Σελίδες

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Η μέλισσα στην Ελληνική μυθολογία και την ποίηση


«Την μέλισσαν ιεράν μεν φασί των Μουσών είναι, βασιλείας δε και πολιτικής ζωής ανθρώποις διδάσκαλον» Πρόκλος, Υπόμνημα εις την Πλάτωνος Πολιτείαν.

H μέλισσα στη μυθολογία

Η μέ­λισ­σα κα­τέ­χει σημαντική θέ­ση στην ελληνική παράδοση και στην ίδια τη ζωή των Ελ­λή­νων. Οι Έλληνες είχαν αντιληφθεί από πο­λύ νω­ρίς τη θρεπτική α­ξί­α του μελιού, γι’ αυτό και το θε­ω­ρού­σαν θεϊκή τρο­φή.
Η Μέ­λισ­σα ήταν θυ­γα­τέ­ρα του βα­σι­λιά της Κρή­της Με­λισ­σέ­α, α­δελ­φή της Α­μάλ­θειας, μαζί με την ο­ποί­α εκτελού­σαν χρέ­η τροφών του νε­ο­γέν­νη­του Δί­α, τον οποίο τάιζαν με γά­λα και μέ­λι. Α­πό αυτό ο­νο­μά­στη­κε ο Ζεύς Με­λισ­σαίος.
 Ο Α­πολ­λό­δω­ρος μας αφηγείται ένα σημαντικό μύ­θο του Γλαύκου που αναστήθηκε εκ μέ­λι­τος. 
 Ο Γλαύ­κος ήταν γιος του Μί­νω­α και της Πα­σι­φά­ης. Όταν ήταν παι­δί, κυ­νη­γώ­ντας μια σφαίρα ή κατ’ άλλους έναν ποντικό, έπεσε μέ­σα σ’ ένα με­γά­λο δο­χεί­ο γε­μά­το μέ­λι και πνί­γη­κε. Κα­νείς δεν γνώ­ρι­ζε πού ε­ξα­φα­νί­στη­κε.
Τότε κάλεσαν τον Πολύιδο που ήταν περίφημος οιωνοσκόπος και με τη συμβουλή του μπόρεσε ο Βαλλεροφόντης να δαμάσει τον ίππο Πήγασο. Προ­σπα­θώ­ντας να βρει το παι­δί, πα­ρα­τή­ρη­σε ότι στην είσοδο ε­νός υ­πο­γεί­ου μια κου­κου­βά­για έδιωχνε τις μέ­λισ­σες. Σε αυτό το υ­πό­γειο βρή­κε το δο­χεί­ο με το μέ­λι και από ε­κεί έβγαλε το λεί­ψα­νο του Γλαύ­κου.
 Ο Μί­νωας του ζή­τη­σε τό­τε να ξα­να­ζω­ντα­νέ­ψει το παι­δί και τον έκλεισε μα­ζί του σ’ έναν κε­νό τά­φο. Εδώ ο Πο­λύ­ι­δος είδε ένα φί­δι να πλη­σιάζει το νε­κρό παιδί και το σκό­τω­σε. Σε λίγο εμφανίστηκε ένα άλλο φίδι που, βλέ­πο­ντας το πρώτο σκο­τω­μέ­νο, έφυγε και αρ­γό­τε­ρα ε­πέ­στρε­ψε φέρ­νο­ντας ένα βό­τα­νο το οποίο άπλωσε πά­νω σε όλο το σώμα του σκο­τω­μέ­νου φιδιού, κι εκείνο ξα­να­ζω­ντά­νε­ψε. Με το βό­τα­νο αυτό ο Πο­λύ­ι­δος ξα­νά­φε­ρε στη ζω­ή τον Γλαύ­κο.
 Τη μελισσοκομία τη δίδαξε ο Αρισταίος, μια από τις πλέον αινιγματικές μορφές της αρχαιότητας, καρπός της ένωσης του Απόλλωνα με τη νύμφη Κυρήνη. Ο Ερμής τον παρέδωσε στις Ώρες και στη Γαία για να τον αναθρέψουν στάζοντας νέκταρ και αμβροσία στα χείλη του βρέφους, που έγινε έτσι αθάνατο! Όταν μεγάλωσε, οι Μούσες του δίδαξαν τη μαντική και την ιατρική. Από τις Νύμφες ο Αρισταίος έμαθε τέχνες όπως η μελισσοκομία, τις οποίες αργότερα τις δίδαξε ο ίδιος στους ανθρώπους.

Ο συμβολισμός της μέλισσας

Μέ­λισ­σες ο­νο­μά­ζο­νταν οι ιέ­ρειες της Δή­μη­τρας, ως τρο­φο­δό­τει­ρας θε­άς και προ­ε­στώ­σας της πολιτικής κοι­νω­νί­ας, με φυ­σι­κό σύμ­βο­λο την κυ­ψέ­λη. Μέ­λισ­σες ο­νο­μά­ζο­νταν επίσης οι ιέ­ρειες της Ε­φε­σί­ας Αρ­τέ­μι­δος. Ο αρ­χιε­ρέ­ας μά­λι­στα λε­γό­ταν Εσ­σήν που ση­μαί­νει «ο βασιλιάς των με­λισ­σών». Μέ­λισ­σα αποκαλούσαν και τη Σε­λή­νη, προ­στά­τι­δα της γέννησης. Μέ­λισ­σες αποκαλούσαν, τέλος, τις ψυχές που κα­τέρ­χο­νταν προς γέ­ννηση και ε­πρό­κει­το να ζή­σουν με δι­καιο­σύ­νη τη ζωή τους και να ε­πι­στρέ­ψουν πά­λι έχοντας εργαστεί όσα είναι αγαπητά στους θεούς.
Στα διάφορα Μυστήρια έπλεναν τα χέρια τους με μέλι α­ντί για νερό, για να είναι καθαρά από καθετί λυπηρό, βλαπτικό και ρυπαρό. Έκαναν δε με το μέ­λι καθαρμό της γλώσ­σας α­πό κα­θετί σφα­λε­ρό. Το μέλι έχει και κα­θαρ­τι­κή και συ­ντη­ρη­τι­κή δύ­να­μη· πράγ­μα­τι, πολλά προ­ϊ­ό­ντα μέ­νουν άσηπτα στο μέ­λι, και χρό­νια τραύ­μα­τα με το μέ­λι α­πο­λυ­μαί­νο­νται.
Στην Περ­σε­φό­νη, που έχει το προσωνύμιο Μελιτώδης, πρόσφεραν μέ­λι ως προ­στά­τι­δα των καρπών, συμ­βο­λο­ποιούσαν έτσι τη φυ­λα­κτική της ι­διό­τη­τα. Μερικοί ταυτίζουν το νέ­κταρ και την αμ­βρο­σί­α με το μέλι, αφού το μέ­λι είναι τροφή των θε­ών.
Η μέ­λισ­σα είναι ζώο φι­λε­πί­στρο­φο, παρά πο­λύ δί­καιο και γα­λή­νιο, γι’ αυτό και οι σπονδές από μέ­λι­ θεωρούνται νη­φά­λιες. Τα σμή­νη των μελισσών είναι α­κό­μα σύμ­βο­λο του α­ποι­κισμού. Όταν η μέ­λισ­σα με­τα­τί­θε­ται σε άλλο τό­πο, μα­θαί­νει όλα αυτά που α­φο­ρούν τη νέ­α της κα­τοι­κί­α πολύ γρή­γο­ρα και με με­γά­λη α­κρί­βεια.

Η θεά μέλισσα, ίσως συνδεόμενη με την Άρτεμη πάνω από τα θηλυκά κεφάλια. Χρυσές πλάκες, 7ος αιώνας π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο)πηγη
 Μέλισσα αποκαλούσαν και τη Σελήνη, προστάτιδα της γέννησης. Θεά με τη μορφή μέλισσας Μισή μέλισσα, μισή φτερωτή γυναίκα, μορφή της Μεγάλης Θεάς Μητέρας, που είχε σχέση με τη βλάστηση.  Η Πυθία, που την έλεγαν και Δελφία Μέλισσα και οι ιέρειες Θρείες έτρωγαν μέλι και αυτό τους έδινε την ικανότητα να προφητεύουν. 
  Μέλισσες ονομαζόταν και οι ιέρειες της Εφέσιας Άρτεμης θεάς της γονιμότητας και ο αρχιερέας ονομαζόταν «Εσσήν», που σημαίνει «ο βασιλιάς των μελισσών».
 Για την ε­τυ­μο­λό­γη­ση του ο­νό­μα­τος Μέ­λισ­σα, το Μέ­γα Ετυμολογικό Λεξικό πα­ρα­θέ­τει τα εξής εν­δια­φέ­ρο­ντα στοιχεία: «Πα­ρά το μέλ­λειν… η μέ­λισ­σα των ανθών τα χρη­σι­μώ­τα­τα συλ­λέ­γου­σα, το μέ­λι ποιεί, τα μεν καλά ε­κλέ­γου­σα, τα δε φαύλα α­πορ­ρί­πτου­σα».
Ποίημα του λυρικού ποιητή Ανακρέοντα από την Τέω, ο οποίος έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ.
Ο Έρωτας κάποτε δεν είδε τη μέλισσα
μες στα τριαντάφυλλα να κοιμάται
κι εκείνη τον τσίμπησε.
Τρυπημένος στο δάχτυλο ούρλιαξε.
Στην ωραία Αφροδίτη τρέχοντας πέταξε
κι είπε: «Χάθηκα, μάνα μου,
χάθηκα και πεθαίνω.
Φίδι με δάγκωσε μικρό, φτερωτό,
Που οι αγρότες μέλισσα το λεν».
Κι εκείνη του απάντησε:
«Αν το κεντρί μιας μέλισσας
πόνο σου φέρνει,
πόσο θαρρείς πως πρέπει να πονούν,
Έρωτα, όσοι τοξεύεις;»
 ΠΗΓΗ 
ΠΗΓΗ

West, Benjamin. 1738-1820

Αρκετοί καλλιτέχνες εμπνευσμένοι από το ποίημα του Θεοκρίτου, Κηριοκλέπτης, έχουν αποδώσει με τον δικό τους τρόπο αυτήν την σκηνή.
Εκέντρωσε μιά μέλισσα τον έρωτα τον κλέφτη
όταν της έκλεβε κερί μέσ’ από την κυψέλη,
κι όλα του τ’ ακροδάχτυλα τα βρήκε το κεντρί της.
Κι αυτός πονούσε ο δύστυχος κ’ εφύσαγε τα χέρια
κ’ εχτύπαγε τα πόδια του πηδώντας απ’ τον πόνο·
κ’ έτρεξε στη μητέρα του την όμορφη Αφροδίτη
πώς είν’ η μέλισσα μικρή κι όμως σκληρά πληγώνει.
Κ’ εγέλασ’ η μητέρα του και στράφηκε και τούπε:
Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις;
Έτσι μικρός είσαι και συ κ’ έτσι σκληρά πληγώνεις.
Θεοκρίτου Κηριοκλέπτης (Μετάφραση Ιωάννης Πολέμης)

Ὀδυσσέας Ἐλύτης (β)
– V –

Ποιό μπουμποῦκι ἀκόμη ἀνέραστο ἀπειλεῖ τὴ μέλισσα;
Ὁ ἄνεμος βρίσκει μιὰ παρέα φυλλώματα κυματιστά

Ἡ στεριὰ σκαμπανεβάζει

Στὸν ἀφρό τῶν χόρτων οἱ μουριές ἀνοίγουν τὰ πανιά –

Τὸ τελευταῖο ταξίδι μοιάζει μὲ τὸ πρῶτο-πρῶτο.

– VII –
Κάτω στῆς μαργαρίτας τὸ ἁλωνάκι

Στῆσαν χορό τρελλό τὰ μελισσόπουλα

Ἱδρώνει ὁ ἥλιος τρέμει τὸ νερό

Φωτιᾶς σουσάμια σιγοπέφτουνε

Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τὸν μελαψό οὐρανό! 


(Οδυσσέας Ελύτης,  Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ – Κορίτσι)
Το ‘να χέρι μου κρατεί

μέλισσα θεόρατη

τ’ άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει


Οδυσσέας Ελύτης, ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
 «Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν΄αρχινίσει

παιχνίδι 
 ούτε ζέφυρος καν τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.» 

  
(Οδυσσέας Ελύτης, ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ)
«Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες». 
   
 (Οδυσσέας Ελύτης, ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ)
«Λένε γι΄αυτόν που κάηκε μες στη ζωή, όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού τ΄ανάβρυσμα, για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθη»    

(Οδυσσέας Ελύτης, ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ)
«Τι γυαλόπετρες φούχτες, τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας.»
 Νικηφόρος Βρεττάκος  - Αυγουστιάτικος άνεμος(απόσπασμα)
  Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι
κάθεσαι και
δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,
δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,
ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις
φωτιά στην κυψέλη σου.
Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;
Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.»
(Νικηφόρος Βρεττάκος, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Τόμος 2ος, Εκδόσεις Θεμέλιο)

Ὁ Ἀγρὸς τῶν λέξεων- Νικηφόρος Βρεττάκος(απόσπασμα)
Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλούδι, ὅμοια κ' ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ' τὴ λέξη.

ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ-Νικηφόρος Βρεττάκος
Πριν έρθεις εσύ, ήρθαν οι μέλισσες
(σαν ένα σμήνος που αποκόπη απ΄ το φως)
με χαιρέτησαν.

Πριν έρθεις εσύ, όταν βγήκα στην πόρτα
Έστρεψαν όλα τα λουλούδια μαζί,
Με χαιρέτησαν

Πριν έρθεις εσύ, όσα δίνει ο ήλιος
Όλα τα είχα. Μούλειπε μόνον
Ένα χαμόγελο.
- Γιῶργος Σεφέρης (β)
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
- - - - - - τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἰναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἰναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ' αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιά τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ' τὸ φῶς.

Γιώργος Σεφέρης,  ΤΟ ΣΩΜΑ
«Τούτο το σώμα που έλπιζε σαν το κλωνί ν΄ανθίσει και να καρπίσει και στην παγωνιά να γίνει αυλός η φαντασία το βύθισε σε ένα βουερό μελίσσι για να περνά και να το βασανίζει ο μουσικός καιρός.»  
    Γιώργος Σεφέρης,  ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
«Γνώρισα τη φωνή των

παιδιών την αυγή πάνω σε πράσινες
πλα γιές ροβολώντας
χαρούμενα σα μέλισσες και σαν τις πεταλούδες με τόσα χρώματα.»   

 Γιώργος Σεφέρης, ΠΡΩΪ
Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία
     του φθινοπώρου
εδώ είναι τα τρεχάμενα νερά εδώ είναι ο κήπος
εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στα κλωνάρια
και κουδουνίζουνε στ’ αυτιά ενός βρέφους
και ο ήλιος να! και τα πουλιά του παραδείσου
ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ’ το φως.
  • «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα γιομάτη σπαρμένη μάγια!  Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε, Ούδ΄όσο κάνει η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι, Γύρου σε κάτι ατάραχο π΄ασπρίζει μες στη λίμνη,»   
(Διονύσιος Σολωμός, ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, Σχεδίασμα Β)
  • «Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα, και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα, λουλούδια μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι, άσπρα, γαλάζια, κόκκινα και κρύβουνε τη χλόη.»   

Μονάκριβή μου, Ναζίμ  Χικμετ- μετάφραση, Γιάννης Ρίτσος
Γυναίκα μου
Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά
Μέλισσά μου με τα μάτια πιο γλυκά απ' το μέλι
Τί κάθησα και σου 'γραψα πως ζήτησαν το θάνατό μου.
Γιάννης Ρίτσος (ε) ,Ὅταν ἔρχεται ὁ Ξένος (απόσπασμα)
- - - -Ἦταν μιὰ ριγηλή μικρή βουή μέσα σὲ κάθε δευτερόλεπτο, / σὰν τὸ φτερό μιᾶς μέλισσας δίπλα στὸ μάγουλο ἑνὸς λουλουδιοῦ, / κ' οἱ μέλισσες ἦταν πολλές στὸν κῆπο / καὶ μεῖς τόσο κοντά στὰ πράγματα ποὺ μέναμε ἀπόμακροι / καὶ δέ μπορούσαμε νὰ ἑνώσουμε μὲς στὴν ἰδέα τῆς μέλισσας τὸ κεντρί καὶ τὸ μέλι της – θυμόσαστε; 
 Γιάννης Ρίτσος: Ξύπνησες κοριτσάκι; (απόσπασμα)
 Μέλισσες τρυγάν, τρυγάν
τα ξανθόχρυσα λουλούδια
τα ξανθόχρυσα τραγούδια
και σου φτιάχνουν και σου φτιάχνουν
(άνοιξε το χέρι σου)
σου 'φτιαξαν το μέλι σου.

 Η κυρά των αμπελιών -Γιάννης  Ρίτσος (απόσπασμα)
Κυρά των αμπελιών
που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα
τα σπίτια των αϊτών και των τσοπάνων.
Πάνω στη φούστα σου ο Αυγερινός.
Δύο αγουροξυπνημένες μέλισσες
κρεμούσανε στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια
και τα πορτοκαλάνθη σου έφεγγαν
τη μαύρη την καμένη στράτα.

Μαρία  Πολυδούρη, Μακριά σου (απόσπασμα)
ΙΙ
Το γέλιο άνθισε και φώτισε το πρόσωπό μου
Η σκέψη ελευθερώθηκε και πετάει σαν πουλί
Οι φίλοι με ξανακέρδισαν 
και τους κέρδισα κι εγώ με τη σειρά μου
Δημιουργώ σαν τη μέλισσα
εκεί που είχα ξεχάσει πώς γίνεται το μέλι.
Πόσο όμορφη μάσκα διάλεξα στ' αλήθεια !

(Ανδρέας Κάλβος,  ΩΔΗ τετάρτη, Εις Σάμον)

«Μούσα το Ικάριον πέλαγος έχεις γνωστόν. Να η Πάτμος, να αι

Κορασσίαι, κ΄η Κάλυμνα που τρέφει τας μελίσσας με΄αθέριστα

άνθη.»    

ΠΗΓΗ 
 Αυτοσυντήρηση-Κική Δημουλά (απόσπασμα)
 Όμως θα πρέπει να 'ταν άνοιξη
για και μέλισσες βλέπω
να πετούν γύρω απ΄ αυτή τη μνήμη,
με περιπάθεια και πίστη
να συνωστίζονται στον κάλυκά της.
Κική Δημουλά, ΓΑΣ ΟΜΦΑΛΟΣ-(απόσπασμα) «Ενθουσιώδους παρακμής χειροκροτήματα, μπιζάρουν μέλισσες και άλλα βομβώδη μελιστάλακτα κεντριά, αιώρησης κάνιστρα με φρεσκοκομμένες πεταλούδες, ραίνουν την πρωταγωνίστρια ερμηνεία τους.»    
 ΣΑΠΦΩ
Δέν θέλω ἐγώ οὔτε τό μέλι οὔτε τή μέλισσα.
Ἄς πάρουν οἱ ἄνεμοι κι οἱ ἔγνοιες του ἐκεῖνον
πού θέλησε νά μέ πληγώσει. Ἔ, δέν εἶναι
ὀργίλη κι ἐκδικητική μά ἁγνή ἡ ψυχή μου.
Δέν θ’ ἀγγίξω ὅμως καί τόν οὐρανό, τόσο κοντούλα!
Ὥς πότε πιά παρθένα θ’ ἀπομένω;



 

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Joyce Mansour, Kραυγές, Σπαράγματα, Όρνια

Joyce Mansour, Kραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, απόδοση Έκτωρ Κακναβάτος, εκδόσεις Άγρα, 1994

Joyce Mansour. Γεννήθηκε στην Αγγλία, από Αιγύπτιους γονείς [1928-1986], ήταν πρωταθλήτρια της Αιγύπτου στα 100 μέτρα, ικανή ιππεύτρια, και με ρεκόρ στο βάδην και στο άλμα σε ύψος. Όταν εγκατέλειψε τον αθλητισμό στα είκοσί της χρόνια άρχισε να γράφει ποίηση. Οι «Κραυγές» της μάγεψαν τον Αντρέ Μπρετόν που επικοινώνησε μαζί της ενόσω ήταν ακόμα στην Αίγυπτο. Σαν πήγε στο Παρίσι με το σύζυγό της, έγιναν αχώριστοι με τον ακαταμάχητο πατέρα του υπερρεαλισμού.

Ο σύζυγός της Samir Mansour καταθέτει πως ήταν λυτρωμένη από τις υλικές μέριμνες, δεν ήξερε να βράσει ούτε αβγό, ήταν ιδιαιτέρως προσηλωμένη στις δραστηριότητες των φίλων της, δεν διέθετε καμία πειθαρχία στο γράψιμο και δεν έδινε εικόνα συγγραφέα. Ο ίδιος δεν την είχε δει ποτέ του να γράφει, τα χειρόγραφά της τα έδινε στο γιο της, για να της διορθώσει τα ορθογραφικά.
Η «μικρή μάγισσα» κατάφερε «να μαυλίσει τους τελευταίους μεγάλους υπερρεαλιστές», γράφτηκε μετά το θάνατό της, στα πενήντα οχτώ της χρόνια, από καρκίνο του στήθους. Η ποίησή της είναι ακαριαία, αφορά αποκλειστικά όσους αντέχουν το σώμα σε όλες του τις σαρκικές υπερβολές, με όλα του τα πάθη, σε αυτούς που μπορούν να κοιτάξουν τον υπερρεαλισμό ως ένα είδος υλοποιημένου, μερικές φορές τερατόμορφου, ερωτισμού.
Διαβάστε περισότερα /ΕΔΩ

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου ~ Joyce Mansour

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Μαλλιά μπερδεμένα
Αιδοία γαντζωμένα
Με το στόμα σου για προσκεφάλι

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
Δίχως να μας χωρίζει ανάσα
Δίχως λέξεις να μας περισπούνε
Δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
Δίχως ρούχα.

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
Συσπασμένη και ιδρωμένη
Λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
Απ’ την αδράνεια φαγωμένη
Της έκστασης τρελή
Πάνω στον ίσκιο σου νά ‘χω ξεμείνει
Καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου

Για να πεθάνω ανάμεσα στα δόντια του λαγού
Τα σάπια
Ευτυχισμένη.

Μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος 
 ΚΡΑΥΓΕΣ

~ Joyce Mansour

Αγαπώ τις κάλτσες σου . . .
Το μπηγμένο καρφί στο ουράνιο μάγουλό μου
Άσε με να σ' αγαπώ
Ξέχασέ με
Μην τρώτε τα παιδιά των άλλων
Οι τυφλές μηχανουργίες των χεριών σου
Άνθρωπο άρρωστο από χίλιους λόξυγκες
Σ' ανασηκώνω στα χέρια μου
Σε είδα μέσα απ' το κλειστό μου μάτι
Γυναίκα όρθια εξαντλημένη μαδημένη
Κάλεσέ με μέ το τελευταίο μου όνομα
Ο άνθρωπος που αμύνεται
Ήμουν δειλή στο θάνατό του
Το κενό στο κεφάλι μου επάνω
Χτες το βράδυ είδα το πτώμα σου
Φτερά παγωμένα
Ένας γέρος κι' η γριά του . . .
Σ' αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι
Περίμενέ με
Καθισμένη στο κρεβάτι μ' ανοιχτές τις γάμπες
Εγωιστικά μ' αγαπάει εκείνη
Δεν είναι από λάθος μου . . .
Θέλεις την κοιλιά μου για να τρέφεσαι
Στην ακτή που μαντεύουμε . . .
Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Μ' αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Ένα χταπόδι γλυκερό και χρυσαφένιο
Η αμαζόνα έτρωγε το τελευταίο της στήθος
Οι φτερωμένες γάμπες της καμπούρας γριάς
Θα ψαρεύω την άδεια ψυχή σου
Είμαι κουρασμένη
Καλοκαθόσουνα
Πίθηκε που 'πιθυμάς μια σύζυγο άσπρη
Ο λαιμός σου κομμένος
Νέγρα νεκρή στην άσπρη άμμο
Ασάλευτα καπούλι με καπούλι
Φοβάται ταράζεται
Οι μύγες πάνω στο κρεβάτι
Η σκιά σου χωρίς στόμα
Μέσα στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου
Η ανάσα σου μέσα στο στόμα μου
Πόσοι έρωτες έκαναν να κραυγάζει . . .
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
Το μικρό κορμί σου ισχνό . . .
Πυρετός το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Μια γυναίκα παρίστανε τον ήλιο
Να σε προκαλούν τα στήθια μου
Τα βίτσια των αντρών
ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ

~ Joyce Mansour

Κάλεσέ με να περάσω . . .
Υπάρχει αίμα στο κροκάδι του αυγού
Εξήγησα στη ριγωτή γάτα
Δεν υπάρχουν λέξεις
Μια φωλιά σπλάχνων
Είδα τις ηλεκτρικές κόκκινες τρίχες . . .
Ζούσαμε κολλημένοι στο ταβάνι
Ένας άντρας αναπαυόταν . . .
Είμαι η νύχτα
Όλα τα πρωινά ένας ξαναμμένος αετός
Κορμί μικρό κακοκαμωμένο
Το γέλιο μου πετάει ψηλά
Πώς ν' άλαφρώσω . . .
Είδα τη γαλάζια αλογότριχα . . .
Παιδούλα που κλαίει στο κρεβάτι της
Στις σκοτεινές της απελπισιάς σπηλιές
Τρεις χοντρογυναίκες κ' ένας γέρος άντρας
Άνοιξε της νυχτός τις πόρτες
Το κόκκινο σεντόνι
Το κίτρινο ανάψανε
Ωσάν αυγό μες σε κλουβί ...
Τα 8 σχεδιάζονται
Ανάμεσα στ' αδέξια χέρια του
Το μυαλό μου φύρανε
Σιωπή γιατί ο ίσκιος . . .
Μες στων νεκρών τα στόματα
Ο θάνατος είναι μια μαργαρίτα πού κοιμάται
Πόδια γυμνά ώς τον λαιμό
Μια γυναίκα γονατισμένη . . .
Θέλω να φύγω δίχως αποσκευές για τα ουράνια
Στο δωμάτιό σου στολισμένο . . .
Μη χρησιμοποιείτε σαν δόλωμα
Ανεβείτε μαζί μου τα σκαλιά που κατεβάζουν
Ένα πόδι χωρίς παπούτσι
Χόρευε μαζί μου μικρό βιολοντσέλο
Πόδια σφιχτοδεμένα
Ένα χέρι φύτεψα παιδιού
Της θυρωρίνας μου το θολωμένο μάτι
Βαρέθηκα τα ποντίκια
Χτυπά το τηλέφωνο
Μες στη γαλάζια κλινική . . .
Η παλίρροια φουσκώνει . . .
Οι σπασμοί που δονούνε το παχύ κορμί σου
Άνοιξε το δίχως χείλια στόμα του
Ζυγίσανε τον λευκασμένο με άσβεστη άντρα
Πέταξες τα μάτια μου στη θάλασσα
Το πρόσωπό μου φωτίζεται . . .
Δεν θέλω πια το φρόνιμο σου πρόσωπο
Πλατάγιζαν τα ρουθούνια σου
Τη νύχτα είμαι το αλάνι . . .
Κυματίζανε βιολιά σε ουράνια σκούρα
Είσαι ανήσυχη αδελφή μου;
Η κρυφή γραφή
Ψυχή μου κλάψε που η γη είναι γυμνή
Το νερό γουγλουκίζει κάτω
Μου 'δωσε κύπελλα από αλάβαστρο
Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Τι είναι το χέρι μου;
Το πτώμα της γιαγιάς μου
Η ροδαλή μεμβράνη
Βρήκα ένα μανδραγόρα
Θυμήσου
Μια σταγόνα από κοράλλι
Η θύελλα χαράζει περιθώριο ασημένιο
Ένα ποντίκι
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
Βρέχει μες στο γαλανό κοχύλι που 'ναι η πόλη
Τη νύχτα είμαι βατράχι
Θυμάμαι τη μήτρα της μητέρας μου
Μια τριανταφυλλιά σκαρφαλώνει . . .
Σας είδα αγκαλιασμένους μες στον άνεμο
Άκουσέ με
ΟΡΝIΑ

~ Joyce Mansour

Ο ΘΩΡΑΚΑΣ
ΡΑΒΔΟΜΑΝΤΕΙΑ
Δεν την ξέρω την κόλαση
ΑΡΑΒΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
PERICOLOSO SPORGERSI
Κοίτα, είμαι αηδιασμένη από τους άντρες
Ονειρεύομαι τα σιωπηλά σου χέρια
Θα κυλιέμαι κατά σένα
Θα γράψω με δυο χέρια
Πνιγμένη σε βυθό ανιαρού ονείρου
Τα χέρια σου κορφολογούσανε
Προχωρείς επάνω στο ξυλένιο σου άλογο
Κατρεφτιζόμουνα στη βούρτσα των νυχιών μου
Δεν γνωρίζεις το νυχτερινό μου πρόσωπο
Ξέρεις ακόμα το γλυκερό άρωμα των φυτειών
Η ΜΥΩΠΙΑ ΤΩΝ ΔΙΧΩΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Η κουτοκουκουβάγια των σκοτεινών δασών
Υπάρχει
Η μέλισσα που τον καιρό της χάνει
ΛΕΙΑ ΤΟΥ MACADAM
Κάνεις γκριμάτσες και μαδιέται η
Ο ρυθμός του χρήματος
Δεν είναι από λάθος μου
Πρέπει το πουλί . . .
Ο δρόμος σέρνεται . . .
Αφότου σε γνώρισα
ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΝΗΜΕΣ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΚΥΝΟΚΕΦΑΛΟΙ
ΚΑΝΟΝΑΣ ΖΩΗΣ
ΤΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙ
Υπάρχει μια γριά πάνω στο δρόμο
Η μυρωδιά της δικαιοσύνης
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΠΟΔΙΑ
ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
LITTLE ROCK
Σ' εξαπάτησα αγαπητέ ανόητε
Ο ΕΞΟΛΚΕΑΣ
ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ
Τι κάνεις όταν το χρήμα . . .
Θα κάνομε πέρα τα πτώματα
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΟΜΟΡΦΟ ΤΕΡΑΣ
Χιονίζει όμορφη μάσκα
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ
ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΣ ΟΜΙΧΛΗΣ

Μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος
 ΟΛΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ…

~ Joyce Mansour

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σου διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται
κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.
Τζόυς Μάνσουρ, 1928-1986(μτφ. Έκτωρ Κακναβάτος), 
“Κραυγές' (επιλογή), στον τόμο :δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, (επιμ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου), Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1980
**
Άσε με να σ’αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’το παχύ σου αίμα
το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.
O Κακναβάτος σημειώνει για το έργο της Μανσούρ τα εξής: «Εκείνο που δεσπόζει στην ποίησή της είναι η δίχως μεταπτώσεις αναφορά της στο χαοτικό διάστημα ανάμεσα Έρωτα και Θανάτου… που εκδηλώνεται όχι σπάνια σε τόνους ντελίριου. Φτάνει στο σημείο να ωθήσει τον έρωτα σ’ επίθεση, ρίχνοντάς τον πάνω στα τείχη του θανάτου, να τα παραβιάσει, να εισβάλλει στην ενδοχώρα του. Ο οραματισμός της, γι’ αυτό δεν ορρωδεί μπροστά στο μακάβριο: ωθεί την ερωτική αναζήτηση, την ερωτική έλξη και επαφή να συνεχίζεται ανάμεσα στους ενταφιασμένους, εκεί, μέσα στον τάφο, ενώ η σήψη προχωρεί ραγδαία, και όχι ανάμεσα στις ψυχές τους που διέφυγαν σε κάποια ουράνια ενδιαιτήματα που θέλει μια άλλη μεταφυσική εξαλλοσύνη, στους αντίποδες της δικής της.
 Θέλει τον έρωτα να διαπερνά το θάνατο πέρα για πέρα διότι βλέπει το θάνατο ακατανίκητο δόκανο να πολιορκεί τον έρωτα σαν να’ ναι το περίγραμμά του. Τον έρωτα διαπερατό από τον θάνατο. Τον θάνατο διαμπερή από τον έρωτα. Τον έρωτα εντεταγμένο στους κώδικες της μορφογένεσης. Τον θάνατο φάση της ανακύκλωσης των μορφών. Και είναι γι’ αυτό η ποιήτρια πληγωμένη, είναι μελαγχολική, είναι πικρή, είναι αηδιασμένη, είναι δραματική, είναι χλευαστική, είναι αναστατωμένη, είναι επαναστατική… 
Και είναι ασύστολη. Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος»