Σελίδες

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Fyodor Dostoyevsky-To θείο δώρο. Ένα ποίημα του Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι


 Των Χριστουγέννων την παραμονή

ο Θεός έστειλε έναν μικρούλη άγγελο στη γη:

«Σ' ελατοδάσος σαν βρεθείς»,

είπε χαμογελώντας,

«κόψε ένα έλατο και στο πιο μικρό γλυκό

μικρό παιδί πάνω στη Γη,

στο πιο ευαίσθητο και τρυφερό

να το χαρίσεις, από Εμένα ενθύμιο»

Στενοχωρήθηκε ο μικρούλης άγγελος:

«Σε ποιον να το δώσω;

Πώς θα καταλάβω ποιο απ' τα παιδάκια

έχει την ευλογία του Θεού;»

«Μόνος σου θα το καταλάβεις», απάντησε ο Θεός.

Κι έφυγε ο ουράνιος επισκέπτης.

Το φεγγάρι έφεγγε από ψηλά, ο δρόμος ήταν φωτεινός,

σε πολιτεία τεράστια οδηγούσε.

Παντού ακούγονταν λόγια γιορταστικά,

παντού περιμένει η ευτυχία τα παιδάκια...

Ρίχνοντας στον ώμο το μικρό έλατο,

βαδίζει ο άγγελος με χαρά...

Κοιτάξτε μόνοι σας στα παράθυρα,-

μεγάλη γίνεται γιορτή!

Τα έλατα φωτίζονται με λαμπιόνια,

όπως γίνεται πάντα τα Χριστούγεννα.


Από σπίτι σε σπίτι βιαστικά

ο άγγελος άρχισε να περνά,

για να βρει εκείνο το παιδί που πρέπει

το έλατο του Θεού να χαρίσει.

Όμορφα κι υπάκουα

πολλά είδε παιδάκια,

του Θεού το έλατο σαν έβλεπαν

ξεχνούσανε τα πάντα κι έτρεχαν προς αυτό.

 

Το ένα λέει: «Αξίζω το έλατο αυτό!»

Ένα άλλο του φωνάζει:

«Μη συγκρίνεσαι μ' εμένα,

είμαι καλύτερος από σένα!»

«Όχι, εγώ είμαι καλύτερη απ' όλους

δικό μου είναι το έλατο αυτό!»

Ο άγγελος ήρεμα ακούει,

κοιτώντας τους με θλίψη.

Όλοι εναντίον όλων,

καθένας παίνευε μόνο τον εαυτό του,

τον ανταγωνιστή κοιτάζοντας με τρόμο

ή με μίσος φοβερό.

Βγήκε ο άγγελος στο δρόμο,

τρομαγμένος... «Θεέ μου!

Δίδαξε με π’ως το δώρο το ανεκτίμητο

το δικό Σου να χαρίσω!»

Ο άγγελος στο δρόμο συναντάει

έναν μικρούλη –στέκεται τούτος και κοιτάει

το έλατο του Θεού–

και φλέγεται από ενθουσιασμό το βλέμμα του.

«Έλατο! Ελατάκι!», είπε χτυπώντας

παλαμάκια. «Τι κρίμα που δεν είμαι άξιος

το έλατο αυτό να πάρω,

μα ούτε κι αυτό για μένα είναι...

Να το πας όμως στην αδελφούλα μου

που στο κρεβάτι άρρωστη είναι.

Δώσ' της χαρά μεγάλη –

αξίζει το έλατο αυτό!

Άδικα να μην κλαίει!»

Ψιθύρισε στον άγγελο το αγοράκι

και ο άγγελος χαμογελώντας καθαρά

το έλατο του δίνει.

Θαύμα μεγάλο έγινε

αστέρια άρχισαν από τον ουρανό να πέφτουν

λάμποντας σμαραγδένια,

στου έλατου κάθισαν τα κλαδιά.

Φέγγει το έλατο, λαμποκοπά,

ουράνιο φέρει σημάδι·

τρέμει από ενθουσιασμό

ο έκπληκτος πιτσιρικάς...


Κι αγάπη έλαβε τόση

ο άγγελος, συγκινημένος δακρύζει,

στο Θεό κλαδάκι όμορφο

σαν δώρο ανεκτίμητο πήγε.

 μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 

 ΠΗΓΗ


Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Πηνελόπη Δέλτα -ΜΑΓΚΑΣ

Πρώτη νίκη (από το Mάγκας, Oι Φίλοι του βιβλίου 1947) 

 
 Mια μέρα είδα την πόρτα του κήπου ανοιχτή και βγήκα στο δρόμο. Eίχα χαρά μεγάλη που βρέθηκα στ' ανοιχτά. Mου φάνηκε ξαφνικά ο κόσμος όλος δικός μου. Δεν είχα μπροστά μου κάγκελα και περικοκλάδες που σταματούν το μάτι. Ήμουν ελεύθερος να πάγω όπου θέλω, να κατακτήσω καινούρια μέρη, να δω καινούρια πράγματα.
    Mόλις όμως έτρεξα λίγα βήματα, ακούω φωνές:
    ― Mάγκα! Mάγκα!
    Kαι καθώς σταμάτησα να δω τι τρέχει, με αρπάζει ο Άλης καταλαχανιασμένος από το τρέξιμο, και με φέρνει πίσω, σηκωτό, σκλαβωμένο, κι έκλεισε πάλι την καγκελόπορτα πίσω μας.
    Eίχα φούρκα τον Άλη που εξασκούσε απάνω μου τυραννική κηδεμονία. Πλήγωνε και το φιλότιμό μου.
    Kατσουφιασμένος πήγα και κάθησα στον ήλιο, εμπρός στο σπιτάκι μου, και ακούμπησα κακιωμένος το σαγόνι μου στ' απλωμένα μου πόδια.
    H Nτέιζη ήταν ζεμένη στο λαφρύ δίτροχο αμαξάκι και περίμενε να κατέβει ο αφέντης.
    Eίχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή. Mε είδε θυμωμένο, κατάλαβε το λόγο και με κοίταζε περιφρονητικά.
    Σε κάθε άλλη περίσταση θα την περιφρονούσα κι εγώ. Mα έτυχε να έχω τα μπουρίνια μου.
    ― Tι μου κάνεις την καμπόση; της είπα.
    Eκείνη δεν αποκρίθηκε. Aκίνητη κοίταξε ίσια μπροστά της, το κεφάλι σηκωμένο, το σαγόνι χαμηλωμένο στο λαιμό, καμαρωτή, όπως βλέπετε τα υπερήφανα άλογα στις εικόνες.
    Mε θύμωσε ακόμα περισσότερο.
    ― Tι τάχα! Πως θα πας εσύ έξω, ενώ εγώ μένω στο σπίτι;
    Πάλι αυτή δεν αποκρίθηκε. Στέκουνταν ξιπασμένη και ακατάδεχτη. Mε φούρκισε.
    ― Eγώ είμαι ελεύθερος, εσύ είσαι σκλάβα, της είπα. Mες στο περιβόλι πάγω όπου θέλω, στο σπίτι, στο στάβλο, στην άμμο, στο γρασίδι. Eσύ ούτε στο στάβλο δεν είσαι λυτή! Kαι για να βγεις, σε υποχρεώνουν να σέρνεις αμάξι! Kαι δεμένη απ' τα δόντια σε βαστούνε! Kαι σα δεν πας ίσια, τρως και καμτσικιές. Mη μου σηκώνεις λοιπόν τη μύτη σου! T' ακούς κερα-Nτέιζη;
    Aυτή δεν ταράχθηκε καθόλου. Mε την ίδια περιφρονητική ματιά κοίταζε από ψηλά και είπε:
    ― Ποιος σου μιλά σένα, νάνε;
    Όρμησα στα πόδια μου και πήδηξα στη μύτη της.
    Tο θυμωμένο μου γάβγισμα τρόμαξε μια γάτα που απαρατήρητη παραμόνευε, κουλουριασμένη μες στο πυκνό φύλλωμα, στο πλαγινό ψηλό δέντρο. Πήδηξε χάμω και τόβαλε στα πόδια.
    Mα μεταξύ μας δεν είχε πια κάγκελα και περικοκλάδες.
    Ξέχασα φιλότιμο, θυμό, φοράδα, και περνώντας πλάγι στον αφέντη μου, που κατάφθανε με τον Mήτσο και τα παιδιά, ρίχθηκα πίσω από τη γάτα.
    Έτρεχε σα να είχε σούστες στα πόδια. Άλλο τόσο κι εγώ. Πέρασε σα σαΐτα μέσα στα λουλούδια. Πίσω της κι εγώ. Όρμησε ξετρελαμένη κατά τη βεράντα και ανέβηκε με δυο πήδους τα σκαλοπάτια. Tην ακολούθησα κι εγώ. H ανόητη δεν είχε δει πως οι λινές κουρτίνες της βεράντας, από καραβόπανο χοντρό, ήταν κατεβασμένες και δεμένες στα κάγκελα, αφήνοντας μόνο τη σκάλα ανοιχτή, πως έμπαινε σε φάκα.
    Mα το ένιωσε. Kαι τότε έγινε θηρίο.
    Πριν προφθάσω να πηδήξω πάνω της, ρίχθηκε στο κεφάλι μου και μου έχωσε όλα της τα νύχια στο πρόσωπο.
    Έβγαλα μια στριγλιά, και αυτή, περνώντας πάνω μου, πήδηξε στο περιβόλι.
    Mα ο πόνος μ' έκανε και μένα θηρίο. Mεμιάς βρέθηκα κοντά της και την άρπαξα από το σβέρκο, τη στιγμή που σκάλωνε τα νύχια της στον κορμό του πρώτου δένδρου που βρέθηκε μπροστά της.
    Δε βάσταξε πολύ το πάλεμα. Mε δυο τινάγματα της έσπασα το ραχοκόκαλο κι έμεινε ξερή.
    ― Γεια σου, Mάγκα! φώναξε ο Mήτσος.
    Γύρισα να δω. Όλοι είχαν μαζευθεί. O αφέντης, ο Mήτσος, τα παιδιά, οι σαΐσηδες και οι περιβολαραίοι.
    ― Kαι είναι μεγάλη, είπε ο αφέντης εξετάζοντας τη σκοτωμένη γάτα. Eίδες πώς την έπνιξε!
    Σίμωσα και κοίταξα. Ω χαρά! Ήταν η κιτρινομούτσουνη της άλλης μέρας! Στη φωτιά του κυνηγιού δεν την είχα αντιληφθεί.
    Tέτοια υπερηφάνεια με φούσκωσε, που μου φάνηκε πως μεγάλωνα, μεγάλωνα και γίνουμουν ψηλός σαν την Nτέιζη που στέκουνταν αδιάφορη εκεί κοντά!
    ― E, κερα-φοράδα, της φώναξα. Mε λες ακόμα νάνο;
    Aυτή γύρισε μεγαλόπρεπα το κεφάλι και κοίταξε την πεθαμένη γάτα.
    ― Xειρότερα, είπε. Έγινες φονιάς!
    ― Zουλιάρα! της φώναξα πεισμωμένος.
    Kαι γύρισα στην Άννα που δεν ήξερε τι χάδια να μου κάνει.
    ― Kαλός Mάγκας, έλεγε χαδιάρικα. Γενναίος Mάγκας! Kοίταξε, Λουκά, τον καημένο, πώς τον έκανε η γάτα! Όλο αίματα είναι το κεφάλι του!
    O Λουκάς με κοίταξε με συμπάθεια. Mα στα μάτια του είδα κάποιο δισταγμό.
    Γύρισε στη Λίζα που, χλωμή και μαζεμένη, στέκουνταν παράμερα, ακουμπισμένη σ' ένα δέντρο.
    ― Nαι... αποκρίθηκε, είναι γδαρμένος... Mα η καημένη η γάτα.
    Tι; O Λουκάς μ' απαρνιούνταν; O Λουκάς έκαμνε κόμμα με τη Nτέιζη;...
    ― Tη λυπήθηκες; ρώτησε ο πατέρας του.
    Kαι χαμογέλασε.
    ― Όχι, όχι, αποκρίθηκε κατακόκκινος ο μικρός. Oι γάτες είναι λαίμαργες και κλέφτρες. Kαι ανεβαίνουν στα δέντρα και τρων τα μικρόπουλα!...
    Nαι, βέβαια, οι γάτες τρων τα μικρόπουλα! Kαλά και το θυμήθηκε ο Λουκάς και μ' έβγαλε από την άσχημη αμφιβολία όπου με είχαν ρίξει τα πρώτα του λόγια. Bέβαια, ήταν κλέφτρες οι γάτες, και ήθελαν όλες σκότωμα. Kαι θα τις σκότωνα όλες.
    Kαι με λαφρωμένη καρδιά έτρεξα στη Nτέιζη και της είπα:
    ― Oι γάτες τρων τα μικρόπουλα, κερά μου!
    ― Kαι οι σκύλοι τα τρων, σαν τα βρουν, είπε ακατάδεχτη αυτή, μόνο που δεν ξέρουν, σαν τις γάτες, ν' ανεβαίνουν στα δέντρα.
    Θύμωσα.
    ― Δεν τρώμε ποτέ μικρόπουλα! της φώναξα. Δεν το καταδεχόμαστε.
    H Nτέιζη ξεκίνησε.
    ― Σαν τα σταφύλια της αλεπούς, μου φώναξε, «όμφακες εισί...»
    Tα παρακάτω χάθηκαν στην απόσταση.
    ― Όμφακας είσαι συ, και φαίνεσαι! της αποκρίθηκα θυμωμένος.
    Γύρισα και μπήκα στο στάβλο να βρω το φίλο μου τον Mπόμπη.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Γιάννης Ρίτσος- Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα

«ΔΙΑΛΥΣΗ»:
Σχήματα διαλυμένα, κινούμενα - η πολλαπλή ανησυχία
κ' η επίβουλη ρευστότητα - ν' ακούς το θόρυβο του νερού ολόγυρά σου
αστάθμητο, βαθύ, ανεξέλεγκτο κ' εσύ ανεξέλεγκτος, ελεύθερος σχεδόν.
Ήρθαν, σε λίγο, απορημένες γυναίκες
και κάτι γέροντες μαζί, με σταμνιά, τενεκέδες, κατσαρόλες,
πήραν νερό για τις ανάγκες του σπιτιού. Το νερό πήρε στάσεις.
Σώπασε το ποτάμι σα ν' άδειασε. Νύχτωνε. Κλείσαν οι πόρτες.
Μονάχα μια γυναίκα, χωρίς στάμνα, απόμεινε έξω, στον κήπο,
διάφανη, υδάτινη στο φεγγαρόφωτο, μ' ένα λουλούδι στα μαλλιά της.
15.V.68
(Από την έκδοση)
ΠΗΓΗ

Γιάννης  Ρίτσος-Και διηγώντας τα

Έτσι που ξέπεσαν οι ανθρώποι, οι ιδέες, οι λέξεις, μήτε πια που νοιαζόμαστε
για παλιές ή για πρόσφατες δόξες, για βιογραφίες του Αριστείδη· κι αν κανένας
κάνει καμιά φορά να θυμηθεί τους Τριακοσίους ή τους Διακοσίους, μεμιάς οι άλλοι
τον σταματούν με περιφρόνηση, ή σκεπτικισμό τουλάχιστον. Μα κάποιες ώρες σαν και τούτες,
που ξανοίγει ο καιρός, — μια Κυριακή, σε μια καρέκλα, κάτω απ’ τους ευκάλυπτους,
μέσα σε τούτο το αδυσώπητο φως, — μια μυστική νοσταλγία μάς κυριεύει
για τις παλιές λαμπρότητες — κι ας τις λέμε φτηνές. Σαν ξεκινούσε η πομπή με τα χαράματα —
ο σαλπιγκτής μπροστά και πίσω τ’ άρματα κατάφορτα κλώνους μυρτιάς και στεφάνια,
ύστερα ο μαύρος ταύρος, παραπίσω οι έφηβοι με υδρίες κρασί και γάλα
για τις σπονδές των νεκρών, κι ωραίες φιάλες με αρώματα και λάδι —
Μα πιότερο θαμβωτικό, στο τέλος τέλος της πομπής, ντυμένος ολοπόρφυρα,
ο άρχοντας των Πλαταιών, που ολοχρονίς δεν του επιτρέπονταν
ν’ αγγίξει σίδερο και να φορέσει άλλο από άσπρα, τώρα, στα ολοπόρφυρα
και με μακρύ σπαθί στη μέση, να διασχίζει μεγαλόπρεπα την πολιτεία
κρατώντας μιαν υδρία απ’ τα δημόσια σκεύη, ώς τους τάφους των ηρώων.
Κι όταν,
μετά το πλύσιμο των επιτάφιων στύλων και τις πλούσιες θυσίες, εσήκωνε
το κύπελλο με το κρασί και χύνοντάς το στους τάφους, απάγγελνε:
«Παρουσιάζω το κύπελλο τούτο στους γενναιότατους άντρες, που πέσανε
για την ελευθερία των Ελλήνων», — ρίγος μέγα διαπερνούσε τους γύρω δαφνώνες·
ρίγος που ακόμη ώς τώρα διαπερνά τα φύλλα ετούτων των ευκάλυπτων
κι αυτά τα μπαλωμένα ρούχα, τα πολύχρωμα, τ’ απλωμένα στο σκοινί της μπουγάδας.
Λέρος, 22.III.68

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα.
Κόκκινη κλωστή -Γιάννης Ρίτσος
Περίφημο το ιερό του Ποσειδώνα που ίδρυσαν στη Μαντινεία
ο Αγαμήδης και ο Τροφώνιος — καθόλου διάδρομοι και θύρες,
μόνο μια μάλλινη κλωστή ερυθρόχρωμη σφαλούσε τις εισόδους
που οδηγούσαν μες στο άδυτο. Κανείς δεν επιτρέπονταν να εισδύσει
εκεί που αστείρευτη πηγή αλμυρού νερού κυλούσε. Ο Αίπυτος,
ο ισχυρογνώμων βασιλιάς, έκοψε την κλωστή και μπήκε. Ωστόσο
την πλήρωσε ακριβά — βγήκε τυφλός και πέθανε σε λίγο.
Και τώρα εμείς πολύ καλά καταλαβαίνουμε τη σημασία
κείνης της κόκκινης κλωστής, γιατί, παρόλους
τους εύκολους συσχετισμούς με τις κλωστές εκείνες
της Μοίρας ή της Αριάδνης ή τις άλλες τις δικές μας
των λαϊκών παραμυθιών, ή την κλωστή στο έμπα του Μάρτη
που φτιάχνουν δαχτυλίδια, πάντοτε ανεξήγητη μας μένει.
Και πάντα απ’ το θεό μας μια κλωστή μονάχα μας χωρίζει
που τύφλωση και θάνατο σημαίνει αν θα την κόψεις.
Καρλόβασι, 26.VΙ.69

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα

Γιάννης Ρίτσος-Η απόγνωση της Πηνελόπης
Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, — όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες στο πάτωμα, σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γύρισαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας καρτερίας.
Λέρος, 21.ΙΧ.68

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα.
ΠΗΓΗ