Ο άγγελος έσκυψε να δει το απέραντο γαλάζιο. Μα τυφλώθηκε
από την αντανάκλαση. Την αντανάκλαση του μπλε και του άσπρου. Φως που
έσταζε αρμύρα. Πλησίασε με το σύννεφο στα πόδια του και έφτασε μια ανάσα
από την ανάσα του ανθρώπου. Δεν αντίκρισε όμως ανθρώπου θαύματα,
ανθρώπου κρίματα. Το άχρονο γυαλί του έδειξε τον εαυτό του. Ο άγγελος από την άλλη μεριά. Είδωλο ενός άλλου ταξιδιώτη, υπηρέτη. Από τη γραμμή του κάρβουνου ορισμένο, σμιλεμένο από λευκό μάρμαρο και φωτισμένο από ζεστό και ψυχρό φως. Το ανδρόγυνο, η τέλεια ένωση, η ολοκλήρωση και οι θυσιασμένες ελλείψεις του. Αυτές κρέμονται στην αδιόρατη γραμμή που ενώνει αρσενικό-θηλυκό και σε αυτήν αιωρούνται οι «Εξι και μία τύψεις για τον ουρανό» (Εκδόσεις Ικαρος).
Η ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ- ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ
Χαρακτική (Λιθογραφία)- Γιάννης Μόραλης
Λακωνικόν
O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου. [Από την έκδοση]
Ο αγράμματος και η ωραία, Οδυσσέας Ελύτης-(Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, 1960)
Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ
απ’ τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη.
Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη
Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια- στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε
Αλλιώς ωραία!
Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’ ένα θρόισμα, κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν. Και μία
Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί
Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι, δείχνοντας με ποιον τρόπο γεννιέται η ομορφιά
Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.
Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά
Τεντωμένα στ’ ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου.
«Μακριά απ’ τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να ‘ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.»
«Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν’ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων,
«Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
«Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός
τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»
Η Αυτοψία-Οδυσσέας Ελύτης-Οδυσσέας Ελύτης-(Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, 1960)
της καρδίας του.
τερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του 'χε αρπάξει τα
σωθικά.
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.
Οι φωνές των πουλιών, που 'χε σ' ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθί-
σει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βο-
λετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.
Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό
Που τ' αντίκρισε -είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του
αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σα-
λεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.
Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.
Και μονάχα στην κόγχη από τ' αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψι-
λούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το
μαράζι του έρωτα και τη βοή του άνεμου.
Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ' α-
λήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε
γυναίκα.
Θα 'χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.
Ο Ύπνος των Γενναίων-Οδυσσέας Ελύτης-(Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, 1960
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα’ φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το’ να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά-
λυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα.
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος…
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα-
στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πό-
λου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτά για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.
TΟ ΠΟΙΗΜΑ ανήκει στη συλλογή Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό και είναι γραμμένο σε δύο παραλλαγές. Το ποίημα αρχίζει με εικόνες των νεκρών του πολέμου. Αυτοί είναι οι γενναίοι. Βλέποντάς τους ο ποιητής τούς μεταμορφώνει, τους παρακολουθεί στην αποθέωσή τους και υμνεί έτσι τη θυσία τους και την αρετή τους.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ-Οδυσσέας Ελύτης-(Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, 1960)
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών
της: Μεσημέρι.
Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ’ τον
ώμο της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων.
Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το
μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ’ άγγιξε κι έτρεχα σαν
τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ’ αποστέγνωσε,
κι έμεινα μόνος. Μόνος.
Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια
να ‘μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος του
Ελέους!
Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορφή
ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που
σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλο αιώνα.
Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου ‘δωκεν
η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι ανθρώποι κι άνοιγα
τις οργιές με βιάση να ξεδώσω μέσα της· να ‘ταν αυτό που γύρευα;
η αγνότητα;
Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα της μυρσίνης
όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που
έψαυε τα τριχωτά μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ μου»,
νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο
των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ’ αηδόνι.
Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περάσω, με το λίγο
του όρκου στα δυό μάτια και α δάχτυλα έξω απ’ την φθορά.
Τέτοιες χρονιές –ά ναι- θα ‘ταν που εργαζόμουν να γίνει τόσο
τρυφερό το απέραντο γαλάζιο!
Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά το αντίκριζα να
με ατενίζει. Δίχως έλεος.
Κι ήταν αυτό η αγνότητα.
Όμορφη, κι απ’ των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ’ τον
σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε.
Που μ’ έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς
θεούς, αλλά βαρύς απ’ ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου.
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της:
Μεσημέρι.
Ο άλλος Νώε-Οδυσσέας Ελύτης-(Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, 1960)
Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά σί-
γουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους του μέλλοντος μου.
Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν' αρχίσει τώρα το ιερατικό της στά-
διο, και σε μια Μονή Φωτός ν' ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή
που ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ' ακρότατο δέν-
τρο της γης.
Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα
στην καταφρόνια, θα 'ρθουν -από το δυνατό του ευκαλύπτου
οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν στης ασκητείας
μου την Κιβωτό.
Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ' τα πουλιά το
μόνο που μ' αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό της πίκρας
λεξιλόγιο, δύο, καν τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη...
(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ' το ραμφί του
σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια
τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στη χλόη την
αγάπη μου
Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, ω Καιροί, δε
συγχωρώ.)
Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άν-
θρωπος, κι από τη μια στην άλλη
Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ου-
ράνιο
Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλα-
σμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή
μου σύνεση
Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ' ανοίξουν, ένα ένα στα
χείλη του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά
Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας
Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών
ημέρα να μυρίσει
Και γυμνή ν' ανέβει το ρεύμα του Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος
Που μ' αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα
στείλει το πουλί
Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να
στάξει
Τρίλια της Παράδεισος!
Ἑφτὰ μέρες γιὰ τὴν αἰωνιότητα-Οδυσσέας Ελύτης-(Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, 1960)
ΚΥΡΙΑΚΗ – Πρωί, στὸ Ναὸ τοῦ Μοσχοφόρου. Λέω: νὰ γίνῃ ἀληθινή σὰ δέντρο ἡ ὡραία Μυρτῶ∙ καὶ τ’ἀρνὰκι της, κοιτάζοντας ἴσια στὰ μάτια τὸ δολοφόνο μου, γιὰ μιὰ στιγμή, νὰ τιμωρήσῃ τὸ πικρότατο μέλλον.
ΔΕΥΤΕΡΑ – Παρουσία χλόης καὶ νεροῦ στὰ πόδια μου. Ποὺ θὰ πῇ πὼς ὑπάρχω. Πρὶν ἢ μετά τὸ βλέμμα ποὺ θὰ μ’ἀπολιθώσῃ, τὸ δεξί χέρι ψηλά κρατῶντας ἕνα πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Γιὰ νὰ ἱδρύσω τὰ Νέα Ζώδια.
ΤΡΙΤΗ – Ἔξοδος τῶν ἀριθμῶν. Πάλη τοῦ 1 μὲ τὸ 9 σὲ μιὰ παραλία πανέρημη, γεμάτη μαῦρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες ραχοκοκαλιές θηρίων στὰ βράχια. Τὰ δυὸ παλιὰ κι ἀγαπημένα μου ἄλογα, χρεμετίζοντας ὄρθια πάνω ἀπὸ τοὺς ἀτμοὺς ποὺ ἀνεβάζει τὸ θειάφι τῆς θαλάσσης...
ΤΕΤΑΡΤΗ – Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ Κεραυνοῦ. Τὸ καμμένο χέρι ποὺ θὰ ξαναβλαστήσῃ. Νὰ ἰσιώσει τὶς πτυχές τοῦ κόσμου.
ΠΕΜΠΤΗ – Ἀνοιχτή θύρα. Σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλὲς ἀπὸ γεράνια, καὶ πιὸ πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλιδιῶν στὸν ἥλιο... Ἕνας τράγος μηρυκάζει ἀργά τοὺς αἰῶνες, κι ὁ καπνός γαλήνιος, ἀνεβαίνει μεσ’ ἀπὸ τὰ κέρατα.
Τὴν ὥρα ποὺ κρυφά, στὴν πίσω αὐλή, φιλιέται ἡ κόρη τοῦ περιβολάρη, κι ἀπὸ τὴν πολλή ἀγαλλίαση μιὰ γλάστρα πέφτει καὶ τσακίζεται...
Ἄ, νὰ σώσω αὐτὸν τὸν ἦχο!
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ – Τῆς Μεταμορφώσεως τῶν γυναικὼν ποὺ ἀγάπησα χωρίς ἐλπίδα: Ἠχώ: Μά-ρί-νααα! Ἑ-λέ-νηηη!.. Κάθε χτύπος καμπάνας, κι ἀπὸ μιὰ πασχαλιά στὴν ἀγκαλιά μου... Ὕστερα φῶς παράξενο, καὶ δύο ἀνόμοια περιστέρια ποὺ μὲ τραβοῦν ψηλά σ’ἕνα μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι...
ΣΑΒΒΑΤΟ – Κυπαρίσσι ἀπὸ τὸ σόι μου, ποὺ τὸ κόβουν ἄντρες βλοσυροί καὶ ἀμίλητοι: γι’ἀρρεβῶνα ἢ θάνατο. Σκάβουν τὸ χῶμα γύρω καὶ τὸ ραντίζουν μὲ γαρυφαλλόνερο...
...Ἔχοντας ἐγὼ κιόλας ἀπαγγείλει τὰ λόγια ποὺ ἀπομαγνητίζουν τὸ ἄπειρο!
Για τον Ελύτη, στο «Εξι και μία τύψεις για τον ουρανό», όλα ξεκινούν και τελειώνουν στον ουρανό.