Σελίδες

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Το λυκόφως των Ποιητών

Φωτογραφία, Eva Bak
Λυκόφως! Η ώρα λίγο πριν και λίγο μετά τη δύση του ήλιου
 μισοσκόταδο, σύθαμπο, σούρουπο, απόβραδο, δειλινό΄.

Τάσος Λειβαδίτης — Ώρα του λυκόφωτος
«Ω, λυκόφως, δίκαιη ώρα, που και στα πιο ταπεινά πράγματα
δίνεις μια σημασία πριν έρθει η νύχτα.»
Φθινοπωρινό σούρουπο - Τάσος Λειβαδίτης
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και πιο πολύ το φως
σα να τελείωνε για πάντα ο κόσμος.

Τάσος Λειβαδίτης, Δειλινό
Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα –
αλλά κι εγώ ποιος ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.


ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ-Τάσος Λειβαδίτης

Και συνεχίζουμε την αιώνια περιπλάνηση. Καθώς φεύγουμε κανείς

δε μας αποχαιρετά, καθώς ερχόμαστε

κανείς δε μας αναγνωρίζει. Είμαστε αυτοί που δίνουν νόημα στη

βασιλεία του δειλινού, αλλά πριν φτάσει η νύχτα

μας έχουν ξεχάσει.
 Τάσος Λειβαδίτης,  Ζωγραφική
  ''Mεγάλα ηλιοβασιλέματα
του άφησαν τόση λάμψη στα μάτια,
που η γλώσσα τού είναι άχρηστη.΄΄

Λυκόφως -Κ.Π.Καβάφης   
Την ξέρεις κείνη τη στιγμή του θερινού λυκόφωτος
μες στο κλειστό δωμάτιο· μια ελάχιστη ρόδινη ανταύγεια
διαγώνια στο σανίδωμα της οροφής· και το ποίημα
ημιτελές επάνω στο τραπέζι – δυο στίχοι όλο όλο,
μια αθετημένη υπόσχεση για ένα εξαίσιο ταξίδι,
για κάποια ελευθερία, κάποια αυτάρκεια,
για κάποια (σχετική, φυσικά) αθανασία.

Φωτογραφία, Eva Bak
Ἡ Θαμπωμένη Χώρα-Λάμπρος Πορφύρας
Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη,
πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα,
μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.
Δειλινά-Νικηφόρος Βρεττάκος
Τὰ βήματα τοῦ φθινοπώρου ἀντήχησαν

νωρίς, κι εἶπε μὲ πίκρα ἡ ἀδελφή μου:
«Ἡ νυχτερινὴ βροχὴ τὰ ρόδα μας
τὰ μάδησε, ἀδελφούλη μου, καὶ τώρα;»
Ἕνα βιβλίο ρομαντικὸ θὰ συλλογίστηκε...
Μὰ ἐγὼ ἀναμέτρησα στὸ νοῦ μου τὶς ἱστορίες
γύρω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ῥόδα ποὺ πεθάνανε
στὴ φύση ἀνάμεσα καὶ στὴν καρδιά μου.

Σύρος, ηλιοβασίλεμα στο Κίνι

Οδυσσέα Ελύτη, «Μυρίσαι το άριστον. XIV»
Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

(Ο. Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος)
Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλή-
θειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβο-
λία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι
επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό
του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των μα-
τιών του.
Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε
την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυ-
χτερινής χλόης μου.

Οδυσσέας Ελύτης, απόσπασμα, από «Το Άξιον Εστί»
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με
το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Φύγανε
και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε
ο αστερίας
και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!


Ηλιοβασίλεμα-Μίλτος Σαχτούρης
Στον Αλέξη Φασιανό
Αυτή η ξαφνική η παγωνιά
 μέσα στο καλοκαίρι
θαμπώνουνε της φίλης μου
τα μάτια
λέει:
 Είμαι κατάστικτη
από κόκκινο κακό όμως
καθαρή σαν το ελάφι
  τί να κάνω
μακριά από την πηγή;
 περνάει ο άλλος
 σκοτεινός με σίδερα
και περικεφαλαία
φωσφορίζοντας
μέσα σ’ ένα κλουβί
 κλεισμένος δίχως δόντια
πώς να ζήσει
 κι έξω ηλιοβασίλεμα
 σβήνουνε χαμηλώνουν
οι φωνές των ζώων
ανάποδα πετάν τα περιστέρια
σε ξεχασμένη θάλασσα
γλυκά περνάνε ψάρια
 δέντρα λουλούδια
 και καΐκια.
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ - ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμένα στα ωκεάνια μάτια σου.
Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιο ψηλή φωτιά η μοναξιά μου
που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός.
Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουν
και κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου.
Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μου
κι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένα σ' αυτή τη θάλασσα
που αναταράζει τα ωκεάνια μάτια σου.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.
Καλπάζει η νύχτα στη φοράδα της τη σκοτεινή 

σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα πάνω στους αγρούς

ΔΥΣΗ-Amir Or
Σε τούτο το ευαίσθητο γαλήνιο φως
το μάτι βαραίνει από τη σκιά, βαθαίνει από την απουσία.
Τα πράγματα μετέωρα στον χώρο, πέφτουν στο έδαφος όταν τα βλέπεις, διάφανα –
Κι ο τρόπος τους να υπάρχουν τώρα
είναι ο τρόπος τους να σβήνουν και να χάνονται.

Το μάτι που δημιουργεί έχει αδυνατίσει,
Κι ο κόσμος που ανάβλυζε έχει γίνει σχεδόν θάλασσα.
Όποιος είναι μπροστά μου, πίσω μου, δίπλα μου
είναι εγώ, αλλά δεν είναι εδώ.
Κι είναι αργά πια. Η μέρα έχει φύγει.
Κι εμείς αφημένοι εδώ, μόνοι.

 Στις όχθες του κόσμου καθίσαμε
τις ψυχές μας ικετεύοντας –
Εκεί θρηνούμε αόμματοι,
όταν βυθίζουμε το βλέμμα στη μεγάλη θάλασσα
και ξαφνικά θυμόμαστε
πως έχουμε υπάρξει.

ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ-Amir Or
Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη.
Αυτό που υπήρχε και το είδαμε έχει φύγει,
πέρασε απ’ τα μάτια μας και χάθηκε
και μ’ ένα ακόμα φθινόπωρο μας βάρυνε το στήθος.
Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη,
μα όταν οι εραστές παίρνουν ο καθείς τον δρόμο του
φλέγεται η καρδιά χωρίς να καίγεται,
ξεριζώνεται δίχως τις ρίζες της να χάνει,
πολύ βαριά να την αντέξουμε.

Κι αν μοιραστήκαμε τον ίσκιο ενός δέντρου στον δρόμο,
εκείνες οι ζωές μας πέρασαν σαν τις σκιές –
κι αν μοιραστήκαμε την ευτυχία κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα
ο ήλιος μας βασίλεψε μέσα σε μια σκοτεινή θάλασσα.

Το δειλινό σκεπάζει τα πάντα, δεν πνέει ο άνεμος,
μα πέρα από το φως που σκοτεινιάζει,
όταν θα ’χουν κλείσει τον δικό τους κύκλο, τα μάτια μας
θ’ ανοίξουνε ξανά κάτω από τα βλέφαρα της ομίχλης.

Το πνεύμα ακόμα πνέει μέσα από το δάσος,
ακόμα κατοικεί στα φυλλώματα η σκιά
και μες στο ατελεύτητο ηλιοβασίλεμα
για το άπειρο του έρωτα θ’ αποχωριστούμε.
Μετάφραση: Αναστάσης Βιστωνίτης

-Μανόλης Αναγνωστάκης, «Χρώματα περασμένου δειλινού…»

«Χρώματα περασμένου δειλινού, άρωμα δίχως συγκίνηση
Άδεια νοήματα μιας χαρακιάς που σημαδεύει την πληγή σου
Ο τρόπος να ξυπνήσεις μέσα σ’ αυτή την αγωνία μιαν
ανάμνηση θυσίας.

Μια πονεμένη κραυγή στην πρώτη γραμμή κάθε μάχης
Μια μητέρα το βρέφος στη γωνιά με τα ερείπια
Οι νικημένοι στρατιώτες
Οι αιχμάλωτοι περάσανε ατέλειωτες σειρές δίχως όνομα
Το γράμμα που πια δεν περίμενες· έλειπες τόσον καιρό
στην επαρχία.

Όμως εγώ δε φοβούμαι τον άνεμο που μπαίνει απ’ τα
σπασμένα παράθυρα
Ζήτησα μια καινούρια βλάστηση σ’ ανεξερεύνητες
περιοχές
Ν’ ακούσεις σιμά μια φωνή, όχι τις κρύες κραυγές στους
άγνωστους δρόμους.»

(Μανόλης Αναγνωστάκης, «Τα ποιήματα», Νεφέλη)

-Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Λυπημένα δειλινά»
«Στῆς γειτονιᾶς τῆς φτωχικῆς
γυρίζει ὁ νοῦς μου τὰ στενά,
τὰ λυπημένα δειλινὰ
στοχάζομαι τῆς Κυριακῆς.

Μέσα στὴν κόκκινη ἀντηλιὰ
τὸ μαραμένο θηλυκὸ
δίχως ἐλπίδα καὶ μιλιὰ
ποτίζει τὸ βασιλικό.

Κανεὶς διαβάτης δὲν περνᾷ,
κανένα αὐτὴ δὲν καρτερεῖ
ποὺ στὸ μπαλκόνι ὀρθὴ φορεῖ
τὸ γιορτινό της τὸ γκρενᾶ.

Σὰ μοῖρα κάθεται μία γριά.
Στὸ φῶς μιᾶς πόρτας ρημαδιοῦ
μακραίνει ὁ ἴσκιος τοῦ παιδιοῦ…
Καμπάνα ἀκούγεται μακριά…

Στὸ σύννεφο τὸ βυσσινὶ
θὰ πέσει ὁ ἥλιος νὰ κρυφτεῖ.
Ψαλμὸς ἀκούγεται ἡ φωνὴ
τοῦ τελευταίου πραματευτῆ.
Ὅλα σταμάτησαν ἐκεῖ.
Ἀργεῖ πολὺ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βραδιά…
Πῶς ἔχω τὴν ψυχὴ βαριά,
Τὸ δειλινὸ τὴν Κυριακή!»

(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)


Κική Δημουλά-Δημόσιος καιρός
Σήκω μέρα.
Νίψου έτοιμο το πρωινό σου
σερβιρισμένος ο κόσμος
φρέσκος μόλις τον έκοψαν
από το δέντρο του ύπνου.
Πάρε μαζί σου και τ’ όνειρό του
για μεσημεριανό σου.
Κράτα λίγο και για το σούρουπο
θα πεινάσεις
θα ‘ναι τα τρόφιμα
κλειστά. 

 Δειλινά-Μαρία Πολυδούρη
 Περνάει εμπρός μου η μέρα
σημάδι φωτεινό.
Και πάντα έτσι με βρίσκει
απάντεχο από πέρα
βαρύ το δειλινό.
Το φως σου θα στερέψης
ελπίδα μου χρυσή,
θα σε σιμώσουν οι ήσκιοι
κ’ έτσι μοιραία θα γνέψης
στο δειλινό και συ.


Χουάν Ραμόν Χιμένεθ
 Υπήρξαν ρόδα και βιολέτες στο μπλε του στερεώματος,
μαγεία μυθική χρωμάτων και αρωμάτων∙
ήταν ένα από ΄κείνα τα δειλινά
των γλυκών ανοίξεων, που η ψυχή μου
στις αναμνήσεις βλέπει να πλανώνται.



Γιάννης Ρίτσος
«Εχω ένα πουκάμισο απ’ τα φώτα των νερών,
έχω ένα χρυσό σακάκι απ’ το λιόγερμα της Σάμος,
έχω μια δόξα απ’ τα πρώτα σου χαμόγελα…»

«Το τελευταίο καλοκαίρι» του Γιάννη Ρίτσου
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να
ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες — τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου
πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους
διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα
λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα
μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το
τελευταίο.

Καρλόβασι, 3.IX.89
Πόθος (Ναπολέων Λαπαθιώτης)
Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...
Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!
Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...

Φωτογραφία, Eva Bak
Δειλινό -Κώστας Βάρναλης
Έξω κατασταλάν τα ύστερα θάμπη· 
ριγεί απαλά η ιστορία των φύλλων· 
το μάρμαρο θανατερά αίφνης λάμπει·
 λες και σ’ εγγίζ’ η θερμασιά των θρύλων.

Ας μην ανάψουμε το φως!
Μη σβήσει απ’ τα μάτια κάποια πάλλευκη οπτασία. 
Πλησίασέ μου αργά μη και ξυπνήσει 
το σκοτάδι που ζώνει τη[ν] καρδία.
Έλα στο παραθύρι, πώς βουλιάζει
το σύννεφο αμίλητο να δούμε,
 τη νυχτερίδα τη[ν] πνοή που αρπάζει·
και κει βαθι’ ας δακρύσουμ’ έν’ αστέρι 
τον όρκο χείλη χείλη που θα πούμε
 κι ο Θεός να τον ακούσει που μας ξέρει!

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα-Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ

Ο ίσκιος της ψυχής μου
χάνεται μέσα σε ένα σούρουπο από αλφάβητα
ομίχλη από βιβλία
και λόγια
 Ο ίσκιος της ψυχής μου!