Σελίδες

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Αποσπάσματα από βιβλία του Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο


Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο:Ο Αλχημιστής

Από το ίδιο χέρι

Φοβόμαστε μήπως χάσουμε αυτά που έχουμε, είτε τη ζωή μας είτε τα υπάρχοντά μας και την περιουσία μας. Όμως αυτός ο φόβος εξανεμίζεται όταν καταλάβουμε ότι η ιστορία της ζωής του καθενός μας κι η ιστορία του κόσμου έχουν γραφτεί από το ίδιο χέρι.

Εμείς οι καρδιές πεθαίνουμε από το φόβο μόνο και μόνο που σκεφτόμαστε αγάπες που έφυγαν για πάντα, στιγμές που θα μπορούσαν να είναι καλές και δεν ήταν, θησαυρούς που θα μπορούσαν να είχαν ανακαλυφθεί κ' όμως έμειναν για πάντα θαμμένοι στην άμμο. Γιατί όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει στο τέλος υποφέρουμε πολύ.»

Αν νιώσετε το παραμικρό σημάδι αδιαφορίας, οτι χάνετε τη σοβορότητα, την επιθυμία, τον ενθουσιασμό και την όρεξή σας, θεωρήστε το προειδοποιητικό σημάδι. Η ψυχή μας υποφέρει όταν ζούμε επιφανειακά.

Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο: «Ο νικητής είναι μόνος»

«Η απιστία δεν οφείλεται σε πλεόνασμα ορμονών ή σε ματαιοδοξία, αλλά είναι γενετικά προδιαγεγραμμένη σε όλα σχεδόν  τα ζώα. Το μοναδικό είδος  στη φύση  που δε διαπράττει μοιχεία είναι ένα παράσιτο , το diplosoon paradoxum. Οι δύο σύντροφοι συναντιούνται   όταν είναι ακόμα νέοι και τα σώματά τους συγχωνεύονται και γίνονται ένας οργανισμός . Όλα τα υπόλοιπα ζώα ενδέχεται να διαπράξουν μοιχεία.»

«Αν πιστέψεις στη νίκη , θα πιστέψει και η νίκη σε σένα . Ρίσκαρε τα πάντα στο όνομα της ευκαιρίας και απομακρύνσου από ότι σου προσφέρει έναν κόσμο άνεσης. Ταλέντο έχουν οι πάντες . Χρειάζεται όμως θάρρος για να το χρησιμοποιήσεις.»

«Όλοι έχουν ένα σκοπό σε αυτήν τη ζωή, που λέγεται Αγάπη. Όμως η Αγάπη  δεν πρέπει να επικεντρώνεται σε ένα μόνο άνθρωπο , είναι σκορπισμένη σε όλο τον κόσμο, περιμένοντας να την ανακαλύψουν.

«Ποτέ μα ποτέ δε θα φέρεσαι λες και εξαρτιέσαι από το επάγγελμά σου για να ζήσεις , ακόμα και αν είναι έτσι.»

«Μερικές φορές ο δρόμος εμφανίζεται μόνο όταν ξεκινάς να περπατάς.»

«Όλοι οι άνθρωποι  είναι διαφορετικοί και πρέπει να ασκούν αυτό τους το δικαίωμα και να επιμένουν μέχρι τέλους.

«Όταν είναι κανείς ερωτευμένος πάντα πιστεύει ότι βλέπει τον έρωτα της ζωής του στο δρόμο, στα πάρτι, στα θέατρα.»

Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο:Το Πέμπτο βουνό

Οι άξιοι είναι πάντα πεισματάρηδες 
«Αυτή η ιστορία είχε μεταδοθεί από γενιά σε γενιά, ώστε κανείς, ποτέ, να μην την ξεχάσει. Ήταν φορές που ήταν αναγκαίο να δίνεις μάχη με το Θεό. Κάθε ανθρώπινο ον, κάποια στιγμή, θα αντιμετώπιζε μια τραγωδία, τουλάχιστον μια φορά. Μπορεί να ήταν η καταστροφή μιας πόλης, ο θάνατος ενός παιδιού, μια κατηγορία χωρίς στοιχεία, μια αρρώστια που θα είχε σαν συνέπεια την αναπηρία για πάντα. Εκείνη τη στιγμή, ο Θεός προκαλούσε τον άνθρωπο να Τον αντιμετωπίσει, ώστε να απαντήσει στην ερώτησή Του: «Γιατί φορτώνεις με τόσα βάσανα μια ζωή τόσο σύντομη; Ποιος ο λόγος του αγώνα σου;»

Τότε ο άνθρωπος που δεν ήξερε να απαντήσει σ' αυτή την ερώτηση μπερδευόταν, ενώ κάποιος άλλος, που έψαχνε να βρει το λόγο της ύπαρξής του, νόμιζε πως ο Θεός ήταν άδικος και αμφέβαλλε για την ίδια του τη μοίρα. Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που μια άλλη φλόγα έπεφτε από τους ουρανούς, όχι εκείνη που σκοτώνει, αλλά εκείνη που ρίχνει τα παλιά τείχη και δίνει την ευκαιρία στον καθένα να γνωρίσει τις αληθινές του δυνατότητες. Οι δειλοί ποτέ δεν μπορούν να νιώσουν στην ψυχή τους τη δύναμη αυτής της φλόγας΄ το μόνο που επιθυμούν είναι να τελειώσουν όλα γρήγορα και να ξαναγίνουν έτσι όπως ήταν πριν, όσο πιο γρήγορα γίνεται, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν με τη ζωή τους όπως είχαν συνηθίσει. Οι άξιοι, όμως, καίνε καθετί παλιό - ακόμα κι αν κάτι τέτοιο πονά υπερβολικά -, τα εγκαταλείπουν όλα, ακόμα και το Θεό, και ξαναρχίζουν από την αρχή.

Οι άξιοι είναι πάντα πεισματάρηδες.

Από τον ουρανό ο Θεός χαμογελούσε, γιατί ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε να μάθει τελικά ο καθένας από τους ανθρώπους: ότι πρέπει να πάρει, δηλαδή, στα χέρια του την ίδια του τη ζωή. Εξάλλου, αυτό το δώρο είχε δώσει σε όλους τους ανθρώπους, την ικανότητα να επιλέγουν και να αποφασίζουν για τις πράξεις τους.

Μόνο εκείνοι, άντρες και γυναίκες, που είχαν την ιερή φλόγα στην ψυχή είχαν το κουράγιο να τον αντιμετωπίσουν και μόνο εκείνοι γνώριζαν το δρόμο της επιστροφής στην αγκαλιά του και καταλάβαιναν στο τέλος πως η όποια τραγωδία δεν ήταν τιμωρία αλλά μια μάχη».

 «Ο Διάβολος και η Δεσποινίδα Πριμ»

Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο

Όλα και τίποτα

 [...] «Κατάλαβε ότι δύο πράγματα υπάρχουν που εμποδίζουν έναν άνθρωπο να πραγματοποιήσει τα όνειρά του: να πιστεύει ότι είναι απραγματοποίητα ή, από ένα ξαφνικό γύρισμα της τύχης, να τα βλέπει να μετατρέπονται σε κάτι πιθανό τη στιγμή που δεν το περιμένει. Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, του βγαίνει ο φόβος ενός δρόμου που δεν ξέρει πού καταλήγει, μιας ζωής με άγνωστες προκλήσεις, της πιθανότητας όλα όσα έχουμε συνηθίσει, να χαθούν για πάντα.
Οι άνθρωποι θέλουν να αλλάξουν τα πάντα και ταυτόχρονα επιθυμούν να παραμείνουν όλα όπως έχουν».

 «Ο Διάβολος και η Δεσποινίδα Πριμ»


«Το Εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός»
Paulo Coelho/ Πάολο Κοέλο

Να μην πιστεύεις τις υποσχέσεις ...

 «Κατ' αρχάς, να μην πιστεύεις τις υποσχέσεις, ο κόσμος είναι γεμάτος από τέτοιες: πλούτη, αιώνια σωτηρία, έρωτας δίχως τέλος. Μερικοί άνθρωποι είναι ικανοί να υποσχεθούν τα πάντα, άλλοι πιστεύουν οτιδήποτε τους εγγυάται καλύτερες μέρες΄ αυτή είναι μάλλον η δική σου περίπτωση. Όσοι υπόσχονται και δεν εκπληρώνουν τις υποσχέσεις τους καταπέφτουν σωματικά και ψυχικά΄ το ίδιο παθαίνουν κι όσοι στηρίζονται στις υποσχέσεις που τους δίνουν».

Χωρίς αγάπη, αυτός δεν είναι τίποτα

«Για τον Πολεμιστή του Φωτός δεν υπάρχει ακατόρθωτη αγάπη.

Αυτός δεν αφήνει τη σιωπή, την αδιαφορία ή την άρνηση να τον τρομάξουν. Ξέρει πως πίσω από την παγωμένη μάσκα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι υπάρχει μια καρδιά από φωτιά.

Γι' αυτό ο πολεμιστής ριψοκινδυνεύει περισσότερο από τους άλλους. Αναζητά αδιάκοπα την αγάπη κάποιου, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να ακούει συχνά τη λέξη «όχι», να επιστρέφει στο σπίτι ηττημένος, να νιώθει πως έχουν απορρίψει το κορμί και την ψυχή του.

Ένας πολεμιστής δεν επιτρέπει στον εαυτό του να τρομάξει όταν ακολουθεί αυτό που έχει ανάγκη. Χωρίς αγάπη, αυτός δεν είναι τίποτα.»

 «Το Εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός»

«Ο Πολεμιστής του Φωτός δίνει πριν του ζητηθεί.

Βλέποντας αυτό, κάποιοι σύντροφοι σχολιάζουν: «Όποιος έχει ανάγκη ζητάει».

Ο πολεμιστής, όμως, γνωρίζει ότι υπάρχει πολύς κόσμος που δεν καταφέρνει - δεν καταφέρνει, απλώς - να ζητήσει βοήθεια. Δίπλα του υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι με τόσο εύθραυστη καρδιά, που ρίχνονται σε νοσηρές αγάπες΄ είναι πεινασμένοι για τρυφερότητα και ντρέπονται να το δείξουν.

Ο πολεμιστής τούς συγκεντρώνει γύρω από τη φωτιά, αφηγείται ιστορίες, μοιράζει το φαγητό του, μεθάει παρέα τους. Την επομένη, όλοι νιώθουν καλύτερα.

Εκείνοι που κοιτάζουν τη δυστυχία με αδιαφορία είναι οι πιο δυστυχείς.

«Το Εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός»
Η ψυχή σου είναι ακόμα ζωντανή

Λέει ο Δάσκαλος στον πολεμιστή, όταν τον βλέπει στενοχωρημένο:
«Δεν είσαι αυτό που δείχνεις τις στιγμές της θλίψης. Είσαι πολύ περισσότερα.

Ενώ πάρα πολλοί έφυγαν για λόγους που δε θα καταλάβουμε ποτέ, εσύ βρίσκεσαι ακόμα εδώ. Γιατί άραγε ο Θεός να πήρε ανθρώπους τόσο απίστευτους και άφησε εσένα;

Αυτή τη στιγμή εκατομμύρια άνθρωποι παραιτήθηκαν κιόλας. Δεν ενοχλούνται, δεν κλαίνε, δεν κάνουν πια τίποτα. Περιορίζονται να περιμένουν το χρόνο να περάσει. Έχασαν την ικανότητά τους να αντιδρούν.

Εσύ, όμως, είσαι θλιμμένος. Κι αυτό αποδεικνύει πως η ψυχή σου είναι ακόμα ζωντανή».

   


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Fyodor Dostoyevsky-To θείο δώρο. Ένα ποίημα του Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι


 Των Χριστουγέννων την παραμονή

ο Θεός έστειλε έναν μικρούλη άγγελο στη γη:

«Σ' ελατοδάσος σαν βρεθείς»,

είπε χαμογελώντας,

«κόψε ένα έλατο και στο πιο μικρό γλυκό

μικρό παιδί πάνω στη Γη,

στο πιο ευαίσθητο και τρυφερό

να το χαρίσεις, από Εμένα ενθύμιο»

Στενοχωρήθηκε ο μικρούλης άγγελος:

«Σε ποιον να το δώσω;

Πώς θα καταλάβω ποιο απ' τα παιδάκια

έχει την ευλογία του Θεού;»

«Μόνος σου θα το καταλάβεις», απάντησε ο Θεός.

Κι έφυγε ο ουράνιος επισκέπτης.

Το φεγγάρι έφεγγε από ψηλά, ο δρόμος ήταν φωτεινός,

σε πολιτεία τεράστια οδηγούσε.

Παντού ακούγονταν λόγια γιορταστικά,

παντού περιμένει η ευτυχία τα παιδάκια...

Ρίχνοντας στον ώμο το μικρό έλατο,

βαδίζει ο άγγελος με χαρά...

Κοιτάξτε μόνοι σας στα παράθυρα,-

μεγάλη γίνεται γιορτή!

Τα έλατα φωτίζονται με λαμπιόνια,

όπως γίνεται πάντα τα Χριστούγεννα.


Από σπίτι σε σπίτι βιαστικά

ο άγγελος άρχισε να περνά,

για να βρει εκείνο το παιδί που πρέπει

το έλατο του Θεού να χαρίσει.

Όμορφα κι υπάκουα

πολλά είδε παιδάκια,

του Θεού το έλατο σαν έβλεπαν

ξεχνούσανε τα πάντα κι έτρεχαν προς αυτό.

 

Το ένα λέει: «Αξίζω το έλατο αυτό!»

Ένα άλλο του φωνάζει:

«Μη συγκρίνεσαι μ' εμένα,

είμαι καλύτερος από σένα!»

«Όχι, εγώ είμαι καλύτερη απ' όλους

δικό μου είναι το έλατο αυτό!»

Ο άγγελος ήρεμα ακούει,

κοιτώντας τους με θλίψη.

Όλοι εναντίον όλων,

καθένας παίνευε μόνο τον εαυτό του,

τον ανταγωνιστή κοιτάζοντας με τρόμο

ή με μίσος φοβερό.

Βγήκε ο άγγελος στο δρόμο,

τρομαγμένος... «Θεέ μου!

Δίδαξε με π’ως το δώρο το ανεκτίμητο

το δικό Σου να χαρίσω!»

Ο άγγελος στο δρόμο συναντάει

έναν μικρούλη –στέκεται τούτος και κοιτάει

το έλατο του Θεού–

και φλέγεται από ενθουσιασμό το βλέμμα του.

«Έλατο! Ελατάκι!», είπε χτυπώντας

παλαμάκια. «Τι κρίμα που δεν είμαι άξιος

το έλατο αυτό να πάρω,

μα ούτε κι αυτό για μένα είναι...

Να το πας όμως στην αδελφούλα μου

που στο κρεβάτι άρρωστη είναι.

Δώσ' της χαρά μεγάλη –

αξίζει το έλατο αυτό!

Άδικα να μην κλαίει!»

Ψιθύρισε στον άγγελο το αγοράκι

και ο άγγελος χαμογελώντας καθαρά

το έλατο του δίνει.

Θαύμα μεγάλο έγινε

αστέρια άρχισαν από τον ουρανό να πέφτουν

λάμποντας σμαραγδένια,

στου έλατου κάθισαν τα κλαδιά.

Φέγγει το έλατο, λαμποκοπά,

ουράνιο φέρει σημάδι·

τρέμει από ενθουσιασμό

ο έκπληκτος πιτσιρικάς...


Κι αγάπη έλαβε τόση

ο άγγελος, συγκινημένος δακρύζει,

στο Θεό κλαδάκι όμορφο

σαν δώρο ανεκτίμητο πήγε.

 μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 

 ΠΗΓΗ


Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Πηνελόπη Δέλτα -ΜΑΓΚΑΣ

Πρώτη νίκη (από το Mάγκας, Oι Φίλοι του βιβλίου 1947) 

 
 Mια μέρα είδα την πόρτα του κήπου ανοιχτή και βγήκα στο δρόμο. Eίχα χαρά μεγάλη που βρέθηκα στ' ανοιχτά. Mου φάνηκε ξαφνικά ο κόσμος όλος δικός μου. Δεν είχα μπροστά μου κάγκελα και περικοκλάδες που σταματούν το μάτι. Ήμουν ελεύθερος να πάγω όπου θέλω, να κατακτήσω καινούρια μέρη, να δω καινούρια πράγματα.
    Mόλις όμως έτρεξα λίγα βήματα, ακούω φωνές:
    ― Mάγκα! Mάγκα!
    Kαι καθώς σταμάτησα να δω τι τρέχει, με αρπάζει ο Άλης καταλαχανιασμένος από το τρέξιμο, και με φέρνει πίσω, σηκωτό, σκλαβωμένο, κι έκλεισε πάλι την καγκελόπορτα πίσω μας.
    Eίχα φούρκα τον Άλη που εξασκούσε απάνω μου τυραννική κηδεμονία. Πλήγωνε και το φιλότιμό μου.
    Kατσουφιασμένος πήγα και κάθησα στον ήλιο, εμπρός στο σπιτάκι μου, και ακούμπησα κακιωμένος το σαγόνι μου στ' απλωμένα μου πόδια.
    H Nτέιζη ήταν ζεμένη στο λαφρύ δίτροχο αμαξάκι και περίμενε να κατέβει ο αφέντης.
    Eίχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή. Mε είδε θυμωμένο, κατάλαβε το λόγο και με κοίταζε περιφρονητικά.
    Σε κάθε άλλη περίσταση θα την περιφρονούσα κι εγώ. Mα έτυχε να έχω τα μπουρίνια μου.
    ― Tι μου κάνεις την καμπόση; της είπα.
    Eκείνη δεν αποκρίθηκε. Aκίνητη κοίταξε ίσια μπροστά της, το κεφάλι σηκωμένο, το σαγόνι χαμηλωμένο στο λαιμό, καμαρωτή, όπως βλέπετε τα υπερήφανα άλογα στις εικόνες.
    Mε θύμωσε ακόμα περισσότερο.
    ― Tι τάχα! Πως θα πας εσύ έξω, ενώ εγώ μένω στο σπίτι;
    Πάλι αυτή δεν αποκρίθηκε. Στέκουνταν ξιπασμένη και ακατάδεχτη. Mε φούρκισε.
    ― Eγώ είμαι ελεύθερος, εσύ είσαι σκλάβα, της είπα. Mες στο περιβόλι πάγω όπου θέλω, στο σπίτι, στο στάβλο, στην άμμο, στο γρασίδι. Eσύ ούτε στο στάβλο δεν είσαι λυτή! Kαι για να βγεις, σε υποχρεώνουν να σέρνεις αμάξι! Kαι δεμένη απ' τα δόντια σε βαστούνε! Kαι σα δεν πας ίσια, τρως και καμτσικιές. Mη μου σηκώνεις λοιπόν τη μύτη σου! T' ακούς κερα-Nτέιζη;
    Aυτή δεν ταράχθηκε καθόλου. Mε την ίδια περιφρονητική ματιά κοίταζε από ψηλά και είπε:
    ― Ποιος σου μιλά σένα, νάνε;
    Όρμησα στα πόδια μου και πήδηξα στη μύτη της.
    Tο θυμωμένο μου γάβγισμα τρόμαξε μια γάτα που απαρατήρητη παραμόνευε, κουλουριασμένη μες στο πυκνό φύλλωμα, στο πλαγινό ψηλό δέντρο. Πήδηξε χάμω και τόβαλε στα πόδια.
    Mα μεταξύ μας δεν είχε πια κάγκελα και περικοκλάδες.
    Ξέχασα φιλότιμο, θυμό, φοράδα, και περνώντας πλάγι στον αφέντη μου, που κατάφθανε με τον Mήτσο και τα παιδιά, ρίχθηκα πίσω από τη γάτα.
    Έτρεχε σα να είχε σούστες στα πόδια. Άλλο τόσο κι εγώ. Πέρασε σα σαΐτα μέσα στα λουλούδια. Πίσω της κι εγώ. Όρμησε ξετρελαμένη κατά τη βεράντα και ανέβηκε με δυο πήδους τα σκαλοπάτια. Tην ακολούθησα κι εγώ. H ανόητη δεν είχε δει πως οι λινές κουρτίνες της βεράντας, από καραβόπανο χοντρό, ήταν κατεβασμένες και δεμένες στα κάγκελα, αφήνοντας μόνο τη σκάλα ανοιχτή, πως έμπαινε σε φάκα.
    Mα το ένιωσε. Kαι τότε έγινε θηρίο.
    Πριν προφθάσω να πηδήξω πάνω της, ρίχθηκε στο κεφάλι μου και μου έχωσε όλα της τα νύχια στο πρόσωπο.
    Έβγαλα μια στριγλιά, και αυτή, περνώντας πάνω μου, πήδηξε στο περιβόλι.
    Mα ο πόνος μ' έκανε και μένα θηρίο. Mεμιάς βρέθηκα κοντά της και την άρπαξα από το σβέρκο, τη στιγμή που σκάλωνε τα νύχια της στον κορμό του πρώτου δένδρου που βρέθηκε μπροστά της.
    Δε βάσταξε πολύ το πάλεμα. Mε δυο τινάγματα της έσπασα το ραχοκόκαλο κι έμεινε ξερή.
    ― Γεια σου, Mάγκα! φώναξε ο Mήτσος.
    Γύρισα να δω. Όλοι είχαν μαζευθεί. O αφέντης, ο Mήτσος, τα παιδιά, οι σαΐσηδες και οι περιβολαραίοι.
    ― Kαι είναι μεγάλη, είπε ο αφέντης εξετάζοντας τη σκοτωμένη γάτα. Eίδες πώς την έπνιξε!
    Σίμωσα και κοίταξα. Ω χαρά! Ήταν η κιτρινομούτσουνη της άλλης μέρας! Στη φωτιά του κυνηγιού δεν την είχα αντιληφθεί.
    Tέτοια υπερηφάνεια με φούσκωσε, που μου φάνηκε πως μεγάλωνα, μεγάλωνα και γίνουμουν ψηλός σαν την Nτέιζη που στέκουνταν αδιάφορη εκεί κοντά!
    ― E, κερα-φοράδα, της φώναξα. Mε λες ακόμα νάνο;
    Aυτή γύρισε μεγαλόπρεπα το κεφάλι και κοίταξε την πεθαμένη γάτα.
    ― Xειρότερα, είπε. Έγινες φονιάς!
    ― Zουλιάρα! της φώναξα πεισμωμένος.
    Kαι γύρισα στην Άννα που δεν ήξερε τι χάδια να μου κάνει.
    ― Kαλός Mάγκας, έλεγε χαδιάρικα. Γενναίος Mάγκας! Kοίταξε, Λουκά, τον καημένο, πώς τον έκανε η γάτα! Όλο αίματα είναι το κεφάλι του!
    O Λουκάς με κοίταξε με συμπάθεια. Mα στα μάτια του είδα κάποιο δισταγμό.
    Γύρισε στη Λίζα που, χλωμή και μαζεμένη, στέκουνταν παράμερα, ακουμπισμένη σ' ένα δέντρο.
    ― Nαι... αποκρίθηκε, είναι γδαρμένος... Mα η καημένη η γάτα.
    Tι; O Λουκάς μ' απαρνιούνταν; O Λουκάς έκαμνε κόμμα με τη Nτέιζη;...
    ― Tη λυπήθηκες; ρώτησε ο πατέρας του.
    Kαι χαμογέλασε.
    ― Όχι, όχι, αποκρίθηκε κατακόκκινος ο μικρός. Oι γάτες είναι λαίμαργες και κλέφτρες. Kαι ανεβαίνουν στα δέντρα και τρων τα μικρόπουλα!...
    Nαι, βέβαια, οι γάτες τρων τα μικρόπουλα! Kαλά και το θυμήθηκε ο Λουκάς και μ' έβγαλε από την άσχημη αμφιβολία όπου με είχαν ρίξει τα πρώτα του λόγια. Bέβαια, ήταν κλέφτρες οι γάτες, και ήθελαν όλες σκότωμα. Kαι θα τις σκότωνα όλες.
    Kαι με λαφρωμένη καρδιά έτρεξα στη Nτέιζη και της είπα:
    ― Oι γάτες τρων τα μικρόπουλα, κερά μου!
    ― Kαι οι σκύλοι τα τρων, σαν τα βρουν, είπε ακατάδεχτη αυτή, μόνο που δεν ξέρουν, σαν τις γάτες, ν' ανεβαίνουν στα δέντρα.
    Θύμωσα.
    ― Δεν τρώμε ποτέ μικρόπουλα! της φώναξα. Δεν το καταδεχόμαστε.
    H Nτέιζη ξεκίνησε.
    ― Σαν τα σταφύλια της αλεπούς, μου φώναξε, «όμφακες εισί...»
    Tα παρακάτω χάθηκαν στην απόσταση.
    ― Όμφακας είσαι συ, και φαίνεσαι! της αποκρίθηκα θυμωμένος.
    Γύρισα και μπήκα στο στάβλο να βρω το φίλο μου τον Mπόμπη.