Στρατής Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω (1924) »- «Η Μεγάλη Παρασκευή στη Σκάλα»
Ο Επιτάφιος Θρήνος. Η εικόνα υπογράφεται από τον Κρητικό ζωγράφο
Εμμανουήλ Λαμπάρδο. Αναπαράγει έναν εικονογραφικό τύπο που αναπτύχθηκε
στην Κρήτη τον 15ο αιώνα και βασίζεται σε παλαιολόγεια πρότυπα. Στο κάτω
μέρος της εικόνας διακρίνεται κανάτι με αρώματα για την περιποίηση του
σώματος του νεκρού.
ΠΗΓΗ
Στρατής Μυριβήλης, «Η Μεγάλη Παρασκευή στη Σκάλα»
Όπου έρχεται η Μεγαλοβδομάδα, έρχεται κ’ η Μεγάλη Παρασκευή, να βγάλουν
τη νύχτα τον Επιτάφιο, να τον γυρίσουν μέσα στο χωριό. Τούτες οι
γιορτάδες παίρνανε μορφή εθνικής επίδειξης μπροστά στους Τούρκους.
Προπάντων ο Επιτάφιος και η Δευτερανάσταση, που είχαν τις μεγάλες
λιτανείες με όλα τα λάβαρα.
Τον Επιτάφιο τον περιμέναμε όλο το χρόνο με λαχτάρα. Ήταν μια νύχτα
γεμάτη μαγεία και συγκίνηση, όλο χρυσαφιά χρώματα και φως. Μύριζε ως τ’
άστρα ο αγέρας δάφνες και μοσκολίβανα.
Σαν ξεκινούσε η λιτανεία, μπροστά πήγαιναν τα ασημένια φανάρια με τα
χρωματιστά κρύσταλλα, σηκωμένα ψηλά – ψηλά, πάνω στα γαλάζια τους
κοντάρια. Τα ξεφτέρουγα με τις μαλαματένιες αχτίδες άστραφταν στα φώτα.
Και κείνα τα λάβαρα, οι πελώριες βελουδένιες εικόνες, σηκωμένες σαν
σημαίες, όλο χρυσή φούντα από καθαρό μαλαματένιο σύρμα, ν’ αντιφεγγίζουν
κάτω από τις λαμπάδες και να τρέμουν. Στη μέση η Ταφή και η Σταύρωση.
Τα κρατούσαν «τα παπαδάκια», αγόρια ντυμένα με άσπρα και γαλάζια άμφια,
τα σήκωναν όσο μπορούσαν πιο ψηλά, να φτάνουν ως εκεί μπροστά στα
«ξεπεταχτά» των τούρκικω σπιτιών.
Ξέραν πως πίσω από τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα ξενυχτούσαν οι
χανούμισσες, τα τουρκάκια, οι γέροι μουσουλμάνοι, φαρμακωμένοι όλοι τους
από τη ζήλια, να βλέπουν την αρχοντιά και τα μεγαλεία της θρησκείας
μας.
Πίσ’ από τα λάβαρα ερχόταν ο παπάς με τ’ αγιονταφίτικα άμφια. Χοντρό
μενεξελί μεταξωτό με ολόχρυσες ουγές, στολισμένο με σταυρούς από αληθινά
μαργαριτάρια.
Έβγαζαν και τ’ ακριβό Βαγγέλιο στη λιτανεία. Το δέσιμό
του ήταν πλάκες ατόφιο χρυσάφι δουλεμένο. Οι τέσσερεις Ευαγγελιστές στις
τέσσερεις γωνιές, κ’ ένα γύρω όλο ρουμπίνια σα ρωϊδοπαπούδες. Σπίθιζαν
οι πέτρες, βυσσινιές, πράσινες, κρασουλιές.
Ύστερα ερχόταν το κουβούκλιο από τον Επιτάφιο, χαμένο κάτω από τις
βιόλες και τους αβαγιανούς. Ο Επιτάφιος, μεγάλος, ολόσωμος, κεντημένος
στο χρυσάφι και στα πετράδια. Κι από πίσω όλοι οι χριστιανοί με τις
λαμπάδες και με τα φαναράκια. Άντρες, γυναίκες και μωρά.
Σε κάθε τρίστατο η λιτανεία σταματούσε κ’ έλεγαν την ευκή. Σταματούσε
και στην πόρτα των δημογερόντω. Και παντού έκαιγε μοσκολίβανο, τα
μπρούτζινα θεμιατά κάπνιζαν στις πόρτες, στις σκάλες, στα παραθύρια. Ο
ευωδιαστός καπνός ανέβαινε ειρηνικά ίσαμε τ’ άστρα, ο αγέρας μύριζε
ροδόσταμα.
Τα ράντιζαν οι κοπέλες από τα μπαλκόνια με κρουσταλλένια ροδοστάλια.
Το
φως από τις λαμπάδες έπαιζε παράξενα, ηδονικά, στο παχουλό τους πηγούνι,
στα ρουθούνια και στα ματόκλαδα. (Ποτές οι κοπέλες του χωριού δε μας
φαίνονταν έτσι γλυκιές και επιθυμητές, όσο τη νύχτα του Επιτάφιου).
Οι Τούρκοι πια να τα βλέπουν όλα αυτά και να σκάνουν από το κακό τους.
Μόνο η δικιά μας η θρησκεία είχε τέτοια δόξα. Το ξέραμε και χαιρόμαστε
γι’ αυτό. Περνούσαμε χαρούμενοι, συγκινημένοι ως τα δάκρυα και
περήφανοι. Περνούσαμε μονιασμένοι ως το θάνατο, φρουρά ομόψυχη γύρω στο
Χριστό μας, όλοι οι Έλληνες. Που θέλεις και δεν μπορείς να πας, σαν
έχεις μπροστά σου τα λάβαρα και τα ξεφτέρια Του. Ποιον θέλεις και δε θα
τον νικήσεις με τέτοιο μποστολάτη.
Όπου ήταν για να γίνει στάση, τα παιδιά της κάθε γειτονιάς είχαν
μπλεγμένες καμάρες από δάφνες, να σταθεί από κάτου το κουβούκλι, ο
Επιτάφιος.
Απ’ αυτές κρέμαζαν μεγάλα χαρτένια φανάρια πολύχρωμα,
στολισμένα με χρυσόχαρτα και λογής ξόμπλια. Σχημάτιζαν σταυρούς, σημαίες
ασπρογάλαζες, τούμπανα, άστρα. Κάναμε και τρίγωνα χαρτοφάναρα με του
Θεού το μάτι στη μέση.
Παράβγαιναν οι γειτονιές ποια να στολίσει πιο όμορφα την καμάρα της. Στη στάση της αγοράς, εκεί πια γινόταν η μεγάλη στολισιά.
Μια φαρδιά αψίδα σηκωνόταν κ’ έπιανε όλο το φάρδος της μικρής πλατέας.
Τα φανάρια της αμέτρητα και στη μέση ένα μεγάλο, με τη Σταύρωση πάνω στο
τριανταφυλλί χαρτί. Αυτό το λέγαμε «το δωδεκάφωτο». Μέσα έκαιγαν αράδα
όλα τα σπαρματσέτα – οι δώδεκα Αποστόλοι. Εκεί σταματούσε για πολλήν ώρα
η λιτανεία. Έψελναν τα παιδιά τον Επιτάφιο Θρήνο, οι παπάδες λέγαν
όλες, τις ευχές. Αντίκρυ ήταν τα τούρκικα καφενεία. Γι’ αυτό.
Ανέβαινε το λοιπόν κείνη την αξέχαστη βραδιά η μεγάλη λιτανεία με
ψαλμουδιές κι αναμένες λαμπάδες. Μέσα στο σκοτάδι, από τόσον κόσμο, δεν
άκουγες μιλιά. Μόνο τα παπούτσια τα ρούχα, γιόμιζαν σούσουρο τη νύχτα.
*
Από το μυθιστόρημα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», 1943.
ΠΗΓΗ
Η ζωή εν τάφω (1924)- Στρατής Μυριβήλης
Απόσπασμα
‘Ηταν ένα λουλούδι
εκεί! Συλλογίσου. ’Ενα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους
σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη
νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν
τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο
μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη
παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.
Αν μπορούσε να τη
χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ έναν
μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση.
Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το
τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. ‘Εχει κι ένα κόμπο που δεν άνοιξε
ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και
περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα
‘ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου.
Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής. Ακουμπώ
πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ. Από μέσα μου
αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το
κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα
λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα.
Ξαφνικά με γεμίζει μια
έγνια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι,
που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός.
Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Στρατή Μυριβήλη / ΕΔΩ