T άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά,
κατάγναντα στον ήλιο,
πυροβολεί με το παλιό,
πυροβολεί με το παλιό,
στενό παράθυρό του
Και την καμπάνα του αψηλά,
στον πλάτανο δεμένη,
τηνε κουρντίζει ολονυχτίς
τηνε κουρντίζει ολονυχτίς
για του Αϊ-Λαού τη σκόλη.
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Το ξωκλήσι
Είπες: Μπορεί να ’ρθείς, είπες: μπορεί
και να μην έρθεις αύριο στο ξωκλήσι
το ερημικό που θα σε καρτερεί
ανοιγμένο για σε να λειτουργήσει.
Έρθεις δεν έρθεις, ο ύμνος θα ψαλεί,
το ερημικό ξωκλήσι θα γιορτάσει,
τ’ ορθρινό του τραγούδι το πουλί
με τη φωνή του ψάλτη θα ταιριάσει.
Τα κεράκια θα τρέμουν αναμμένα
σα να είναι από τα χέρια τα δικά σου,
του λιβανιού τα κρίνα φουντωμένα
θα ’χουν την ευωδιά της παρθενιάς σου.
Δίχως να ’ρθείς θα σ’ έχουν εκεί φέρει
κι η δέηση κι η λατρεία, μακαρισμένη.
Πνεύμα, με κάποιον άγγελο —ποιός ξέρει;—
τη λειτουργία θ’ ακούς γονατισμένη.
Η Παναγιά στο τέμπλο της θα στέκει,
με την αόρατή σου παρουσία,
χάρη κι εσύ της Παναγιάς παρέκει
για τη θυσία, τη μυστική θυσία…
Γιὰ νὰ ξοφλήσω κάποιο τάμα
ξεκίνησα προσκυνητής.
Ξυπόλητη μαζί μου ἀντάμα
βουλήθηκες νὰ περπατεῖς,
μὰ ἀπόκαμες μεσοστρατίς.
ξεκίνησα προσκυνητής.
Ξυπόλητη μαζί μου ἀντάμα
βουλήθηκες νὰ περπατεῖς,
μὰ ἀπόκαμες μεσοστρατίς.
Κι ἐγὼ στὰ χέρια μου σὲ πῆρα
καὶ δρόμο παίρνω καὶ περνῶ.
Βλέπω ἀντικρὺ τὴν ἅγια θύρα
καὶ τὸ ξωκλήσι στὸ βουνό...
Νὰ σὲ κοιτάξω δὲ γυρνῶ.
καὶ δρόμο παίρνω καὶ περνῶ.
Βλέπω ἀντικρὺ τὴν ἅγια θύρα
καὶ τὸ ξωκλήσι στὸ βουνό...
Νὰ σὲ κοιτάξω δὲ γυρνῶ.
Σταλικοπόδιασα τοῦ δρόμου
Σφαλᾷ τὸ μάτι μου θαμπό,
δίπλα μὲ σένα, στὸ πλευρό μου
στὰ σκαλοπάτια σ᾿ ἀκουμπῶ
τῆς ἐκκλησιᾶς, ποὺ δὲ θὰ μπῶ.
Σφαλᾷ τὸ μάτι μου θαμπό,
δίπλα μὲ σένα, στὸ πλευρό μου
στὰ σκαλοπάτια σ᾿ ἀκουμπῶ
τῆς ἐκκλησιᾶς, ποὺ δὲ θὰ μπῶ.
Ο κήπος του έρωτα – του Ουίλιαμ Μπλέικ
Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
Στον κήπο του Έρωτα πήγα,
Και είδα εκείνο που δεν είχα ξαναδεί:
Ένα Ξωκλήσι είχε χτιστεί καταμεσής,
Εκεί που έπαιζα συχνά πάνω στη χλόη.
Και είδα εκείνο που δεν είχα ξαναδεί:
Ένα Ξωκλήσι είχε χτιστεί καταμεσής,
Εκεί που έπαιζα συχνά πάνω στη χλόη.
Και στο Ξωκλήσι οι πόρτες ήτανε κλειστές,
Και «Απαγορεύεται» έγραφε πάνω από την πύλη•
Κι έτσι επέστρεψα στου Έρωτα τον Κήπο
Που είχε πολλά υπέροχα λουλούδια,
Και «Απαγορεύεται» έγραφε πάνω από την πύλη•
Κι έτσι επέστρεψα στου Έρωτα τον Κήπο
Που είχε πολλά υπέροχα λουλούδια,
Και τον βρήκα κατάμεστο από μνήματα
Και ταφόπλακες εκεί που περίμενα λουλούδια•
Και Ιερείς με μαύρα ράσα περπατούσαν,
Και έδεναν τους πόθους μου και τις χαρές μ’ αγκάθια.
ΠΗΓΗ
Και ταφόπλακες εκεί που περίμενα λουλούδια•
Και Ιερείς με μαύρα ράσα περπατούσαν,
Και έδεναν τους πόθους μου και τις χαρές μ’ αγκάθια.
ΠΗΓΗ
[Κι ήτανε τόσο η θάλασσα…]Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Κι ήτανε τόσο η θάλασσα βαθιά αποκοιμισμένη,που ’βλεπες μες στα βάθη της ανάποδα χτισμένητην όμορφην ακρογιαλιά, τα σπίτια, το ξωκλήσι.τον πύργο τον απάτητο, τη μαρμαρένια βρύση.
Το Αιγαίο (ο δρόμος του Ήλιου, περικοπή 1η)
Του Πέτρου Καζακίδη
Γέμισαν ψαροπούλια οι σταυροί απ’ τα ξωκλήσια.
Πάνω τους προσκυνούν το λευκό τ’ Αγίου
και το Γαλάζιο του ορίζοντα.
Κι η θάλασσα
του Γραίγου, του Γαρμπή και του Μαϊστρου
λουλούδι του Αιολικού Θεού
σαν γέρνει σ’ Ουρανό τα γαλανά τα πέταλά,
πάντα θα του φιλά το μέτωπο, να τον τιμήσει
που σμίξανε.
Κι ο Ήλιος,
της Χρυσοποίκιλτης Ανατολής ο Γιος,
σαν κάθε Μέρα θα διαβαίνει το ποτάμι της Δημιουργίας
από Εκεί,
απ’ το Αιγαίο.
Θα συναντά ζευγάρια Θεών ενωμένα
να γιορτάζουν για την τόση Ομορφιά που φτιάξαν
και θα τους στεφανώνει με την Ελλάδα.
ΠΗΓΗ