Σελίδες

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Ανδρέας Καρκαβίτσας “Η Θάλασσα”




Ο κυριότερος Έλληνας θαλασσινός συγγραφέας Ανδρέας Καρκαβίτσας, έγραψε ένα δυνατό διήγημα για την πλανεύτρα θάλασσα, που δεν αφήνει όποιον μπλέξει στη σαγήνη της να στεριώσει στην ξηρά. Η γοητευτική εικονογράφηση της Έφης Λαδά αποδίδει την ατμόσφαιρα του κειμένου. (Από την ιστοσελίδα του εκδότη)

(Διήγημα από τα “Λόγια της Πλώρης”)
Αγαπημένο απόσπασμα:

Ο πατέρας μου – μύρο το κύμα που τον τύλιξε – δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.

– Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!

Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.

Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:

– Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.

Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.

Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.

— Μωρὲ γειά σου, καὶ σὺ θὰ μᾶς ντροπιάσῃς ὅλους! ἔλεγαν οἱ γεροναῦτες, ὅταν μ’ ἔβλεπαν νὰ τσαλαβουτῶ σὰν δέλφινας.

Ἐγὼ καμάρωνα καὶ πίστευα νὰ δείξω προφητικὰ τὰ λόγια τους. Τὰ βιβλία – πήγαινα στὸ Σχολαρχεῖο θυμοῦμαι – τὰ ἔκλεισα γιὰ πάντα. Τίποτα δὲν ἔβρισκα μέσα νὰ συμφωνῇ μὲ τὸν πόθο μου. Ἐνῷ ἐκεῖνα ποῦ εἶχα γύρω μου, ψυχωμένα κι’ ἄψυχα, μοῦ ἔλεγαν μύρια. Οἱ ναῦτες μὲ τὰ ἡλιοκαμένα τους πρόσωπα καὶ τὰ φανταχτερὰ ροῦχα· οἱ γέροντες μὲ τὰ διηγήματά τους· τὰ ξύλα μὲ τὴ χτυπητὴ κορμοστασιά, οἱ λυγερὲς μὲ τὰ τραγούδια τους:

Ὄμορφος ποῦ ’νε ὁ γεμιτζῆς, ὅταν βραχῇ κι’ ἀλλάξῃ
καὶ βάλῃ τ’ ἄσπρα ροῦχα του καὶ στὸ τιμόνι κάτσῃ.


Τὸ ἄκουα ἀπὸ τὴν κούνια μου κ’ ἔλεγα πῶς ἦταν φωνὴ τοῦ νησιοῦ μας, ποῦ παρακινοῦσε τοὺς ἄντρες στὴ θαλασσινὴ ζωή. Ἔλεγα πότε καὶ γὼ νὰ γίνω γεμιτζῆς καὶ νὰ κάτσω θαλασσοβρεμένος στὸ τιμόνι. Θὰ γινόμουν ὄμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός· θὰ μὲ καμάρωνε τὸ νησὶ, θὰ μὲ ἀγαποῦσαν τὰ κορίτσια! Ναί· τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα! Τὴν ἔβλεπα νὰ ἁπλώνεται ἀπὸ τ’ ἀκρωτῆρι ὣς πέρα, πέρα μακριά, νὰ χάνεται στὰ οὐρανοθέμελα σὰν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβὴ καὶ πάσχιζα νὰ μάθω τὸ μυστικό της.

Τὴν ἔβλεπα ὠργισμένη ἄλλοτε, νὰ δέρνῃ μὲ ἀφροὺς τ’ ἀκρογιάλι, νὰ καβαλικεύῃ τὰ χάλαρα, νὰ σκαλώνῃ στὶς σπηλιές, νὰ βροντᾷ καὶ νὰ ἠχάῃ, λὲς καὶ ζητοῦσε νὰ φτάσῃ στὴν καρδιὰ τῆς Γῆς γιὰ νὰ σβύσῃ τὶς φωτιές της. Κ’ ἔτρεχα μεθυσμένος νὰ παίξω μαζί της, νὰ τὴ θυμώσω, νὰ τὴν ἀναγκάσω νὰ μὲ κυνηγήσῃ, νὰ νιώσω τὸν ἀφρό της ἀπάνω μου, ὅπως πειράζουμε ἀλυσοδεμένα τ’ ἀγρίμια. Καὶ ὅταν ἔβλεπα καράβι νὰ σηκώνῃ τὴν ἄγκυρα, νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ ν’ ἀρμενίζῃ στ’ ἀνοιχτά· ὅταν ἄκουα τὶς φωνὲς τῶν ναύτων, ποῦ γύριζαν τὸν ἀργάτη καὶ τὰ καταβοδώματα τῶν γυναικῶν, ἡ ψυχή μου πετοῦσε θλιβερὸ πουλάκι ἀπάνω του.

Τὰ σταχτόμαυρα πανιά, τὰ ὁλοφούσκωτα· σχοινιὰ τὰ κοντυλογραμμένα· τὰ πόμολα ποῦ ἄφιναν φωτεινὴ γραμμὴ ψηλὰ μ’ ἔκραζαν νὰ πάω μαζί τους, μοῦ ἔταζαν ἄλλους τόπους, ἀνθρώπους ἄλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Καὶ νυχτόημερα ἡ ψυχή μου κατάντησε ἄλλον πόθο νὰ μὴν ἔχῃ παρὰ τὸ ταξεῖδι. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα ποῦ ἐρχόταν πικρὸ χαμπέρι στὸ νησὶ καὶ ὁ πνιγμὸς πλάκωνε τὶς ψυχὲς ὅλων καὶ χυνόταν βουβὴ ἡ θλίψη ἀπὸ τὰ ζαρωμένα μέτωπα ὣς τ’ ἄψυχα λιθάρια τῆς ἀκρογιαλιᾶς· ὅταν ἔβλεπα τὰ ὀρφανόπαιδα στοὺς δρόμους καὶ τὶς γυναῖκες μαυροφόρες, ἀπαρηγόρητες τὶς ἀρεβωνιαστικές· ὅταν ἄκουα νὰ διηγοῦνται ναυαγοὶ τὸ μαρτύριό τους, πεῖσμα μ’ ἔπιανε ποῦ δὲν ἤμουν καὶ γὼ μέσα· πεῖσμα καὶ σύγκρυο μαζί.

Δὲν κρατήθηκα περισσότερο. Ἔλειπε ὁ πατέρας μὲ τὴ σκούνα στὸ ταξίδι. Μίσευε κι ὁ καπετὰν Καλιγέρης ὁ θεῖος μου γιὰ τὴ Μαύρη θάλασσα. Τοῦ ἔπεσα στὸ λαιμό, τὸν παρακάλεσε κι ἡ μάνα μου ἀπὸ φόβο μὴν ἀρρωστήσω, μὲ πῆρε μαζί του.

- Θὰ σὲ πάρω, μοῦ λέει, μὰ θὰ δουλέψεις, τὸ καράβι θέλει δουλειά. Δὲν εἶναι ψαρότρατα νά ῾χεις φαῒ καὶ ὕπνο.

Τὸν φοβόμουνα πάντα τὸ θεῖο μου. Ἦταν ἄγριος καὶ κακὸς σ᾿ ἐμένα, ὅπως καὶ στοὺς ναῦτες του. Κάλλιο σκλάβος στ᾿ Ἀλιτζέρι - παρὲ μὲ τὸν Καλιγέρη, ἔλεγαν, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπονιά του. Κι ὁ λόγος του πάντα προσταγή. Μόνον ἀπελπισμένοι πήγαιναν στὴ δούλεψή του. Μὰ ὁ μαγνήτης ποὺ ἔσερνε τὴν ψυχή μου, ἔκαμε νὰ τὰ λησμονήσω ὅλα. Νὰ πατήσω μία στὴν κουβέρτα, ἔλεγα, καὶ δουλειὰ ὅση θές.

Ἀληθινὰ ρίχτηκα στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Ἔκαμα παιχνίδι τὶς ἀνεμόσκαλες. Ὅσο ψηλότερα ἡ δουλειά, τόσο πρόθυμος ἐγώ. Μπορεῖ ὁ θεῖος μου νὰ ἤθελε νὰ παιδευτῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μετανιώσω. Ἀπὸ τὴν πλύση τῆς κουβέρτας στὸ ξύσιμο, ἀπὸ τὸ ράψιμο τῶν πανιῶν στῶν σκοινιῶν τὸ πλέξιμο, ἀπὸ τὸ λύσιμο τῶν ἀρμένων στὸ δέσιμο. Τώρα στὴν τρόμπα, τώρα στὸν ἀργάτη, φόρτωμα, ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα - πρῶτος ἐγώ. Πρῶτος; Πρῶτος! τί μ᾿ ἔμελε; Μοῦ ἔφτανε πὼς ἀνέβαινα ψηλὰ στὴ σταύρωση κι ἔβλεπα κάτω τὴ θάλασσα νὰ σκίζεται καὶ νὰ πισωδρομεῖ ὑποτακτική μου. Τὸν ἄλλον κόσμο, τοὺς στεριανούς, μὲ θλίψη τοὺς ἔβλεπα.

- Ψέ!... ἔλεγα μὲ περιφρόνηση. Ζοῦνε τάχα κι ἐκεῖνοι!...


Ἡ θάλασσα (ἀπόσπασμα) Τὰ Λόγια τῆς Πλώρης Ἀνδρέας Καρκαβίτσας (κείμ. Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Β´ Γυμν.).


Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (ξυλογραφία, 1888)
[πηγή: Βικιπαίδεια].
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους. Γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά Ηλείας. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας, καθώς είχε άλλα οχτώ αδέλφια. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1888. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις ομορφιές αλλά και τη δύσκολη ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Θα καταγράψει τις εντυπώσεις του αυτές σε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, τον Ζητιάνο, που ολοκλήρωσε το 1897.

Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας, διορίστηκε γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, με το οποίο πραγματοποίησε ταξίδια στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή και την επαφή του με τους ναυτικούς και τη θάλασσα περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο Σ’ Ανατολή και Δύση και θα αποτελέσουν τη βάση της συλλογής διηγημάτων Λόγια της πλώρης, που εκδόθηκαν το 1899.

Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, φτάνοντας ως τον βαθμό του γενικού αρχίατρου.
Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, στις 22 Οκτωβρίου του 1922, ο Καρκαβίτσας είχε βάλει στόχο να τελειώσει τη συγγραφή του έργου του Ο αρματωλός, το οποίο είχε ξεκινήσει να γράφει από το 1894. Δυστυχώς, οι κακουχίες των πολέμων και οι ασθένειες επιβάρυναν την υγεία του και δεν του επέτρεψαν να το ολοκληρώσει, αφήνοντας τον Αρχαιολόγο, που έγραψε το 1903, την τελευταία του ολοκληρωμένη δουλειά.

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας θεωρείται, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ηθογραφίας και κύριος εκπρόσωπος της ρεαλιστικής πεζογραφίας στη νεοελληνική λογοτεχνία.

ΠΗΓΗ