Η μνήμη πεταλούδα/ πάνω στον καθρέφτη/
δεν ξέρει αν κοιτάζει/
το είδωλό της ή μιαν άλλη/
όμοια πεταλούδα
Γιώργης Παυλόπουλος / Η έρημος και ο καθρέφτης
Υπάρχει, λένε, στην έρημο ένας καθρέφτης.
Αν πας εκεί και κοιτάξεις
θα ιδείς σε μια στιγμή
το αληθινό σου πρόσωπο
τις μορφές που άλλαξες στα χρόνια που περάσαν
θα ιδείς τους άλλους που ήσουν εσύ
και τους λησμόνησες και χάθηκαν
μέσα στου εαυτού σου το σκοτάδι.
Μα εγώ που πήγα εκεί σας λέω
κανένας καθρέφτης δεν υπάρχει.
Η έρημος είναι ο καθρέφτης
και τίποτα δεν προφτάνεις να κοιτάξεις.
Φυσάει εκεί όλο φυσάει
το πρόσωπό σου τρίβεται γρήγορα όπως ο άμμος
χάνεις τα μάτια σου
και δεν θα ιδείς ποτέ ποιος ήσουν.
Ἡ λέξη
Τυφλὸς ἀπὸ χρόνια
πάλευε μ' ἕνα μαῦρο κάρβουνο
νὰ γράψει μιὰ λέξη
πάνω στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι.
Καμμιὰ γραφὴ καὶ καμμιὰ φωνὴ
δὲ θὰ μποροῦσε ν' ἀποδώσει
τὸ φριχτὸ νόημά της.
Δὲ βρισκόταν σὲ κανένα λεξικό.
Στ' ὄνειρό του τὴν ἔβλεπε
ἀχνὰ χαραγμένη
μέσα σὲ σπήλαιο ἀνερεύνητο
καὶ φοβόταν πὼς οἱ ἄνθρωποι
κάποτε θὰ τὴν ἀνακαλύψουν.
Ὁ ἴδιος οὐδέποτε τόλμησε νὰ τὴν προφέρει.
Μήτε ἤξερε γιατί βασανιζόταν
νὰ γράψει αὐτὴ τὴ λέξη.
Ἡ σιωπὴ
Στὴν Αὐγή-Ἄννα Μάγγελ
Ἡ Σιωπὴ εἶναι μιὰ ἄγνωστη
ποὺ ἔρχεται τὴ νύχτα.
Ἀνεβαίνει τὴ σκάλα
χωρὶς ν’ ἀκούγονται πατήματα
μπαίνει στὴν κάμαρα
καὶ κάθεται στὸ κρεβάτι μου.
Μοῦ φοράει τὸ δαχτυλίδι της
καὶ μὲ φιλεῖ στὸ στόμα.
Τὴ γδύνω.
Μοῦ δίνει τότε τὶς βελόνες
καὶ τὰ τρία χρώματα
τὸ κόκκινο τὸ μαῦρο καὶ τὸ κίτρινο.
Κι ἀρχίζω νὰ κεντάω
πάνω στὸ δέρμα της
ὅλα ὅσα δέ σοῦ εἶπα
καὶ ποτέ πιὰ δὲ θὰ σοῦ πῶ.
Τὸ διάφανο μετάξι
Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ δυό μας
νὰ ἔχουμε δοθεῖ σὰν ἄλλοτε στὸν ἔρωτα.
Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ δυό μας πάλι
ἀσάλευτοι τώρα νὰ κοιτάζουμε.
Κοιτάζαμε τὰ διψασμένα σώματα
ποὺ ἤμαστε κάποτε
κοιτάζαμε τὴν ἡδονή τους καὶ ποθούσαμε
καὶ λιώναμε νὰ σμίξουμε μαζί τους.
Ὅμως ἀνάμεσά μας ἕνα μετάξι διάφανο
σχεδὸν ἀόρατό μᾶς χώριζε γιὰ πάντα.
Γύρισε τότε καὶ μοῦ ἔδωσε μὲ δάκρυα στὰ μάτια
ἕνα φιλὶ ποὺ ἔκοβε τὰ χείλια σὰν μαχαίρι.
Τὸ πῆρα καὶ ἀρχίζοντας νὰ σχίζω τὸν ἀέρα
μᾶς φάνηκε τάχα πὼς περάσαμε
καὶ πέσαμε στὴν ἀγκαλιά τους
καὶ σμίξαμε τοὺς ἄλλους ἑαυτούς μας.
Κι Ἐκείνη ἐπῆγε μὲ τὸν Ἄλλο
κι ἐγὼ ἐπῆγα μὲ τὴν Ἄλλη.
ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ-THΣ ΚΙΡΚΗΣ
Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν' ανεβαίνει τη σκάλα
μες στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τα 'σκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης
Το πρώτο δειλινό- ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Κάπου εκεί
κατά το άβατο μέρος του κήπου
είδανε το πρώτο δειλινό
σαν ένα χρυσό πιθάρι
που κατρακύλαγε ανάμεσα στα κρίνα
κι από μέσα χυνόταν
μέλι μαύρο
η νύχτα.
Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν
τι ήταν το φιλί
χωρίς να ξέρουν
πως από εκείνο το χρυσαφένιο φως
που τα μάτια τους βλέπανε για πρώτη φορά
είχανε γεννηθεί οι λέξεις
κήπος φιλί κρίνα πιθάρι νύχτα
σημαίνοντας τον έρωτα
στα σκοτεινά του βάθη.
«Δεν μπορείς να εξηγήσεις πώς γίνεται ένα ποίημα. Ένα ποίημα
προετοιμάζεται μέσα σου από τα παιδικά σου ακόμα χρόνια, ένα άλλο προαισθάνεσαι να σε
περιμένει στο στρίψιμο του δρόμου. Και πράγματι σε περιμένει. Ένα άλλο που δεν θα το γράψεις
ποτέ, ξέρεις ότι θα το σκέφτεσαι ως την ώρα του θανάτου σου. Το ποίημα έρχεται και φεύγει,
ξαναγυρίζει, ξαναφεύγει, ξαναγυρίζει. Μπορεί να περάσουν χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή,
παλεύοντας να πιάσεις τον ίσκιο ενός πουλιού».
Αλλού επισημαίνει:
«Δεν μπορώ να διδάξω την ποίηση. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας
μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή»
Τέλος εξομολογείται
«Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη
δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο της ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης
σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη, όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας.
Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην
καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο του το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας».