Σελίδες

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Παραμονή των Χριστουγέννων ('Εμμετρο παραμύθι) ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

An Angel Playing a Flageolet by Sir Edward Coley Burne-Jones

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
('Εμμετρο παραμύθι)- ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Παραμονή των Χριστουγέννων
σε κάποιο έρημο χωριό
που μόνο γέροι κατοικούνε
-πεντέξι όλοι κι όλοι ζούνε-
χτύπησε το καμπαναριό.

Τρέμουν και κάνουν το σταυρό τους
και λεν πως κάτι αμαρτωλό
έγινε απόψε στο χωριό τους
κι ήρθαν νεράιδες να χτυπήσουν
καμπάνες στο έρημο χωριό.

Παπάς δεν ήρθε μήτε θα' ρθει
νερό να φέρει του αγιασμού
εκτός και αν 'ερθει τέλη Μάρτη
που λιώνουν στις πλαγιές τα χιόνια
κι είναι του Ευαγγελισμού.
 The Angel  by Lorenzo Lotto (1527)
Απόψε όμως κάτι ακούνε
μες στις σκιές του φεγγαριού
κι όπως προσεύχονται-γυρίζουν
και τρεις αγγέλους αντικρύζουν
που ήρθαν στην άκρη του χωριού.

Τέτοια χαρά είχαν να δούνε
απο τις μέρες τις παλιές
απο πολέμους ξεχασμένους
και τους στρατούς στεφανωμένους
με δάφνες και πασχαλιές,

όταν πηγαίναμε στις μάχες
και σταματούσαν στα χωριά
να ξεδιψάσουν τ' άλογα τους
κι απλώνανε τα λάβαρά τους
και γράφαν πάνω :Λευτεριά!
Bernardino Luini (Italian High Renaissance, c1480-1532) ~ Angel Fresco
Απόψε όμως κάτι άλλο
στους ουρανούς έχει γραφτεί
για το χωριό τους και για κείνους
με τους αγγέλους μες στους κρίνους
που στον αέρα έχουν σταθεί.

Τους φέρνουνε τυρί και μέλι
και γάλα για να πιούν ζεστό
και ρόδια μέσα στο πανέρι
κι όλο προσεύχονται οι γέροι
στο νεογέννητο Χριστό.

Πηγαίνουν στη μικρή εκκλησιά τους
κι αρχίζουν τα δοξαστικά
κι ανάβουν όλοι τα κεριά τους
και γονατίζουν την καρδιά τους
με το <<Χριστός Ιησούς Νικά>>


Κι ολόρθος στην Ωραία Πύλη
με χρυσοστόλιστη στολή
άναψε ο άγγελος καντίλι.
Δεξιά ζερβά οι άλλοι αγγέλοι
μένουν ακόμη σιωπηλοί.

'Ωσπου απ' το τέπλο κατεβήκαν
απ' τις παλιές ζωγραφικές
άγιες κι άγιοι θλιμμένοι
κουρέλια που άστραφταν ντυμένοι
με τις φωνές αγγελικές.

 Κι άρχισαν να' ρχονται θηρία
που ζουν σε δάση και βουνά
κι ήρθαν κι αυτά που το χειμώνα
ζουν στις σπηλιές και ζούνε μονα
και σε φαράγγια σκοτεινά.
MELOZZO DA FORLI Music-making Angel
Κι ήρθαν πουλιά κι ήρθαν λουλούδια
και τ' ακατοίκητα νησιά
κι ήρθανε να λειτουργηθούνε
και πέντε προσευχές να πούνε
στην ταπεινή την εκκλησιά.

Κι γέροι χωρικοί γελάνε
βλέπουν τ' απίστευτα που ζουν
και με χαρά μονολογούνε
τι έχουν κάποτε να πούνε
σ' αυτούς που κάποτε θα' ρθούν.

Ετσι στον άνθρωπο συμβαίνει
να βλέπει αγγέλους μια φορά
και να' ναι η ώρα του αγαιασμένη.
Ετσι κι οι γέροι αυτή τη νύχτα
ζήσανε αυτά τα φοβερά.

Και το' χαν τώρα παραμύθι
μα ποιός πιστεύει 'ολα αυτά
που λένε οι γέροι στους ανέμους
αφού τους λεν ξεμωραμένους
κι  φαντασία τους πετά.



Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Δεκέμβριος! Καλό μήνα!


Ο Τυφλός- Γιώργος Σεφέρης
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη 
μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα,
χωρις όνειρα, χωρίς μνήμη,
κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη. 

Ο ξύπνιος χαρακώνει τη λησμονιά
σαν το μαστιγωμένο δέρμα
κι η παραστρατημένη ψυχή
αναδύεται κρατώντας συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές,
ορχηστρίς μ' ανώφελες καστανιέτες,
με πόδια που τρεκλίζουν
μωλωπισμένες φτέρνες
απ' τη βαριά ποδοβολή
στην καταποντισμένη σύναξη εκεί πέρα. 

O ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ' τον άλλο. 

Τον ένα χρόνο η Πάργα,
τον άλλο οι Συρακούσες
κόκαλα των προγόνων ξεχασμένα,
λατομεία γεμάτα ανθρώπους σακατεμένους,
χωρίς πνοή και το αίμα μοιρασμένο
σαν τα παιδιά του Οιδίποδα
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά. 

http://androspoets.homestead.com/Aggelika1l.jpg

 Ανρί Μισώ (Henri Michaux) 1899-1984
μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

Αρχές Δεκέμβρη , ταξίδι με πλοίο της γραμμής , το Αιγαίο κλεισμένο σε ένα ποτήρι νερού, οι αέρηδες δεν είναι εδώ, ο ήλιος κρέμεται σαν την λάμπα στο κέντρο του δωματίου .
σκέψεις καταστρώματος
μια εικόνα και η φωνή…
ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ ΜΑΚΡΙΝΟ
 Εδώ έχουμε, γράφει, έναν ήλιο μόνο κάθε μήνα, και για λίγο. Τρίβουμε τα μάτια μας μέρες πρωτύτερα. Μάταια όμως. Καιρός αδυσώπητος. Ο ήλιος δεν έρχεται παρά στην ώρα του.
Έπειτα έχουμε ένα σωρό πράγματα να κάνουμε, όσο βαστάει το φως, έτσι που μόλις προφταίνουμε να κοιταχτούμε λίγο.
Εκείνο που είναι δύσκολο για μας τη νύχτα, είναι όταν πρέπει να δουλέψεις, και πρέπει: γεννιούνται ακατάπαυστοι νάνοι.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ-  ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η μητερούλα στον κόρφο της κοιμίζει

Το ακριβό της, το μόνο της παιδί.

Έξω με χιόνια Δεκέμβρης τριγυρίζει,

Κι αυτή το σφίγγει, και σαν να τραγουδεί,

Σιγομιλάει με γέλιο και τρεμούλα

Η μητερούλα:

Άγιε Νικόλα, που ξέγνοιαστα χτενίζεις

Τ' άσπρα σου γένια ψηλά στον ουρανό,

Και πέφτουν κάτου σωρός και μας χιονίζεις,

Μην το κρυώσεις, λυπήσου τ' ορφανό.

Λαμπάδα τρέχω σ' εσέ ν' ανάψω κιόλα,

Άγιε Νικόλα!

Να ο Χριστός σου γεννιέται σε λιγάκι,

Που αγαπάει, μικρό μου, τα παιδιά.

Ζεστό σου φέρνει, καινούργιο φουστανάκι,

Και την ευχή του πιστή σου συνοδειά.

Κοιμήσου τώρα και θα 'ρθει στ' όνειρό σου.

Να ο Χριστός σου!

Κι αφού μας φύγει, δεν μας ξεχνά, θ' αφήσει

Στον Αϊ-Βασίλη για σε παραγγελιά

Χίλια παιγνίδια λαμπρά να σου χαρίσει

Και ζαχαράτα και χάδια και φιλιά.

Με τη χαρά σου η χάρη του θα σμίγει,

Κι αφού μας φύγει!

Τι θα μου μένει αν 'γράφθη μαύρη μέρα

Για να το χάσω από την αγκαλιά;..

Χωρίς παιδάκι τι είναι η μητέρα;

Χωρίς πουλάκι τι θέλει η φωλιά;

Αν μου πετάξει ας πέσω χαλασμένη...

Τι θα μου μένει!


   Εν Μεσολογγίω                           ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

https://akronrrclub.files.wordpress.com/2013/03/whiteout071.jpg

Στο γκρίζο τρένο του Δεκέμβρη: Nίκος Kαρούζος

 Σ α να μὴν υπήρξαμε ποτὲ
κι όμως πονέσαμε απ᾿ τὰ βάθη. Ούτε που μας δόθηκε μία εξήγησηγια το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
  Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.

Και λέγαμε πως δεν έχει καιρὸ η αγάπη να φανερωθεί ολόκληρη. Μία μουσικὴ άξια των συγκινήσεών μας δεν ἀκούσαμε.

Βρεθήκαμε σ᾿ ένα διάλειμμα του κόσμου ο σώζων εαυτὸν σωθήτω.Θα σωθοῦμε απὸ μία γλυκύτητα στεφανωμένη με αγκάθια.

Χαίρετε άνθη σιωπηλὰ με των καλύκων την περισυλλογὴ ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας. Ενδότερα ο Κύριος λειτουργείενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.


Δεν έχει η απαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.

Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιὰ μία μέρα… Με τη θυσία του γύρω φαινομένου θα ανακαταλάβει, η ψυχὴ τη μοναξιά της.

http://25.media.tumblr.com/762ede932af925522676b091846cef4b/tumblr_mi963eneWp1s4i6w8o1_500.gif 
Νίκος Καρούζος, «Μεσ’  στον ουράνιο Δεκέμβρη»
“Βγαίνω περ’ απ’ τα μεσάνυχτα κοιτάζω τη σελήνη
με τ’ αλώνι γύρω της άνθος ανεξήγητο
ένας κύκλος
ο γαλάζιος και πράσινος τα μεγάλα πέταλα του άνθους 
ύστερα ο μικρότερος κύκλος κοκκινωπός ομιχλώδες
άσπρο λερωμένο ταξιδεύει μέσα στο φεγγάρι
σαν έμβρυο στα υγρά των αγγέλων.
Είναι τραγούδι ο στεναγμός που φτερουγά στο στήθος μου
και
μαραίνει την πρασινάδα.”

(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. 1ος)https://writesomewhatnot.files.wordpress.com/2012/12/winter-scenes-nature-harpeth-river-sunrise-1771941.jpg
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δεκέμβρης του 1903»
Κι' αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω -
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια•
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
η μέραις του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι' αν περνώ, όποιαν ιδέα κι' αν λέγω.

https://66.media.tumblr.com/afde815fc88808d41587948930249c8d/tumblr_o5p2xxaj8x1u7gnm9o1_500.gif

Γιώργος Δουατζής

Δεκέμβρη δωδεκάτη
Τούτη η φεγγαροστιχίδα
το ωραιότερο τραγούδι
στα πιο ερημικά γενέθλια
χρόνια μετά

ή
Σαν τον αυτόχειρα
που με το ένα χέρι βουλώνει το αυτί
μην τον ξεκουφάνει
ο πυροβολισμός στον κρόταφο

ή
Εισπράττουν τη μοναδικότητα
εκείνου που φεύγει
μόνο με τη βεβαιότητα της μη επιστροφής
κι έτσι μακραίνουν οι μικροί τους επικήδειους



https://c.tadst.com/gfx/750x500/december-solstice-winter.jpg?1
http://daler.ru/pictures/1/1600x1200/Zimnee-ytro-2025.jpg
Τάκης Βαρβιτσιώτης, Τραγούδι του Δεκέμβρη
Δεκέμβρης
Κι επιστρέφει ο ουρανός
Με την κορνίζα μόνο
Ενός καθρέφτη
Απογυμνωμένος
Δεκέμβρης 
Κι επιστρέφει ο ουρανός
Μ’ ένα φέρετρο να επιπλέει
Στην απεραντοσύνη του
Καταρρακωμένος
Δεκέμβρης
Κι επιστρέφει ο ουρανός
Με μιαν εφτάχορδη λύρα
Και μ’ όλο το ασήμι του
Αλλαγμένος
Δεκέμβρης
Κι επιστρέφει ο ουρανός
Με μια φάτνη
Και μ’ ένα δέντρο χριστουγεννιάτικο
Στολισμένος
Από τη συλλογή Τα δώρα των μάγων (1999)
http://img10.deviantart.net/4c75/i/2010/046/c/3/red_berries_in_snow_by_sadistmoi.jpg
http://cdn.wallpapersafari.com/73/7/Cr2TRd.jpg




Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Μυρτιώτισσα (Ποιήματα)

  Ποίηση: Μυρτιώτισσα
 Δεν βάσταξες, αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι 
 κουράστηκες, παραπατάς,
 παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι, 
ωσότου, τέλος, σταματάς.
 Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα, 
κι ακόμα βλέπεις, προχωρώ, 
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα, 
 και με σπασμένο το φτερό...
Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης και από κάποιους χαρακτηρίστηκε ως "νέα Σαπφώ". Ο Νίκος Καζαντζάκης την αποκάλεσε «σταυρωμένη ποιήτρια της αγάπης». Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της.

Εξέδωσε τα ποιητικά έργα «Τραγούδια» (1919), «Κίτρινες φλόγες» (1925) (με πρόλογο του Κ. Παλαμά, 1925), «Δώρα αγάπης» (1932, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών) και «Κραυγές» (1939, Κρατικό Βραβείο) ενώ το 1953 κυκλοφόρησε ένα συγκεντρωτικό έργο με τίτλο «Ποιήματα». Επίσης, μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, το 1958, έγραψε το χρονικό «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια» που εκδόθηκε το 1962. Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης (το 1932 για τα Δώρα της αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές).
ΠΗΓΗ
 ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ (1885 -1968)

Εκπαίδευση Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου
Είδη Ποίηση
Σύζυγος(οι) Σπυρίδων Παππάς
Τέκνα Γεώργιος Παππάς

Η Μυρτιώτισσα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) γεννήθηκε στο προάστιο της Κωνσταντινούπολης Μπεμπέκι.
Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλλ της Πλάκας. Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Μετά από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι (Κρατική Δραματική Σχολή), όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με το Σπύρο Παππά, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο το Γιώργο, ο οποίος σταδιοδρόμησε στο ελληνικό θέατρο.

Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά από μερικά χρόνια μετά το τέλος του βραχύβιου γάμου της και εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912 η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην παλιά της αγάπη για να εκφράσει τον πόνο της.
 Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης (το 1932 για τα Δώρα της αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές).
Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της εξέδωσε το βιβλίο'' Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια''(1962).
 Πέθανε έπειτα από καρδιακή προσβολή στην Αθήνα την Κυριακή 4 Αυγούστου του 1968. Η ταφή της έγινε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Δρακοπούλου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. 
Πέθανε στην Αθήνα. Η ποίηση της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος.
ΠΗΓΗ
Ποιήματα της Μυρτιώτισσας
Σ’ αγαπώ--(γραμμένο για τον Λορέντζο Μαβίλη, τον οποίο ερωτεύθηκε με πάθος και του οποίου τον χαμό δεν ξεπέρασε ποτέ)
Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!


Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου

Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι

Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι

Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!

Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;



Τα βήματα               
Τα βήματα, τα βήματά σου
τα γνώριμα τ’ αγαπημένα που είναι χαμένα.
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.

Τα βήματα, τα βήματά σου,
μες τα όνειρά μου τρομαγμένα,
φτάνουν σε μένα.
Έχω ξεχάσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.


Έρωτας τάχα
Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;

Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;

Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;

Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.


Πάθος

Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.

Μες στα χέρια - τα χέρια σου -
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!

Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.


Voluptas
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!
μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου
της ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.

Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα
Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα

Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα `θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!

Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε θέλω δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί

Ω! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί
το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νιώθω πως από Ηδονή
θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη ....
Μηδ΄ ο πόνος μου         
Μήδ’ ο πόνος μου δε σε κρατά
μηδέ πια τα δάκριά μου,
κάθε μέρα φεύγεις μακριά
κι όλο πιο μακριά μου.
Τυλιγμένον μες στη συγνεφιά
και στη καταχνιάν, αλλοιά μου
δε σε ξεχωρίζει καθαρά
η θαμπή ματιά μου.
Κι αν χαθείς για με παντοτινά
θλιβερέ Έρωτά μου,
πάνε της ψυχής μου τα φτερά,
πάει και το χρυσάφι της καρδιάς μου.


Στο γιο μου
( Ο γιός της ήταν ο Γιώργος Παππάς , διάσημος ηθοποιός της εποχής, ο οποίος απεβίωσε δέκα χρόνια πριν το θάνατό της)

  Τα πλοία που λαχτάριζες μακριά για να σε φέρουν
στις χώρες που `ν’ σαν όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν
κάθε παιδιού τη νια καρδιά π’ όλο ποθεί και θέλει
να δει, ν’ αγγίξει, να γευτεί της γης όλο το μέλι!


Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σ’ ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου και τον καημό μου πνίγω.
Μα είναι μεγάλος μου καημός κι είναι πικρή η ψυχή μου...
Ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ’ τη πνοή μου.


Μονάχα συ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,
το νεκρωμένο ξύπναγες, παλμό μες στη καρδιά μου.
Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,
βλέπω τη νύχτα να `ρχεται βαριά και να με ζωνει...




ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ...

Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς το χειμώνα
με το τζάκι που πάγωσ’ εκεί στη γωνιά του,
με του λύχνου το φως που όσο πάει και χλωμιάζει
κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;


Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη
που σερνόταν μουγγά μες στις άχαρες στράτες,
των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι
σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;


Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγγα
με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της
και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου
εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;


Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,
τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,
τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,
και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;


Για μια στάλα ψωμί πού είχε απλώσει να πάρει,
νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι
του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί· τέτοιο κρίμα
θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;


Κι όλα κείνα τα νιάτα πού πήρε το ρέμα
τόση φλόγα που εσβήστη απ’ του πόλεμου τ’ άχτι,
τις καρδιές που’ ναι στόχος, θροφή του θανάτου,
κι’ απομένουν στη γης, λίγες στάλες αιμάτου,


Θα μπορέσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει
κολυμπώντα στο φως η ελεύτερη  μέρα,
θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,
να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 5 (Α’ περίοδος) του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (9.6.1945).
πηγη http://www.sarantakos.com/kibwtos/elgr/murtiwtissa_ksexasw.html


 Ω, ναι, το ξέρω        
Ω, ναι, το ξέρω
Ω, ναι, το ξέρω, ο θάνατος για μένανε
θε να `ρθει ωραίος!
Σαν τη ζωή μου, έτσι κι αυτός δε γίνεται
να είναι τυχαίος.
Θα ξεκινήσει μιαν αυγούλα ρόδινη
τ’ Απριλομάη,
τ’ αηδόνι από του κήπου μέσα τ’ άνθισμα
θα κελαηδάει.
Θα στήνουνε χορό τ’ ασημοπράσσινα
φύλλα στη λεύκα,
και θα με ραίνουν μύρο απ’ το ρετσίνι τους,
πλήθος τα πεύκα.
Θα ρέει το αίμα μου ως χυμός ολόδροσος
κάτω απ’ τη φλούδα,
ήρεμη θα `ναι μου η καρδιά κι ανάλαφρη
σαν πεταλούδα.
«Κύριε», θα ειπώ, «στη ζήση μου αν επόνεσα,
έφτασ’ η ώρα
το μέτωπό μου να! το θείο το χνώτο Σου
μ’ αγγίζει τώρα!».
Θα πέφτει αργά το βράδυ απ’ το παράθυρο
διάπλατο εμπρός μου,
θα μπουν κλαριά και φύλλα, δάσος ολάκερο,
κόσμος δικός μου.
Κι ενώ το «χαίρε» τους γαλήνιο, απίκραντο,
θα ηχεί βαθιά μου
γλυκά θα σβήνω, σαν το ηλιοβασίλεμα
στην κάμαρά μου...
Τι άλλο, καλέ μου
Τι άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα
και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,
αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,
–κι ας είσαι νεκρός– πλημμυρούν από Σένα;
Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα
τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,
γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,
αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!
Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;
Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου
και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου
για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.
Ποιος είσαι συ;
Ποιος είσαι συ που στάθηκες πεισματικά μπροστά μου,
και των ματιών σου τα πετράδια
σαν πυρωμένα κάρβουνα ξεσκίζουν και τρυπούν
τα τρίδιπλά μου τα σκοτάδια;
Ποιος είσαι συ που τάραξες βαθιά τη μοναξιά μου;
Δε βλέπεις απ’ τον κόσμο αυτό πως είμαι πια φευγάτη;
Μήτε γυρεύω τίποτα, μήτε μπορώ να δώσω.
Τα φλογισμένα μάτια σου του κάκου με πονούν.
Και μοναχά το χέρι να σ’ απλώσω,
θα ’ναι κι αυτό μια βδελυρή, που δε μου στέκει, απάτη.
Το ντύμα μου το σάρκινο μου το' λυωσε η ψυχή μου,
κι έπεσε απάνω του βαρύς της λησμονιάς ο λίθος.
Τα γήινα τα στολίδια μου ξεφτίσανε κι αυτά.
κι είν’ η καρδιά σε τέτοιο βύθος!

Φύγε, το δρόμο τώρα πια θα πάρω μοναχή μου.
Είμαι του ίδιου μου εαυτού μια ανάλαφρη σκιά,
νεράκι π' αργοσώνουμαι μακρυά από την πηγή μου.
Γύρισε πίσω, εγώ τραβώ για τ' άυλα τα νησιά.
Κι αν μου τρυπάει τα σπλάχνα μου του πόθου σου η ματιά,
του κάκου! στάλα αιμάτινη δεν τρέχει απ’ την πληγή μου.
(Ανέκδοτο)
ΠΗΓΗ

 Γράμμα του Γιώργου Παππά προς τη μητέρα του-(Μυρτιώτισσα)
 Σέρραι Πέμπτη 4 Νοεμβρ.
Αγαπημένη μου μανούλα,


Έλαβα το γράμμα σου με τα παράπονα σου. Τι ανόητη που είσαι! Νομίζεις πως δεν ξέρω πως είσαι ο μόνος άνθρωπος που έχω στη ζωή; Για ποιον νομίζεις ότι ζω; Αυτά που σου λέω περί Καιτών είναι κωμικά! Μαγκούφης θα μείνω. Το ξέρω. Άλλωστε γέρασα πια. Τα μαλλιά μου ασπρίζουν αλματωδώς και γενικά η διάθεσίς μου είναι αποκλειστικά απαισιόδοξη. Αυτά που κάνω είναι για να ξεγελάω τον εαυτό μου και να αποφεύγω τα άλλα.

Για βελέντζες εδώ στις Σέρρες δεν βρήκα τίποτα της προκοπής. Νομίζω ότι στην Αθήνα βρίσκει κανείς ό,τι θέλει ίσως λίγο ακριβότερα. Θα σου πάρω όταν έλθω.

Θα έλθω την Πέμπτη οκτώ. Δεν ξέρω ακριβώς την ώρα. Ίσως στις 101/2 ίσως στας 21/2. Πάντως να είναι η Φωφώ στο σπίτι. Θα τα πούμε με την ησυχία μας. Μην το πης πουθενά ότι έρχομαι για να μπορώ να ιδώ μόνον όσους θέλω. Δεν θα έχω πολύ καιρό. Πάντως θα μείνω Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή. Θα φύγω Δευτέρα πρωί. Εάν είσαι στην Εκάλη, θα έλθω να κοιμηθώ εκεί ένα βράδυ και να περάσω όλη την ημέρα.

Πάντως κάνε όπως θέλεις.
Δεν μου έγραψες για τα χρήματα. Σου έδωσε ο δικηγόρος;
Σε φιλώ πολύ πολύ
Το παιδί σου που σε λατρεύει
Γιώργος
Η επιστολή και η φωτογραφία  είναι από την Οδό Πανός
- τ.131, Ιαν.2006Η φωτογραφία του Γιώργου Παππά είναι από τον Πανδέκτη
ΠΗΓΗ   http://stinkoiladatonmouson.blogspot.gr/2013/04/blog-post_20.html