Στον τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ, I 1943-1953 του Τίτου Πατρίκιου περιλαμβάνονται οι ποιητικές συλλογές:Πρώτα ποιήματαΕπιστροφή στην ποίησηLargoΜεγάλο γράμμαΑσκήσειςΧωματόδρομοςΧρόνια της πέτραςΤίτου Πατρίκιου, «Μεγάλο γράμμα» (αποσπάσματα)Πρέπει να σου μιλήσω…Δίχως σκιάδι στα μάτια,δίχως μάτια που ν’ απαντούν στον πρωινό σου χαιρετισμό,μέναμε όρθιοι ότανο ήλιος πυρπολούσε βράχια, βλέφαρα, καρδιές,όταν μες στη βροχή τη νύχτα ξεκλέβαμε μια μακρυνή μουσική,κι όμως με το μάγουλο πάντα μες στη ζεστή σας παλάμη,ακόμα κι όταν την τραβούσατε μακρυά,ακόμα κι όταν καν δεν την απλώνατε,ακόμα κι όταν λέγαμε:Καλύτερα έτσι,καλύτερα!..Κανείς ποτέ δε μπόρεσε να μας αποστερήσειτην παλάμη αυτή…Μα τώρα το καλοκαίρι μπήκε μέσαστο καλύβι μας.Ίσως να ήρθε ξαφνικά.Ίσως να πέρασε το φράχτηόταν εμείς βρισκόμαστε στο πλοίοκαι πώς να δεις εκεί τα χόρτα που κιτρίνισαν…Όμως ήρθε…Οι σκιές σκληράνανε μαζί με το κριθάρι.Και οι πέτρες κάτω στο ποτάμι καίνε.Δε μπορείς άλλο να ρωτάς τον άνεμο…Όταν γλυκαίνουν τα σταφύλια,το αύριο πηδάει πίσω απ’ τη μάντρα τ’ αμπελιού και φεύγει.Οι σκιές σκληράνανε.Οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν.Απαιτούν να ειπωθούν…Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγοςκαι η φωνή μου θα σε φτάση… …Αλήθεια, έχεις σκεφτεί ποτέ, τι ‘ναι για μας αυτή η μακρινή ομιλία; Φυσικά, δεν ξέρεις το πόσο σ’ αγαπώ. Ίσως καμιά φορά να συλλογιέσαι: …Μα ναι.., Θα ‘πρεπε!.. Ίσως καμιά φορά να λες..- μα τι να λες;.. Ένα κλωνί της σκέψης σου δεν μπορώ να πιάσω… Οι καθημερινές φροντίδες, λέει… Η ζωή με τις απαιτήσεις της, λέει… Άλλωστε δεν είναι εκείνη που φαντάζεσαι… Μα ποιος είπε πως εγώ φαντάζομαι; *** Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί. Μα έπειτα δε σου φτάνει. Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν στα λεπτά μονόξυλα των στιγμών. Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο ένα άλλο γέλιο και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά σα μαθητές που σπαν’ τα καλαμάρια τους στην πόρτα του σχολείου… Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις Μα έπειτα κι αυτό δε φτάνει. Θες πιο πολλά. Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα κι εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα όλο γυρεύοντας. Και ξέρεις πως η δίψα του είναι η δική σου δίψα. Θέλουμε πιο πολλά τα θέλαμε όλα. Δε γινόταν αλλιώς. Ό,τι μας έφτανε χτες για σήμερα ήταν λίγο. Ό,τι μας γέμιζε χτες Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί. Ναι, μα ένας άνθρωπος δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις δεν είναι πράγμα να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα. Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι. Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα δεν το κανα για να πονάς. Ήθελα να σ’αγαπώ μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα. Κι αν ήμουν άντρας κι έπρεπε να ’μαι δυνατός (έπρεπε…) να το ξέρεις: Όπου μ’ άγγιζες πονούσα. Όπου δε μ’ άγγιζες πονούσα. Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα τα δικά μου ποτάμια που θα μπορούσαν να ποτίσουν όλα τα λησμονημένα περιβόλια. *** Έγινε ξαφνικά όπως ξαφνικά έρχεται η άνοιξη. Μιλούσα γι’ αγάπη κι η αγάπη ήσουν εσύ, μιλούσα για το φιλί και το φιλί ήσουν εσύ, με τ’ όνομά σου, τη διεύθυνση του σπιτιού σου, το δειλινό χαμόγελο που μόνο εγώ μπορούσα να βλέπω. Πως να υπάρξει τώρα εκείνο το χαμόγελο όταν κανείς δεν το καταλαβαίνει; (Μα κι αν το καταλάβει θα πάψει πια να ‘ναι το ίδιο.) Πως να υπάρξει εκείνη η μουσική που μου ζητούσες να σφυράω; Πόσες φορές την εμπιστεύτηκα στο νυχτερινό άνεμο στα κουρασμένα ηλεκτρικά. Την άκουσες ποτέ; Ήταν για σένα. Δεν το παραδεχόμουνα. Μα ήταν. Δεν έβλεπα τις μικρές σταλαγματιές το φως που πέφταν στο φεγγίτη μου διαπερνώντας τις φυλλωσιές των σύννεφων. Λιώσανε απότομα τα κρύσταλλα. Μια φωτεινή πλημμύρα σκόρπισε την επιμονή της σκόνης τα μισοτελειωμένα χειρόγραφα τα μισοτελειωμένα βήματα. Δεν ξέρω πως έγινε (ίσως και να ξέρω…) όμως το φως ποτέ δεν είχε στερέψει. Να μου χαμογέλασες ποτέ από μακριά; Δεν γίνεται. Κάποια στιγμή θα χαμογέλασες. Ακόμα κι όταν έδιωχνες κάθε τι δικό μου. Ακόμα κι όταν νόμισες πως το ‘διωξες *** Αγάπη αγάπη μόνο η πάχνη του πρώτου άστρου- άσε να σου μιλήσω. Αγάπη δεν φοβάμαι πια. Σ’ αγαπώ. Άσε ν’ ακουστεί η φωνή μου πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων πέρα απ’ τους οριζόντιους καπνούς των πλοίων. *** …Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχτα που ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα; (Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι και λυπόμουν που δεν το ‘βλεπες.) Ποτέ δε σου ‘πα πως κάποτε βρεχόμουν τρεις μέρες και τρεις νύχτες κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ ένα τζάκι, νηστικός, χαιρόμουνα που κάποτε θα ‘ρθεις για να στο λέω. Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα και δε μίλησα κι όταν μου λεγες βουβά “έλα πάρε με” δεν μπορούσα πια… *** Να τον πάλι ο κόσμος και τα πράγματα μπροστά μας. Να οι άνθρωποι. Να ‘μαστε εμείς στο κατώφλι της μέρας. Μπορούμε πάλι να πούμε: «Αυτό είναι πέτρα, αυτό ένα ποτήρι νερό, κι αυτό ένα πήλινο πιάτο, κι αυτό το ξεραμένο αίμα». Μπορούμε να πούμε: «Να, ο Γιάννης μας χαιρετάει από πέρα. Να, αυτό λέγεται χαρά». Ακουμπάμε πάνω στα γόνατα το μεγάλο βιβλίο των άστρων και διαβάζουμε αργά, δυνατά, ν’ ακούνε όλοι: Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι απ’ το Λιδορίκι χωριό του Λιδορικού ονομαζόμενον Αβορίτη. Η πατρίς της γεννήσεώς μας είναι ο κόσμος. Πατρίδα μας είναι η αλήθεια. Καλημέρα λοιπόν. Καλημέρα. ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ ΧIII Δεν τη σκεφτήκαμε ποτέ εκείνη τη μικρή κορομηλιά. Ακλάδευτη έμεινε κι απότιστη, πέτρωσε το χώμα γύρω της – μικρή κορομηλιά ακλάδευτη κι απότιστη σε ξεχάσαμε Μικρή κορομηλιά σε ξέχασε το πηγάδι σε ξέχασε το δρομάκι μεσ’ από τις φασολιές σε ξέχασαν τα παιδιά με τις σφεντόνες… ( Εκείνος ο δρόμος ένα μαχαίρι. Σκουριασμένο μαχαίρι στομωμένο μαχαίρι όχι ένα ψόφιο ψάρι που το σέρνει ένα παιδί στο χώμα. Εκείνος ο δρόμος ήταν μαχαίρι.) Το ξεραμένο χόρτο κρύβει τα λαγούμια των εντόμων, κρύβει όσες ρίζες αναδεύονται και μας δένουν με τη γη τα λαγούμια που σκάβουν μέσα μας οι ξεχασμένες ώρες. Μα πώς μπορεί το κλαρί αυτό να βγάζει φύλλα; Πώς μπορεί ο αγέρας ν’ αρχίσει πάλι να θροΐζει εδώ; Κορομηλιά μου καταπράσινη πώς μπόρεσες
Τίτος Πατρίκιος: “Υμνώ το σώμα”
Ι.
Υμνώ το σώμα που υψώνεται σαν μίσχος
σώμα γυναίκας που γοργά ή νωχελικά κινείται
που ανθίζει και τον χειμώνα ακόμα
που αλλάζει όσα νεκρώνουν κύτταρά του
σε ρόδινη φρέσκια σάρκα, που δίνει
τις δικές του προσταγές γι’ αέναες επιθυμίες
για σμίξιμο και συνταύτιση μ’ ένα άλλο σώμα.
Υμνώ και το κουρασμένο σώμα της γυναίκας
το λυγισμένο από τον μόχθο κάθε μέρας
το φυραμένο, με στεγνωμένους τους χυμούς
το σώμα που το απειλεί η ακινησία
το φοβισμένο από την ηλικία, την αρρώστια
που ενώ ξέρει πως τελικά νικάει ο θάνατος
δεν παραδίδεται άνευ όρων στη φθορά.
ΙΙ.
Υμνώ τα πόδια που δεν αγγίζουν λες τη γη σαν να ήσανε αέρινα, τις γάμπες σαν σπαθιά που σκίζουνε στα δυο και το πιο βαθύ σκοτάδι τ’ ασυμβίβαστα γόνατα, τους γλυπτούς μηρούς που προλειαίνουν ως τα κατάβαθα τις συνερεύσεις τους διπλοθόλωτους γλουτούς, τη χαραγή τους το σχίσιμο του κόλπου, το κλειδί της ηδονής. Υμνώ και τα πόδια με τους πρησμένους αστραγάλους τα κότσια, τις τριχωμένες γάμπες τις χοντρές μ’ εξογκωμένες φλέβες, φαγωμένες από κιρσούς τα τσακισμένα γόνατα της δουλειάς, της ορθοστασίας τα παχιά μεριά με βούλες απ’ την κυτταρίτιδα τις αδρόσιστες, συγκαμένες, μέσα παρειές τους τα κρεμαστά καπούλια με τους απόκρυφους καημούς.
ΙΙΙ.
Υμνώ τα όρθια στήθη όπως των αγαλμάτων στο χάιδεμα άγουρα, στο χούφτιασμα γινωμένα με ρόγες κόκκινες όπως οι άγριες φράουλες τα μπράτσα που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν τον στητό λαιμό, τις πλάτες επίπεδες κι ανθεκτικές τη χορευτική κοιλιά με όσες χρειάζονται καμπύλες με το χρυσό της χνούδι ακύμαντο να περιμένει. Υμνώ και τις χαλαρές κοιλιές μανάδων με ουλές από καισαρικές τομές, από εγχειρήσεις τα προκοίλια γυναικών με το αδηφάγο λίπος μοναδική απόλαυσή τους, τις κυρτωμένες πλάτες τα μπράτσα τα πλαδαρά με τις αξύριστες μασχάλες τους γερτούς τραχήλους, τους έρημους κούφιους κόρφους με τους σβησμένους πόθους, τις άσβηστες ορέξεις
IV.
Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά του σε θαμπώνει το πρόσωπο με τ’ ατίθασα, ηλεκτροφόρα του μαλλιά τα ματοτσίνουρα που αναβοσβήνουνε το φως τη μύτη λεπτόγραμμη όπως πλώρη καϊκιού την τέλεια γεωμετρία των χειλιών με το πηγούνι το στόμα που στον έρωτα στάζει ροδόνερο και λόγια. Υμνώ τα μάτια που καθρεφτίζουν δύο απρόβλεπτα πελάγη. Υμνώ και το πρόσωπο που η ομορφιά το εγκαταλείπει ή τρομαγμένη κρύβεται στο βάθος των ματιών το πρόσωπο το σκαμμένο από αγκαθωτές ρυτίδες με βλέμμα πήλινο, στεγνό, με βλέφαρα άδειες φούσκες με φρύδια αθέριστα χωράφια, το πάνω χείλι τριχωτό με κρεατοελιές στα χαμηλά της μύτης, στο πηγούνι. Υμνώ το πρόσωπο που το τύλιξε μια σταχτιά σκιά..
V.
Υμνώ τα χέρια που δίνουν μορφή στην ύλη που γράφουν στο χαρτί, στη γραφομηχανή, στον υπολογιστή που σιωπώντας ξέρουν να μιλούν, τ’ ασημένια χέρια που σφίγγουν, θωπεύουν, αποχαιρετούν για πάντα τα χέρια που πιάνουν ό,τι ακάθαρτο μένοντας αθώα που ανασηκώνουν μωρά, αρρώστους, πληγωμένους. Υμνώ τα δάχτυλα που αγγίζουν όργανα και χαρίζουν μουσική. Υμνώ τα χέρια που βαριά δουλεύουν, τα τραχιά τα μασημένα από μηχανές, τα ματωμένα από εργαλεία τα καταπονημένα από τη λάτρα του σπιτιού τα δάχτυλα με τα ραγισμένα, ξεφλουδισμένα νύχια. Υμνώ τα χέρια που παίρνουν όπλα για την ελευθερία τώρα όμως μόνο αφού εξετάσω και βεβαιωθώ πως η ελευθερία που υπόσχονται δεν είναι μια νέα σκλαβιά.
VI.
Υμνώ και το σώμα του άντρα, όμως αυτό λιγότερο ίσως γιατί λιγότερο μ’ εμπνέει, λιγότερο το παρατηρώ ίσως γιατί δεν διαφέρει τόσο πολύ απ’ της γυναίκας. Πάντως υμνώ το αρμονικό, το αθλητικό του σώμα όπως και το ακρωτηριασμένο σε πολέμους, σ’ ατυχήματα, το σώμα σε γιορτή, σε συντροφιά, σε στοχασμό. Κυρίως το υμνώ όπως το ύμνησαν γλύπτες και ζωγράφοι. Υμνώ το κατορθωμένο σώμα σ’ όλες του τις εποχές όχι μονάχα στην εαρινή, την πρώτη που όλα τα σώματα είναι από μόνα τους ωραία. Υμνώ το σώμα που διασχίζει τους καιρούς όπως καράβι τους ωκεανούς, που συνεχίζει παρά τα ρήγματα, τις ζημιές, τις αβαρίες, που μπορεί ν’ αναγνωρίζει όλες τις δικές του απώλειες.
VII.
Υμνώ το σώμα που πλάθει τη συνείδησή μου που φυλάει σε μια κρυψώνα του όσα της ξεφεύγουν που γεννάει αισθήσεις, σκέψεις, τη μιλιά μου. Το σώμα που όταν χαθεί θα ζει μες στις δικές μου λέξεις αυτό που μου γέννησε και τη λέξη χρόνος γιατί χωρίς το ανθρώπινο κορμί χρόνος δεν υπάρχει ή κι αν υπάρχει ποτέ δεν αποχτάει νόημα. Υμνώ το σώμα που μ’ αντέχει, δεν μ’ έχει βαρεθεί δεν μ’ έχει αποτινάξει από πάνω του το σώμα που ό,τι κι αν του κάνω με μεταφέρει, με μετακινεί, με κρατάει ορθό. Υμνώ το απόλυτο σώμα, το σώμα όλων, το δικό μου που με καλύπτει, μ’ έχει σφιχτά αγκαλιασμένο αυτό που μαζί μια μέρα θα τελειώσουμε. (από το τελευταίο βιβλίο του Τίτου Πατρίκιου, Συγκατοίκηση με το χρόνο) ΠΟΙΗΜΑΤΑ, III 1959-1973 (Τίτος Πατρίκιος)ΑΠΟ ΤΗ "ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ"ΕΚΒΟΛΕΣΣαν μια πηγή που γυρεύει τη θάλασσαπροσπάθησα να σε φτάσωκαι χάθηκα στις εκβολές των ποταμώνΑθήνα, Μάρτης 1959ΤΟ ΦΤΑΙΞΙΜΟΜια βέβαιη λύσηένας εκβιασμός συγχώρεσηςγια το φταίξιμο που δε σώνεταιτο φταίξιμο που θα ξανάρθει.Κάτω απ' τα σκοτεινά αγκαλιάσματαη άβυσσος των καθημερινών πραγμάτωνΑθήνα, Μάης 1959
ΤΑΞΙΔΙ
Έσπαγα το κορμί σου σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό. Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας και με ταξίδευες όλο το δρόμο από το αγρίμι ως τον άνθρωπο. Αθήνα, Αύγουστος 1959 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο. Παρίσι, Γενάρης 1960 ΜΝΗΜΗ Σε μιαν απέραντη πολιτεία σε ήβρα σε μιαν απέραντη πολιτεία σ' έχασα. Άν άλλαζε η μνήμη σε γυαλί μπορεί και να 'βλεπα πιο καθαρά, λίγο πριν σβήσει, την εικόνα σου. Παρίσι, Μάρτης 1960 ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΡΕΝΟ Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν θα ξεχαστούνε όλα όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ που μας κρατάει ορθούς. Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου κρατήθηκες στο μπράτσο μου. Παρίσι, Μάης 1960 Η ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ Την άλλη μέρα του όνειρου βγήκε ένας ήλιος τόσο μαύρος που κι οι τυφλοί βλέπαν διπλό σκοτάδι. Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961 VIA DEI CORONARI 123 Άχρηστο μέσα στη μνήμη τ' όνομά σου χωρίς τους φθόγγους που το ζωντανεύαν σαν τη χαμένη σύσταση σπιτιού όπου κανείς δεν ξέρει πως έχω κατοικήσει. Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961 ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ Σε γνώρισα ναυαγός σε μια μεγάλη πόλη που οι άνθρωποι περνούν και χάνονται με μια βουή ωκεανού. Κι ήταν σα θαύμα το πώς βγήκαν καινούργια λόγια απ' το στεγνό μου στόμα. Τ' απόθεσα χωρίς καμιάν εγγύηση, παράλογα σ' ένα μπουκάλι και το 'ριξα στην άσφαλτο. Ήξερα πως δεν είχα τίποτα να περιμένω μα δεν βρισκόμουν πια στην πρώτη νιότη μου κι η σύνεση γινόταν μια πολυτέλεια δυσβάσταχτη. Παρίσι, Νοέμβρης 1962 Τίτου Πατρίκιου, «Όπως οι γάτες» Όπως οι γάτες όταν αρρωσταίνουν κουρνιάζουν στις πιο απόμερες γωνιές όσο μονάχες τους να γιάνουν έτσι κι εγώ σ' αυτή την κόχη θ' απομείνω όσο να πάψει το αίμα μου σε κάθε χτύπο υπόγεια να σχηματίζει τ' όνομά σου. (Παρίσι, Μάης 1960) [πηγή: Τίτος Πατρίκιος, Θάλασσα Επαγγελίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σ. 24]
ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΟ ΦΩΣ
Έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου και κάνε πως ποτίζεις τη ματζουράνα σου Ούτε μάνα εδώ, ούτε ένα χάδι, ούτε μια γλυκιά κουβέντα, τα λόγια φτάνουν αλλαγμένα στον προορισμό τους, δεν φτάνουν, δεν ξεκινούνε καν, μένουν στους τοίχους καρφωμένα να ψήνονται σαν τα χταπόδια. Ούτε μάνα, ούτε μια γλάστρα να ποτίσεις, γλυφό νερό, αρμυρός αγέρας, τα πρόσωπα παίρνουν μιαν όψη αγάλματος έτσι που δένεται η σάρκα με τ’ αλάτι- μα εσύ ακόμα έβγαινες τα πρωινά στο παραθύρι τυλιγμένη τη ζεστή αντηλιά του ύπνου και μέσα απ’ την τριανταφυλλιά σου νυχτικιά ένα ποτάμι φως χυνόταν στη διψασμένη μέρα. Τόσο σπάταλη στο φως – ίσως το μάντευες που η αντοχή σου στέρευε. ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Χ Πέφτει η βροχή στυφή ξεπλένοντας τα πρόσωπα ξεθωριάζοντας τις παλιές επιγραφές νοτίζοντας τα σπίτια του νησιού Στάζει η βροχή απ’ τους γιακάδες γλιστράει μέσα στις τσέπες υγραίνει τα χέρια μουσκεύει ένα ξεχασμένο γράμμα αλλάζει την προσφώνηση σβήνει τη διεύθυνση Βρέχει στη χλαίνη του χωροφύλακα στις αποθήκες με τις κονσέρβες στα τσουβάλια με το αλεύρι βρέχει στο νεκροταφείο βρέχει στα χωράφια κάπως ανήσυχοι οι νεκροί κάτι τους λείπει δεν νοιάζονται να μεγαλώσουν οι σοδειές βρέχει στους μουσαμάδες των βαρκάρηδων στη βάρκα με τους επιβάτες βρέχει στον προβολέα του πλοίου. Μακρύς ο δρόμος απ’ την επιθυμία στην απόφαση μακρύς απ’ την επιστροφή στην άλλη αναχώρηση ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΜΟΝΗ Άλλο ένα σπίτι φιλικό να μείνω μια βραδιά, ένα μήνα ανάμεσα στη λίμνη και τα χαμηλά βουνά. Μια βδομάδα, όχι πιο πολύ, ένα μήνα, όχι περισσότερο, μακριά σου. Η κάθε μέρα εδώ, πάνω στο τέλειωμά της, δεν συναρμόζει με την άλλη. Σαν πέφτει το σκοτάδι βάζω κουρέλια στις χαραματιές μην τύχει κι έμπει ο θάνατος, όταν γυρίζει ο καιρός αλλάζω ρούχα και περπατησιά μην τύχει και μ’ αναγνωρίσει. Άλλο ένα σπίτι φιλικό, άλλο ένα σπίτι ξένο άλλη μια μέρα μ’ ανοιχτούς αρμούς. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ Απ’ όλες τις αναχωρήσεις μου η πιο ανυπόμονη αυτή που μ’ αναστάτωνε, ήταν σαν πήγαινα να συναντήσω τη γυναίκα που αγαπούσα. Ο χρόνος μού φαινόταν όσο ποτέ αργός όμως τον γέμιζα με προγεύσεις ευτυχίας χωρίς να προσέχω τους χώρους, τα τοπία χωρίς να παρατηρώ τους άλλους ταξιδιώτες. Την άφιξη μου έτρεχα ν’ αναγγείλω απ’ τα δημόσια τηλέφωνα, δεν είχε τότε κινητά η υποδοχή μου, πρέπει να πω, δεν ήταν πάντα όπως την περίμενα, μα ό,τι κι αν γινόταν το ταξίδι έμενε στη μνήμη μου ανεξίτηλο οι χώροι, τα τοπία, εμφανίζονταν ξανά ακόμα κι οι άγνωστοι συνταξιδιώτες. Αργότερα το σκέφτηκα πως μπορεί κι εκείνοι να μη βρήκαν φτάνοντας ό,τι προσδοκούσαν ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ Όπως κι αν έρθουνε τα πράγματα όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται. Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς. Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Ποιητή/ ΕΔΩ |
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017
Τίτος Πατρίκιος -Ποιήματα
Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017
Τα βότσαλα της ποίησης
Το βότσαλο είναι πέτρωμα το οποίο έχει λειανθεί από την παρουσία και ροή του νερού της θάλασσας, και το μέγεθος του ποικίλλει από 2 έως 64 χιλιοστά. Τα βότσαλα σε γενικές γραμμές θεωρούνται μεγαλύτερα από τους κόκκους της άμμου (οι οποίοι είναι διαμέτρου 2 εως 4 χιλιοστών) και μικρότερα από τις κροκάλες (διαμέτρου 64 έως 256 χιλιοστών). Ένας βράχος που αποτελείται κυρίως από βότσαλα ονομάζεται κροκαλοπαγές. Η υφή και το χρώμα των βοτσάλων ποικίλλει. Μπορούν να έχουν φλέβες χαλαζία και ιζηματογενούς βράχου διαφορετικού χρώματος από αυτό του υπόλοιπου βότσαλου. Συνήθως είναι λεία, αλλά ανάλογα με το πόσο συχνά έρχονται σε επαφή με τη θάλασσα, μπορεί να έχουν σημάδια από την επαφή με άλλα βότσαλα ή με βράχους. Στα βότσαλα που βρίσκονται σε απόσταση από την παραλία και δεν έρχονται σε επαφή με το θαλασσινό νερό μπορεί να αναπτύσσονται λειχήνες και άλλοι οργανισμοί. Γενικότερα, τα κενά μεταξύ των βοτσάλων μιας παραλίας αποτελούν κρύπτες και περιβάλλον ανάπτυξης διάφορων οργανισμών. Τα βότσαλα παρατηρούνται είτε σε παραλίες, είτε στην ξηρά σε μέρη που κατά το απώτερο παρελθόν υπήρχε παραλία. Τα εργαλεία και κοσμήματα από βότσαλα είναι μεταξύ των παλαιότερων γνωστών αντικειμένων που κατασκεύασε ο άνθρωπος και χρονολογούνται από την Παλαιολιθική περίοδο, όπως αυτά που βρέθηκαν στο Ολντουβάι της Τανζανίας. https://el.wikipedia.org Το βότσαλο στην Ποίηση Νίκος Γκάτσος "Αμοργός" 1942 Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
ZBIGNIEW HERBERT (1924-1998)
|
Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017
OSCAR WILDE : Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΡΟΔΙΕΣ
Παρουσίαση
"Το τραγούδι της ήταν μαγευτικό. Γιατί τραγουδούσε για τους κάτοικους της θάλασσας πού σέρνουν τα παιδιά τους από σπηλιά σε σπηλιά και κουβαλάνε τα μικρά στους ώμους τους.
Για τους Τρίτωνες πού έχουν μακριές πράσινες γενειάδες και μαλλιαρά στήθια και πού όταν ο βασιλιάς περνάει εκείνοι φυσάνε μέσα από στριφτά κοχύλια, για το βασιλικό παλάτι που ολόκληρο είναι φτιαγμένο από κεχριμπάρι, η στέγη του από σμαράγδι κι έχει ένα πρεβάζι από μαργαριτάρια ολόλαμπρα.
Τραγουδούσε για τους κήπους της θάλασσας εκεί πού τα κοράλλια σαν ασημοκέντητες βεντάλιες σιώνται όλη μέρα, για τα ψάρια πού περιδιαβαίνουν σαν πουλιά από ασήμι, για τις ανεμώνες πού κολλάν στα βράχια και για τα ρόδινα βλαστάρια, πάνω στην κίτρινη άμμο πού σχηματίζει ραβδώσεις.
Τραγουδούσε για τις πελώριες φάλαινες πού έρχονται απ' τις βόρειες θάλασσες κι έχουν κοφτερά παγοκρύσταλλα κρεμασμένα στα φτερά τους. Για τις σειρήνες πού ξέρουν τόσα όμορφα τραγούδια, έτσι πού αναγκάζουν τους ναυτικούς να κλείνουν τ' αυτιά τους με κερί να μην τις ακούνε, γιατί αλλιώς θα βουτήξουν στο νερό και θα πνιγούν.
Για τις ναυαγισμένες γαλέρες με τα ψηλά κατάρτια, για τους παγωμένους ναύτες πάνω στα σκοινιά και τους κολιούς πού κολυμπάνε πότε μέσα, πότε έξω απ' τα λιμάνια. Για τα μικρούλια όστρακα πού είναι μεγάλοι ταξιδιώτες καθώς κολλάνε στην καρίνα των πλοίων γυρίζοντας έτσι σ' όλο τον κόσμο".
Ο κήπος με τις ροδιές του Όσκαρ Ουάιλντ αποτελείται από δύο κύκλους διηγημάτων του που η διεθνής κριτική κατάταξε στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Πρόκειται για τα πολύ γνωστά διηγήματα-παραμύθια: Ο ευτυχισμένος πρίγκηπας, Ο ψαράς και η ψυχή του, Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο, Τα γενέθλια της Ινφάντα, Το αστερόπαιδο, Μια διακεκριμένη ρουκέτα, Ο αφοσιωμένος φίλος, Ο σκληρόκαρδος γίγαντας και Ο μικρός βασιλιάς πού πολύ διαβάστηκαν και αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό κάθε ηλικίας.
Γραμμένα με τον γνώριμο ουαϊλδικό τρόπο, αποτελούν έναν αξεπέραστο συνδυασμό, λυρισμού, λεπτής ειρωνείας και θαυμάσιας γλώσσας.ΠΗΓΗ |
Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο(απόσπασμα) …«Είπε ότι θα χόρευε μαζί μου αν της έφερνα κόκκινα τριαντάφυλλα,» φώναξε ο νεαρός φοιτητής, «άλλα σ’ όλο τον κήπο μου δεν υπάρχει ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο… Θα χορεύει τόσο ανάλαφρα που τα πόδια της δεν θα αγγίζουν το δάπεδο, αλλά με μένα δεν θα χορέψει, γιατί δεν έχω κόκκινο τριαντάφυλλο να της προσφέρω», και σωριάστηκε κάτω στο γρασίδι, και έχωσε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του, και έκλαψε. Όμως η Αηδόνα κατάλαβε το μυστικό της θλίψης του φοιτητή, και κάθισε σιωπηλή στη βελανιδιά, και σκέφτηκε σχετικά με το μυστήριο του Έρωτα. Έτσι η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά που φύτρωνε κάτω από το παράθυρο του Φοιτητή. «Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι.» Αλλά το Δένδρο κούνησε το κεφάλι του. «Τα τριαντάφυλλά μου είναι κόκκινα,» απάντησε, «τόσο κόκκινα όσο τα πόδια του περιστεριού, και πιο κόκκινα από τις μεγάλες βεντάλιες του κοραλλιού που κυματίζουν και κυματίζουν στα σπήλαια του ωκεανού. Αλλά ο χειμώνας έχει παγώσει τις φλέβες μου, και η παγωνιά έχει κάψει τα μπουμπούκια μου, και η θύελλα έχει σπάσει τα κλαριά μου, και δεν θα έχω καθόλου τριαντάφυλλα αυτό το χρόνο.» |
«Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο είναι το μόνο που θέλω,» φώναξε η Αηδόνα, «μόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο! Δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον όποιο να μπορέσω να το αποκτήσω;» «Υπάρχει ένας τρόπος,» απάντησε το Δένδρο, «αλλά είναι τόσο τρομερός που δεν τολμώ να σου τον πω.» «Πες τον μου,» είπε η Αηδόνα, «Δεν φοβάμαι.» Αν θέλεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» είπε το Δένδρο, «πρέπει να το δημιουργήσεις από τη μουσική στο φως του φεγγαριού, και να το βάψεις με το αίμα της ίδιας σου της καρδιάς. Πρέπει να μου τραγουδήσεις με το στήθος σου πάνω σε ένα αγκάθι. Όλο το βράδυ πρέπει να μου τραγουδήσεις, και το αγκάθι πρέπει να τρυπήσει την καρδιά σου, και το αίμα της ζωής σου πρέπει να τρέξει μέσα στις φλέβες μου, και να γίνει δικό μου.» «Ο Θάνατος είναι μεγάλο τίμημα να πληρώσει (κάποιος) για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε η Αηδόνα, «και η Ζωή είναι πολύ ακριβή για όλους. Είναι ευχάριστο να κάθεσαι στο πράσινο δάσος, και να παρακολουθείς τον Ήλιο στο άρμα του από χρυσό, και τη Σελήνη στο άρμα της από μαργαριτάρια. Γλυκό είναι το άρωμα του κράταιγου, και γλυκοί είναι οι άγριοι υάκινθοι που κρύβονται στην κοιλάδα, και η ερείκη που ανθίζει στο λόφο. Ωστόσο ο έρωτας είναι καλύτερος από την Ζωή, και τι είναι η καρδιά ενός πουλιού συγκρινόμενη με την καρδιά ενός ανθρώπου;» |
Έτσι άπλωσε τα καστανά φτερά της για πτήση, και υψώθηκε στον αέρα. «Να είσαι ευτυχισμένος,» φώναξε η Αηδόνα, «να είσαι ευτυχισμένος, θα το έχεις το κόκκινό σου τριαντάφυλλο. Θα το φτιάξω από μουσική στο φεγγαρόφωτο, και θα το βάψω με της ίδιας της καρδιάς μου το αίμα. Και όταν η Σελήνη έλαμψε στους ουρανούς η Αηδόνα πέταξε στην Τριανταφυλλιά, και έβαλε το στήθος της πάνω στο αγκάθι. Όλο το βράδυ τραγουδούσε με το στήθος της πάνω στο αγκάθι, και η ψυχρή κρυστάλλινη Σελήνη έσκυψε και αφουγκράστηκε. Όλη νύχτα τραγουδούσε, και το αγκάθι έμπαινε όλο και βαθύτερα στο στήθος της, και το αίμα της ζωής της άδειαζε από μέσα της. Τραγούδησε πρώτα για τη γέννηση της αγάπης στην καρδιά ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Και στο πιο ψηλό κλαδάκι της Τριανταφυλλιάς άνθισε ένα θαυμάσιο τριαντάφυλλο, πέταλο με το πέταλο, τραγούδι με το τραγούδι. Ωχρό ήταν, στην αρχή, όπως η καταχνιά που κρέμεται πάνω από το ποτάμι – ωχρό σαν τα πόδια τού πρωινού, και ασημένιο σαν τα φτερά της αυγής. Σαν τη σκιά ενός τριαντάφυλλού σε καθρέφτη από ασήμι, σαν τη σκιά ενός τριαντάφυλλού σε λίμνη νερού, έτσι ήταν το τριαντάφυλλο που άνθισε στο ψηλότερο κλαδάκι του Δένδρου. Μα το Δένδρο φώναξε στην Αηδόνα να πιέσει περισσότερο πάνω στο αγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρή Αηδόνα», φώναξε το Δένδρο, «αλλιώς η Μέρα θα ‘ρθει πριν να τελειώσει το τριαντάφυλλο.» Έτσι η Αηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στο αγκάθι, και ολοένα και δυνατότερο έγινε το τραγούδι της, καθώς τραγούδαγε για τη γέννηση του πάθους στην ψυχή ενός άνδρα και μίας κόρης. Και μία απαλή απόχρωση από ροζ ήρθε στα φύλλα του τριαντάφυλλου, σαν το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπο του γαμπρού όταν φιλά τα χείλη της νύφης. Αλλά το αγκάθι δεν είχε ακόμα φτάσει στην καρδιά της, κι έτσι η καρδιά του τριαντάφυλλου παρέμενε λευκή, καθώς μόνο το αίμα της καρδιάς ενός Αηδονιού μπορεί να κοκκινίσει την καρδιά ενός ρόδου. Και το Δένδρο φώναξε στην Αηδόνα να πιέσει περισσότερο πάνω στο αγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρή Αηδόνα», φώναξε το Δένδρο, «αλλιώς η Μέρα θα ‘ρθει πριν να τελειώσει το τριαντάφυλλο.» Έτσι η Αηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στο αγκάθι, και το αγκάθι άγγιξε την καρδιά της, και μία άγρια σουβλιά πόνου τη διαπέρασε. Πικρός, πικρός ήταν ο πόνος, και όλο και πιο ξέφρενο γινόταν το τραγούδι της, καθώς τραγουδούσε για τον Έρωτα που τελειοποιείται με το Θάνατο, για τον Έρωτα που δεν πεθαίνει στο μνήμα. |
Και το θαυμάσιο ρόδο έγινε βαθυκόκκινο, σαν το ροδόχρωμα του ουρανού της ανατολής. Βαθυκόκκινη ήταν η γιρλάντα από πέταλα, και πορφυρή σα ρουμπίνι ήταν η καρδιά. Μα της Αηδόνας η φωνή γινόταν όλο και πιο αχνή, και τα μικρά φτερά της άρχισαν να τρέμουν, και μία λεπτή μεμβράνη σκέπασε τα μάτια της. Όλο και πιο αδύναμο γινόταν το τραγούδι της, και ένοιωσε κάτι να την πνίγει στο λαιμό. Τότε έβγαλε ένα τελευταίο ξέσπασμα μουσικής. Η λευκή Σελήνη το άκουσε, και ξέχασε την αυγή, και παρέμεινε στον ουρανό. Το κόκκινο ρόδο το άκουσε, και τρεμούλιασε σύγκορμο από έκσταση, και άνοιξε τα πέταλά του στον κρύο πρωινό αέρα. Η ηχώ το μετέφερε στις πορφυροβαμμένες της σπηλιές στους λόφους, και ξύπνησε τους κοιμισμένους τσοπάνηδες από τα όνειρα τους. Αρμένισε μέσα από τα καλάμια του ποταμού, και αυτά μετέφεραν το μαντάτο του στη θάλασσα. «Κοίτα, κοίτα!» φώναξε το δένδρο, «το τριαντάφυλλο είναι έτοιμο τώρα», μα η Αηδόνα δεν έδωσε καμία απάντηση, γιατί κειτόταν νεκρή στο ψηλό χορτάρι, με το αγκάθι στην καρδιά της. “Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο” – Oscar Wilde Μετάφραση: Περικλής Γιαννόπουλος |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)