-κάτι στο χώμα ανάμεσα στη βίαιη γονιμότητα και στο σάπιο κρέας-
κόκκινο το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος πια και μόνο.
Ο σκύλος, με το στομάχι του βαρύ απ’ όλη την τρυφερότητα
της άσπορης καρδιάς μου, αδειάζει τα σωθικά του στο μαύρο χώμα.
Το σπίτι μουγκό, φιμωμένο με γάζες-ενοχές, γάζες-μνήμες·
ξανθές γυναίκες χαμογελούν και χάνονται κάτω από πεσμένους
σοβάδες. Άντρες γυμνοί μελαγχολούν στο άδειο της νύχτας.
Όλα ανασαίνουν βαριά σαν να’ χαν καταπιεί το κώνειο
κι η παραλυσία να προχωρούσε αργά, όπως το ασημένιο φώς
στις πλάκες.
Ξαφνικά σαν μπουντρούμι φαίνεται η ζωή
κι η κάθε εποχή ν’ αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή.
Μες’ απ’ τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινε η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα.
Μύρισαν δάκρυα τα χόρτα κι όπως έμπαινε μια άνοιξη
κάπου… από κάπου, το πεύκο, στο σκοτεινό του μέλλον βυθισμένο,
ελάχιστ’ από τους κίτρινους ανθούς θελγόταν.
Κάποιος άνεμος σηκώθηκε βάρβαρος
σαν βιαστικός εραστής χωρίς φαντασία
κι όλα τα ποιήματα που είχα ακούσει στη ζωή μου
ξανάρχονταν από μακριά να με κηδέψουν.
Κι ήταν σαν να ταξίδευα με τρένο,
ν’ άφηνα πίσω μου τη γη κάποιου κεφιού
και να’ μπαίνε το σώμα μου σε μελανό δρυμό.
Έφταιγε ο σκύλος που υπόφερε, έφταιγαν κι εκείνα τα ποιήματα,
πού σαν φαντάσματα τριγύριζαν στον κήπο·
αλλιώς τα ήξερα, όταν ένας άγγελος, που θα’ χει κιτρινίσει πιά,
τα σκέπαζε με δάχτυλα μακριά κι έχυνε
μια άλιωτη μυρωδιά στα πρόσκαιρα στιχάκια.
Τώρα μοιάζει με παραίσθηση πώς πράγματα αιώνια
σαν τις πέτρες, στις ρομαντικές σκηνές της ζωής μας, καταδέχτηκαν
να παίξουν ένα ρόλο. Ανάτειλε ο φόβος
μια κόκκινη σήψη. Λές : έχει προχωρήσει
κι εσύ έχεις κλείσει τα μάτια.»
ΑΓΓΕΛΑΚΗ – ΡΟΥΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Το φεγγάρι, το φεγγάρι
τόσο προσκολλημένο ήταν στο στήθος μου
στην κοιλιά, γι’αυτό δεν το κοιτάζω πια
το αποφεύγω, όπως και τον καθρέφτη.
Το φεγγάρι βγάζει τώρα
ένα χλωμό, υποτονικό φως
που μονότονα λούζει και θυμίζει
άλλες στιγμές όταν νύχτα με τη νύχτα
μεγάλωνε το δρεπάνι
μαζί με τον πόθο
μαζί με την ιδέα της πληρότητας.
Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε
και συ στα βότσαλα υγρή
θαρρούσες πως είχες συλλάβει
το νόημα της δημιουργίας.
Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική
όπου κανένας ήλιος κοφτερός
δε θα διέκοπτε το ποίημα
αφού του φεγγαριού το φως
φως ασημένιο
πιο ερωτικά σε άγγιζε
απ’το χρυσό της μέρας.
Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,
πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα
για πάντα…Αλλά,
Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι.
Της σελήνης-Ζωή ΚαρέλληΤο φεγγάρι, το φεγγάρι
τόσο προσκολλημένο ήταν στο στήθος μου
στην κοιλιά, γι’αυτό δεν το κοιτάζω πια
το αποφεύγω, όπως και τον καθρέφτη.
Το φεγγάρι βγάζει τώρα
ένα χλωμό, υποτονικό φως
που μονότονα λούζει και θυμίζει
άλλες στιγμές όταν νύχτα με τη νύχτα
μεγάλωνε το δρεπάνι
μαζί με τον πόθο
μαζί με την ιδέα της πληρότητας.
Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε
και συ στα βότσαλα υγρή
θαρρούσες πως είχες συλλάβει
το νόημα της δημιουργίας.
Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική
όπου κανένας ήλιος κοφτερός
δε θα διέκοπτε το ποίημα
αφού του φεγγαριού το φως
φως ασημένιο
πιο ερωτικά σε άγγιζε
απ’το χρυσό της μέρας.
Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,
πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα
για πάντα…Αλλά,
Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι.
II
Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.
Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου, η καλλονή
πάρα πολύ σιωπηλή,
βασίλισσα
στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.
Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ’ ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους.
Παρηγοριά εκείνων που γνωρίζουν τη μοναξιά,
την πλήρη ονείρων κατάσταση
που το φως σου ξυπνά,
καθώς τις σκιές διαπερνά,
δίχως να τις κυνηγά να φύγουν.
Τόσο υπερήφανη, ασυγκίνητη στην εμορφιά σου
λάμψη διαβρωτική, ύπουλα διαπεραστική
εντός μου σταλάζεις
τα μυστικά της νύχτας.
Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)
Η ανατολή του φεγγαριού-Νικηφόρος Βρεττάκος
Κόκκινο το φεγγάρι στα πεύκα
σε θυμίζει ανατέλλοντας – οδύνη μαζί
και τριαντάφυλλο
Κόκκινο το φεγγάρι στα πεύκα
σε θυμίζει ανατέλλοντας – οδύνη μαζί
και τριαντάφυλλο
Η κακή εικόνα-Μίλτος Σαχτούρης
Σκάζανε αβγάκι έβγαιναν στον κόσμο
άρρωστα παιδιά
σα σπασμένα άστρα
μαύρα περιστέρια
διώχνανε τον ήλιο
με κακές πετσέτες
μ’ άχαρες στριγκλιές
έβραζε η θάλασσα
καίγαν τα πουλιά της
τα διωγμένα ψάρια
κλαίγαν στο βουνό
κι ένα λυσσασμένο
κόκκινο φεγγάρι
ούρλιαζε δεμένο
σα σφαγμένο βόδι
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
*
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ
*
Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος άνθρωπος
μέσ᾿ στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τόση μαύρη πίκρα.
Μεγάλο Γράμμα (αποσπάσματα) [Τίτος Πατρίκιος]
…Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχταπου ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα;
(Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι
και λυπόμουν που δεν το ‘βλεπες.)
Ποτέ δε σου ‘πα πως κάποτε βρεχόμουν
τρεις μέρες και τρεις νύχτες
κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ ένα τζάκι, νηστικός,
χαιρόμουνα που κάποτε θα ‘ρθεις
για να στο λέω.
Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα και δε μίλησα
κι όταν μου λεγες βουβά
“έλα πάρε με”
δεν μπορούσα πια…
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΠΑΧΑΝ
Μισοφέγγαρο ασημί
βγαίνει μες στο γιασεμί
Τα κορίτσια το κοιτάν
απ’ τους κήπους του Ισπαχάν
Κι ένας άγγελος με γένια
στέκει πάνω στα μπεντένια:
– Τέτοια νύχτα ποιος κοιμάται
το Θεό δεν τον φοβάται ;
– Άγγελε τί μας το λες
φέρε κόκκινες στολές
Να γινούμε τα μαμούδια
πάνω στα χρυσά λουλούδια
Ράντισέ μας όνειρο
το γαριφαλόνερο
Να γεμίσουμε τη λύπη
από `κείνο που μας λείπει
Κάνε τη στερνή τη χάρη
του γερο-περιβολάρη
Και του απαρηγόρητου
νά ’ρθει πια το αγόρι του
Γέρνει ο κήπος με το πλάι
μες στους ουρανούς και πάει
Με το φως επανωφόρι
στέκει ο άγγελος στην πλώρη:
– Κοιμηθείτε κοιμηθείτε
το Θεό παντού να βρείτε
Στο κρεβάτι και στον τάφο
σας το γράφω σας το γράφω
Μισοφέγγαρο ασημί
γέρνει μες στο γιασεμί
Τραγουδάνε και το παν
τα κορίτσια του Ισπαχάν
βγαίνει μες στο γιασεμί
Τα κορίτσια το κοιτάν
απ’ τους κήπους του Ισπαχάν
Κι ένας άγγελος με γένια
στέκει πάνω στα μπεντένια:
– Τέτοια νύχτα ποιος κοιμάται
το Θεό δεν τον φοβάται ;
– Άγγελε τί μας το λες
φέρε κόκκινες στολές
Να γινούμε τα μαμούδια
πάνω στα χρυσά λουλούδια
Ράντισέ μας όνειρο
το γαριφαλόνερο
Να γεμίσουμε τη λύπη
από `κείνο που μας λείπει
Κάνε τη στερνή τη χάρη
του γερο-περιβολάρη
Και του απαρηγόρητου
νά ’ρθει πια το αγόρι του
Γέρνει ο κήπος με το πλάι
μες στους ουρανούς και πάει
Με το φως επανωφόρι
στέκει ο άγγελος στην πλώρη:
– Κοιμηθείτε κοιμηθείτε
το Θεό παντού να βρείτε
Στο κρεβάτι και στον τάφο
σας το γράφω σας το γράφω
Μισοφέγγαρο ασημί
γέρνει μες στο γιασεμί
Τραγουδάνε και το παν
τα κορίτσια του Ισπαχάν
Από τη συλλογή: «Τα ρω του έρωτα» (1972).
Ποίηση: Σαπφώ
ἄστερες , ὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν ἂψ
ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος ὄπποτα
πλήθοισα μάλιστα λάμπηι γᾶν ~ἀργυρία.
Απόδοση : Οδυσσέας Ελύτης
ὅσ’ ἄστρα γύρω βρίσκονται
στὴν ἔκπαγλη σελήνη
τὸ φωτεινὸ τους πρόσωπο
κρύβουν κάθε φορὰ ποὺ ἐκείνη
ὁλόγιομη
καταλάμπει τὴ γῆ
τὴ σκοτεινὴ ἀνεβαίνοντας ~ ἀσημοκαπνισμένη.
Αργύρης Χιόνης
Έν' ασημένιο κέρμα το φεγγάρι, που κάποτε τινάξαν στο διάστημα οι θεοί, κορώνα γράμματα την τύχη παίζοντας αυτού του κόσμου, έν' ασημένιο κέρμα που δεν έπεσε ποτέ, αλλ' έμεινε εκεί, μετέωρο, στο χάος.
Γι' αυτό και δεν αποφασίστηκε ποτέ η τύχη αυτού του κόσμου, γι' αυτό και αδιάκοπα κοιτάμε μ' αγωνία το φεγγάρι, μην πάει και πέσει απ' του χαμού μας την πλευρά.
Anna Akhmatova, Ποιήματα
2Ο γαλήνιος Ντον κυλάει ήσυχα
το κίτρινο φεγγάρι μπαίνει στο σπίτι
Μπαίνει με το καπέλο του στραβά
το κίτρινο φεγγάρι βλέπει τη σκιά
Αυτή η γυναίκα είναι άρρωστη
αυτή η γυναίκα είναι μόνη
Ο άντρας στον τάφο, ο γιός στη φυλακή
κάνετε για μένα την προσευχή
5
Δέκα εφτά μήνες ουρλιάζω
και σε καλώ να γυρίσεις σπίτι
Στου δήμιου έπεφτα τα πόδια
γιέ μου εσύ και φρίκη μου
όλα μπερδεμένα είναι εδώ
Ποιός είναι άνθρωπος και ποιός θεριό
Για την εκτέλεση θ’ αργήσει
Και μόνο σκονισμένα άνθη
και θυμιατήρι κουδουνίζει
Πατήματα πηγαίνουν πουθενά
Ίσια στα μάτια με κοιτά
Με γρήγορο χαμό απειλεί
πελώριο αστέρι από ψηλά
*Μετάφραση: Μαρία Καρδάτου
https://tokoskino.me
Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μέσ’ τη νύχτα -τίποτ᾿ άλλο.
που λάμπει μέσ’ τη νύχτα -τίποτ᾿ άλλο.
Μια φωνή γρικιέται μέσ᾿ το σάλο
και που σε λίγο παύει -τίποτ᾿ άλλο.
και που σε λίγο παύει -τίποτ᾿ άλλο.
Πέρα μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του καραβιού που φεύγει -τίποτ᾿ άλλο.
του καραβιού που φεύγει -τίποτ᾿ άλλο.
Και μόνον εν παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλου μου. -Τίποτ’ άλλο.
(LIMITES)
Σε όλες σου τις μνήμες
υπάρχει μια
πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σ’ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.
http://www.poiein.gr/archives/33279/index.html