Σελίδες

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Ιούνιος ! Καλό μήνα!


Ο τέταρτος μήνας του αρχαίου ρωμαϊκού ημερολόγιου με 29 ημέρες.
 Σήμερα είναι ο 6οςμήνας του χρόνου και έχει 30 ημέρες. Κατά μια άποψη πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεά Γιούνο που ήταν αντίστοιχη με την ελληνική Ήρα, στην οποία ήταν αφιερωμένος. Κατά μια άλλη άποψη το όνομα του οφείλεται στον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στις 21 Ιουνίου έχουμε το  θερινό ηλιοστάσιο.

 Ο Ιούνιος  αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές  του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών.

Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια. 
Πάμπλο Νερούντα. Ένα ποίημα για τον Ιούνιο-Μετάφραση Γ. Κεντρωτής
(Η Σιγαλιά είταν πράσινη)

Η σιγαλιά είταν πράσινη, το φως μουλιάσει είχε·
κι ο Ιούνιος, μήνας μέγας, έτρεμε σαν πεταλούδα· 
κι εσύ, Ματθίλδη, στο βασίλειο έφτασες του Νότου 
νερά και πέτρες σπώντας, κόβοντας το μεσημέρι
στα δύο.
Κατάφορτη ήρθες με άνθη σιδηρούχα ώς πάνω, 
με φύκια που βασάνισε και ξέχασε ο αγέρας·
πλην άσπρα ακόμα, φαγωμένα απ’ το παμφάγο αλάτι,
τα χέρια σου σηκώνανε τα στάχυα απ’ τις αμμούδες.

Τις άμειχτές σου χάρες αγαπώ, το λίθινό σου
λείο δέρμα και τα νύχια που προσφέρεις στων δαχτύλων τον ήλιο, 
και το στόμα σου που πλέχει μέσα στη χαρά·
για ’κείνο το σπίτι, όμως, που ’χω χτίσει πλάι στην άβυσσο
 το σύστημα να μου χαρίσεις της σιωπής που με πονά,
την τέντα τη θαλασσινή που ξέχασες στις θίνες. 
27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ. Κ-Π-Καβάφης, Κρυμμένα

Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».

Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου». 
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) 
      ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ-Οδυσσέας  Ελύτης (απόσπασμα)
  ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες

        με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου

                                  Δείχτης ήμουν εγώ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος

        Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη

        καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών

        Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -
Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι, «Ιούνιος»

“Όταν/ η νύχτα αυτή/ μου πεθάνει
και σαν τρίτος/ να την κοιτάζω θα μπορώ
κι όταν αποκοιμηθώ/ στο θρόισμα
των κυμάτων/ που έρχονται/ να τυλιχτούν
στο φράχτη από ακακίες/ του σπιτιού μου

Όταν ξαναξυπνήσω/ μες στο κορμί σου
που πάλλεται/ σαν τη φωνή του αηδονιού
Εξαντλείται/ όπως το στιλπνό
χρώμα/ του ώριμου σταριού
Στη διαφάνεια/ του νερού
το μεταξένιο χρυσάφι/ της επιδερμίδας σου
θα θαμπώσει

Καθώς θα ξεπετιέσαι
απ’ τις ηχηρές/ πλάκες
του αγέρα θα ‘σαι/ ίδια/ πάνθηρας
Στις κινούμενες/ κόψεις
της σκιάς/ θα φυλλορροήσεις
Μουγκρίζοντας/ σιωπηλή
στον κουρνιαχτό εκείνο/ θα με πνίξεις
Ύστερα/ τα βλέφαρα θα μισοκλείσεις
Θα δούμε τον έρωτά μας να γέρνει/ σαν δειλινό

Ύστερα θα δω γαληνεμένος
στον ασφάλτινο ορίζοντα/ των ιρίδων σου
να μου πεθαίνουν/ οι κόρες των ματιών
Τώρα/ η αιθρία έχει κλείσει
όπως/ την ώρα ετούτη
στην αφρικάνικη πατρίδα μου/ τα γιασεμιά

Τον ύπνο μου έχασα
Τρεμοσβήνω/ στην άκρη ενός δρόμου
σαν πυγολαμπίδα
Θα μου πεθάνει/ η νύχτα αυτή;”
Νίκος Γρηγοριάδης, Λίγος Ιούνης (9 - 12)
Λίγος Ιούνης
9
Νύχτωσε τόσο ξαφνικά
εκεί στο κέντρο τού μυαλού
που δεν ξέρεις αν είναι ο βάλτος που βουρκώνει
ή το βουβό το κλάμα που ρέει
στα έγκατα της μνήμης.

Κι ήταν εκείνη την ακαθόριστη στιγμή
που δεν μπορείς, όσο κι αν είσαι εξασκημένος,
να το μαντέψεις από σημάδια ασφαλή
αν ξημερώνει ή αν
θα σε βρει
η νύχτα.

10
Και τώρα σε ποιους δρόμους πια
θα συναντήσεις τα χρώματα
που έχουν εξαίσια βαφτεί απ' τη ματιά της;

Ολοένα η άμμος τρίβεται στα μάτια
κι ολοένα η θάλασσα μαυρίζει και φουσκώνει.

Μόνη η μνήμη κρατάει αναλλοίωτη το χρώμα της.

11
Την ώρα την ανέλπιστη
πήρε και μαύρισε το σπίτι
σαν το ξερό το κούτσουρο που τρίζει,
λίγο προτού πάρει φωτιά και γίνει
στάχτη.

12
Πώς μπόρεσες, χέρι μου άγνωμο,
να ρίξεις τόσο μαύρο
μες στην αιθρία και καρβούνιασες
το λαμπερό διαμάντι,
συ που γλιστρούσες τρεμουλιάζοντας
ανάσα πάνω στο κορμί της;

Από τη συλλογή Δειγματοληψία Β' (1996)
Μέρες του Ιουνίου ’41-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ /

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄
Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια
κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του
κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου *
μες στο σκοτάδι της καρδιάς — τρεις φίλοι.

Ποιός θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;
Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας
με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια
σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά·
πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.

Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο
με το παλιό· με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας
λαβωμένο· το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.
Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά
και σαν ξεριζωμένες ρίζες.

Η δίψα μας
ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος
στη σκοτεινή πόρτα του Ήλιου
δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε: φυλάγεται
ξενιτεμένη εδώ τριγύρω
κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάντρου.
(Κρήτη – Αλεξάνδρεια – Νότιος Αφρική, Μάης ‒ Σεπτέμβρης 1941)
Τάκης ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η τελευταία κραυγή»
                     (απόσπασμα)
“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας
σε  τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…
Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα
που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…

Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε
το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.
Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…
της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα
πρωτόγονη ακυβέρνητη…
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.

Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες
εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…
Και τότε ορθώθηκα
κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα
το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…

Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο…
Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα
με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους…
κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.

Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα
χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος…
Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα
και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά…

Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί
στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.
Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα
δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.

Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός
σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.
Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε
μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…”

Frederick Childe Hassam (American painter, 1859-1935) 
Γιάννης Ρίτσος - Ἐρωτικὴ ἱστορία (γ)

Δυὸ χρόνια ἐκείνη τὸν περίμενε, μὲ τὴν ψυχή στὰ δόντια, ὅπως λένε,
κ’ ἐκεῖνος ἦρθε κάποια μέρα, ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης, σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα.
Αὐτό ἀκριβῶς τὴ σκότωσε. Δέν κατάλαβε ἐκεῖνος
πὼς ἦταν πεθαμένη ἀντίκρυ του, μὲ φόντο
ἕνα περίλαμπρο, τετράγωνο, ἀνοιχτό παράθυρο.

Τὴν κοίταζε μ’ ἐρωτικὴν αὐτοπεποίθηση,
μ’ αὐτὴ τὴν εὔκολη, σχεδόν ἐπαγγελματική, ἀσκημένη ἐπιθυμία. Τὸ βλέμμα του
ζεστά ψυχρό τρυπάνιζε κάποια παλιά ναρκωμένη πληγή μὲς στὰ ὀστά της.

Κ’ ἤτανε μιὰ σκηνή παράξενη κι ὡραία, σὰν κάποιος
νἄχε πεθάνει ἀμίλητος στὴν πολυθρόνα τοῦ ὀδοντιατρείου
κι ὁ γιατρὸς νὰ συνέχιζε ἥσυχα νὰ τοῦ σφραγίζει ἕνα δόντι
ἐνῶ ὁ ἥλιος τοῦ Ἰουνίου λαμποκοποῦσε στὸ καφετί πετσί τῆς πολυθρόνας. 
Γιάννης Ρίτσος, [Ιούνιος μήνας]
“Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας –
άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι
ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,
μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη
καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.

Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.
Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.
Ένα πουλί ξύπνησε.
Το ποτάμι κυλούσε.
Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση
σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του
κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους
όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.”
Κική Δημουλά, «Ζούγκλα»-(απόσπασμα)
Η εξοχή βρισκόταν στην ήβη/ και το πράσινο ασελγούσε.
Κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας/ έσερνε ο Ιούνιος της υπαίθρου.
Πιανόταν και πηδούσε/ από κλαδί δέντρων και αισθήσεων,
Ταρζάν  ταινίας μικρού μήκους/ που κυνηγάει αθέατα θηρία
στη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας.
Το δάσος υποσχότανε πουλιά/ και φίδια.
Δηλητηριώδης αφθονία αντιθέτων.
Το φως έπεφτε καταπέλτης, σε ό, τι δεν ήταν φως,
κι η ερωτομανής λαμπρότης
παράφορα φιλούσε κι ό, τι δεν ήταν έρωτας,
μέχρι και τη δική σου συνοφρύωση.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Νίκος Γκάτσος- ''Αμοργός''

 Ο Νίκος Γκάτσος(γεννημένος το 1911 στην Ασέα Αρκαδίας) ήταν ήδη απο τα μέσα της δεκαετίας του '30 γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους των Αθηνών, συμμετέχοντας στα λογοτεχνικά καφενεία της εποχής.
Εκεί έγινε κοινωνός του ρεύματος του υπερρεαλισμού και μέλος της συντροφιάς των κυριοτέρων εν Ελλάδι εκπροσώπων του.

 Εκεί έγινε κοινωνός του ρεύματος του υπερρεαλισμού και μέλος της συντροφιάς των κυριοτέρων εν Ελλάδι εκπροσώπων του.

Η συναναστροφή αυτή θα οδηγήσει στο κορυφαίο ποιητικό του έργο, την «Αμοργό», το οποίο - σύμφωνα με μαρτυρίες - γράφτηκε «τυχαία εν μια νυκτί».
Η συγγραφή άρχισε ένα βράδυ στο σπίτι του Γκάτσου, παρουσία του Οδυσσέα Ελύτη, σαν ένα «παιχνίδι υπερρεαλιστικής μίμησης» για να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του σύγχρονου ελληνικού υπερρεαλισμού.

Η ποιητική αυτή σύνθεση κυκλοφόρησε το 1943 σε 308 αντίτυπα, ως σήμερα όμως έχει ξεπεράσει τις 40.000 αντίτυπα σε πωλήσεις.
Η «Αμοργός» γνώρισε αρχικά την επιφύλαξη - ακόμη και τη χλεύη - των κριτικών. Ο κριτικός Μ. Ροδάς τη χαρακτήρισε «Αρλουμπολογία». «Εάν ο κ. Γκάτσος είναι φαρσέρ, τότε ασφαλώς η "Αμοργός" τού προσφέρει μίαν απόλαυση με τα ρουθούνια των αγελάδων» έγραφε σε κριτική του, παραφράζοντας στίχο της «Αμοργού».
Ο Α. Σπυρής, στα «Φιλολογικά Χρονικά», χαρακτήρισε το ποίημα «προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σα να ήθελε ο ποιητής να εκθέσει τον εαυτό του στη χλεύη του κόσμου».

Το λάθος των περισσοτέρων από τους κριτικούς εκείνης της περιόδου είναι ότι προσπάθησαν να εξηγήσουν λογικά την «Αμοργό», να ερμηνεύσουν λέξη προς λέξη ένα γνήσιο υπερρεαλιστικό κείμενο, να αναγνώσουν μία νέα γλώσσα με τρόπο παλαιό.
Τη δεκαετία που ακολούθησε, η «Αμοργός» πήρε τη θέση που της έπρεπε στη συνείδηση των κριτικών αλλά και του αναγνωστικού κοινού, έτσι ώστε ο Ν. Γκάτσος να θεωρείται ήδη καταξιωμένος ποιητής, αν και είχε ένα μόνο ποιητικό έργο στο ενεργητικό του.
Το γεγονός ότι ο Γκάτσος έγραψε την «Αμοργό» σε ηλικία μόλις 32 ετών δημιουργούσε την αίσθηση ότι δεν επρόκειτο παρά για την αφετηρία ενός μακρού ποιητικού δρόμου.
Εν τούτοις εκείνος σιώπησε, δεν εξέδωσε ξανά ποιητική συλλογή και στράφηκε - από τις αρχές του '50 και μετά - στο τραγούδι.

Αυτή η αλλαγή πλεύσης συνιστά ως σήμερα τη λεγόμενη «μυθολογία ή μυστήριο του Ν. Γκάτσου», όπως την αποκαλούν οι μελετητές του έργου του.
Ο ίδιος δεν απάντησε ποτέ στο ερώτημα «γιατί εγκατέλειψε την ποίηση», όπως δεν εμφανίστηκε ποτέ και στην τηλεόραση για να πει έστω και μία κουβέντα.

Πηγή http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=142671

Νίκος Γκάτσος - Ἀμοργός

Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
HPAKΛEITOΣ
Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη 

Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους

Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους 

Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε

Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες

Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.
Painter,Frederick Carl Frieseke
Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι

Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!

Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.

Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.

Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του

Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια 

Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.

Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Art by Willem Haenraets

Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας.
Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων.

Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι.

Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. 
Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους.

 Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα.
Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο.
 Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα.
 Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια

Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα; 

Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.
Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Πηγή http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/nikos_gkatsos_amorgos.htm

ΑΜΟΡΓΟΣ
Έργο 46 (1970 - 1987)

Καντάτα βασισμένη στο ομώνυμο ποίημα του Νίκου Γκάτσου, για μια γυναικεία φωνή, δυο ανδρικές, μικτή χορωδία και συμφωνική ορχήστρα.

Τραγουδούν: Μαρία Φαραντούρη, Tάσης Χριστογιαννόπουλος, Δώρος Δημοσθένους
Ενορχήστρωση - Αναπροσαρμογή: Νίκος Κυπουργός
Μουσική Διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Διεύθυνση χορωδίας: Αντώνης Κοντογεωργίου

H μουσική σχέση του Μάνου Xατζιδάκι με την AΜΟΡΓΟ δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί παρά μόνο μέσω της σχέσης του με τον Nίκο Γκάτσο, σχέσης πολυετούς, βαθιάς, σχέσης ζωής. Όταν πρωτογνωρίστηκαν, ο Χατζιδάκις ήταν δεκαεπτά ετών και ο Γκάτσος εικοσιοκτώ.

Μελοποίησε στίχους του Γκάτσου και άλλων ποιητών ή στιχουργών, απέφυγε όμως -με λίγες εξαιρέσεις- τη μελοποίηση ποιητικών έργων.
 Πάντα πίστευα, έλεγε, ότι η ποίηση και η μουσική έχουνε μια αυτάρκεια και δεν περιμένουνε τα καινούρια έργα για να ξαναϋπάρξουν.
Ο Χατζιδάκις θεωρούσε ότι η AΜΟΡΓΟΣ δεν είναι ένα υπερρεαλιστικό ποίημα• είναι ένα ελληνικό ποίημα, με χρήση κάποιων υπερρεαλιστικών στοιχείων, τα οποία όμως υπάρχουν στην ίδια την ελληνική παράδοση. Γι αυτό και ο Γκάτσος δεν δυσκολεύτηκε να τα μεταφέρει στο νεοελληνικό τραγούδι, δίνοντας μια καινούργια αίσθηση, αλλά στην ουσία επαναφέροντας τα διαχρονικά στοιχεία που περιείχε η ελληνική παράδοση.

Παρά την μακρόχρονη σχέση του με το ποίημα και τις επανειλημμένες εξαγγελίες ολοκλήρωσης του, στην πράξη ο Xατζιδάκις αφιερώθηκε αποκλειστικά στη σύνθεσή του σε δύο μόνο συγκεκριμένες χρονικές περιόδους:
H πρώτη ήταν το καλοκαίρι του 1972 στη Nέα Yόρκη, λίγο πριν την επιστροφή του στην Eλλάδα. Στην πρώτη εκείνη μορφή του έργου προβλέπονταν αφηγηματικά μέρη ανάμεσα στα τραγούδια, με τον Aλέξη Mινωτή ως αφηγητή, και τον Δημήτρη Χορν στο ρόλο του Βυζαντινού χρονογράφου.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 1986 γράφει το Πόσο πολύ σ’ αγάπησα, και σχεδιάζει κάποιες μελωδίες για μερικούς από τούς τελευταίους στίχους του ποιήματος: Xρόνια και χρόνια πάλεψα. Tον Mάιο και τον Iούνιο του 1987 καταπιάνεται για τελευταία φορά με το έργο.

Το 1981, καλεί τον Νίκο Κυπουργό από το Παρίσι να αναλάβει την ενορχήστρωση του έργου, υπό την καθοδήγησή του, ώστε εκείνος να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ολοκλήρωση της μελοποίησης, εν όψει της επικείμενης εκτέλεσης του έργου στα πλαίσια του Mουσικού Aυγούστου στο Hράκλειο Kρήτης.
Tελικά, υπό την πίεση του χρόνου, στην Kρήτη αρκέστηκε να παρουσιάσει έξι από τα τραγούδια που ήδη είχε συνθέσει στην Aμερική, για φωνή και πιάνο. Tο 1987 προαναγγέλλει εκ νέου το έργο και αναθέτει και πάλι στον Νίκο Κυπουργό την ενορχήστρωση. H παρουσίαση όμως του έργου αναβάλεται για μία ακόμα φορά.

Έτσι η ΑΜΟΡΓΟΣ εξακολουθεί να παραμένει ένα «ανολοκλήρωτο» ταξίδι επιστροφής. Κι επειδή δεν είναι νησί, μπορεί κανείς να φτάσει εκεί, μόνο στα όνειρά του!
Πηγή 


Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Ο Υμνος της Αγάπης- Αποστόλου Παύλου


Ο Ύμνος της Αγάπης, όπως είναι γνωστή στον χριστιανικό κόσμο το τμήμα του 13ου Κεφαλαίου της της Προς Κορινθίους Α’ Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς την παλαιοχριστιανική αδελφότητα της Αρχαίας Κορίνθου και διασώζεται μέσω της Καινής Διαθήκης, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα κείμενα της Αγίας Γραφής.

Ο ύμνος της Αγάπης (Α' Κορινθίους κεφ. ιγ' στίχοι 1-13)
Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και
 των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα
 χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον.
Και εάν
 έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα
 και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την
 πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη
 έχω, ουδέν ειμί.
Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντα μου, και 
εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι,
 αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι

Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου
 ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται,
 ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου
 παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει 
επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα 
στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα
 υπομένει. 

Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.
Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται, είτε 
γλώσσαι παύσονται, είτε γνώσις 
καταργηθήσεται. Εκ μέρους δε γινώσκομεν και
 εκ μέρους προφητεύομεν όταν δε έλθη το 
τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται.
 Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος έλάλουν, ως 
νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην ότε δε 
γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου.

 Βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι,
 τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον άρτι
 γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι
 καθώς και επεγνώσθην. Νυνί δε μένει πίστις,
 έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων
 η αγάπη.
Μετάφραση:

"Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των 
ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω 
αγάπη, τότε έγινα σαν ένας άψυχος χαλκός που
 βουίζει η σαν κύμβαλο που ξεκουφαίνει με τους
 κρότους του. 
Και αν έχω το χάρισμα να 
προφητεύω και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και 
όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε 
να μετακινώ με τη δύναμη της ακόμη και τα 
βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε δεν είμαι

 τίποτε απολύτως.
Ποιήματα της Αγάπης -Μενέλαος Λουντέμης

ΚΑΡΦΙΑ
Ακούω τα πέταλα, ακούω τα καρφιά.
Γέμισαν οι νύχτες μου καρφιά
κι οι μέρες μου βελόνια.
Παντού ακούονται καρφιά
να καρφώνουν σταυρούς
να καρφώνουν κρεμάλες.


Με καρφιά είναι σπαρμένοι οι δρόμοι.
Καρφιά μου ‘στειλαν στα γενέθλιά μου
αντίς για λουλούδια γιορτινά.
Καρφιά γέμισαν το μαξιλάρι μου
αντίς για πούπουλα απαλά.


Καρφιά μπήξανε στα όνειρά μου
και στον τυραγνισμένο μου ύπνο.
Από άγρια σουβλερά καρφιά
κρέμονται κι οι μέρες μου
με σπάγκους από νερό.

Με τα ίδια καρφιά κάρφωσαν
κι όλους τους ανώνυμους της Ιστορίας
καθώς και τους διαλεχτούς της.

Απ΄ αυτά τα καρφιά κρέμασα κι εγώ

τους μαύρους μου εφιάλτες
και πήρα στον ώμο μου τη σκάλα
για να ξεκρεμάσω τους αθώους
και να καρφώσω τους ληστές.


Μενέλαος Λουντέμης, «Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς»

 Ήρθε
Και φώτισε την καταπακτή μου.
Κι' έγινε φως.
Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω.
Ένα μόνο ξέρω
Πως έχασα τη γη.

Ήρθε.
Και ξοπίσω της έτρεχαν ξυπόλυτες
Ένα κοπάδι ξέπλεκες ακτίνες
Παίζοντας κρυφτούλι με τους ατμούς.

Ήρθε.
Κι' έφυγε τρομαγμένη η πίσα
Σκορπώντας της τα μαύρα της δάκρυα
Ενώ κάτι μεθυσμένοι κορυδαλοί
Ανεβοκατέβαιναν σα σαλτιμπάγκοι.

Ήρθε
Κι' ένα χελιδόνι
- Καθώς έφευγε για τόπους μακρινούς
Σταμάτησε κι άπλωσε τις φτερούγες του
πα στο σταυρό της κοντινής μας εκκλησίας.
Αγάπη !
Για να ζήσεις ήρθες;
Ή για να σταυρωθείς;








Μενέλαος Λουντέμης,«Τότε που κυνηγουσα τους ανέμους»

Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει... τρέχει... ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις "όχι" στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ' ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν' ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο".

Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος.
Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία. Οι ιδέες που βουίζουν μεσ' στ' αυτιά σου....τα παράπονα που φουσκώνουν το στήθος σου...Οι έγνοιες που χουν εκεί μέσα την φωλιά τους...Όλα πέφτουν στο νερό, σκορπούνε, χάνονται. Ακουμπάς στη ρίζα,αντίκρυ στην πεντάμορφη πόλη. Ύστερα κλείνεις την πόλη όξω απ' τα μάτια σου, και φέρνεις στη θέση της ένα κήπο. Δάσος οι νερατζιές...και το παγκάκι ολομόναχο κάτω από μια νερατζιά.
Είναι τα μάτια της λαμπερά και σε λούζουν. Κείνη λέει τ'ονομά σου πολλές φορές. Ακουμπάει το χέρι της στην άκρη των μαλλιών σου -έτσι. Κι εσύ ο νιώθεις -το χέρι της!- το νιώθεις να κοκκινίζεις απ'την ντροπή. Τόσο όμορφο, τόσο ντροπαλό χέρι...πάει, δεν είναι πια να ξαναγίνει.
Ύστερα κάτι γίνεται κι όλα σταματούν... Οι νερατζιές απόμειναν σκυφτές από πάνω μας...Το φιλί της μοσχοβολούσε νιότη!... Αλίκη...Τ'ονομά σου έμεινε στα χείλη μου σαν το κλαδάκι της βραδυνής μας νερατζίας.Το κρατώ και μοσχοβολά ο κόσμος.
Τάρα (αγάπη μου...αγάπη μου..), τώρα ζηλεύω το παγκάκι που ακουμπούσε το φουστάνι σου...Και ζηλεύω και τον εαυτό μου που ήταν εκεί και το 'δε.... Αλίκη.. θέλω να πω ένα τραγούδι και φοβάμαι μην καεί το στόμα μου.

Μα βλέπεις, η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας....Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.

Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο ότν την χάσουμε. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. 

Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν'την τραγούδια,ξενύχτια. Καν'την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην την μοιρολογάς.Είναι σαν να την βρίζεις.Σαν να τη κλεινεις τον δρόμο να ξανάρθει. 

Ευχαριστώ πολύ την Αγιογράφο -
Ζωγράφο, Χρυσάνθη Τσίντζουρα  για την
 ευγενική παραχώρηση των έργων
 της,  στην ανάρτηση του μπλογκ.


 Η Χρυσάνθη Τσίντζουρα γεννήθηκε στην Αμφιλοχία το 1959 . Τα πρώτα μαθήματα βυζαντινής τέχνης τα πήρε κοντά στον ζωγράφο αγιογράφο Τσούνη Σπήλιο. Μελέτησε την τεχνική των Μεγάλων Αγιογράφων Θεοφάνη και Πανσέληνου και φιλοτέχνησε αγιογραφικές συνθέσεις με πίστη και αφοσίωση.
Εχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις που έχουν γίνει στην Αθήνα.
Οι περισσότερες από τις αγιογραφίες της Χρυσάνθης έχουν εκτεθεί  στο Μουσείο Δροσίνη το 2000