. Άσε τις σειρήνες να ουρλιάζουνε.
Με λένε Οδύσσεια.Τρίτη μέρα.

Ξημέρωμα της ποιας μέρας;… Χαράζει η ώρα…

Βραδιάζει ο κόσμος.

Ουρανός και θάλασσα ένα.
Χωρίς διαζευκτικό ή …
Όπως ο θάνατος- ζωή-νύχτα-μέρα-χάος-αρμονία.

Τώρα;…

Πως να κάνω

να βάλω σε κάποια τάξη
τους ανονόμαστους πλανήτες
και τις εκρήξεις αυτοκτονημένων αστεριών
που κατέλυσαν μέσα μου…
πως να μου θυμίσω τι…πως
με ποια τάξη, με ποια σειρά
όμοιο εγώ διαζευκτικό 
καταμεσής της θάλασσας;

Θα προλάβω άραγε να δω

αν ο ήλιος
σαν άσπρος νάνος μικρός
από άλλη μάνα αδερφός
αφήσει να χαθεί από γεράματα
ή τηρώντας το λόγο του
με έκθαμβη έκρηξη 
από του σύμπαντος το παρελθόν
τον πλανήτη μας Γη 
ζωντανό τον αφήσει;

Εγώ, Οδυσσέα

τον ουρανό τον είδα
απ’την κορυφή της Γκιώνας, απ’ τα ψηλά αετώματα
κι από τα δημόσια ουρητήρια της Ομονοίας.
Αυτό δεν λέει πως δεν σ’αγαπώ. Πως δεν είμαι χτυπημένη.

Πάει, Οδυσσέα, το έκτο γραφτό.

Γραφτό που είδε τον ήλιο
μέσα σε άσυλο
με διαμαντένια κορόνα σμιλεμένο.
Ε, καρδιά τ’ουρανού
βοήθησε το χρέος το υπέρτατο
το έβδομο της ψυχής αποτύπωμα 
στα μελανά πόδια της γης
σ’ένα έλατο, σ΄ένα πλατάνι
ή σε γερό ποτάμι που πάει 
σ’ωκεανό να φτάσει αφημένο 

… μια χορδή από ήλιου φως …


Απλώνει ο κόσμος

ο ουρανός αργά σηκώνεται… ανεβαίνει
η θάλασσα στη θέση της
καταιγισμός λάμψεις λουλουδιών
δάφνινα στεφάνια
στις πλατείες, στις σκάλες
στα – απ’τους θαλάμους παρμένα – τηλέφωνα
στα καμένα φώτα των ασφάλτων.

Μη παρακαλώ

είναι μελανό 
το έβδομο 
της ψυχής
αποτύπωμά μου.

Με λένε


Το όνομά μου βγαίνει από το όνομα

του μεγαλύτερου κινδυνευτή 
της πατρίδας μου,

Με λένε Οδύσσεια.


Πως θα γυρίσω

που βρίσκομαι χωρίς σκαρί 
συντρόφους,, από τ’άγγιγμα της Κίρκης, γουρούνια
χωρίς αέρα και πανιά
όμοιο εγώ διαζευκτικό καταμεσής της θάλασσας;

Χωρίς εισπνοή πως εκπνοή της άνοιξης να γίνω

κι έτσι ξυπνητή νεκρή ζωντανή
τους κοιμισμένους θεούς μέσα μου
να μην τους ξυπνήσω;

Με λένε Οδύσσεια.

Άνθρωπος διωγμένος κι εγώ από τον ουρανό
το σώμα μου φθαρτό, έχει από πέσιμο
σχεδόν οριστικά τσακίσει.

Ω, πόσο αγαπώ τη γη, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά…

Και τι ανέντιμη.
Τόσες φορές που μ’έχει σώσει το νερό 
πνιγμό απ’το νερό φοβάμαι.

Και να με λένε Οδύσσεια.
Καταμεσής της θάλασσας χωρίς σκαρί
χωρίς συντρόφους και πανιά
στ’απόκρημνα νερά
χωρίς για μένα γυρισμό
μόνο να ταξιδεύω.

Θα'ρθεί καιρός

Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.  
Να  το θυμάσαι Μαρία.  
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι  
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη  
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα.  
’κου θάρθει καιρός  
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς  
δε θα βγαίνουν στην τύχη  
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές  
με γυρμένους απέξω  
Και τη δουλειά  
θα τη διαλέγουμε  
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.  
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα  
κι άλλοι με νότες.  
Να φυλάξεις μονάχα  
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό  
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές  
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός  
για το μάθημα της ιστορίας.  
Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.  
Και θαρθούνε κι άλλοι.  
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-  
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω  
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:  
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος". 
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
Παρ' όλα αυτά Μαρία.
 
Από το « τρία κλικ αριστερά»

Ένα πρωί………

Ένα πρωί θ ‘ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χθες
και δεν θα συλλογιέμαι
παρά ένα κομμάτι απ’ τον πατέρα
κι ένα κομμάτι απ’ τη θάλασσα
αυτά που μ’ άφησαν
και την πόλη
την πόλη  που την σάπισαν
και τους φίλους
τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί
θ’ ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα μες τη φωτιά
και θα μπω όπως και χθες
φωνάζοντας
«φασίστες»
στήνοντας οδοφράγματα
και πετώντας πέτρες
μ’ένα κόκκινο
μ’ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Ένα πρωί
θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ’ όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων
των δρόμων που θα καίγονται
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων.
ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα και θα χαθώ………..
Κατερίνα Γώγου - Ιδιώνυμο 1980 (Αποσπάσματα)
“την ώρα που θα πέφτει το τελευταίο καδρόνι
πέρα μακριά ανεμίζουν πουλιά
βάλε τα χέρια στις άδειες τσέπες σου
άνοιξε βήμα μη νοιαστείς για την ώρα
άνοιξε το στόμα σου ξύπνα τους ένοικους της γης
βάλε λόγια και δική σου μουσική
ξελαρυγγιάσου με την αγριοφωνάρα σου
- Η ζωή –
δεν είναι ένα κλειστό ταξίδι
που ήταν
α-α-αταξίδευτο.”
---
“Άμα κατέβεις από δω
θα σου δείξω κάτι μεγάλα φτερά που μου φυτρώσανε
Θα σου δείξω
πόσο ανάλαφρα πέταγα
πηγαίνοντας στην απαγορευμένη συγκέντρωση
γιατί σφύριζε στο χέρι μου
μια βαριά αλυσίδα.”
---
“Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα
- σταμάτα να σου πω -
μη βιάζεσαι και με λες ψεύτρα..
Είναι τώρα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια
και μπερδεύω το όνειρο
και που αρχίζει η αλήθεια....”
---
“Γι' αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι' αυτό αν τύχει και μ' αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ' αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.”
---
Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι μες τους ανθρώπους.
..

τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπήσου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μς αλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας...

“Πάρε με λοιπόν από δω.
Θέλω να σου δείξω τα καλοκαιριάτικα θέατρα
πώς ζούνε το χειμώνα
Πόσο άδεια είναι τα σχολικά όταν έχουν αργία
κι όλους τους φίλους που φύγανε
και δεν μπορούν πια να με προδώσουν
πάμε από δω πάμε εκδρομή σε μέρος που δεν έγινε
αφού στο ‘χω γράψει στο ‘χω πει
όπου κι αν πάτησα άφηνα αίμα
γι’ αυτό δεν μπορώ ποτέ πού να σταθώ
κι όλο αλλάζω σεντόνια”
---
“Αν θες είναι καλύτερα - καλύτερο -
να κοιμηθούμε αγκαλιά
δε θα βήχω τη νύχτα
δε θα τραβάω τα σεντόνια
θα λουστώ
θα 'μια φρόνιμη
ακούνητη
θα 'μαι σαν πεθαμένη
μη με ξεχάσεις όμως το πρωί
γιατί έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους έτσι
που το 'καναν για να μην ενοχλούν τους δίπλα
ή κι έτσι γι' αστείο
και δεν ξαναξυπνήσανε
κι ούτε που παίξανε πoτέ.”
---
“οι ρίζες δεν είναι για να γυρίζουμε πίσω
είναι για να βγάζουνε κλαριά
άμα δε βγάζουνε
είναι παλούκια καυσόξυλα
οδοφράγματα Μπροστά Μπροστά κι άλλο!
τόσο θέλει
απ’ την υποταγή στην εξέγερση
απ’ το όλοι η κανένας
απ’ το όλα η τίποτα”
---
“Πάρε με ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ μου
η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή
προσπίπτω στα φοβερά μπούτια σου
πάρε με απ’ το γήινο κόσμο.
Χρόνια αφήνω το παράθυρο ανοιχτό
περιμένοντας εσένα και τα UFO
δεν αντέχω άλλο τους θνητούς
είμαι ανάμεσα φθοράς και αφθαρσίας.
Πάρε με απ’ το χέρι
Ανέβασε με στους ανεξερεύνητους πλανήτες
Δείξε μου να πετάω
Πάνω απ’ τα γήινα και τα συμπλέγματα μου”
---Κατερίνα Γώγου – Τρία κλικ αριστερά 1978 (Αποσπάσματα)
“Το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς
να πάρω μια ανάσα
όμως κι εδώ πρέπει να πληρώσω
την ανοχή του μαγαζάτορα
πρώην αστυνομικός πουλάει «Λαϊκούς Αγώνες».
Δεν ξέρω τί ν’ αγοράσω για να μη γίνω συνεργός.
Καταλαβαίνεις;
Τα 4 σημεία του ορίζοντα
ντυμένα τράπεζες πιλότοι νοσοκόμοι μαρξιστές
μας κυνηγάνε. Πρέπει να πάρω τηλέφωνο.
Ποιό είναι το νούμερο…
Πού να σταθώ για μια ανάσα μόνο.
Από παντού μας την έχουν στημένη.”

“Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι’ αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.”

“Επαγγελματίες επαναστάτες
Παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
Τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται”

“εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ’ αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
..βεργούλες και με δείρανε..
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.”

“και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
  • γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ”

“Έκανε τσιγάρο άνοιξε το βιβλίο και διάβασε:
«… μόνο όταν οι γυναίκες απαιτήσουν ενεργητικά
θα υπάρξει ελπίδα γι ‘ αλλαγή»
και πιό κάτω:
ΝΑI ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΥΣΗ ΜΟΥ
ΤI ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;”

“Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πως όλοι πεθαίνουνε
αλλά υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουμε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.”

“Οι αστυνόμοι παγιδευμένοι απ’ το περίστροφο
οι γυναίκες απ’ το φύλο τους
ή δικαιοσύνη απ’ τούς νόμους
οι οργανώσεις απ’ τις φράξιες
οι γιατροί απ’ τα ηλεκτροσόκ.
Ναι. Να πάμε στο ‘Ίλιον το βράδυ.
Οι ήρωες εκεί έχουνε κόκκινα μάγουλα
και πάντα νικάνε στο τέλος.”

“Ησύχασε. Με λίγη ρέγουλα θα τη σκαπουλάρουμε.
Ή τάξη πού θα ‘φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε.
Μπορούμε και μείς να παίξουμε την ηγεσία.
Κοιμήσου… τώρα είναι ήσυχα. Ή εποχή μας.
Νάνι φαί και πήδημα.
Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας
κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.”

“κι εγώ εδώ ξανά – Κατερίνα με λένε –
κομματιάστηκα στα δημόσια πάρκα
αυνανίστηκα στις Ι.Χ. προβολές των πορνό
ξέρασα αίμα και μια άσπρη ξινισμένη σαλάτα
στον υπόγειο
κι έκλαψα ήσυχα ρίχνοντας το τελευταίο μου δείπνο
στη θλίψη των φραγκομηχανών.
Ά, ρε φίλε! Θα ‘θελα να ‘ριχνα ένα
και να τινάξω όλες τις πουστομηχανές του κόσμου στον αέρα.
Να τινάξω όλη τη θλίψη του κόσμου στον αέρα.
Ν’αγοράσω ότι πουλιέται στα παλιατζίδικα
9 φορές φορεμένο
από επαναστάτες
που τους χάλασαν τα μυαλά απ’το ξύλο
και τώρα μιλάνε για το χριστό
απο ποιητές μ’ αστραφτερά κεφάλια
απο γυναίκες που λευτέρωσαν συντρόφους τους
τις καρφώσανε και δε σπάσανε.”


Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών (απόσπασμα) - Κατερίνα Γώγου
Η ζωή μου πού λέτε παιδιά
Όπως τα παραμύθια αυτά τα παιδικά
Με γάντζους, κακές μάγισσες, ξύλο, τσουβάλια, ζητιανιά
Ξέρετε, αυτά που γράφουνε για τα παιδιά
Ειδικά εκπαιδευμένες καταστολής μονάδες
Και τα μαθαίνουν μετά
Για να τα πούνε μετά
Μανάδες μαινάδες

Μια νύχτα λοιπόν…
που το φεγγάρι είχε κατέβει πολύ χαμηλά
κι ο θάνατος είχε μπλεγμένα στα δάκτυλά του
τούφες από τα δικά μου μαλλιά
κατηφόρισα να βρω έναν άνθρωπο.
Είχα χρόνους ν ακούσω ανθρώπου λαλιά
Όμως όλοι όσοι ήτανε συναθροισμένοι στην αγορά
Κροάζανε κρα κρα
Κι ακόμα
Είχαν βγάλει πίσω τους
Κροκοδείλου ουρά

έπρεπε
αν ήθελα ακόμα να σωθώ
αν ήθελα ακόμα να ζήσω
να βρω έναν τρόπο να μοιάζω μ’ αυτούς
ή κάτι τέλος πάντων
να τους εξευμενίσω

Έτρεξα λοιπόν γρήγορα γρήγορα
Κι έβαλα ένα μεγάλου αρχηγού
Παλτό στρατιωτικό
Το οποίο ανέσυρα
Από αριστοκρατικούς εμετούς
Και πολυτελή σκουπίδια.
Δυστυχώς όμως για πολλοστή φορά
Ήτανε λάθος η κίνηση.
Θεωρήθηκε Ύβρις
Ή…
για να ακριβολογώ
στη γλώσσα των κρα κρα
Περιύβριση Στρατιωτικής Αρχής
Κι αρχίσανε τότε που λέτε
Με πέτρες να τρέχουν όλοι πίσω μου
Και τις ουρές
Στο χώμα να χτυπάνε

Με βάραινε και το παλτό
Με βάραινε και το μυαλό
Και στάθηκα στη σιωπή
Ν’ ακούσω τη σιωπή μου

Και φαίνεται – για να τελειώνουν τα παραμύθια παιδιά-
Πως πάλι θαύμα έγινε
Γιατί αόρατη έγινα
Κι ενώ μπροστά τους ήμουνα
Με ψάχναν όλο πίσω…

Ποίος είναι ο λόγος της ποίησης
Πού βγαίνει απ’ το ποιώ
Και που σημαίνει πράττω
Ζητάω την απάντηση
Απ’ τους ακινητοποιημένους

Τρομοκρατία: εξουσιάζω δια της
Βίας. Τρόμου.
Και τρομοκράτης τι θέλει να πει;
Δε θέλω απάντηση απ’ αυτούς που την επινοήσανε
Ζητάω απάντηση απ’ τους λαχανιασμένους
Κατερίνα Γώγου - Απόντες 1986 (Αποσπάσματα)
Ναι αλήθεια είναι
πως τώρα τα γραπτά μου αυτόματη γραφή
τα διαβάζουνε με την αφή
και τις κουβέντες μου αποκωδικοποιούν
μόνο οι πεθαμένοι.
---
“Σε λίγο αν κοιτάξεις λυπημένος το βράδυ
στον ουρανό ψηλά
θα ‘μαι ένα χαζό παιδικό άστρο που όλο θα πέφτω.
Ίσως κάνω λάθος που θέλω να γράψω για να κρατηθώ.”
---
Σκοτωμένοι για μας
μαύρο περιβραχιόνιο φορούν
(ποιος είπε οι πεθαμένοι δεν πενθούν;)”
---
“Πώς με κοιτάζει έτσι αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι...
Πώς θροΐζει μέσα μου αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι...
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι...
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μου διογκώνει το Εγώ μου...
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου...
πώς με κοιτ...
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης...



ΑΠΟΝΤΕΣ (1986)

Γατί τα πολύ μικρά πουλιά
κρύβουνε ντροπιασμένα το κεφάλι στα φτερά
μόλις πάω να τούς μιλήσω;…
Γατί τα όνειρα δε με πλησιάζουνε πια
και στέκουνε μακριά
παράμερα τρομαγμένα;
Μήπως τα όνειρα είναι από ύλη είναι φθαρτά
και τούς φοβούνται τούς πεθαμένους;
Γιατί εκεί πού πρώτα ήτανε ένα σπίτι από κάτασπρο φως
είναι ένα σπίτι χιονιού
και στο κουδούνι σε φορείο κολλημένο το φεγγάρι…
Τι θα γινόμουν άραγε, Θεέ μου
αν δε μου ‘χες δώσει δώρο θυσίας
την ποίηση;
Από πού, πώς, νεκρή ζωντανή, εδώ θα κρατιόμουν;
 
"... μέσα στη νύχτα για να μην τελείως χαθώ
κρατάω στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο με ποιήματα
ένα βρεγμένο κουτάκι με σπίρτα
σ’ όσους ακόμα αχνοφέγγουνε
πετάω με όση δύναμη μου απόμεινε
μια χάρτινη σαΐτα σ’ άναστρο ουρανό"