Σελίδες

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Στα χρώματα του φεγγαριού

– Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, «Το κόκκινο φεγγάρι»
«Πίσω απ’ τους μουντούς μπερντέδες των δέντρων
-κάτι στο χώμα ανάμεσα στη βίαιη γονιμότητα και στο σάπιο κρέας-
κόκκινο το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος πια και μόνο.
Ο σκύλος, με το στομάχι του βαρύ απ’ όλη την τρυφερότητα
της άσπορης καρδιάς μου, αδειάζει τα σωθικά του στο μαύρο χώμα.
Το σπίτι μουγκό, φιμωμένο με γάζες-ενοχές, γάζες-μνήμες·
ξανθές γυναίκες χαμογελούν και χάνονται κάτω από πεσμένους
σοβάδες. Άντρες γυμνοί μελαγχολούν στο άδειο της νύχτας.
Όλα ανασαίνουν βαριά σαν να’ χαν καταπιεί το κώνειο
κι η παραλυσία να προχωρούσε αργά, όπως το ασημένιο φώς
στις πλάκες.

Ξαφνικά σαν μπουντρούμι φαίνεται η ζωή
κι η κάθε εποχή ν’ αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή.
Μες’ απ’ τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινε η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα.
Μύρισαν δάκρυα τα χόρτα κι όπως έμπαινε μια άνοιξη
κάπου… από κάπου, το πεύκο, στο σκοτεινό του μέλλον βυθισμένο,
ελάχιστ’ από τους κίτρινους ανθούς θελγόταν.
Κάποιος άνεμος σηκώθηκε βάρβαρος
σαν βιαστικός εραστής χωρίς φαντασία
κι όλα τα ποιήματα που είχα ακούσει στη ζωή μου
ξανάρχονταν από μακριά να με κηδέψουν.

Κι ήταν σαν να ταξίδευα με τρένο,
ν’ άφηνα πίσω μου τη γη κάποιου κεφιού
και να’ μπαίνε το σώμα μου σε μελανό δρυμό.
Έφταιγε ο σκύλος που υπόφερε, έφταιγαν κι εκείνα τα ποιήματα,
πού σαν φαντάσματα τριγύριζαν στον κήπο·
αλλιώς τα ήξερα, όταν ένας άγγελος, που θα’ χει κιτρινίσει πιά,
τα σκέπαζε με δάχτυλα μακριά κι έχυνε
μια άλιωτη μυρωδιά στα πρόσκαιρα στιχάκια.
Τώρα μοιάζει με παραίσθηση πώς πράγματα αιώνια
σαν τις πέτρες, στις ρομαντικές σκηνές της ζωής μας, καταδέχτηκαν
να παίξουν ένα ρόλο. Ανάτειλε ο φόβος
μια κόκκινη σήψη. Λές : έχει προχωρήσει
κι εσύ έχεις κλείσει τα μάτια.»

 ΑΓΓΕΛΑΚΗ – ΡΟΥΚ   ΚΑΤΕΡΙΝΑ   ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
 Το φεγγάρι, το φεγγάρι
τόσο προσκολλημένο ήταν στο στήθος μου
στην κοιλιά, γι’αυτό δεν το κοιτάζω πια
το αποφεύγω, όπως και τον καθρέφτη.
Το φεγγάρι βγάζει τώρα
ένα χλωμό, υποτονικό φως
που μονότονα λούζει και θυμίζει
άλλες στιγμές όταν νύχτα με τη νύχτα
μεγάλωνε το δρεπάνι
μαζί με τον πόθο
μαζί με την ιδέα της πληρότητας.
Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε
και συ στα βότσαλα υγρή
θαρρούσες πως είχες συλλάβει
το νόημα της δημιουργίας.
Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική
όπου κανένας ήλιος κοφτερός
δε θα διέκοπτε το ποίημα
αφού του φεγγαριού το φως
φως ασημένιο

πιο ερωτικά σε άγγιζε
απ’το χρυσό της μέρας.
Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,
πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα
για πάντα…Αλλά,
Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι.


Της σελήνης-Ζωή Καρέλλη
II
Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.

Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου, η καλλονή
πάρα πολύ σιωπηλή,
βασίλισσα
στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.

Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ’ ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους.

Παρηγοριά εκείνων που γνωρίζουν τη μοναξιά,
την πλήρη ονείρων κατάσταση
που το φως σου ξυπνά,
καθώς τις σκιές διαπερνά,
δίχως να τις κυνηγά να φύγουν.

Τόσο υπερήφανη, ασυγκίνητη στην εμορφιά σου
λάμψη διαβρωτική, ύπουλα διαπεραστική
εντός μου σταλάζεις
τα μυστικά της νύχτας.
Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)


 Η ανατολή του φεγγαριού-Νικηφόρος Βρεττάκος
 Κόκκινο το φεγγάρι στα πεύκα
σε θυμίζει ανατέλλοντας – οδύνη μαζί
και τριαντάφυλλο
 https://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/

Η κακή εικόνα-Μίλτος Σαχτούρης

Σκάζανε αβγά
κι έβγαιναν στον κόσμο
  άρρωστα παιδιά  
σα σπασμένα άστρα
μαύρα περιστέρια
διώχνανε τον ήλιο
 με κακές πετσέτες
 μ’ άχαρες στριγκλιές
 έβραζε η θάλασσα  
 καίγαν τα πουλιά της
 τα διωγμένα ψάρια
 κλαίγαν στο βουνό  
κι ένα λυσσασμένο  
κόκκινο φεγγάρι
 ούρλιαζε δεμένο
σα σφαγμένο βόδι


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
*
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ
*
Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος άνθρωπος
μέσ᾿ στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τόση μαύρη πίκρα.
 https://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/

Μεγάλο Γράμμα (αποσπάσματα) [Τίτος Πατρίκιος]

…Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχτα
που ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα;
(Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι
και λυπόμουν που δεν το ‘βλεπες.)
Ποτέ δε σου ‘πα πως κάποτε βρεχόμουν
τρεις μέρες και τρεις νύχτες
κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ ένα τζάκι, νηστικός,
χαιρόμουνα που κάποτε θα ‘ρθεις
για να στο λέω.
Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα και δε μίλησα
κι όταν μου λεγες βουβά
“έλα πάρε με”
 δεν μπορούσα πια…

 https://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΠΑΧΑΝ



Μισοφέγγαρο ασημί
  βγαίνει μες στο γιασεμί
Τα κορίτσια το κοιτάν
  απ’ τους κήπους του Ισπαχάν

Κι ένας άγγελος με γένια
  στέκει πάνω στα μπεντένια:
– Τέτοια νύχτα ποιος κοιμάται
  το Θεό δεν τον φοβάται ;

– Άγγελε τί μας το λες
  φέρε κόκκινες στολές
Να γινούμε τα μαμούδια
  πάνω στα χρυσά λουλούδια

Ράντισέ μας όνειρο
  το γαριφαλόνερο
Να γεμίσουμε τη λύπη
  από `κείνο που μας λείπει

Κάνε τη στερνή τη χάρη
  του γερο-περιβολάρη
Και του απαρηγόρητου
  νά ’ρθει πια το αγόρι του

Γέρνει ο κήπος με το πλάι
  μες στους ουρανούς και πάει
Με το φως επανωφόρι
  στέκει ο άγγελος στην πλώρη:

– Κοιμηθείτε κοιμηθείτε
  το Θεό παντού να βρείτε
Στο κρεβάτι και στον τάφο
  σας το γράφω σας το γράφω

Μισοφέγγαρο ασημί
  γέρνει μες στο γιασεμί

Τραγουδάνε και το παν
  τα κορίτσια του Ισπαχάν

Από τη συλλογή: «Τα ρω του έρωτα» (1972).

 https://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/
Ποίηση: Σαπφώ
ἄστερες , ὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν ἂψ
ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος ὄπποτα
πλήθοισα μάλιστα λάμπηι γᾶν ~ἀργυρία.

Απόδοση : Οδυσσέας Ελύτης
ὅσ’ ἄστρα γύρω βρίσκονται
στὴν ἔκπαγλη σελήνη
τὸ φωτεινὸ τους πρόσωπο
κρύβουν κάθε φορὰ ποὺ ἐκείνη
ὁλόγιομη
καταλάμπει τὴ γῆ
τὴ σκοτεινὴ ἀνεβαίνοντας ~ ἀσημοκαπνισμένη.

Αργύρης Χιόνης
 Έν' ασημένιο κέρμα το φεγγάρι, που κάποτε τινάξαν στο διάστημα οι θεοί, κορώνα γράμματα την τύχη παίζοντας αυτού του κόσμου, έν' ασημένιο κέρμα που δεν έπεσε ποτέ, αλλ' έμεινε εκεί, μετέωρο, στο χάος.
Γι' αυτό και δεν αποφασίστηκε ποτέ η τύχη αυτού του κόσμου, γι' αυτό και αδιάκοπα κοιτάμε μ' αγωνία το φεγγάρι, μην πάει και πέσει απ' του χαμού μας την πλευρά.

 https://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/

Anna Akhmatova, Ποιήματα

2
Ο γαλήνιος Ντον κυλάει ήσυχα
το κίτρινο φεγγάρι μπαίνει στο σπίτι
Μπαίνει με το καπέλο του στραβά
το κίτρινο φεγγάρι βλέπει τη σκιά
Αυτή η γυναίκα είναι άρρωστη
αυτή η γυναίκα είναι μόνη
Ο άντρας στον τάφο, ο γιός στη φυλακή
κάνετε για μένα την προσευχή
5
Δέκα εφτά μήνες ουρλιάζω
και σε καλώ να γυρίσεις σπίτι
Στου δήμιου έπεφτα τα πόδια
γιέ μου εσύ και φρίκη μου
όλα μπερδεμένα είναι εδώ
Ποιός είναι άνθρωπος και ποιός θεριό 
 Για την εκτέλεση θ’ αργήσει
Και μόνο σκονισμένα άνθη
και θυμιατήρι κουδουνίζει
Πατήματα πηγαίνουν πουθενά
Ίσια στα μάτια με κοιτά
Με γρήγορο χαμό απειλεί
πελώριο αστέρι από ψηλά
*Μετάφραση: Μαρία Καρδάτου
https://tokoskino.me 

Ναπολέων Λαπαθιώτης «Νυχτερινό» 
Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μέσ’ τη νύχτα -τίποτ᾿ άλλο.
Μια φωνή γρικιέται μέσ᾿ το σάλο
και που σε λίγο παύει -τίποτ᾿ άλλο.
Πέρα μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του καραβιού που φεύγει -τίποτ᾿ άλλο.
Και μόνον εν παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλου μου. -Τίποτ’ άλλο.
https://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/ Jorge Luis Borges, Εννέα ποιήματα (μετάφραση-επίμετρο: Στάθης Λειβαδάς)
ΟΡΙΑ

(LIMITES)
 Σε όλες σου τις μνήμες
υπάρχει μια
πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σ’ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.
 http://www.poiein.gr/archives/33279/index.html

Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Το Νερό στην Ποίηση

Γυναίκα στη βρυση, Θεόδωρος Ράλλης 
          Τῆς κοπέλλας τὸ νερό- Γεώργιος  Δροσίνης
Μιὰ κοπέλλα λυγερὴ
τὸ ψηλὸ βουνὸ διαβαίνει
ἡ χαρὰ τὴν καρτερεῖ
στ᾿ ἀκρογιάλι ποὺ πηγαίνει.


Καὶ τὸ κάμα εἶναι βαρὺ
κι εἶν᾿ ἡ κόρη διψασμένη
βρῆκε βρύση δροσερή,
ἦπιε, ἀρρώστησε πεθαίνει.


Μὰ ἡ φωνή της πρὶν νὰ σβήσει
καταράστηκε τὴ βρύση
κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ
ἔρμη ἡ βρύση ἔχει ἀπομείνει
καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν πίνει
τῆς κοπέλλας τὸ νερό.
Δίχως ἐσέ  -Νικηφόρος  Βρεττάκος
Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του
Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.

Το νερό και η ευχαριστία (Νικηφόρος Βρεττάκος)  

Ήπια και πότισα δάση και γέμισα στέρνες.

Το νερό σου περίσσεψε-

Τα ποτάμια του σύμπαντος,

δεν έχουνε κοίτες. 

Βυθίζονται. 

Τρέχουνε μες από σένα.                        

Αν μπορούσες να υπάρχεις 

έναν αιώνα μετά, 

τότε θά 'βλεπες πώς

το φιλί που σου ακούμπησα πάνω στο μέτωπο

έγινε άστρο.

Οι μικροί γαλαξίες -Νικηφόρος Βρεττάκος (απόσπασμα)
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ  πλέον κατοικοῦμε τὴ γῆ.
(Από το ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Τό σύμπαν κ’ ἡ ἀνθρώπινη παρουσία, 1961)
Ἄν συχνά σοῦ μιλῶ
γιά ἕνα φύλλο, γιά μιά
σταγόνα νεροῦ ἤ γιά ἕνα αγριολούλουδο,
εἶναι γιατί, κοιτώντας τόν κόσμο,
θαρρῶ πώς ἐγώ δέν κατόρθωσα ἀκόμη
νά γράψω ἕνα ποίημα.

                   *  ***    ***     ****

Το βάρος των πραγμάτων-Νικηφόρος Βρεττάκος
Όταν εσύ δεν θάσουν μαζί μου
κάθε στέγη θα μούπεφτε τότε μεγάλη.
Μια σταγόνα νερού, ένα φύλλο, μι’ αχτίδα
που κρέμασε ο ήλιος στο ένα μου δάχτυλο,
τι να τα κάμω; Για τόσο μεγάλα
πράγματα μόνος μου δεν είμαι άξιος.
Είναι οι δρόμοι στενοί, δεν χωρώ να περάσω,
τρικλίζω απ’ το βάρος. Πάνω στον ώμο
μεταφέρω ένα άσπρο
άνθος στον άνθρωπο

                                  *  ***    ***     ****
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ-Νικηφόρος Βρεττάκος
Το χέρι σου είναι ένα σπαθί.Πριν χτυπήσει την πέτρα, δεν ήξερα.
Αδιάκοπα, τώρα, νερό θαλασσί
αναβλύζει η καρδιά μου. 
Πόσες μέρες και νύχτες,
πόσα χρόνια, δεν ήξερα. Θα ’μουνα φαίνεται γιομάτος ραγίσματα. 
Πολύς ουρανός καταστάλαξε μέσα μου.

Νικηφόρος  Βρεττάκος-Από το ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Ἡ πάλη μέ τόν καθημερινό δαίμονα, 1961 (απόσπασμα)

Ἡσύχασε ποίηση

Νερό μου βυθίσου. Ὅταν θἆναι καιρός
θά μᾶς στείλουνε μήνυμα.
Ἔλα,
τραγούδι μου, ἥλιε μου, ὄνειρο, μέλλον,
βυθίσου νερό μου. Ξαναγύρνα στήν κοίτη σου μές
στά κλαδιά τῆς χρυσῆς ἀρτηρίας πού τυλίγει
μ’ ἕνα δίχτυ ἀπό ἀμέτρητες φλέβες τό σῶμα μου.
Βυθίσου. Στο κόκκαλο. Μέσα. Στό βάθος.
Πιό μέσα. Ἀκούγεσαι. Ἀκόμα. Βυθίσου
νερό μου, βυθίσου, βυθίσου.
Εγχειρίδιο ευθανασίας- Βιβλίο ασκήσεων -Τάσος Λειβαδίτης
Την
πρώτη φορά που ενέδωσα, 
σκέφτηκα
ύστερα απελπισμένος να
πάω να πνιγώ.
Τη
δεύτερη φορά μου αρκούσε
να
κοιτάω απλώς τη θάλασσα.
Τώρα
σιχαίνομαι ακόμα και το νερό.  
                        *  ***    ***     ****
Τάσος Λειβαδίτης-Ενέδρα (απόσπασμα)
Βασίλευε ὁ ἥλιος πίσω ἀπ᾿ τοὺς στρατῶνες, οἱ ζητιάνοι ψάχνανε γιὰ λίγο νερό,
μὰ ὅλα τὰ λαγήνια ἦταν ἀναποδογυρισμένα στὴν πόλη Κανά,
οἱ γυναῖκες φεύγανε κλαίγοντας μέσα στὸ κίτρινο σούρουπο,
ἐγώ, κυνηγημένος, μοίραζα πάνω στὸ λόφο τὸ κρασί μου μὲ λῃστὲς
καὶ ψευδομάρτυρες, ἐνῷ ὁ σταυρὸς δάγκωνε κιόλας τὴν ἄκρη τοῦ παλτοῦ μου.
Ποιὸν ν᾿ ἀγαπήσω; Σὲ ποιὸν νὰ ἐξομολογηθῶ;
  Μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι μ᾿ ἄκουσε νὰ παραπονιέμαι''                                

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα» αποσπάσματα

Στα νερά ένα – ένα, μ’ ακούς 
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς 
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς 
Όπου κάποτε οι φιγούρες 
Των Αγίων 
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς

 *  ***    ***     ****
Ποιος μιλεί στα νερά καί ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μ’ ακούς.
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
απόσπασμα)
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό  Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει

Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.
                       *  ***    ***     ****
Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982)

Ο κήπος βλέπει (απόσπασμα)''ρεύμα
τι νερό
κυανό με σπίθες
πέρ’ απ’ το φράγμα του ήχου των Σειρήνων
να μου κάνει νόημα
πηδώντας
έλα
κάπου
συντελεσμένη κείται η Τελειότητα
κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι''
Σώμα του καλοκαιριού-Οδυσσέας Ελύτης(απόσπασμα)
Πάει καιρός που ακούστηκε η τελευταία βροχήΠάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο.

Art by Steve Hanks
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ /ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ /ΙΕ΄
 Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες
ο ύπνος σε μετακινούσε και σε κομμάτιαζεγύρω μου, κοντά μου, χωρίς να μπορώ να σ’ αγγίξω ολόκληρη
ενωμένη με τη σιωπή σου·βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει και να μικραίνει,να χάνεται στους άλλους ίσκιους, μέσα στον άλλοκόσμο που σ’ άφηνε και σε κρατούσε. Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι διψάσαμε το μεσημέρι• μα το νερό γλυφό.

Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.

II

Κάθε ποὺ βραδιάζει μὲ τὸ θυμάρι τσουρουφλισμένο στὸν κόρφο τῆς πέτρας
εἶναι μία σταγόνα νερὸ ποὺ σκάβει ἀπὸ παλιὰ τὴ σιωπὴ ὡς τὸ μεδούλι
εἶναι μία καμπάνα κρεμασμένη στὸ γέρο-πλάτανο ποὺ φωνάζει τὰ χρόνια.

V

Θὰ βρεῖ λοιπὸν τὸ φῶς τὰ δέντρα του, θὰ βρεῖ μία μέρα καὶ τὸ δέντρο τὸν καρπό του. 
Τοῦ σκοτωμένου τὸ παγοῦρι ἔχει νερὸ καὶ φῶς ἀκόμα. 
Καλησπέρα, ἀδερφέ μου. Τὸ ξέρεις. Καλησπέρα.



Art by Steve Hanks
Γιάννης Ρίτσος - Τὰ ἐρωτικά

Ὢ ἀλάνθαστο σῶμα
πόσα καὶ πόσα λάθη
μ᾿ ἕνα μικρὸ διαβατικὸ φεγγάρι
στὰ γυμνὰ δέντρα τοῦ πεζοδρομίου
ἀδειοῦχοι στρατιῶτες καπνίζουν
κάτω ἀπ᾿ τὸ ὑπόστεγο
βρέχει ὅλη μέρα
ἀκούω τὸ νερὸ νὰ κυλάει ἀτέλειωτο
ἀπ᾿ τὰ λούκια στὸ δρόμο
παρότι τὸ ξέρω
αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο
εἶναι ἐκπρόθεσμο πιά.

                                    *  ***    ***     ****
Γιάννης  Ρίτσος «Πέτρινος Χρόνος»
Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,
το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα
τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε
απλά και όμορφα – πολύ όμορφα

Ένα πρόσωπο (Γιάννης Ρίτσος)

Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο
σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη
πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο
σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.
Και δεν γνωρίζεις ποιο απ΄ τα δύο πείθει
Περισσότερο.

Γιάννης  Ρίτσος-Το νερό
Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης
Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει

σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα

Στὸ Σταυραητό- Κώστας  Κρυστάλλης (απόσπασμα)
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.

Κωστής Παλαμάς -Ο Τάφος (απόσπασμα)
''Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς
ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο
τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς,
φτωχὸ κομμένο δυόσμο!

Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα

κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις...
βάλε τὰ σημάδια σου
τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσειςΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ-Το νερό των ονείρων
Ημουν βουνο ήσουν θάλασσα
κι άλλο τρόπο δεν είχαμε
να έλθουμε κοντά
έκανες εσύ τα όνειρά σου
βροχή και χιόνι
κι έκανα τα όνειρά μου
ρέματα και ποτάμια
κι έτσι μένουμε
δεμένοι με το νερό των ονείρων.
Pablo Neruda
"Αγάπη μου,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
διψασμένο και ήπιαμε
όλο το νερό και το αίμα,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
πεινασμένο
και με δάγκωσες και σε δάγκωσα
σαν η φωτιά να δάγκωνε
αφήνοντας πληγές επάνω μας."

Μιχάλης  Κατσαρός «Μην αμελήσετε/ Πάρτε μαζί σας νερό/ Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία».