Σελίδες

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

Κώστας Ουράνης -Ποιήματα




Τῆς ἀγάπης


Νά ῾ξερες πῶς λαχτάριζα τὸν ἐρχομό σου, Ἀγάπη
ποὺ ἴσαμε τὰ σήμερα δὲ σ᾿ ἔχω νιώσει ἀκόμα,
μὰ ποὺ ἔνστικτα τὸ εἶναι μου σ᾿ ἀναζητοῦσεν, ὅπως
τὴ γόνιμη ἄξαφνη βροχὴ τὸ στεγνωμένο χῶμα!


Πόσες φορὲς ἀλίμονο! δὲ γιόρτασα, θαρρώντας
πὼς ἐπιτέλους ἔφτασες, Ἐσὺ πού ῾χες ἀργήσει:
Σὰ μυγδαλιά, ποὺ ἡλιόλουστες ἡμέρες τοῦ χειμῶνα
τὴ ξεγελᾶνε, βιάζονταν κι ἐμὲ ἡ ψυχὴ ν᾿ ἀνθίσει.

Μὰ δὲν ἐρχόσουνα ποτὲς καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα,
τ᾿ ἄνθια σωριάζονταν στὴ γῆς ἀπὸ τὸν κρύο ἀγέρα
κι εἶναι ἡ ψυχή μου πιὸ γυμνὴ παρὰ προτοῦ ν᾿ ἀνθίσει
καὶ σήμερα, ποὺ ἡ Νιότη μου γέρνει ἀργὰ στὴ δύση,
τοῦ ἐρχομοῦ σου σβήνεται κι ἡ τελευταία ἐλπίδα:
-Φοβᾶμαι πὼς ἐπέρασες, Ἀγάπη καὶ δὲν σ᾿ εἶδα!...

Art, Prashanta Nayak
Ἐρωτικὰ IV
Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ τὴ ζωή σου
ἦρθα σὰν ἥλιος νὰ φωτίσω:
τὸ φῶς στὰ μάτια μου
ποὺ λάμπει δικό σου
-καὶ σ᾿τὸ στέλνω πίσω!

Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου
ἂν ἔχω ἀνοίξει διάπλατη τὴ θήρα,
τὸ μυστικὸ χρυσὸ κλειδί της
ἀπὸ τὸ χέρι σου τὸ πῆρα.


Κι ἂν ἀπ᾿ τὰ βάθη ἑνὸς ληθάργου
βγῆκα, σ᾿ ἐσένα τὸ χρωστάω,
σ᾿ ἐσένα τοὺς χυμοὺς ποὺ νοιώθω,
τὴ νέα γλῶσσα ποὺ μιλάω!



Ἡ ἀγάπη
Ἄ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ
καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα·
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ,
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.

Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό,
τὰ μάτια ποὺ κουράστηκαν στοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε,
κι ὅταν γελώντας νὰ τῆς πεῖς θὰ σὲ ρωτήσει: «ποιὰ εἶμ᾿ ἐγώ;»
ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸ σκίρτημα θὰ καταλάβεις ποιά ῾ναι.

Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ.
Κλειστὰ ὅλα νά ῾ναι, θὰ τὴ δεῖς ἄξαφνα μπρός σου νὰ βρεθεῖ
κι ἀνοίγοντας τὰ μπράτσα της πρώτη θὰ σ᾿ ἀγκαλιάσει.

Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς,
καὶ σὰν φανεῖ τρέξεις σ᾿ αὐτήν, κι ἐμπρὸς στὰ πόδια της συρθεῖς,
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ, - ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.


Art, Prashanta Nayak
Ζωή

Κάποιες φορές, σὰ βράδιαζεν ἀργὰ στὴν κάμαρά μας,
τ᾿ ὠχρὸ κεφάλι γέρνοντας στὴν ἀγκαλιά μου ἀπάνω
καὶ μὲ θλιμμένο ἀνάβλεμμα στυλὰ κοιτάζοντάς με,
«θὰ μὲ ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σὰν πεθάνω;»

Δὲ σ᾿ ἀπαντοῦσα. Τὴ φωνὴ τὴν πνίγαν οἱ λυγμοί μου,
κι᾿ ἕσφιγγα μὲ παροξυσμὸ τ᾿ ἀδύνατο κορμί σου,
σὰ νά ῾ θελᾳ μὲς στὴ ζωὴ νὰ σὲ κρατήσω ἐνάντια
στὸ Χάρο, γιά, ἂν δὲν μπόραγα, νὰ πήγαινα μαζί σου.

Γιατ᾿ ἤσουν ὅλη μου ἡ ζωή, χαρά της καὶ σκοπός της,
κι᾿ ὅσο κι᾿ ἂν ἐστρεφόμουνα πίσω στὰ περασμένα
δὲν ἔβλεπα, δὲν ἔνιωθα κοντά μου ἄλλη ἀπὸ σένα.

Μοῦ φαίνονταν ἀδύνατο δίχως ἐσὲ νὰ ζήσω.
Καὶ τώρα ποὺ μὲ ἄφησες, μὲ φρίκη ἀναλογιέμαι
τὸ θάνατό σου, ἀγάπη μου, πὼς πάω νὰ συνηθίσω.


Art, Prashanta Nayak
Κώστας Ουράνης, Πάψετε πια...

Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε,
κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια:
το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!

Τι; Πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη
στις μίζερες τις έγνοιες μας και τις φτηνές χαρές μας
και στην πιστή τη σύντροφο, που σαν ιστόν αράχνης 
ύφαινε την αγάπη της γύρω από τη ζωή μας;

Πάλι να ξέρουμε από πριν το αύριο τι θά' ναι
και να μη νιώθουμε καμιά λαχτάρα να ανατείλει,
πάλι σαν τους ανήλιαστους καρπούς που μαραζώνουν
και πέφτουν σάπιοι καταγής να μοιάζουν τα όνειρά μας;

H τόλμη αφού μας έλειψε (και θα μας λείπει πάντα!)
να βγούμε, μόνοι, απ' τη στενή και τη στρωτή μας κοίτη,
κι ελεύτεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή του κόσμου,
τους αγνώστους να πάρουμε και τους μεγάλους δρόμους,

μ' ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο χώμα
και την ψυχή μας ριγηλή σα φυλλωσιά στην αύρα,
τουλάχιστο ας μη χάσουμε την ευκαιρία τώρα
το παίγνιο να γίνουμε των άγριων κυμάτων
κι όπου το φέρει!
Ως πλόκαμοι μπορούν να μας τραβήξουν
τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη,
μια και μπορούν, στη φόρα τους, να μας σηκώσουν τόσο
ψηλά-που με το μέτωπο ν' αγγίξουμε τ' αστέρια!...


Art, Prashanta Nayak
Ἐρωτικό

Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ
ἂν θὰ σ᾿ ἀγαπῶ
ἴσαμε νὰ φτάσω στὴ στερνὴ τὴν ὥρα
ὅπως, κι ὅσο, τώρα·
Οὔτ᾿ ὁ ἔρωτάς μου ποὺ σὰ ρόδο ἀνθεῖ,
ἂν θὰ μαραθεῖ
πάλι σὰν τὸ ρόδο ποὺ τὸ καίει τὸ θέρο,
δὲν μπορῶ νὰ ξέρω.
Ὅ,τι ξέρω εἶναι πώς, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα
πού ῾γινες δική μου
ἄνοιξαν κλεισμένες πύλες -καὶ τὸ θαῦμα
μπῆκε στὴ ζωὴ μου·
Ὅλα ἀλλάξαν ὄψη ἀπ᾿ τὸ φῶς ποὺ ἐντός μου
σκόρπισε ἡ χαρά,
σὰν στὰ βαλτοτόπια ποὺ τὰ πλυμμυρίζουν
ζωντανὰ νερά.
Ἔχω πιὰ ξεχάσει ὅσα νοσταλγοῦσα
κι ὅ,τι εἶχα ποθήσει:
Τώρα μὲ φτερώνει μία καινούρια νιότη
ποὺ δὲν εἶχα ζήσει.
Τὴ ζωὴ τὴ βλέπω σάμπως μέσ᾿ ἀπό ῾να
μαγικὸ γυαλὶ
κι ἀπ᾿ ὅ,τι ζητοῦσα μοῦ ῾δωσ᾿ ἡ ἀγάπη
τόσο πιὸ πολύ,
ποῦ νὰ λέω ἂν ὅπως ἦρθε μίαν ἡμέρα
φύγει πάλι πίσω
κι ἀπομείνω μόνος, κι ὅπως ἤμουν πρῶτα,
-κάλλιο νὰ μὴν ζήσω.
Το ηλιοβασίλεμα
  ( Ουράνης Κώστας)

"Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει
και τ' ουρανού τα σύννεφα χίλιες βαφές αλλάζουν,
πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζες,
κι ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο αποσπερίτης.

Την πύρη του καλοκαιριού τη σβήει γλυκό αγεράκι,
που κατεβάζουν τα βουνά, που φέρνουν τ' ακρογιάλια.
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γερο-πεύκος
και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει.

Η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια,
και μ' αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει.
Θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν,
τα ζάλογκα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι,
κι οι κάμποι γύρω οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιαζουν
  Κώστας Ουράνη, Πότε θ' ανοίξουμε πανιά

Πότε θ' ανοίξουμε πανιά για τα Νησιά του Νότου,

πότε το ρου θ' ανέβουμε του ποταμού Αμαζόνα;
-Καιρός μας πια να πάψουμε να βλέπουμε μπροστά μας
των ίδιων πάντα λιμανιών τη νυσταγμένη εικόνα!

Ας σβήσει η νέα μας ορμή (σα βήματα στον άμμο
από το κύμα) την παλιάν, ασάλευτη ψυχή μας!
Σημαία υψώστε την ψυχή στο πιο αψηλό κατάρτι:
δεν είναι αλήθεια ότι ήρθαμε αργά στην εποχή μας!

Μπορούμε ακόμα μια ζωή να ζήσουμε καινούργια,
αντίς να μαραζώνουμε σαν τον κομμένο δυόσμο:
φτάνει να κάνουμε πανιά σαν τους Θαλασσοπόρους
που, μια πατρίδα αφήνοντας-έβρισκαν έναν κόσμο!

Περαστικές

Γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἕνα τραῖνο
τὴ στιγμὴ ποὺ κινοῦσε γι᾿ ἄλλα μέρη·
γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἄλλου χέρι
μὲ γέλιο νὰ περνᾶτε εὐτυχισμένο·
γυναῖκες, σὲ μπαλκόνια νὰ κοιτᾶτε
στὸ κενὸ μ᾿ ἕνα βλέμμα ξεχασμένο,
ἢ ἀπὸ ἕνα πλοῖο σαλπαρισμένο
μ᾿ ἕνα μαντήλι ἀργὰ νὰ χαιρετᾶτε:
νὰ ξέρατε μὲ πόση νοσταλγία,
στὰ δειλινὰ τὰ βροχερὰ καὶ κρύα,
σᾶς ξαναφέρνω στὴν ἀναμνησή μου,
γυναῖκες, ποὺ περάσατε μίαν ὥρα
ἀπ᾿ τη ζωή μου μέσα -καὶ ποὺ τώρα
κρατᾶτε μου στὰ ξένα τὴν ψυχή μου!

Ταξίδι στα Κύθηρα ( Ουράνης Κώστας)

"Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,

μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης-του έρωτα τη θριαμβική θεά.

Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!...
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν

και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο"
TOO LATE
Κι αν στέλνουμε μηνύματα με τ' άσπρα
που αφήνουμε να φεύγουν περιστέρια,
κι αν μπρος στις Παναγιές τις Ελεούσες
δεητικά υψώνουμε τα χέρια,
τους δρόμους τους σκεπάσανε τα χιόνια
και κλείσανε σαν πύλες οι ουρανοί:
αν είταν (που δεν είταν!) κάτι να 'ρθει,
τώρα πια είναι αργά για να φανεί.

Α! τι δειλοί - και πόσο γελασμένοι
εβγήκαμε σε όλα στη ζωή μας:
γι' ασφάλεια κυκλωθήκαμε με τείχη
- και γίνανε τα τείχη φυλακή μας.
Εμπρός στης Προσδοκίας το κατώφλι,
περάσαμε τα νιάτα μας ορθοί
- ενώ είτανε μέσα μας το θάμα
που τόσο λαχταρούσαμε να 'ρθει!...

Δὸν Κιχώτης

Ἀτσάλινος καὶ σοβαρὸς ἀπάνω στ᾿ ἄλογό του
τὸ ἀχαμνό, τοῦ Θερβαντὲς ὁ ἥρωας περνάει,
καὶ πίσω του, τὸ στωικὸ γαϊδούρι του καβάλα
ὁ ἱπποκόμος του ὁ χοντρὸς ἀγάλια ἀκολουθάει.
Αἰῶνες ποὺ ξεκίνησε κι αἰῶνες ποὺ διαβαίνει
μὲ σφραγισμένα ἐπίσημα, ἑρμητικὰ τὰ χείλια
καὶ μὲ τὰ μάτια ἐκστατικά, τὸ χέρι στὸ κοντάρι,
πηγαίνοντας στὰ γαλανὰ τῆς Χίμαιρας βασίλεια...
Στὸ πέρασμά του ἀπ᾿ τοὺς πλατειοὺς τοῦ κόσμου δρόμους, ὅσοι
τὸν συντυχαίνουν, γιὰ τρελλὸ τὸν παίρνουν, τὸν κοιτᾶνε,
τὸν δείχνει ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ - κι εἰρωνικὰ γελᾶνε
Ὦ ποιητή! παρόμοια στὸ διάβα σου οἱ κοινοὶ
οἱ ἄνθρωποι χασκαρίζουνε. Ἄσε τους νὰ γελᾶνε:

οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶν μπροστὰ κι οἱ Σάντσοι ἀκολουθᾶνε!


ΔΕΙΛΙΝΑ ΠΕΝΘΗ
Την ώρα που το σούρουπο το φθινοπωρινό
καθίζει εφιαλτικό, ψυχρό στην πολιτεία,
που οι καμπάνες, μακρυνές, καλούν σ' Εσπερινό
κι απλώνεται στις κάμαρες μια νεκρική ησυχία,
ο νους μου πάει στους γέροντες και στα ορφανά παιδάκια,
που ως την ψυχή τους κάθεται το παγερό σκοτάδι,
στις πόρνες όπου βγαίνουνε και παίρνουν τα σοκάκια,
άθλιες μέσα στη βροχή και μόνες μεσ' στο βράδυ∙
σ' εκείνους που δε γνώρισαν ποτές την ευτυχία,
στους έρημους και μοναχούς στη μαύρη πολιτεία,
στους νοσταλγούς κάποιας ζωής που πια είναι περασμένη∙
και πιότερο στους άρρωστους που λυώνουν στα κρεβάτια
και που, θαμποί κι αμίλητοι, στηλώνουνε τα μάτια
στην πόρτα τους, σα ν' άκουσαν Κάποιος σιγά να μπαίνει…


Τελευταία σχεδιάσματα 
(Ουράνης Κώστας)
  (
απόσπασμα
...)

Καρπό δεν έκοψα κανέναν
από το δέντρο της ζωής,
μονάχα μάζεψα ό,τι βρήκα
να 'ναι πεσμένο καταγής...

Τώρα γυρίζω και κοιτάζω
και τη ζωή αναμετρώ:
-πόσο μεγάλη ήταν η φόρα,
-πόσο το πήδημα μικρό!
Κώστας Οὐράνης (Λεωνίδιο 1890 - Ἀθήνα 1953): ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστὴς καὶ δημοσιογράφος.
Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ποῦμε ὁ τελευταῖος ρομαντικὸς τῶν Γραμμάτων μας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης. Γλυστρώντας πάνω ἀπ᾿ τὰ κύματα τῆς λύπης, ποὺ ἦταν ὁλόκληρη ψυχική, ἀντιπαρέρχονταν τὴν καθημερινότητα, ξέφυγε τὴν πεζολογία τῶν πρακτικῶν ἡμερῶν καὶ μετατοπίζονταν σὲ μία περιοχὴ καμωμένη ἀπὸ τὸ δικό του κλίμα, ὅπου ἡ νοσταλγία του εὕρισκε τροφὴ καὶ ἡ θλίψη τοῦ διέξοδο. Ἂν διέφερε σὲ κάτι ἀπὸ τοὺς ρομαντικούς, ἦταν πὼς οἱ μετατοπίσεις, ἡ φυγή του, ὁ ἀποδημητισμός του, δὲν πραγματεύονταν μόνο στὴ φαντασία. Τὰ ζοῦσε, τὸ ταξίδι καὶ τὴν ἀλλαγή. Ἡ φυγὴ γίνονταν πραγματοποιημένο τραγούδι, μιὰ ζῶσα μεταρσίωση ἀνάμεσα στὴν ὀνειροπόληση ποὺ προηγεῖτο καὶ στὴν νοσταλγία ποὺ ἀκολουθοῦσε.
 Ὁ Οὐράνης ταξιδεύει καὶ μᾶς ταξιδεύει μέσα στὸν κόσμο τοῦ ἀνεκπλήρωτου γιατὶ ὁ
ὅρος τῆς ἐκλήρωσης τοῦ πόθου του εἶναι νὰ μὴν ἐκπληρωθεῖ.
Νιάρχος ΚώσταςΨευδώνυμο: Ουράνης Κώστας(1890-1953)
Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του/εδώ