Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη,
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε στάχτη.
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας.
Τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα.(Γιώργος Σεφέρης).
Η “Άρνηση” είναι ένα από τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη που μελοποιήθηκε από
τον Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι το 1960 και ηχογραφήθηκε τον Φεβρουάριο
του 1962, με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση για τον δίσκο “Επιφάνια”.
Η
μελωδία του Μίκη, το μπουζούκι του Κώστα Παπαδόπουλου και του Λάκη
Καρνέζη, και φυσικά η φωνή του Γρηγόρη, βοήθησαν τους στίχους του ποιητή
να φτάσουν εύκολα και ευχάριστα στα αυτιά, στα χείλη και στις καρδιές
των ελλήνων.
Με την μελοποίηση όμως αυτή, το ποίημα του Σεφέρη έχασε 2
πράγματα.
Πρώτον, έχασε οριστικά τον τίτλο του. Αν εξαιρέσουμε τους φιλολογούντες
και τους φιλολόγους, όλοι οι υπόλοιποι όταν αναφέρονται σ’ αυτό,
χρησιμοποιούν ως τίτλο τις πρώτες λέξεις του ποιήματος “Στο περιγιάλι το κρυφό”
ή και σκέτα “Το περιγιάλι”.
Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς το γιατί.
Σ’ ένα λαϊκό τραγούδι όπως αυτό, ο τίτλος “άρνηση” θα ηχούσε παράταιρα.
Το δεύτερο πράγμα, που έχασε η “άρνηση” κατά την μελοποίησή της ήταν μια
άνω τελεία, για την οποία έγινε πολύς λόγος.
Αν δεν υπήρχε το περίφημο
κόμμα στον διφορούμενο χρησμό της Πυθίας (“ήξεις αφήξεις ου θνήξεις εν
πολέμω”), αυτή η άνω τελεία θα ήταν το πιο πολυσυζητημένο σημείο στίξης
της ελληνικής γραμματείας.
Προσέξτε την τρίτη στροφή από τους στίχους
της “Άρνησης”.
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.
Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Με την μελοποίηση όμως, η παύση που επιβάλει αυτή η άνω τελεία
καταργήθηκε για τις ανάγκες του ρυθμού και της μελωδίας.
Ο ίδιος ο
Θεοδωράκης γράφει αναφερόμενος στον δίσκο του “Επιφάνια” και στις
περιπέτειες της άνω τελείας:
Ηθελα τα «Επιφάνια» -ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο
διανοουμενίστικος- να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με
λαϊκό μουσικό ένδυμα.
Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος
στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή
τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα.
Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση «πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί
που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε παύση πριν πεις λάθος». Στα αυτιά μου
είχα την προτροπή – παράκληση του ποιητή: «Την άνω τελεία! Την άνω
τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα». Τελικά όμως αυτό
αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη
«λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας», δίνοντας αντίθετο νόημα στο
ποίημα.
Όμως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ,
είχε πάρει τη ζωή του λάθος…
Και μπορεί οι στίχοι να έχασαν μια άνω τελεία, το τραγούδι όμως
γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Παρά τα 45 του χρόνια που κουβαλάει στις πλάτες
του, τραγουδιέται ακόμα και διατηρεί την φρεσκάδα της πρώτης
ηχογράφησής του:
Η επιτυχία μάλιστα αυτή και η ανταπόκριση που είχε στον κόσμο το
τραγούδι, έκανε τον ποιητή να νιώσει σαν μικρό παιδί, λησμονώντας την
απώλεια της άνω τελείας του.
Το καλοκαίρι του 1962 ο Σεφέρης θέλησε να διαπιστώσει “ιδίοις όμμασι”
πώς ο κόσμος τραγουδάει την ποίησή του. Ο Σεφέρης πήρε “αγκαζέ” τον Μίκη
και τον Γ. Π. Σαββίδη και τριγυρνούσαν στις ταβέρνες της Πλάκας για να
ακούσει το “Περιγιάλι το κρυφό”. Γράφει σχετικά ο Μίκης: «Ποτέ ίσως ένας
Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από
ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του
καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για ένα
διπλωμάτη».
Πάνω σὲ μιὰ χειμωνιάτικη αχτίνα-Γιώργος Σεφέρης
«Εἶπες ἐδῶ καὶ χρόνια:
«Κατὰ βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός».
Καὶ τώρα ἀκόμη σὰν ἀκουμπᾷς
στὶς φαρδιὲς ὠμοπλάτες τοῦ ὕπνου
ἀκόμη κι ὅταν σὲ ποντίζουν
στὸ ναρκωμένο στῆθος τοῦ πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς ὅπου τὸ μαῦρο
ἔχει τριφτεῖ καὶ δὲν ἀντέχει
ἀναζητᾷς ψηλαφητὰ τὴ λόγχη
τὴν ὁρισμένη νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου
γιὰ νὰ τὴν ἀνοίξει στὸ φῶς.
Μπιθικώτσης -Θεοδωράκης (1962)
|
Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.
16 Μαρτ. ῾39
|
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Στὸ μεταξὺ πολλὲς φορὲς μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι πιὸ καλὰ νὰ κοιμηθεῖς
παρὰ νὰ βρίσκεσαι ἔτσι
χωρὶς σύντροφο καὶ νὰ ἐπιμένεις τόσο.
Καὶ τί νὰ κάνεις μέσα στὴν ἀναμονή, καὶ τί νὰ πεῖς;
Δὲν ξέρω. Κι οἱ ποιητὲς τί χρειάζονται σ᾿ ἕνα μικρόψυχο καιρό;
Η Λυπημένη:Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Mουσική:Νίκος Πλάτανος-Ερμηνεία:Mελίνα Κανά
Στην πέτρα της υπομονής
Κάθισες προς το βράδυ
Με του ματιού σου το μαυράδι
Δείχνοντας πως πονείς
Κι είχες στα χείλια τη γραμμή
Που είναι γυμνή και τρέμει
Σαν την ψυχή γίνεται ανέμη
Και δέουνται οι λυγμοί
Κι είχες στο νου σου το σκοπό
Που ξεκινά το δάκρυ
Κι ήσουν κορμί που από την άκρη
Γυρίζει στον καρπό
Μα της καρδιάς σου ο Σπαραγμός
Δε βόγκηξε κι εγίνει
Το νόημα που στον κόσμο δίνει
Έναστρος ουρανός