Οποιος δε χάθηκε στις θάλασσες του Ερωτα /δεν ''λάτρεψε'' ποτέ/τα ''ναυάγια'' της καρδιάς. Κι εγώ που τόσο αγάπησα αυτά τα ταξίδια. Στα μάτια σου /ναυάγησα .(M-Λαμπράκη) http://pyroessa-artemusica.blogspot.gr/2013/03/blog-post_14.html Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης Πρώτη εκτέλεση: Απόστολος Ρίζος Δεν πετάει φτερό στο πέλαγο Και μαντάτο απ' την Αθήνα Και μαντάτο απ’ την Αθήνα Τι να θυμηθώ απ’ τα μάτια σου Που `χω να τα δω ένα μήνα
Στ’ άγρια σοκάκια της ψυχής Ψάχνω μα δε σ’ ανταμώνω Α να κοιμηθώ να σ’ ονειρευτώ Που με ξέχασες και λιώνω
Ούτε που σαλεύει το νερό Ούτε μου μιλούν οι γλάροι Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα `ρθεις Πριν να σβήσουνε οι φάροι
Νυχτερινή σκοπιά /φυσαλίδες μνήμης. Μετρώ το χρόνο με το βηματισμό ενός μικρού παιδιού/που βιάζεται να κατακτήσει τον κόσμο. Διψώ μια σταγόνα νερού/που κυλάει στο τζάμι.
Εδώ /στην ατέλειωτη ώρα /που προσπαθείς να ''συλλάβεις'' τη σιωπή/στο φεγγάρι /πίσω από τα μαύρα σύννεφα/εκεί κρύβεται η λύπη/παίρνοντας τη μορφή σου.
Η επιθυμία να καίει το κορμί/σαν το τσιγάρο στα χείλη. Σιωπηλή βροχή /βουβή μελωδία /αναδύεται γυμνή/για το κορμί σου /που κρύβω κάτω από το δέρμα μου. Κι ο έρωτας/ στρατιώτης /περιφρουρεί τις θύμισες... Αλλά, εσύ, όπως αναφέρει ο Οδ. Ελύτης:''είσαι μια νυχτερινή επινόηση/που αρέσκεται στις βροχερές εκμυστηρεύσεις''(Μαρία-Λαμπράκη)
Προσπάθησα πολύ /να μην πληγώσω με την πένα μου/το χαρτί.
Ισως/ αν με ''διαβάζεις'' /να μάθεις και να μ' αγαπάς...(Μ-Λ)
«Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης
Αποσπάσματα της Αλληλογραφίας του Σεφέρη με την Μαρώ.
Μη συλλογίζεσαι πότε θα ιδωθούμε. Θα ιδωθούμε μία μέρα ξαφνικά, όπως και το μήνυμα του χωρισμού ήρθε ξαφνικά.
Μην απελπίζεσαι. Αν έχεις απελπισία, δώσε μου την απελπισία σου, όπως μου δίνεις τόσες φορές τη χαρά σου. Δώσε μου ό,τι έχεις και ό,τι μπορείς. Μα κατάλαβε επιτέλους ότι δε γυρεύω τίποτε άλλο. Μία άνοιξη κλειστή, μουδιασμένη, γεμάτη υγρασία. Και ο παντοτινός κύκλος των βουνών. Σου γράφω γκρινιάρικα και μονότονα. Δεν αξίζει ο κόπος να προσέχεις. Το ραδιόφωνο στο πάνω πάτωμα παίζει ένα ταγκό, καταλαβαίνω πώς είμαι «στουπί», όπως έλεγαν με κάποιο περιφρονητικό τόνο οι συμπαθητικές μου κυρίες της Αθήνας. Κι αν είναι η νύχτα τούτη μια νύχτα μοίρας, ας είναι ευλογημένη ώσπου να ’ρθει η αυγή. Σ’ αγαπώ. Δηλαδή θέλω, αυτό που είμαστε μαζί, να είναι ένα δικό μας πλάσμα - δικό μας κι ανεξάρτητο από μας, όχι μία κατάσταση -
Μου είναι ακατανόητα όλα αυτά. Όταν είμαι τόσο κοντά σου, να μένει αποχωρισμένο το κομμάτι εκείνο της ζωής που είναι το ευκολότερο να μην είναι αποχωρισμένο. Η υλική παρουσία.
Βροχή, υγρασία και πλήξη. Απ’ όλα.
Απροσάρμοστος. Βλέπεις έχω αυτή την άτυχη ιδιότητα να μπορώ να κοιτάξω σαν από μικροσκόπιο τους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν, με τον ίδιο τρόπο που είμαι ολωσδιόλου αδιάφορα τυφλός για τους άλλους.
Πίνω τον μεσημεριανό καφέ. Έφαγα, όπως παίρνει κανείς χάπια. Κάποτε έχω την εντύπωση ότι σαν είμαστε χωρισμένοι, δεν είμαστε εμείς, αλλά κάτι ίσκιοι που κάνουν μηχανικές κινήσεις. Κι αυτό με κουράζει, να κάνω τον ίσκιο.
Πόσο καιρό θα ζούμε ακόμη με τη φαντασία; Πηγαίνω να πιστέψω πως το χειρότερο ελάττωμα μου είναι η υπομονή.
Χωρίς εσένα έχω πάντα μία λόγχη στο πλευρό.
Γύρισα χθες εδώ και βρήκα το γράμμα σου.
Δεν πιστεύω πια.
Πολλά πράγματα καταστράφηκαν τον τελευταίο καιρό. Ας μην τα πειράξουμε, ας μην τα εξευτελίσουμε.
Έχε γεια
Γιώργος
Γιώργος Σεφέρης : Φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα, από μακριά να σ`αγαπώ...
(...) Αν έχω την τύχη να σου δώσω κάτι που να κρατήσεις μέσα σου από την αληθινή ζωή, αν μπορέσω να σε κάνω να νιώσεις ότι έχουμε κάτι μέσα μας που είναι μεγάλη αμαρτία να το εξευτελίζουμε, θα είναι αρκετό. Κι αυτά όλα που σου γράφω, τόσο ήρεμα τώρα, με κάνουν να συλλογίζομαι πως δεν είναι δυνατό να μην είναι κανείς απάνθρωπος, όταν είναι απάνθρωπη η ζωή.
(...) Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω απ’ όλα-κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα.
(...) Όλες αυτές τις μέρες σε συλλογίζομαι χωρίς μια στιγμή διακοπή. Κάθε δουλειά με συνέχεια μού είναι αδύνατη. Είσαι εκεί πάντα μπροστά στα μάτια μου, με κρατάς προσηλωμένο. Κάποτε μέσα στην αδειανή μου παλάμη έρχεται κι ακουμπά το μικρό σου στήθος. Είναι ένας βαθύς και μυτερός πόνος ως την άκρη της καρδιάς.
(...) Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυό πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου.
(...) Μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.
(...) Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή-ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου-είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα.
(...) Πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ’ αφήνει να σ’ αγαπώ όπως θέλω , δε μ’ αφήνει να ξέρω καν πώς σ’ αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;
«Τι θα μπορούσε να εκφράσει μια επιστολή που δεν θα το εξέφραζε χίλιες φορές καλύτερα μια λέξη, ένα βλέμμα ή ακόμη και η σιωπή;»αναρωτιέται μία από τις ηρωίδες των «Επικίνδυνων σχέσεων» (1782) του επιστολογραφικού μυθιστορήματος του Γάλλου Σοντερλό ντε Λακλό. Η «ακούσια» απάντηση του Γκαίτε:«Γιατί ξανά καταφεύγω στη γραφή; / Αγαπημένη μη με ρωτάς τόσο αδυσώπητα / Γιατί είν' αλήθεια πώς τίποτε δεν έχω να σου πω. / Αλλά, τ' αγαπημένα χέρια σου, όπως και να 'ναι, / θα δεχτούν το σημείωμα αυτό»
Eρωτική επιστολή της Σιμόν ντε Μπωβουάρ στον Ζαν Πολ Σαρτρ
«Αγάπη μου .. μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη (ίσως να μην το θυμάσαι, λες τόσα πολλά ανόητα πράγματα) λοιπόν αυτή την στιγμή θα πρέπει να μ’ αγαπάς πολύ, γιατί μ’ έκανες ακόμη πιο ευτυχισμένη. Υπερκέρασες ακόμη και το πόσο δυστυχισμένο έκανα τον εαυτό μου εξ’ αιτίας σου.
Σ’ ευχαριστώ, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπάει κανείς, σήκωσες ένα βάρος από την καρδιά μου και τώρα αρχίζω πάλι να ταξιδεύω προς το μέρος σου αργά αλλά σταθερά. Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου.. είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα.
Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω, να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ.
Αγαπημένε μου, που είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ».
Πάμπλο Νερούντα - Ματίλντε Ουρούτια
«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που σ’ τα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Εγώ, όμως, με μεγάλη ταπεινοφροσύνη έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο: τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και τον σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους».
(Οκτώβριος 1959). [Σημ.: οι 14 σανίδες
αναφέρονται στους ισάριθμους στίχους ενός
σονέτου.]
(απόσπασμα από γράμμα του Γ.Παπανδρέου, όταν
ήταν ακόμη δεκανέας του Δωδέκατου Συντάγματος
στην Πάτρα, το 1910).
Γεώργιος Παπανδρέου - Σοφία Μινέικο
«Παρηγορήσου, Σοφία μου, όσο μπορείς. Το μέλλον μας, το αύριο, είναι κοινό πια για μας· ό,τι και να γίνη ψηλά ή χαμηλά, σ' την άβυσσο ή σ' τα σύννεφα, με την κατάρα ή με την ευλογία των άλλων, εμείς, αν δεν προφθάση ο θάνατος, ενωρίς ή αργά, θα παρθούμε...»
(απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου, όταν ήταν ακόμη δεκανέας του Δωδέκατου Συντάγματος στην Πάτρα, το 1910).
«Αγάπη μου, αγάπη μου γλυκειά, δυο μάτια καρφωμένα μέσα μου μ' ακολουθούν παντού·από την ώρα που χωρίσαμε στο τραμ, τα μάτια σου, τα παρθενικά, τα τίμια κι αγαπημένα.Εφευγα κι η καρδιά μου ολάκερη γύριζε πάλι, Σοφία μου, σε σένα, αγάπη μου γλυκειά.Εμπαινα στον ηλεκτρικό, μπήκα στις βάρκες, ανέβηκα στο παπόρι κι ένας πόνος και μια ανησυχία βαθειά μου βάραινε την καρδιά!» (απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου καθώς αναχωρεί τον Μάιο του 1911 για σπουδές στη Γερμανία).
Πηνελόπη Σ. Δέλτα - Ιων Δραγούμης
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το
τελευταίο (χρονολογικά) γράμμα που έχει σωθεί (27
Ιουλίου 1906)
«Μένω ακόμη ένα χρόνο,σου το έγραψα·αν με θέλεις ύστερα,αν δεν αλλάξεις,Ιωνμου,αν θέλεις τότε,πάρε με...Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα νασου πω πια όχι·τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος·ξέρω πωςστον κόσμο κάπου ζεις εσύ,πως μ' αγαπάς ακόμη,πως εσύ μπορείς να γίνεις δικόςμου όποταν σε φωνάξω.
Ιων μου,δεν σε φωνάζω·μα αν με θελήσεις ποτέ,ξέρειςπούείμαι·σε περιμένω πάντα και σ' αγαπώ σαν Μήδεια,είσαι το μόνο δίλημμαπου ζειμέσα μου με φρικτή ένταση·τ' άλλα όλα πέθαναν,η αγάπη σου τα σκότωσε!Μη μεφοβηθείς·αγαπώ άγρια,μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που μεφίλησεστο στόμα εκεί στα πεύκα.Ιων μου,θα πεις πως είμαι τρελή,και το ξέρω,μα όπωςεκείνο το βράδυ,που πρώτη φορά με ξανάβλεπες,ύστερα από την πρώτηαπόπειρα,ήσουν "τρελός για μένα",έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα...
Καιμεθώ και δενξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει"τιμή" και "λόγος".Ξέρω μόνο πωςσ' αγαπώ,τ'ακούς,Ιων;σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμασου που φιλείφρικτά,σε θέλω όλον,όλον,δικό μου για πάντα,και πονώαλύπητακαι ανυπόφορα,και μ' έρχεται να φύγω απόψε,πριν από το γράμμα μου,ναμη σουμιλήσω πια,ναμη σου γράψω "σ' αγαπώ",μόνο να έλθω εκεί,να ορμήσωστο σπίτισου,να χυθώ στολαιμό σου,και χωρίς λέξη,να πνίξω την αναπνοή σου,φιλώνταςσε στο στόμα,ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλισου στονώμο μου,χλωμό και αποκαμωμένο,μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο καιχαράπου σκοτώνει.Το ξέρω πως είμαι τρελή·μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...» (27 Ιουλίου 1906).
Αγγελος Σικελιανός - Αννα Σικελιανού
«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ' αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!
Α, πώς δουλεύει μέρα - νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοήςμου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου.
Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ' έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής! Να Σε ζητώ μ' όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε 'γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική...» (2 Ιουλίου 1939, Αθήνα).
Κωστής Παλαμάς - Ραχήλ (Ελένη Κορτζά)
Τα Χριστούγεννα του 1921, σε μία από τις συνηθισμένες επισκέψεις στο σπίτι του ανηψιού του Χρήστου Ξανθόπουλου, ο Κωστής Παλαμάς, γνωρίζει την Ελένη Κορτζά.
Έπιασαν να συζητούν περί ποιήσεως και συναφών φιλολογικών θεμάτων και ο ποιητής εκθαμβώθηκε τόσο από το παρουσιαστικό, όσο και από τις γνώσεις της νεαρής κοπέλας… Τις συζητήσεις αυτές τις επανέλαβαν αρκετές φορές από τότε και συχνές ήταν οι επισκέψεις της Ελένης στο Κελλί του ποιητή… 40 χρόνια χώριζαν τον Κωστή Παλαμά από το νεαρό κορίτσι, η συναναστροφή τους όμως και η αναφορά των απόψεών τους απεικόνιζαν ένα ζευγάρι με ταυτόσημη ωριμότητα …
Μια μυστηριακή ατμόσφαιρα πλημμύριζε τις συναντήσεις τους, λαξευμένη από το ανήσυχο πνεύμα της νεότητας της Ελένης και την μεστότητα των πνευματικών αναζητήσεων του Παλαμά.
Οι συναντήσεις τους για αρκετό διάστημα διακόπτονταν - συχνά λόγω των αναχωρήσεων της Ελένης ή της αδιαθεσίας της ή άλλοτε πάλι λόγω των υποχρεώσεων του ποιητή - κι έτσι οι επιστολές αντικαθιστούσαν τα λόγια… Ο ποιητής την προσφωνούσε συχνά "CHERE EΤ DIVINE CLARTE" (…) ή άλλοτε πάλι Ελενίτσα ή Ραχήλ…
Τα γράμματα του Παλαμά αντικατοπτρίζουν τις ενδόμυχες σκέψεις του, αλλά και τις ανησυχίες και διαθέσεις του, μια και σταδιακά οι επιστολές σχηματοποιήθηκαν σ' ένα είδος προσωπικού ημερολογίου…
«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου και μάλιστα το τελευταίο σου είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο...
Τα γράμματά σου πώς πονούν!Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μια deception τα τρεμοσαλεύει κ' ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν αν προσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα: Πρώτα, πως μου δίνουν κ' εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά.Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου» (31 Αυγούστου 1924).
Μικρό Απόσπασμα από τις ερωτικές επιστολές του Ντίλαν Τόμας
«Σε σκέφτομαι τόσο πολύ. Μας σκέφτομαι, σκέφτομαι εμάς και όλα τα ωραία αστεία πράγματα που έχουμε κάνει και όλα τα ακόμα πιο ωραία που θα κάνουμε. Σκέφτομαι ωραία μέρη και ωραίους ανθρώπους, και, όταν τα σκέφτομαι αυτά, είσαι πάντοτε εκεί, πάντα ψηλή και με θανάτου στόμα και μάτια μεγάλα και δίχως φωνή, με μια κολεγιακή κορδέλα ή ένα φαλλικό καπέλο. Σκέφτομαι εμάς σε παμπ και κινηματογράφους και κρεβάτια. Σκέφτομαι ότι σ' αγαπώ».
«Ερωτικές επιστολές Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι»
Μόλις 22 ετών η Τατιάνα γνώρισε τον Μαγιακόφσκι στον προθάλαμο ενός παρισινού ιατρείου. Ομορφη, ψηλή, ξανθιά, με ασιατικά μάτια, ξεχώριζε στον κύκλο των ρώσων εμιγκρέδων.
Οι Γιάκοβλεφ ανήκαν στην ξεπεσμένη μπουρζουαζία- ο πατέρας της ήταν από τους πρώτους ρώσους με ιδιωτικό αεροπλάνο. Κι όμως η αντικομμουνιστική ανατροφή της Τατιάνας δεν την εμπόδισε να ερωτευτεί τον «τυμπανιστή της επανάστασης». Ο ίδιος προσπαθούσε να γεφυρώσει την κοινωνική διαφορά με τους στίχους του στο «Γράμμα στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα»:«Σ' ανόητες κουβέντες/ μη δίνεις βάση, /μη φοβάσαι/ αυτόν τον κραδασμό/ εγώ δαμάζω,/ χαλιναγωγώ εγώ/ τα αισθήματα/ των βλαστών της αριστοκρατίας...».
O Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι ,προσπαθούσε να την πείσει να ζήσει μαζί του στη Μόσχα: «Ελα εδώ/ έλα στο σταυροδρόμι/ της πελώριας/ κι αδέξιας αγκαλιάς μου./ Δεν θες;/ Μείνε εκεί και ξεχειμώνιασε/ και στο συνολικό λογαριασμό θα προσθέσουμε/κι αυτή/ την προσβολή. / Εγώ έτσι κι αλλιώς,/ κάποτε εγώ θα σε πάρω,/ είτε μονάχη σου/ είτε μαζί με το Παρίσι».
.. τι σημασία έχουν τα μάτια μου, δεν θα τα χρειαστώ μέχρι που να σε δω ξανά... γιατί εκτός από σένα δεν έχω άλλον να κοιτάξω», της έγραφε από τη Μόσχα.
Αντον Τσέχοφ - Ολγα Κνίπερ
Ο μεγάλος ρώσος θεατρικός συγγραφέας (1860-1904) είδε για πρώτη φορά την Ολγα Κνίπερ τον Σεπτέμβριο του 1898, καθώς παρακολουθούσε μια πρόβα ενός έργου του Τολστόι, του «Τσάρος Φιόντορ Ιοάνοβιτς», όπου εκείνη έκανε την Ιρίνα, τη γυναίκα του τσάρου. «Η φωνή της, η ευγένειά της, η ειλικρίνειά της όλα είναι τόσο φίνα που σου προκαλούν ένα σπασμό στον λαιμό... Αν έμενα στη Μόσχα, θα ερωτευόμουν οπωσδήποτε αυτή την Ιρίνα».
Συναντήθηκαν ξανά και η Ολγα έπαιξε ένα ρόλο στον «Γλάρο» του. Παντρεύτηκαν το 1901. Οι βιογράφοι διαφωνούν σχετικά με τον αριθμό των γυναικών που πέρασαν από τη ζωή του Τσέχοφ πριν και μετά τον γάμο του με την Κνίπερ. Ολοι όμως συμφωνούν ότι το ζευγάρι αγαπιόταν με πάθος και τρυφερότητα.
Συχνά αναγκάζονταν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων της Ολγας κι έτσι τους δινόταν η ευκαιρία να αλληλογραφούν. Τα γράμματά τους διακρίνονται για την ευρύτατη χρήση χαϊδευτικών ονομάτων: κουταβάκι, κροκοδειλάκι, κατσαριδούλα, χρυσόψαρο, πέρκα...
Η Ολγα ήταν στο πλευρό του Αντον στη Γερμανία, όταν ξαφνικά ένα πρωινό του 1904 ο σφυγμός του έγινε αδύναμος και η αναπνοή του ακανόνιστη. Ο γιατρός ήρθε εσπευσμένα και παρήγγειλε ένα μπουκάλι... σαμπάνιας για να τον συνεφέρει. «Πεθαίνω» είπε ο Τσέχοφ, πίνοντας στην υγεία της γυναίκας του. «Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ήπια σαμπάνια». Στη συνέχεια ξάπλωσε και πέθανε.
«Τι απαίσιο όνειρο που είδα! Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι με κάποια που δεν ήταν εσύ κάποια γυναίκα φοβερά απωθητική, μια ξιπασμένη καστανομάλλα και το όνειρο αυτό κράτησε πάνω από μία ώρα. Τώρα αυτό πώς το ερμηνεύεις;Θέλω να σε δω, γλυκιά μου.Θέλω να μιλήσω με τη γυναίκα μου, τη μοναδική μου γυναίκα...Δεν έχω κανένα νέο. Το μόνο θέμα συζήτησης εδώ πέρα είναι οι Γιαπωνέζοι... Εύχομαι ο Θεός να σε έχει καλά και να σεπροστατεύει. Μην γκρινιάζεις, μη δουλεύεις υπερβολικά και να είσαι ευδιάθετη... Σε αγκαλιάζω, μικρή κατσαριδούλα μου, και σου στέλνω ένα εκατομμύριο φιλιά» (Γιάλτα, 6 Μαρτίου 1904)
Λόρδος Μπάιρον - Λαίδη Κάρολιν Λαμπ
«Αγαπημένη μου Κάρολιν...Αν τα δάκρυα τα οποία είδες και που ξέρεις ότι δεν συνηθίζω να χύνω , αν η αναστάτωση που με κατέλαβε όταν αποχωριζόμαστε αν όλα όσα έχω πει και κάνει και είμαι ακόμη πανέτοιμος να πω και να κάνω δεν σου έχουν επαρκώς αποδείξει ποιαείναι και πρέπει πάντα να είναι τα πραγματικά μου αισθήματα για σένα, αγάπη μου, τότε δεν έχω καμία άλλη απόδειξη να σου δώσω.
Ο Θεός το ξέρει πόσο εύχομαι την ευτυχία σου και όταν σε εγκαταλείψω ή μάλλον όταν εσύ με εγκαταλείψεις από αίσθηση καθήκοντος στον σύζυγό σου τότε θα αναγνωρίσεις την αλήθεια αυτού που ξανά υπόσχομαι και ορκίζομαι, ότι δηλαδή καμία άλλη δεν θα πάρει ποτέ (με πράξεις ή με λόγια) τη θέση σου στην καρδιά μου,που θα είναι πάντα αφιερωμένη σε σένα, ώσπου να μην είμαι πια τίποτε... Δεν με ενδιαφέρειποιος θα το μάθει αυτό... ήμουν και είμαι δικός σου ολοκληρωτικά για να σε υπακούω, να σε τιμώ, να σε αγαπώ και να δραπετεύσω μαζί σου όποτε και όπως εσύ θα ορίσεις» (Αύγουστος 1812;).
Επιστολή της Πολυδούρη, από την Καλαμάτα, στον Καρυωτάκη:
Σάββατο βράδυ
Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου!Επίστευα, πριν φύγω, πως δε θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο· υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα πράγματα,στον τόπο που κλείνει τη μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ`απασχολήσουν οπωσδήποτε ευχάριστα. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη.
Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο· κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις· στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του... Γελάς;
Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου· όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου,που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ`ένιωθε; δε θα συμπονούσε;
Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό και η πνοή του απαλή σαν χάδι καλοσύνης... Πού είσαι; Μαρίκα (28-5-22)