Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014
Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013
ΚΑΡΤΟΥΝ-Κική Δημουλά-Ενός λεπτού μαζί
ΚΑΡΤΟΥΝ-Κική Δημουλά-Ενός λεπτού μαζί
Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδόσεις Ἴκαρος, 1998
Πρέπει νὰ θυμηθῶ ἐκεῖνο τὸ πακέτο CamelΤὴν καμήλα ποὺ ἀποτελεῖ γι᾿ ἀπόψε ἐγγύηση
Τῆς διαπιστωμένης μου ἀνασφάλειας
Μαρία Κυρτζάκη, Ἡ γυναίκα μὲ τὸ κοπάδι
Ἀκόμη αὐτὰ καπνίζεις; Πάρε Κάμελ.
Ὄχι πῶς διαφημίζω νέα πίσσα
ποὺ ἀφαιρεῖ τοὺς δύσκολους λεκέδες τοῦ θανάτου
μήτε ὅτι πιστεύω ἀκόμα στὴν ἀλλιώτικη
γεύση τοῦ ἀδοκίμαστου, σὲ νέα ἀντοχή του.
Κάθε φιλὶ ποὺ ἀνταλάσσει ἡ γηραιὰ ἡδυπαθὴς
συνήθεια μὲ τοὺς ἑκάστοτε ζιγκολὸ καπνοὺς
ταχείας καύσεως εἶναι.
Βραδύτερη ποιότης ἐρώτων δὲν εὑρέθη.
Κάμελ ἐπειδὴ
ὅσο καλὰ κι ἂν τὰ κατάφερες ὡς τώρα
μόνος σου πεζὴ νὰ τὴν προχωρεῖς τὴν ἔρημο
ἀκολουθώντας ἀπὸ τὰ μύρια μονοπάτια της
τὸ δύσκολο ἐκεῖνο ποὺ σὲ βγάζει στὴν ἐξάλειψη
παντὸς συνοδοιπόρου,
τώρα ὅπως βλέπεις ἐπαναστάτησε τὸ κλίμα
σήκωσε κεφάλι ἡ ἄμμος ἔγινε ἀμμοθύελλα
τὸ φορτίο χρόνου ποὺ κουβαλᾶς ἔγινε δριμύτερο
μολύβι καθὼς τὸ μούσκεψε ἡ βροχὴ ραγδαίων ἀριθμῶν.
Θέλεις νὰ φταίει τὸ ὄζον, νὰ παραμεγάλωσε
ἐκείνη ἡ μαύρη τρύπα τῆς ψυχῆς
θέλεις ν᾿ ἀπέτυχε ἡ στείρωση ποὺ ἔκανες
σὲ ὄνειρα νὰ μὴ γεννιοῦνται ἄλλα
τώρα παλεύεις, βογκᾶς, σκούζεις
ὅπως σκούζει ὄνειρο ποὺ παρὰ τὴ στείρωση
ὄνειρο συντρόφου σοῦ γεννᾶ.
Δέξου λοιπὸν τὶς νουθεσίες τῆς ταπείνωσης
κι ἀνέβα στὴν καμπούρα εὐκαιρία τῆς καμήλας
ποὺ σοῦ προσφέρει ἐτούτη ἡ διερχόμενη
φελλάχα νικοτίνη.
Ἀνέβα, παραδέξου το
στὴν αὐτάρκειά σου μπῆκαν συνεταῖροι φόβοι
(ἤδη τὶς προάλλες ἐθεάθης στοὺς καθρέφτες
τῆς ἡλίασης μὲ παρέα).
Ἂς μὴ γελιόμαστε ὅμοιέ μου.
Αὔταρκες εἶναι μοναχὰ τὸ μάταιον.
Σ' ένα χαρτάκι από τσιγάρα
έγραψες "φεύγω" πριν σε δω.
Ένα χαρτάκι σαν και τ' άλλα
αυτά που γράφαν "σ' αγαπώ".
Δυο λέξεις που άντεχαν οι ώμοι
μα δεν τις άντεξε η φωνή
κάτι που θύμιζε συγνώμη
τι θα μπορούσε να μου πει;
Σε πήρε η νύχτα το ίδιο βράδυ
αυτή που σ' έφερνε παλιά
κι εγώ κοιτούσα το σημάδι
απ' του Φλεβάρη τα φιλιά...
Πέρασαν χρόνια μα θυμάμαι
τη νύχτα εκείνη της σιωπής
νύχτα που φταίει όταν πονάμε
μα εσύ ποτέ δε θα το πεις.
Τώρα τραγούδια λυπημένα
έχω μονάχα να σου πω
σώματα ξένα όλα για σένα
μα πουθενά δε θα σε βρω.
Σε παίρνει η νύχτα κάθε βράδυ
αυτή που σ' έφερνε παλιά
κι εγώ έχω ακόμα το σημάδι
απ' του Φλεβάρη τα φιλιά...
Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013
"Αναφορά στον Γκρέκο"-Πάμε, είπες....Νίκος Καζαντζάκης
Τυραννάς και σκοτώνεις τα κορμιά για να σώσεις την ψυχή τους. -Εσύ τη λες ψυχή, εγώ τη λέω φλόγα, μου αποκρίθηκες. -Εγώ αγαπώ τα κορμιά. Έχει και η σάρκα ένα αντιφέγγισμα ψυχής. Έχει και η ψυχή ένα χνούδι σάρκας. Ισορροπούν αρμονικά, ζουν μαζί, εσύ συντρίβεις την άγια ισορροπία. -Ισορροπία θα πει ακινησία, ακινησία θα πει θάνατος. -Μα τότε η ζωή είναι ακατάπαυτη άρνηση, αρνιέσαι ό,τι μπόρεσε, ισορροπώντας, ν’ αντισταθεί στη φθορά, το συντρίβεις και ζητάς το αβέβαιο. -Ζητώ το βέβαιο, σκίζω τις μάσκες, ανασηκώνω τα κρέατα, δε γίνεται, λέω, κάτι αθάνατο υπάρχει κάτω από τα κρέατα, αυτό ζητώ, αυτό θα ζωγραφίσω. Όλα τ’ άλλα, μάσκες, κρέατα, ομορφιές, τα χαρίζω στους Τιτσιάνους και Τιντορέτους, με γειά χαρά τους! -Θες να ξεπεράσεις τον Τιτσιάνο και τον Τιντορέτο; Μην ξεχνάς την κρητικιά μαντινάδα: «Πολλά ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου σπάσει ο κλώνος...» Κούνησες το κεφάλι: -Όχι, δε θέλω να ξεπεράσω κανένα. -Είσαι περίσσια περήφανος. -Όχι, είμαι περίσσια μόνος. -Ο Θεός τιμωρεί την αλαζονεία και τη μοναξιά, έχε το νου σου, αγαπημένε! Δεν αποκρίθηκες. Σβάρνισες τη ματιά σου στην υπνωμένη ακόμα πολιτεία, τα πρώτα κοκόρια λάλησαν. Σηκώθηκες -Πάμε, είπες, ξημερώνει...* Τότε μονάχα δύο αγαπιούνται τέλεια, όταν ο ένας φωνάζει τον άλλο: ω εγώ μου! (σελ.380)Από την "Αναφορά στον Γκρέκο" του Ν. Καζαντζάκη |
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013
Παδί της γης! Παιδί τραγουδισμένο
painting by Bartolomé Esteban Perez Murillo |
να σώσω το κόσμο, όπως τον πρωτο-αντίκρισαν και τον δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια.
- “Αφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με και μη κωλύετε αυτά. Των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού. Αμήν λέγω υμίν, ός εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν” [Λουκ. ιη’16-17] Λουκ.ιη'16-17
- “Αφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με. Των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών” [Ματθ. ιθ’14]
Adolphe-William Bouguereau. Song of the Angels
Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα.
Διεθνὴς Παιδούπολη Πεσταλότσι(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Τὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδεςφερμένες ἐδῶ ἀπ᾿ τὰ τέσσερα σημεῖα τῆς γῆς
γιὰ ἕνα διάλογο ἀγάπης.
Κοινὸ τὸ χορτάρι κι ὁ ἥλιος
καὶ τὰ χέρια ποὺ παίζουνε.
Βλέπετε αὐτὰ τὰ παιδιὰ
ποὺ τὰ μάτια τους εἶναι γιομάτα οὐρανὸ
καὶ ἀθῳότητα;
Εἶναι οἱ ἴδιοι αὐτοὶ
ποὺ σκοτώθηκαν στοὺς πολέμους.
ποὺ ἐξωσμένοι ἀπ᾿ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὴν ἀδιαίρετη
σκηνὴ ἐπαιτήσανε τὸ δικαίωμα
νὰ χαροῦνε τὴ γῆ ποὺ τοὺς γέννησε:
Sophie Anderson,painter |
νὰ μαζεύουν λουλούδια, νὰ ψαρεύουν στὶς λίμνες,
νὰ σκάφτουν, νὰ χτίζουν, νὰ θαυμάζουν τὸν κόσμο
μὲς ἀπ᾿ τῶν ἄσπρων τους σπιτιῶν τὰ παράθυρα
δίχως φόβο· ἀσφαλεῖς καὶ ἰσότιμοι
ἀπέναντι στὴ βροχή.
Οἱ ἴδιοι ποὺ πάλαιψαν
γενναῖα τὸ ἀδυσώπητο σκοτάδι
καὶ πέσανε. ποὺ ἔκαμαν
ὄμορφα ὄνειρα.
Δὲν ἤτανε διαφορετικὰ
τὸ γέλιο, τὰ χέρια, οἱ κινήσεις τους,
κι ὅμως σκοτώθηκαν.
Τὰ μάτια τους ἴδια
τὸ φῶς ποὺ ζητούσανε.
Κάθε πρωὶ
ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος στὴν πόλη τοῦ Τρόγγεν,
στὸ χωριὸ Πεσταλότσι, τὰ πράγματα εἶναι
τὸ ἴδιο ἁπλά, ὅπως ἄλλωστε ἦταν πάντοτε
σὲ τοῦτο τὸν κόσμο.
Μονάχα πὼς τὰ πρόσωπα
ἐδῶ τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες.
Κάθε πρωί, μὲ τὸ ἴδιο τραγοῦδι
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν ἴδια ὑπόσχεση
ἀγάπης
ὅλα μαζὶ
εἶναι ἡ Ὑδρόγειος ποὺ προσεύχεται
Fritz Zuber-Buhler,painter
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ἀναδύθηκε δάσος ζοφερὸἀπ᾿ τὸ πνεῦμα μας
κι ἐκάλυψε τὸν ὁρίζοντα.
Μόνο ἀτραποὶ τρυπώνουν
καὶ χάνονται μέσα στὸ φόβο.
Μέλλον δὲν φαίνεται.
Τρέχουν, χορεύουν ἀνύποπτα
γιὰ ὅ,τι γίνεται πάνω τους
τὰ παιδιά, ἐνῷ γέρνοντας γύρω
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια τους, (ὡς
ν᾿ ἀκοῦν τὴ βοὴ καὶ νὰ βλέπουν
τὸ σύννεφο) σὰν ἕνα ἀπέραντο
ὑπαίθριο ἐκκλησίασμα
τὰ λουλούδια προσεύχονται.(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα
ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου
ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ.
Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων.
Ἐγὼ
μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Paul Hermann Wagner (1852 – 1937, German) |
Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει' σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα.
Τότε ολόγυρα
Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε' και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.
Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι 'ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά;
Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα;
Κι αυτά τ' αγαπημένα πρόσωπα
Κι αυτά τ' αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες 'κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ' τον αγέρα του μικρού λυγμού του.
Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.(Γιάννης Ρίτσος)
Sophie Gengembre Anderson,painter
'' Αχ, Φωτεινούλα,
μικροί-μικροί
ταπεινωμένοι
πούναι κ’ οι στίχοι,
πικρά-πικρά
που κλαίνε οι στίχοι,
μπροστά στα πόδια σου.'' Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό
μικροί-μικροί
ταπεινωμένοι
πούναι κ’ οι στίχοι,
πικρά-πικρά
που κλαίνε οι στίχοι,
μπροστά στα πόδια σου.'' Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό
Ζωγράφος, Νικόλαος Γύζης
Το απλό παιδί που εγώ αγαπώ…Ν.Λαπαθιώτης
Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
– μα ’ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη,
μπορεί ν’ απαντηθεί
Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
– μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά…
Κι άλλοτε μου ’τυχε ξανά στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
– μ’ αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια μικρή καρδιά…
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
– μα ’ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη,
μπορεί ν’ απαντηθεί
Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
– μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά…
Κι άλλοτε μου ’τυχε ξανά στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
– μ’ αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια μικρή καρδιά…
Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι,
κι αυτό δεν έχει πιο καλό κοστούμι να ντυθεί,
τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί…
Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά (α' έκδ. Αθήνα: Ερμής 1992).
Λονδίνο 29 Νοεμβρίου 1961
Αγαπητό μου Μαντζουρανάκι
Χτες η Μαντζουράνα (η γιαγιά) μου έφερε μια ωραία
ζωγραφική που μας έστειλες.
Μου άρεσε τόσο πολύ που θα ήθελα να ήμουνα
κι εγώ εκεί μέσα· να τρέχω και να τραγουδώ σ’ εκείνο το δρόμο που
έφτιαξες και να ήσουν κι εσύ μαζί μου να παίζαμε και να λέγαμε αστεία.
Πολύ μου άρεσε ακόμη γιατί ένα μικρό μικρό
πουλάκι, πιο μικρό από τη μύτη του μολυβιού αυτού που σου γράφω, πήγε
και τρύπωσε μέσα στη ζωγραφιά σου, και άμα είμαι καλός αρχίζει ένα
θαυμάσιο κελάηδημα.
Τώρα αυτό που σου λέω θα πουν οι άλλοι, οι μεγάλοι,
πως είναι μπούρδες.
Πώς να κάνω να τους δείξω πως δεν είναι;
Αλλά δεν
πειράζει, πάντα οι άνθρωποι μου λένε πως λέω μπούρδες. — Έπειτα όμως άμα
περάσει καιρός κάνουν ένα «Χα!» όπως ο γάιδαρος και λένε: αλήθεια μάς
έλεγες!
Έτσι πιστεύω πως θα γίνει και μ’ αυτό το μικρούτσικο πουλάκι που
σου έλεγα, και για τα ποιήματα με τις ζωγραφιές που έδωκα στη μαμά σου
πριν ακόμη γεννηθείς.
Τώρα μαθαίνω πως τις κρατάς εσύ και πως τις κάνεις
γούστο.
Χαίρομαι.
Να ’σαι καλά
Γιώργος
Για τα παιδιά - Χαλίλ Γκιπράν
Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σουΕίναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.
Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα
Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.
Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου
Αφού ιδέες έχουν δικές τους.
Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους
Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο
που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.
Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις
αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα
Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες
Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου
ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.
Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο
και κομπάζει ότι με τη δύναμή του
τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.
Ας χαροποιεί τον τοξοτή ο κομπασμός του
Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει
έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο.”
Τόλης Νικηφόρου-Ένα παιδί
Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ' τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στο χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
την γειτονιά και τους φίλους
την άνοιξη που θάρθει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω
όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο
που θα ‘θελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του
Από τη συλλογή Αναρχικά (1979)
Στο παιδί μου...
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α! φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Από τη συλλογή Ο στόχος (1970) του Μανόλη Αναγνωστάκης
"Αυτοί παιδί μου δεν/ δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους/ όλο δεν και δεν και δεν-/ τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους/ δεν χάιδεψαν σκυλί, γατί, πουλάκι/ πληγωμένο/ γυναίκα άσχημη και στερημένη/ αυτοί παιδί μου δεν/ δεν δίνουν τ΄Αγγέλου τους νερό». (Μιχάλης Γκανάς )
Ζωγράφος , Γεώργιος Ιακωβίδης
Μάνος Χατζιδάκις, Δέκα Ποιήματα (αποσπάσματα)
Παιδί της γηςΠαιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Σαν αστραπή
Μπλέκω τα δάκτυλα
Κλείνω τα μάτια μου
Και σ’ ονομάζω Μουσική
“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'
Παδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι όπως μεσ’ στη θύμηση
Θυμίζεις τ’ όνειρό σου
Βγαίνουν μορφές πιο δυνατές
Κι απ΄την μορφή του Χάρου
“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'
Παιδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Με τη φλογέρα και τον αητό
Στον ώμο σου
Χαράζεις μια τον Θάνατο
Και τον γυρνάς σε ωραίο σκοπό.
Σχέδιο για ένα Δημοτικό τραγούδι
Ένα παιδί τριανταφυλλί
ήρθε μου πήρε το φιλί
κι έγινε δέντρο αμάραντο
μεσ’ στη παρθένα πλάση.
Ζωγράφος , Γεώργιος Ιακωβίδης |
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούνε δυο μικρά παιδιά
Τόνα βλέπει δεν ακούει
Τ’ άλλο ακούει μα δε βλέπει
Και τα δυο ξέρουν πως πρέπει
Να ‘χουν μόνο μια καρδιά
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Τα παιδιά μένουν παιδιά
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και τη θάλασσα ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια δύστυχη τρελή
Π’ αγαπούσε ένα πουλί
Το παιδί που δεν ακούει
Της σκοτώνει το πουλί
Κι από τότες δε γνωρίζει
Πως την βλέπει το ποτάμι
Σαν γυναίκα ή σαν πουλί;
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Κι απ’ τη θλίψη ξεχειλίζει
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013
Ποιος ξέρει αν ποτέ σε ξαναδώ? -παραθέματα ποιητικού λόγου
“η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο”
“πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω-γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι το δικό μου-δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου..”
“ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Aυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει”
“μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου. Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί…Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται.”
“αν έχω την τύχη να σου δώσω κάτι που να κρατήσεις μέσα σου από την αληθινή ζωή, αν μπορέσω να σε κάνω να νιώσεις ότι έχουμε κάτι μέσα μας που είναι μεγάλη αμαρτία να το εξευτελίζουμε, θα είναι αρκετό. Κι αυτά όλα που σου γράφω, τόσο ήρεμα τώρα, με κάνουν να συλλογίζομαι πως δεν είναι δυνατό να μην είναι κανείς απάνθρωπος, όταν είναι απάνθρωπη η ζωή.”
“Αισθάνομαι πως τρέχω με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα, πως κάποιος, ίσως εσύ, μου φωνάζει “Σταμάτησε. Σταμάτησε”. Ίσως αυτός που μου φωνάζει έχει δίκιο, αλλά αισθάνομαι ακόμη πως, αν σταματήσω απότομα, είναι καταστροφή.
-τρελό μου παιδί, όλα αυτά τίποτα δεν ξέρουν να πουν, άμα έρθω κοντά σου ίσως καταλάβεις κάτι περισσότερο….”
“…Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ’ αυτόν μπορώ πια να περάσω.”
“Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου.
Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.”
“κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως , αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο”
“Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυο πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου”
“Όλες αυτές τις μέρες σε συλλογίζομαι χωρίς μια στιγμή διακοπή. Κάθε δουλειά με συνέχεια μού είναι αδύνατη. Είσαι εκεί πάντα μπροστά στα μάτια μου, με κρατάς προσηλωμένο. Κάποτε μέσα στην αδειανή μου παλάμη έρχεται κι ακουμπά το μικρό σου στήθος. Είναι ένας βαθύς και μυτερός πόνος ως την άκρη της καρδιάς”
“ας σε κρατήσω κι έπειτα όλα θα είναι καλά…αγαπημένη μου αγάπη”
“όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρει τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…”
“…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…”
“..είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις..”
“μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.”
“τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..”
“Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή-ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου-είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα”
“Είμαι βαρύς από ένα σωρό συναισθήματα που δε θέλω να ξεσπάσουν. Μία μέρα, αργότερα-ποιος ξέρει αν μας είναι γραφτή λίγη γαλήνη ακόμη-θα είμαι κοντά σου, θα κλείσω τα μάτια και θα τα αφήσω να βγουν…φαίνεται σήμερα σ’ αγαπώ σιωπηλά.”
“όταν πάει να πάρει κανείς μια μεγάλη απόφαση, ποτέ δεν μπορεί να τα δει όλα. Βλέπει έναν κύκλο σαν το μισοφέγγαρο, μισό φωτεινό και μισό σκοτεινό. Πάνω στο φωτεινό μέρος βάζει όλη του τη λογική. Πάνω στο σκοτεινό όλη του την παλικαριά και την πίστη….”
“Πόσα πράγματα που έχω να σου πώ ή να σου δείξω και που δε μ’ άφησε η λαχανιασμένη ζωή μας. Όλα τα πράγματα που λέει κανείς όταν πέσει λίγη μπουνάτσα, όταν ξεδιψάσει λίγο, και είναι σίγουρος πως δε θα χάσει τον άνθρωπό του…”
“…Αν είχα χρήματα, λες.
Μα αν είχα οτιδήποτε απ΄αυτά που δεν έχω, δε θα είχα εσένα.
Έτσι αγαπώ όλη μου τη ζωή γιατί ήρθε ως εσένα, τέτοια που ήταν κι όχι άλλη…”
“…Χτές πρώτη φορά, το βράδυ, ύστερα απο τόσον καιρό έπιασα λίγη λογοτεχνική δουλειά. Ήταν σα να είχες νυστάξει μέσα στη σκέψη μου και να σ΄είχε πάρει ο ύπνος.”
“…ξέρεις πόσο πολύ είναι για μένα οι λίγες στιγμές μαζί σου;”
“…σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…”
“Σε συλλογίζομαι.
Σήμερα το πρωί ξυπνώντας ήσουν εκεί. Θα σε ξαναβρώ πάλι σε κάποια γωνιά του σπιτιού μου να ξεμυτίζεις.
Κι όλα αυτά είναι ό,τι είναι.
Κάποτε βαριά….”
“αν μπορώ να σου δώσω μια μικρή χαρά, πρέπει να σου τη δώσω αμέσως. Μακάρι κάθε μέρα να μπορούσα. Κάθε μέρα ως την τελευταία στιγμή. Μ’ έκανες να σκεφτώ ένα πράγμα που σκεπτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία”
“και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν”
“όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;”
“αγάπη μου, θα με συγχωρήσεις γι’ αυτά, που είναι δύσκολο να ειπωθούν σε μια γυναίκα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πεποίθηση στα συναισθήματά του όταν τα πνίγει η επιθυμία η σωματική, όπως συμβαίνει τώρα μ’ εμένα”
“πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ’ αφήνει να σ’ αγαπώ όπως θέλω , δε μ’ αφήνει να ξέρω καν πώς σ’ αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;”
“θα ήθελα τρεις μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…”
“φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ..”
“ρωτιέμαι καμιά φορά πως θα μιλούσες, αν ήσουν κοντά μου. Πόσα λίγα πράγματα μπορεί να φτιάξει η φαντασία. Ρωτιέμαι ακόμη πως θα ήσουν, εσύ, ζωντανή, κοντά μου…”
“δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω απ’ όλα-κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα”
Βύρων Λεοντάρης, (από τη συλλογή «Εν γη αλμυρά»)
Tώρα που δεν μπορώ παρά να σε θυμάμαι μόνο
ξέρω, δεν ήταν έτσι, τίποτε δεν ήταν
αλλιώς έγιναν όλα.
Η μαρτυρία μου ασαφής. Τι υπεκφυγές, τι συγκαλύψεις
σε λόγια, σε γραφτά και σε φερσίματα…
Αλλά πώς να τα πω και φαντασίας καμώματα όλα αυτά;
Δε γίνεται.
Πώς να αναιρέσω μια κατάθεση
πώς να διευκρινίσω μια ζωή;
Το ειπωμένο με εκδικείται
κι ανεξιχνίαστο μένει πάντα το υπαρκτό.
Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει
κάτι που λάθος το έζησα και λάθος με έζησε
κι όλο και σκοτεινιάζει γύρω μου
κι όλο και σκοτεινιάζει.
Πού βρίσκομαι
Τι ώρα να ‘ναι.
Αν δεν καώ εγώ,
αν δεν καείς εσύ,
αν δεν καούμε εμείς,
πώς θα γενούνε
τα σκοτάδια φως;(Ναζίμ Χικμέτ)Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας(Τέλλος Άγρας)
Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,
τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!
Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό...
Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.
(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).
Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.
Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.
(Πώλ Ελυάρ-Paul Éluard).
Ποτέ δεν υπάρχει απόλυτο σκοτάδι..
Πάντα υπάρχει, κάποιο παράθυρο ανοιχτό στην άκρη της θλίψης..
Ένα παράθυρο φωτισμένο...
Πάντα υπάρχει ένα όνειρο που ξαγρυπνά...
Επιθυμία να εκπληρώσεις, πείνα να ικανοποιήσεις...
Μια γενναία καρδιά...Ένα χέρι απλωμένο, ένα χέρι ανοιχτό...
Μάτια γεμάτη στοργή.. Μια ζωή να μοιραστείς μαζί της τη ζωή σου.
Εγώ... ως και τα τουφέκιαΩς κι αυτά θα δεχόμουν να με σημαδέψουν!
Φτάνει μόνο - μαζί με αυτά -
να με σημάδευε κι η ματιά σου-
λίγο... πιο ψηλά από το μέτωπο!"Έρωτας"(Μ-Λουντέμης)
Ποιος ξερει αν ποτε σε ξαναδω?
Αλλου, μακρια από εδώ!Πολύ αργα!Ισως ποτε!
Γιατι που κρυβεσαι ,δεν ξερω ουτε εγω που πηγαινω
Αχ,εσυ που θα σ’αγαπουσα ,αχ,εσυ που το’ξερες!
--Σαρλ Μποντλερ--
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)