Θα 'ρθω κοντά σου ''κάποτε''
Δεν θα χρειαστεί ν' ανοίξεις την πόρτα για να με υποδεχτείς
ανεπαίσθητα θ'αγγίξω το όστρακο σου και θα μπω.
Δεν θα σου λένε τίποτα σημαντικό τα μάτια μου
τα χέρια μου θα' ναι σαν και πάντα τους αβέβαια
όπως των αγαλμάτων
που όλο θαρρείς πως ζωντανεύουν
κι όλο γυρνούν στην πέτρα.
Θα σου προσφέρω μια χούφτα φως
του χαμένου Παραδείσου και θα σβήσω μέσα σου
αφήνοντας ένα βαθύ σημάδι...
Να σου θυμίζει για πάντα πως από εδώ
πέρασε ''κάποτε'' η φωτιά του Ερωτα μας.(Μαρία Λαμπράκη)
Μανόλης Αναγνωστάκης. [Εκεί…]Δεν θα χρειαστεί ν' ανοίξεις την πόρτα για να με υποδεχτείς
ανεπαίσθητα θ'αγγίξω το όστρακο σου και θα μπω.
Δεν θα σου λένε τίποτα σημαντικό τα μάτια μου
τα χέρια μου θα' ναι σαν και πάντα τους αβέβαια
όπως των αγαλμάτων
που όλο θαρρείς πως ζωντανεύουν
κι όλο γυρνούν στην πέτρα.
Θα σου προσφέρω μια χούφτα φως
του χαμένου Παραδείσου και θα σβήσω μέσα σου
αφήνοντας ένα βαθύ σημάδι...
Να σου θυμίζει για πάντα πως από εδώ
πέρασε ''κάποτε'' η φωτιά του Ερωτα μας.(Μαρία Λαμπράκη)
«Εκεί θα τα βρεις.
Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ που θα πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
Θ’ ανοίξεις το δωμάτιο
Θ’ ανοίξεις τα παράθυρα στο φως
Ζαλισμένα τα ποντίκια θα κρυφτούν
Οι καθρέφτες θα λάμψουν
Οι γλόμποι θα ξυπνήσουν απ’ τον άνεμο
Εκεί θα τα βρεις
Κάπου — απ’ τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
Απ’ τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα,
Καρφίτσες στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,
Μισοκαμένα ξύλα, τιμόνια καραβιών.
Θα μείνεις λίγο μέσα στο φως
Ύστερα θα σφαλίσεις τα παράθυρα
Προσεχτικά τις κουρτίνες
Ξεθαρρεμένα τα ποντίκια θα σε γλείφουν
Θα σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες
Θ’ ακινητήσουν οι γλόμποι
Κι εσύ θα πάρεις το κλειδί
Και με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
Θ’ αφήσεις να κυλήσει στον υπόνομο
Βαθιά βαθιά μες στα πυκνά νερά.
Τότε θα ξέρεις.
(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος νακρύψουμε το πρόσωπό μας).»