Σελίδες

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Η μνήμη πεταλούδα/ πάνω στον καθρέφτη/
δεν ξέρει αν κοιτάζει/
το είδωλό της ή μιαν άλλη/
όμοια πεταλούδα

Γιώργης Παυλόπουλος / Η έρημος και ο καθρέφτης

Υπάρχει, λένε, στην έρημο ένας καθρέφτης.
Αν πας εκεί και κοιτάξεις
θα ιδείς σε μια στιγμή
το αληθινό σου πρόσωπο
τις μορφές που άλλαξες στα χρόνια που περάσαν
θα ιδείς τους άλλους που ήσουν εσύ
και τους λησμόνησες και χάθηκαν
μέσα στου εαυτού σου το σκοτάδι.

Μα εγώ που πήγα εκεί σας λέω
κανένας καθρέφτης δεν υπάρχει.
Η έρημος είναι ο καθρέφτης
και τίποτα δεν προφτάνεις να κοιτάξεις.
Φυσάει εκεί όλο φυσάει
το πρόσωπό σου τρίβεται γρήγορα όπως ο άμμος
χάνεις τα μάτια σου
και δεν θα ιδείς ποτέ ποιος ήσουν.


 Ἡ λέξη

Τυφλὸς ἀπὸ χρόνια
πάλευε μ' ἕνα μαῦρο κάρβουνο
νὰ γράψει μιὰ λέξη
πάνω στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι.

Καμμιὰ γραφὴ καὶ καμμιὰ φωνὴ
δὲ θὰ μποροῦσε ν' ἀποδώσει
τὸ φριχτὸ νόημά της.

Δὲ βρισκόταν σὲ κανένα λεξικό.

Στ' ὄνειρό του τὴν ἔβλεπε
ἀχνὰ χαραγμένη
μέσα σὲ σπήλαιο ἀνερεύνητο
καὶ φοβόταν πὼς οἱ ἄνθρωποι
κάποτε θὰ τὴν ἀνακαλύψουν.

Ὁ ἴδιος οὐδέποτε τόλμησε νὰ τὴν προφέρει.
Μήτε ἤξερε γιατί βασανιζόταν
νὰ γράψει αὐτὴ τὴ λέξη.

Ἡ σιωπὴ
Στὴν Αὐγή-Ἄννα Μάγγελ


Ἡ Σιωπὴ εἶναι μιὰ ἄγνωστη
ποὺ ἔρχεται τὴ νύχτα.
Ἀνεβαίνει τὴ σκάλα
χωρὶς ν’ ἀκούγονται πατήματα
μπαίνει στὴν κάμαρα
καὶ κάθεται στὸ κρεβάτι μου.
Μοῦ φοράει τὸ δαχτυλίδι της
καὶ μὲ φιλεῖ στὸ στόμα.
Τὴ γδύνω.
Μοῦ δίνει τότε τὶς βελόνες
καὶ τὰ τρία χρώματα
τὸ κόκκινο τὸ μαῦρο καὶ τὸ κίτρινο.
Κι ἀρχίζω νὰ κεντάω
πάνω στὸ δέρμα της
ὅλα ὅσα δέ σοῦ εἶπα
καὶ ποτέ πιὰ δὲ θὰ σοῦ πῶ.


Τὸ διάφανο μετάξι


Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ δυό μας
νὰ ἔχουμε δοθεῖ σὰν ἄλλοτε στὸν ἔρωτα.
Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ δυό μας πάλι
ἀσάλευτοι τώρα νὰ κοιτάζουμε.
Κοιτάζαμε τὰ διψασμένα σώματα
ποὺ ἤμαστε κάποτε
κοιτάζαμε τὴν ἡδονή τους καὶ ποθούσαμε
καὶ λιώναμε νὰ σμίξουμε μαζί τους.
Ὅμως ἀνάμεσά μας ἕνα μετάξι διάφανο
σχεδὸν ἀόρατό μᾶς χώριζε γιὰ πάντα.
Γύρισε τότε καὶ μοῦ ἔδωσε μὲ δάκρυα στὰ μάτια
ἕνα φιλὶ ποὺ ἔκοβε τὰ χείλια σὰν μαχαίρι.
Τὸ πῆρα καὶ ἀρχίζοντας νὰ σχίζω τὸν ἀέρα
μᾶς φάνηκε τάχα πὼς περάσαμε
καὶ πέσαμε στὴν ἀγκαλιά τους
καὶ σμίξαμε τοὺς ἄλλους ἑαυτούς μας.

Κι Ἐκείνη ἐπῆγε μὲ τὸν Ἄλλο
κι ἐγὼ ἐπῆγα μὲ τὴν Ἄλλη.


ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ-THΣ ΚΙΡΚΗΣ

 Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν' ανεβαίνει τη σκάλα
μες στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.

Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.

Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τα 'σκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης


Το πρώτο δειλινό- ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Κάπου εκεί
κατά το άβατο μέρος του κήπου
είδανε το πρώτο δειλινό
σαν ένα χρυσό πιθάρι
που κατρακύλαγε ανάμεσα στα κρίνα
κι από μέσα χυνόταν
μέλι μαύρο
η νύχτα.

Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν
τι ήταν το φιλί
χωρίς να ξέρουν
πως από εκείνο το χρυσαφένιο φως
που τα μάτια τους βλέπανε για πρώτη φορά
είχανε γεννηθεί οι λέξεις
κήπος φιλί κρίνα πιθάρι νύχτα
σημαίνοντας τον έρωτα
στα σκοτεινά του βάθη.


ΤΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

                                                 Στη Θ.Π.
Στον ύπνο του απόψε θα περάσει ένα τρένο.
Θα το ακούσει να σφυρίζει από μακριά
και καθώς θα μπαίνει ολόφωτο στην κάμαρά του
αυτός θα τρέξει στο ταμείο των ονείρων.
Υπάλληλος της νύχτας θα είναι ο εαυτός του.
Θα του ζητήσει μια θέση για Παρίσι
και βέβαια θα πληρώσει μ’ ένα ποίημα−
τη μόνη μονέδα που κρατά. Κι ο άλλος
αντί για εισιτήριο θα του δώσει
ένα λευκό τριαντάφυλλο
που θα της φέρει απόψε στη Μονμάρτη.

Rue du Mont Cenis αριθμός 52
θα χτυπάει θα χτυπάει μα κανένας δε θ’ ανοίγει.


   Γιώργης  Παυλόπουλος : Ο ίδιος λέει για την ποίηση:
«Δεν μπορείς να εξηγήσεις πώς γίνεται ένα ποίημα. Ένα ποίημα
προετοιμάζεται μέσα σου από τα παιδικά σου ακόμα χρόνια, ένα άλλο προαισθάνεσαι να σε
περιμένει στο στρίψιμο του δρόμου. Και πράγματι σε περιμένει. Ένα άλλο που δεν θα το γράψεις
ποτέ, ξέρεις ότι θα το σκέφτεσαι ως την ώρα του θανάτου σου. Το ποίημα έρχεται και φεύγει,
ξαναγυρίζει,   ξαναφεύγει,   ξαναγυρίζει.   Μπορεί   να   περάσουν   χρόνια   ή   μια   ολόκληρη   ζωή,
παλεύοντας να πιάσεις τον ίσκιο ενός πουλιού».
     Αλλού επισημαίνει:
«Δεν μπορώ να διδάξω την ποίηση.  Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας
μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή»
Τέλος εξομολογείται
«Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη
δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο της ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης
σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη, όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας.
Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην
καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο του το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας
».


Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ-Η μνήμη είναι σαν την ανάσα (Ποιήματα)

«Δεν ξέρω τι θα πει ματαιοδοξία. Δεν θυμάμαι ποτέ να έγραψα κάτι για να τυπωθεί. Κι έπειτα, ήμουνα τυχερή με επιτυχίες από την πρώτη εμφάνιση στα δεκαεφτά μου χρόνια. Οπότε δεν υπήρχε λιβάδι για να φυτρώσει η ματαιοδοξία. Όμως τώρα τελευταία με ενοχλεί αφόρητα η φιλοδοξία, η λύσσα για προβολή των νέων. Εγώ ήξερα ότι όταν γράφεις ποίηση δεν περιμένεις τίποτα».
https://www.fractalart.gr/katerina-aggelaki-rouk-interview/

Μόλις στα 17 της χρόνια δημοσιεύει στο περιοδικό Καινούργια εποχή το ποίημά της «Μοναξιά» μετά από παρότρυνση του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος έστειλε γράμμα στον Γιάννη Γουδέλη, τον διευθυντή της Καινούργιας εποχής γράφοντας: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!». Από τότε άνοιξε ο δρόμος για την ενασχόληση της με την ποίηση και τη μετάφραση.)

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ:Μοναξιά

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.

Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;

Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα ‘ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.
Φθινόπωρο 1956

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ:Υπαρξιακές ερωταποκρίσεις
Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ’ όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.


Art by pier toffoletti

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ:Χωρισμός
Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου
η ύπαρξη του μέλλοντος.
Από το μέλλον χωρίζω.
Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω,
μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά
παίζοντας με την ελπίδα.
Όμως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ.
Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες,
κυλάνε στο παρόν.
Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο
ακούγεται μέσα μου:
Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις
–λέει μια φωνή–
χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος.
Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα.

Από τη συλλογή «Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο»
Σχετική συνέντευξη

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ:Ένα απλό κρεβάτι
Κινήσεις που οδηγούν
σ’ ένα απλό κρεβάτι
πώς να εμπνεύσουν πια;
Κρεβάτι χωρίς παραστάτη
χωρίς εφιδρώσεις
χωρίς εντυπώσεις
ένα άδειο στρωμένο πανί
μία οθόνη δίχως προβολή
και κινήσεις μονοσήμαντες
που σημαίνουν μόνο το τέλος
της μέρας.
Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται
χωρίς καμιά μάχη
να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί.
Ειρήνη είναι ο ύπνος
που έρχεται περιβρεγμένος
μόνο με την ελπίδα
του ονείρου.
Αλλά, αναπάντεχα
μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια
της ταλαιπωρημένης σάρκας.
Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.
Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου
που δεν πρόδωσα
δε βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή.
Ήταν η μέρα καλή
καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή
καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.
Κρεβάτι απλό
με τέσσερα πόδια
και καλοκαιρινά σεντόνια
βάναυσα λευκά.
Πηγή: poiimata.com

      Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ:Η ανθισμένη μυγδαλιά

Αχ! η ανθισμένη μυγδαλιά, η ανθισμένη μυγδαλιά
Σου ΄λεγα, θυμάσαι;
(Εσένα που μες στο χειμώνα μου
Περιπλανήθηκες στον σιωπηλό μου κήπο…)
Πώς μπορεί, ενώ άγρια τη μαστιγώνει ο ουρανός
Να ξεσπάει σε λευκό
με λίγο ροζ στο κέντρο για θεό της;
Πώς ξεπερνάει την τόση άρνηση γύρω της
Κι ανθίζει εκείνη πρώτη;
Ώσπου κάποιος σοφός
Σε εκπομπή σοφίας
Έλυσε την απορία μου.

Είναι γιατί
(α κι εσύ με το χρόνο αμήχανος είσαι
δισταχτικός με τα μάτια
ανάπηρος στην κίνηση
χαμένος σ ΄εσωστρεφή μονοπάτια!)
έχει η μυγδαλιά το άνθος το πιο αδύναμο.
Τα μαμούνια δε θα τη διάλεγαν ποτέ
για βρώση
ούτε άρωμα έχει, ούτε πέταλα γερά
να δώσει.
Μια ιδέα είναι, ένας αέρας
διόλου διεγερτικός
καμιά ιδιαίτερη μυρωδιά
δεν ανακαλεί στην μνήμη
γελάκια σε μέρη κρυφά
ούτε των φύλλων τις πρώτες εκκρίσεις…
Ένας αδύναμος βήχας της φύσης
το λουλούδισμά της
μια αχνή απόχρωση ονείρου
μια ψευδαίσθηση γοητευτικής καρποφορίας…

Όμως, καιρό πριν το ανώριμο ζουζούνι
διαισθανθεί την άνοιξη
η μυγδαλιά βρίσκετ΄ εκεί
παρούσα κι ανθισμένη
με φόντο το κουρασμένο χιόνι.
Είναι εκεί περιποιημένη, με τα κλωναράκια της
να σκύβουν καταδεχτικά
πρώτη αυτή με λουλούδια
να περιμένει, να αντέχει
το θαύμα.
Η δύναμή της – έτσι έλκονται οι φτερωτοί –
είναι που σ΄ έρωτα ξέρει να μεταφράζει
τα παγωμένα δευτερόλεπτα.
Χειμώνας 1997-1998

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ:ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ’ την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν’ αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ’ τις προδομένες προσδοκίες σου
τ’ αναπάντητα όνειρά σου.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: ”Φόβος το νέο πάθος”
Τι έγινε η χαρά της ζωής
που καταχτούσε την κάθε στιγμή
ακόμη κι όταν η μέρα ξημέρωνε δυσοίωνη

Τώρα πόνος κανένας
δε μαστίζει το κορμί

αλλά το μέσα το αλυσοδένει
ένας νέος παντοδύναμος τύραννος:
ο φόβος.

Ήρθε ο φόβος και σάρωσε
όλα τα πάθη.

Ο έρωτας τώρα μοιάζει
πότε με ζητιάνο στη γωνιά

και πότε με γελωτοποιό χωρίς δουλειά
αφού κανέναν πια δεν κάνει να γελάσει.

Τι έγινε η χαρά της ζωής
που καταχτούσε την κάθε στιγμή
ακόμη κι όταν η μέρα ξημέρωνε δυσοίωνη;

Ένα είναι το πάθος – ο φόβος
π’ απλώνεται σαν σάβανο
και όλα τα σκεπάζει.

Φόβος για την κατάρρευση
της φύσης, του κορμιού, του κόσμου.

Τώρα αντί να ουρλιάζει το μέσα
”Τι ωραίος που είναι αυτός!”

μια είναι η φωνή που κυριαρχεί:
”Πρόσεχε!”

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ:Ποιητικό υστερόγραφο

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η μνήμη είναι σαν την ανάσα
«Κι οι δρόμοι όλοι μαζί
ούρλιαζαν το αδιάβατο.
Εφυγα.
Στις χούφτες μου ανάμεσα,
σαν να κρατούσα
ενός παγωμένου πουλιού
την τελευταία ανάσα,
προστάτευα την τελευταία
χειραψία».
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

ΜΑΡΙΑ IΟΡΔΑΝΙΔΟΥ-H ΑΥΛΗ ΜΑΣ

ΜΑΡΙΑ IΟΡΔΑΝΙΔΟΥ  

Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας

         Η αστική καθημερινότητα της σύγχρονης εποχής μέσα στην οποία κυριαρχούν το τσιμέντο και οι πολυκατοικίες είναι το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε η Μαρία Ιορδανίδου στο τελευταίο της πεζογράφημα Η αυλή μας (1981). Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την αρχή του βιβλίου και είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Η ηλικιωμένη Κωνσταντινουπολίτισσα συγγραφέας ζει πια σε πολυκατοικία, όπου βιώνει όλα τα προβλήματα της κοινής ζωής, τις ενοχλήσεις από τα άλλα διαμερίσματα και την ψυχική αποξένωση των ενοίκων.

Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας.
         Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε πολυκατοικία. Έχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο. Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δε βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή. Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος.
         Στις περισσότερες απ' αυτές τις πολυκατοικίες, που χτίζονται η μια ύστερα απ' την άλλη, σπάνια θα δεις παράθυρο. Είναι όλο μπαλκονόπορτες και βγαίνουν σ' ένα μπαλκόνι που ζώνει την πολυκατοικία ένα γύρο και θυμίζει κατάστρωμα βαποριού. Έτσι λοιπόν, μπαλκονόπορτα και κάμαρα, και η κάθε κάμαρα μοιάζει διάδρομος. Πώς επιπλώνεται, πώς κατοικείται αυτός ο χώρος, δεν έχεις ανάγκη να το σκεφτείς εσύ. Το αποφάσισε προκαταβολικά ο αρχιτέκτονας. Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση εκεί που πρέπει να την τοποθετήσεις, σου έβαλε τις απλίκες* εκεί που θα μπει το «καθιστικό», δηλαδή ο καναπές, το χαμηλό τραπέζι και οι δυο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας.
         Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά για να εγκαταστήσει η νοικοκυρά την «κόχη» της. Εκεί που θα κουρνιάσει* να πιει το καφεδάκι της, να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά της, και να αφουγκραστεί* την ανάσα του σπιτιού της. Ίσως γι' αυτό η σημερινή γυναίκα δεν αγαπά το σπίτι της. Ξένο πράμα. Όλα τυποποιημένα, όλα προμελετημένα.* Η απόσταση που μπορείς να απλώσεις το πόδι σου και το χέρι σου. Πόσο πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου όταν σηκώνεσαι όρθιος μέσα στην μπανιέρα, έτσι που να μην κουτουλήσεις στο σώμα του καλοριφέρ που κρέμεται στον τοίχο.



 Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς.* Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ασανσέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολόνα πάγου, φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ. Δεν ξέρεις καλά καλά συγκάτοικος είναι ή ξένος. Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους.
         Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω. Ξέρω όμως τη φωνή τους, το βήχα τους. Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό. Βογκά τα βράδια όταν πέφτει στο κρεβάτι της, βογκά και τη νύχτα. Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί. Κάθε πρωί στις έξι ακούω το ξυπνητήρι της. Όλα αυτά ακούονται γιατί το κρεβάτι της είναι δίπλα στο δικό μου και μας χωρίζει ένας τοίχος.
         Από το λουτροκαμπινέ συνορεύω με το διαμέρισμα που η πόρτα του είναι απέναντι στην πόρτα του δικού μου διαμερίσματος.

         Εκεί πάλι ακούς σπαραχτικές φωνές παιδιού. Κάθε πρωί η μητέρα του προσπαθεί να το ντύσει, εκείνο, αγουροξυπνημένο, αμύνεται, και φαίνεται πως το δέρνει.
         - Κυρία μου, φωνάζω εγώ από το παράθυρο του μπάνιου, αφήστε το παιδί να ηρεμήσει. Είναι σε ηλικία που πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του.
         - Τι λες, κυρά μου; φωνάζει έξαλλη από μέσα η μητέρα. Εγώ πρέπει στις οχτώ να είμαι στη δουλειά μου. Ήρθε και το αυτοκίνητο του σχολείου να την πάρει, δεν το ακούτε στο δρόμο που κορνάρει;
         Πραγματικά, από το δρόμο ακούγεται το μπικ-μπικ του αυτοκινήτου. Δε μίλησα. Ήξερα από την Παναγιώτα την καθαρίστρια πως η μητέρα και ο πατέρας ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.
         Λίγες ώρες ησυχία, και το μεσημέρι πάλι φωνές παιδιού. Το αυτοκίνητο του σχολείου έφτασε, όμως η μητέρα άργησε, και ο σωφέρ δεν μπορεί ν' αφήσει το παιδί στο πεζοδρόμιο. Το παίρνει μαζί του και ξεκινά. Το παιδί από μέσα ωρύεται.*
         Για κανένα μήνα ησύχασα όταν το αντρόγυνο πήρε την άδειά του την καλοκαιρινή. Ξεκίνησαν οι δυο με τ' αυτοκίνητό τους για το εξωτερικό και το κοριτσάκι το άφησαν στη γιαγιά του που έμενε στο Χαϊδάρι. Μια μέρα, από τις φωνές του παιδιού και της μητέρας, κατάλαβα πως η άδεια τελείωσε. Γύρισαν πίσω. Ακούω ένα βράδυ σπαραχτικές φωνές παιδιού, φωνές πόνου.
         - Φά' το! φά' το είπα! Δεν το τρως;
         Σε λίγο η σπαραχτική φωνή πάλι.
         - Άνοιξε το στόμα σου! Θα σε μπατσίσω!
         Και πάλι η φωνή.
         Δε βάσταξα. Πετιέμαι έξω, μ' αρπάζει η Νέλλη,* με τραβοκοπά.
         - Πού πας;
         - Πάω να πιάσω την πόρτα τους με τις κλοτσιές. Άσε με.
         - Τρελάθηκες;
         Ναι, πραγματικά τρελάθηκα. Σκέφτομαι σε ποιον ν' αποταθώ.* Στην Αστυνομία; Σε κανένα σύλλογο; Φωνάζω την Παναγιώτα και τη ρωτώ τι συμβαίνει.
         - Το παιδάκι από τον καιρό που γύρισαν πίσω δεν τρώει τίποτα. Έγινε πετσί και κόκαλο. Το κακόμαθε η γιαγιά του φαίνεται.
         Οι Γάλλοι λένε: Les enfants, quand ils sont petits, ils nous aiment. Quand ils grandissent, ils nous jugent, et parfois ils nous pardonnent, Τα παιδιά, όταν είναι μικρά μας αγαπάνε, όταν μεγαλώνουν μας κρίνουνε, και καμιά φορά μάς συγχωρούνε.
         Αυτή η μικρούλα, φαίνεται, μεγάλωσε πριν από την ώρα της, έκρινε τη μητέρα της και δεν τη συγχώρεσε ούτε για το ξύλο ούτε για την εγκατάλειψη. Την εκδικείται, πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί. Έχουν την αξιοπρέπειά τους και τα παιδιά.
         Η ζωή μου μέσα σ' αυτή την πολυκατοικία είχε καταντήσει αφόρητη. Ευτυχώς όμως η οικογένεια αγόρασε δικό της διαμέρισμα και μετακόμισε. Το διαμέρισμα ξανανοικιάστηκε πολύ γρήγορα. Το έπιασε ένας εργένης και ησυχάσαμε.

Μ. Ιορδανίδου, Η αυλή μας,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας