Σελίδες

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Νίκος Καρούζος- Ποιήματα

Η ΚΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Αυτός που σείει οντολογικά τον άνεμο
κι απαστράφτει
χώρος ανεκλάλητος όπου βοά συνεχώς
η αγαθότητα -
ξέρει πως είν' ακαινοτόμητος έως θανάτου.
Τίποτα δε αντλεί απ' την Ιστορία και συνέρημος
με τον πάνθηρα
γυρίζει μια μικρού μήκους ταινία μαυρόασπρη
εκτός κινηματογράφου
[Από την έκδοση]
Νίκος Καρούζος - Πράξη Μοναχού Μονοχίτωνος
Κάποια όνειρα που βλέπω, μ' αρέσει ναν τα διηγιέμαι. Τι είδα χτες. Ένας ερημίτης κόβει λουλούδι και λέει στους μαθητάδες ολόγυρα: "Βλέπετε τίποτα σ' αυτήνε την πράξη; "Ο ένας λέει πως είναι αγάπη για τ' άνθη και ομοίωση μαζί τους, ο άλλος λέει πως είναι η μη-συνείδηση και τείνει σε κινήσεις μη-χρησιμότητας, ένας άλλος αποκρίνεται πως ήτανε μια ανάπαυλα της αγιότητας. Ο ερημίτης πάει στο μίσχο, δένει το λουλούδι με σπάγγο, λέγοντας: "'Ητανε μια πράξη εξουσίας". Και έμεινε άφωνος έως θανάτου, κατά το όνειρο που είδα.

ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΩΡΑ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
Πλησίασε εδώ στη φωτεινή γωνία του ονείρου
και συλλογίσου πόσον αγαπάς.
Στην άκρη του γκρεμού σε πρόλαβε ο έρωτας
με μαύρη ομορφιά, κόκκινο πάθος.
Νύχτα και μέρα τήκεσαι
οι λέξεις τίποτα δεν εκφράζουν
Ώστε μην παιδεύεις το ουράνιο αίσθημα
μονάχα θαύμαζε κι εσύ
το τριανταφυλλί του κάλλος.
Ίσως είναι ο Παράδεισος μελαχρινό τοπίο!..

Αἴφνης

Αὐτὸ ποὺ λέμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο
ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικότητα δὲν εἶναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μὰ ἐκεῖ κιόλας ὑπάρχω ἀπόλυτα,
σὰν τὸ σύννεφο ποὺ ἀλλάζει στὰ νωθρὰ δευτερόλεπτα
ὄντας μονάχα ἡ ἀκάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δὲν παραγνώρισε τὸ θήραμα
καὶ ἡ πάπια δὲν ἔπαψε νὰ πιπιλίζει τὴ λάσπη·
τὸ χταπόδι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ ρηχὸ θαλάμι του μὲ γαλαζόπετρα
στὰ ξέφωτα ἡ τίγρη λησμονιέται ἀνεπίληπτα.
Νυχτώνει καὶ σήμερα. Ἡ ἀγωνία
λέει πάλι: θὰ βοσκήσω τὸ μαῦρο
.

Ἡ χρησιμότητα τῆς ἀπειλῆς

Ἔχουν ἀρχίσει νὰ μὲ κυκλώνουν ἐπικίνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά.
Πρέπει νὰ ζήσω τὶς ἀντίστροφες δυνάμεις.
Ὢ καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!

Βαθμίδες

1.

Ἤτανε ὅλο τὸ πρωῒ σημαιοστολισμένο
καὶ τραγουδοῦσα.
Ὁλοένα ἔρχονται πιὰ
σὰν ἀπὸ ἀνώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια νὰ βρῶ τὴν αἴθουσα
πρέπει νὰ μιλήσω σὲ τόσους
φίλους με τὰ αἰώνια τώρα μάτια.
Κινεῖται ὁ δρόμος πρὸς τὸ μεσημέρι.

2.

Ἂν εἴδατε τὴ μοναξιὰ ποτὲ πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι
νὰ σᾶς ἀπειλεῖ

μ᾿ ἕνα μαχαίρι σιωπὴ
ποὺ ἀργὰ θὰ σχίσει τὸ δικὀ σας στῆθος
ὅπως φάντασμα τὴν πόρτα περνᾷ
μὲ γελαστὰ τὰ ἐξογκωμένα μῆλα
καὶ νὰ στέκει-
θὰ μὲ ἀγαπήσετε, εἶναι γυμνὸ
σαρώθηκε αὐτὸ τὸ μεσημέρι.

3.

Ὅλα κοστίζουν ἕνα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τὸν ἔρωτα κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὄνειρα
ἔλα στὴν κάτω γειτονιὰ καὶ πές: Κορόνα γράμματα
ἐκεῖ ποὺ χάνεται ἡ ψυχὴ νὰ βυθιστεῖς.
Θέλω ν᾿ ἀκούσεις τὸ μεγάλο μυστικὸ
γιὰ πάντα πέφτει ὁ καρπὸς ἀπ᾿ τὸ δέντρο.
Ἐντούτοις ἐκεῖ ποὺ χάνεται ὁ δρόμος
νὰ τραβήξεις.
Ὅ,τι νὰ σὲ καλέσει
δὲν εἶναι γιὰ ἐπιστροφὴ
τὰ δάκρυα κι ὁ πόνος κοφτερὸς
εἶναι μέσ᾿ στὸ παιχνίδι.
Ὅποιες φωνὲς ἀκούσεις μὴ σὲ παρασύρουν
σφάξε τὴ μιὰ ὀμορφιὰ νὰ πιεῖ τὸ αἷμα ἡ ἄλλη.
Κορόνα γράμματα νὰ παίξεις
τὶς ὦρες καὶ τὰ χρόνια
μόνος με τὸν ἔρημο ἀντίπαλο.

Ἔρημος σὰν τὴ βροχή

Διαβαίνω ἀγιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ διχάζεται ὁ δρόμος
ἡ ἀλήθεια φαρδαίνει πάντα τὴν ὁρμή.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων
θὰ εἶναι τέφρα θὰ εἶναι μία μεγάλη πυρικὴ
τώρα μαθαίνω τὸ αἷμα μου
δίχως τοὺς δροσεροὺς ὑάκινθους
τώρα σὲ βλέπω δρόμε τοῦ καλoῦ σὰν εἰδοποίηση
μὲ κρίνους
ἔχοντας τὸ σακούλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαίνω
πηγαίνω
στὶς
πηγές.

Διάλογος πρῶτος

Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.

Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σῴζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…

Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.

Τὰ πουλιὰ δέλεαρ τοῦ Θεοῦ
(ἀποσπάσματα «Διαλόγων»)

1
Νὰ γυρίζεις — αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα -—
μὲ κουρελιασμένα μάτια
μὲ φλογωμένους κροτάφους ἀπ᾿ τὴν πτώση
νὰ γυρίζεις
στὴν καλὴ πλευρά σου.
Πεσμένος αἰσθάνεσαι
τὴν κόλαση ποὺ εἶναι ἡ αἰτιότητα
τὸ στῆθος ὡσὰν συστατικὸ τοῦ ἀέρα
τὰ βήματα χωρὶς προοπτική.
Κι ὅμως στὴ χειμωνιάτικη γωνία ὁ καστανᾶς
περιβάλλεται ἀπὸ σένα.
Κόψε ἕνα τραγούδι ἀπ᾿ τ᾿ ἄνθη
μὲ δάχτυλα νοσταλγικά.
Νὰ γυρίζεις — αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα.

2
Θὰ περάσουν ἀποπάνω μας ὅλοι οἱ τροχοὶ
στὸ τέλος
τὰ ἴδια τὰ ὄνειρά μας θὰ μᾶς σώσουν.
Ἀγάπη μεῖνε στὴν καρδιὰ —
αὐτὸς ἂς εἶναι ὁ κανὼν τοῦ τραγουδιοῦ σου.
Μὲ τὴν ἀγάπη
Θὰ σηκώσουμε τὴν ἀπελπισία μας
Ἀπ᾿ τὸ ἀμπάρι τοῦ κορμιοῦ.
Δὲν εἶναι φορτίο γιὰ τὴ χώρα τῶν ἀγγέλων
ἡ ἀπελπισία.
Καὶ προπαντὸς
ἂς μὴν ἀφήσουμε τὴν ἀγάπη
νὰ συνωστίζεται μὲ τόσα αἰσθήματα…

3
Ἅπλωσε ἡ γαλήνη τὰ φτερά της
ὡσὰν ἀλησμόνητος κύκνος ὀνείρου
σ᾿ αὐτὰ τὰ ἔρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τὰ πουλιά.

4
Ἡ ἀγωνία μου ὑψώνεται,
ὡς τὰ ἐδελβάις ἄνθη.

5
Τὰ ὄνειρα βλαστοὶ στὸ στῆθος
κλήματα μέσ᾿ στὴν καρδιὰ
διαγώνια ἐκδικοῦνται τὸ χῶμα
σκοτώνοντας ἐμᾶς.

Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει

Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.

Ἡ εὐγένεια τῆς κωμωδίας μας

Ὅταν ξεραθεῖ τὸ χαμομήλι στὸν καλύτερο ἥλιο τῆς χρονιᾶς
ἔρχονται βράδια νὰ γυρέψει ἀπὸ δαῦτο κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος
κι ὅπως κυλάει ζεστὸ μέσα μας καὶ βάλσαμο
κ᾿ εὐωδιάζουν τὰ σπλάγχνα κι ἁρμονίζονται
φέρνοντας κάποιο αἴσθημα φαγωμένης πεταλούδας μὲ τὰ χνούδια της
ἕνα τίποτα ἕνα χορτάρι φέρνοντας ὅλη τὴν εἰρήνη
ἔτσι κι ὁ Ἰησοῦς ἕνα τίποτα, μονάχα φτυσμένος
μονάχα ἡ μέσα φλόγα ποὺ λιώνει τὴν ἁφὴ
κι ὁ Θεὸς γυμνοπόδης ἕν᾿ ἀρνὶ στὸν ἀέρα
ψηλὰ στὸ δέντρο τῆς βυσσινιᾶς τὸ καιόμενο πέρα στὴ δύση.
Ἂ τί φριχτὸ ποὺ εἶναι τὸ νερὸ ἕνα τίποτα κι ὁ ἀόρατος
μᾶς ἔτυχε καθὼς τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ τοῦ κόκορα.

Ἕνα ἔρημο ἄνθος

Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ
ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία
ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο.
Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει
τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα...
Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς
ἀμέριμνο σὰν ἰδέα.

Νεότερος

[...] Αἰσθάνομαι μόνος
ἀφοῦ δὲν ἔχει δεύτερη ζωὴ ν᾿ ἀλλάξουμε
καὶ τὸ φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ἴδιο.
Σύντροφε οὐρανὲ
ἄλλοτε ἡ ἐλπίδα φεγγοβολοῦσε στὰ χέρια
κοιτάζω τὸ σῶμα βρίσκω τ᾿ ὄνειρο
πάει κ᾿ ἡ ἀγάπη
χάνεται
σὰν τὸ νερὸ στὴν πέτρα.
Τί εἶναι πιὰ ἕνα δέντρο τί εἶναι τ᾿ ἀσημένια φύλλα;
Μέσ᾿ στὴν ὁρμὴ τῆς ἐρημιᾶς γινόμαστε διάφανοι.

Τὸ φῶς φωνάζει μὲ τὸν κεραυνό.
Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν
- ἕνα τ᾿ ὀνομάζω.


ΦΕΓΓΑΡΟΣΚΟΝΗ ΦΕΡΜΕΝΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΛΚΟΥΤΑ

της Μαίρης

Η όσφρηση προς το Μάιο τα δοξάρια φυλλοβόλα
ο χρόνος είναι: ήτανε –
ο χρόνος (ας τον ανατιμήσουμε) ειν’ ωσάν ησυχαστής
από ψυχρότητα λαύρος μαστιγωτικός
η ελπίδα τερματίστηκε.
Κλαψουρίζει το σύντομο εκείνο νήπιο τηλεγράφημα
οξύχολα εκμαγεία η απονέκρωση πιάνο για τέσσερα χέρια
τα θηλυκά λογοπαίγνια της μυστικής θεολογίας ενίοτε
τριαδική παράλυση μα όχι τρυφή γνωσιολογική
πικραινόμαστε συνεχώς ανάβοντας
μαύρα αβγά βραχμανικά
μνησικακία σου η Άνοιξη βρε μπαγάσα Κρίσνα περιπαίχτη
με τρομερούς αλαλαγμούς στα θλιβερά
ξεβλάσταρα του Γαλαξία
πάλι τα ρούχα μου σήμερα στο καθαριστήριο
πάλι σιδέρωμα για λανθασμένο αύριο
δεν είμαστε στα καλά μας να υπάρχουμε έτσι ανελέητα
κοψίδια της θάλασσας τα κύματα
ο ήλιος θριαμβεύει
ο νους τον ταριχεύει
ο δυόσμος με το ευώδιασμα παλεύει.
Βόσκω τ’ ανήμερα της διάνοιας μεγάλες εκατοντάδες
ακούρευτες και κατακόκκινες (ελέχθη)
πριν ακόμη να φέξει
στο ξεψύχισμα του όρθρου
χέρια και πόδια η ρητορική του Ιουγούρθα
ηρεμούν εκεί κάτω στο θάνατο
μουχλιάζει το ακουστικό αναβλύζοντας
ο Άγιος Μόναξ αφορεσμένος
με χτένισμα επιληπτικό ακονίζοντας
των κρίνων τα ξεσπαθώματα.
Συμέων ο κανίβαλος του φωτός ο μελανιάρης
ετοιμόρροπος από τρεχάτα ουρανισκόφωνα
γυαλιστερά στην έρημο τραπουλόχαρτα – Είθε.


Νίκος Καροῦζος (1926-1990): ποιητὴς ἀπὸ τὸ Ναύπλιο.
Σπούδασε νομικὰ καὶ πολιτικὲς ἐπιστῆμες στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.

Έλληνας ποιητής, από τους πιο αξιόλογους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Υπήρξε πολυγραφότατος, ενώ τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2366

© SanSimera.gr

Γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1926 στο Ναύπλιο. Οι γονείς του, Κωνσταντίνα Πιτσάκη και Δημήτρης Καρούζος, δάσκαλος, συνέβαλαν στα πρώτα παιδικά χρόνια στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, όπως και ο ιερέας και δάσκαλος παππούς του από την πλευρά της μητέρας του που διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ



Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Για ένα διαθέσιμο τριαντάφυλλο-Γιώργος Σεφέρης


(Γραμμένο με το μολύβι)

Το χωματένιο αυτό σταμνί τ’ αγόρασα τη μέρα των μυροφόρων,
 με τη σκέψη πως αν τελειώνει το κορμί πάντα απομένει η δίψα
 σ’ έναν προφυλαγμένο χώρο σαν ένα χθόνιο λιβάδι.
Αυτό που μας βαραίνει είναι η δίψα των άλλων, των αλλαγμένων·
 τους πηγαίνουμε λουλούδια κάθε πρωί ξεγελώντας τον εαυτό μας—
 τί να τα κάνουν τα λουλούδια; Και ανασαίνουν τα κυπαρίσσια
 κι ανάμεσό τους εκείνα τα μάτια.
 Ύστερα ξαναπηγαίνουμε στις δουλειές μας· τα καράβια
πρέπει να ταξιδεύουν, να φεύγει η γης ανάμεσα στους δυο της ύπνους.
 Ποιός ξύπνησε σήμερα πρωί; κανείς· μόνο μια γυναίκα
έσυρε το χέρι πάνω στο γυμνό βυζί της και χαμογέλασε·
εκείνοι που διψούν την κράτησαν στα βελουδένια τους σπίτια—
τί να τα κάνουν τα λουλούδια, και τούτο το βυσσινί τριαντάφυλλο,
μέσα στο χωματένιο σταμνί των μυροφόρων, τί να το κάνουν;

Κορυτσά, 26. 4. 1937

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Γιάννης Φιλιππίδης -Προσδοκώ

…Μεγάλη Παρασκευή, μέρα-σύμβολο ύψιστου πένθους, της μεγαλύτερης απώλειας. Κάθε τέτοια μέρα, σκέφτομαι τα χρόνια της αθωότητας, την παιδική μου ηλικία στην όμορφη πόλη της Μακεδονίας όπου μεγάλωσα, στέκομαι σε παλιές εικόνες από την ενορία μου, τη βόλτα πλάι στο επίμονο χέρι της μαμάς Αλεξάνδρας, που με ζέσταινε και με παρότρυνε να γυρίσουμε και να προσκυνήσουμε και τους επιτάφιους άλλων εκκλησιών, πάντα ντυμένος εγώ με γιορτινά ρουχαλάκια.

Τις πασχαλιές στην αυλή της θείας μου θυμάμαι, που περίμεναν θαρρείς τα πυροτεχνήματα της Λαμπρής για να θυμηθούν ν’ ανθίσουν την επόμενη μέρα της μεγάλης γιορτής. Την άνοιξη θυμάμαι, που τα λουλούδια έσκαγαν γύρω μας κι ο τόπος, μοσχοβολούσε ανάταση ψυχής, αλλά ενείχε την ατμόσφαιρα και την αχλύ μιας μεγάλης απώλειας.

Μεγάλωσα. Οι εικόνες από κείνα τα όμορφα χρόνια δε σταμάτησαν να ’ρχονται, να με υποβάλλουν στο ίδιο κλίμα, χωρίς ενορίες γεμάτες από αγαπημένα πρόσωπα. Αλλά ήρθαν κι οι ανθρώπινες απώλειες, ο φόβος για άλλες τέτοιες. Κι αυτή η μέρα έπαψε πια ’χει πια για μένα, μόνο τη χριστιανική της σημασία. Έγινε η μέρα, που θυμάμαι όλους τους δικούς μου νεκρούς. Και κείνη η παλιά συνήθεια να προσκυνάμε πολλούς επιτάφιους, εξακολούθησε να ισχύει.

Κι από τότε, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, περιφέρομαι ανάμεσα στις εκκλησιές στο Μοναστηράκι, που ’ναι πανέμορφες. Χωρίς τη ζεστασιά από το χέρι της μάνας, χρόνια τώρα. Αλλά ακούγοντας τους ψαλμούς και σ’ όλη την περιφορά, η δική μου μνήμη, φεύγει πίσω, θυμάται έναν-έναν τους ανθρώπους που έλειψαν για πάντα.

Αν ένας Χριστός που υπήρξε και άνθρωπος κατάφερε ν’ αναστηθεί –και γεννηθήκαμε μ’ αυτή τη σκέψη στα γονίδιά μας– τότε μπορώ κι εγώ να προσδοκώ Ανάσταση νεκρών; Ανάσταση σ’ έναν άλλο κόσμο, χωρίς πόνο, χωρίς βάσανα και κακουχίες. Χωρίς βία. Ανάσταση νεκρών. Ναι, δεν έχω άλλον δρόμο. Προσδοκώ…

Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.anemosekdotiki.gr/index.html

https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki/?fref=ts

Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/giannis-filippidis.html
http://yannis-filippidis.blogspot.gr/