Σελίδες

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Σταύρος Σταυρόπουλος, “Πιο νύχτα δεν γίνεται”

(ΕΚΑΤΗ)
«Μετά γίναμε δέντρο καρφωμένο στη γη και η αναπνοή της σαν κεντητή αψηφούσε το Θεό. Την είδα να παίρνει τα φαντάσματα μου απ’ το χέρι και να στροβιλίζεται με φτερωτά βήματα. Έσερνε ένα χορό που βάραινε τη γη και την σήκωνε στον αέρα.
Η τρύπα στη κοιλιά της μεγάλωνε. Βούλιαξα μέσα στη λύπη. Με ένα πανικό που με καλούσε βούλιαξα και φύτρωσα μέσα της. Άλλοτε σαν ακάθαρτο όνειρο και άλλοτε σαν ανάσα που έκαιγε τη σπονδυλική της στήλη.
Μου είπε, τίποτα σε τούτα τα μέρη δεν μπορεί να βλάψει τον θάνατό μου. Αλλά φοβόταν τη ζωή. Γιατί η ζωή τής έπαιρνε όσο θάνατο είχε απομείνει και τον λιγόστευε.

Η άδεια νύφη που φορούσε μαύρα καθάρισε το χρώμα της, σαν ρουζ το έξυσε μέχρι να φανεί ουρανί και προχώρησε με ανοιγμένη κοιλιά και απομακρύνθηκε. Μια λάμπα που σβήνει. Η λύπη έσταζε από την ανοιχτή τρύπα και γυάλιζε σαν παρκέ. Κομμάτια τριμμένα ιδρώτα την έβαφαν. Μπορούσε να ακούσει το χρέος του πόνου που συνοδεύει τον άνθρωπο από την αρχή. Ήταν χαμένη. Σπαταλημένη δύναμη. Μερικές φορές είσαι αυτό που δεν είναι για σένα. Και το ήξερε.
Το δείπνο που κάθεται μόνη της πια, στο άδειο από θεούς βουνό, δεν υπάρχει κανείς να της το προσφέρει. Και έγινε σκιάχτρο για να φοβίζει τα πουλιά, να μην μπαίνουν άλλα πουλιά μέσα στα σπίτια των ανθρώπων και τα ανακατεύουν. Και διαιωνίζουν το κακό της που σαν αυγό μεγαλώνει, σκεπασμένο απ’ τη σκόνη, σε μια γωνία του κόσμου.
Γιατί έχασε τόσο άδικα τον θάνατο μέσα απ’ τα χέρια της.»
(ΔΕΡΜΑ)
«Άρχισε πάλι να σηκώνει σκοτάδι. Ο ουρανός είναι λερωμένος ακτές. Όλες οι όχθες του πνίγονται στα χέρια μου. Πουθενά δεν είμαι.
Ο άνθρωπος αφήνει ένα σκληρό τσόφλι να εξηγεί. Αφήνει πίσω του μια αιτία και περιφέρεται. Στην πλάτη του απλώνουν αργά οι εικόνες. Σαν άδικα πνεύματα. Παλιά κεριά. Θα γινόμουν άγγελος, αν ήταν να μην ακούω. Να μην βουίζω ζωή. Περιέχω το ίδιο δέος που περιέχει η θάλασσα.

Όταν φανούν οι καθρέφτες, το πλήθος θα εναντιωθεί στο φως. Να είμαι εκεί. Θα γεμίσει η πόλη καταργημένα είδωλα. Και άμαχος. Αλλά με γυαλισμένες χάντρες, κοιτάζω.
Ένας καταρράχτης τα πρόσωπα. Νεκρές μηχανές. Λείπει η λύπη. Αναγνωρίζω το ακατάπαυστο που δεν θέλουν να δουν. Ο θάνατός τους είναι καρπός. Χάνεται μέσα στο κόκαλο του πορτρέτου και προς τα κει. Έρχεται να γελάσει συνέπειες. Ο θάνατός τους είναι θαμπός. Ασχημάτιστος. Σαν κορίτσι στην εφηβεία.

Παρ’ όλα αυτά, μόνο δείχνουν. Με μια αηδία. Ξεκόλλησε η ψυχή μου να βλέπει. Όλο αύριο είναι. Όλο δεν επιτρέπεται να μιλήσω. Μιλούν. Ημερομηνίες. Η απογραφή των πραγμάτων είναι αποθήκη θανάτου.
Υπάρχει ένα παλιό παιχνίδι σαν αστείο, που ο ένας χώνει το χέρι του στα μάτια του άλλου και του βγάζει τις λέξεις. Μέχρι το τέλος. Του ξεριζώνει τις ίνες των φράσεων απ’ τα μάτια. Οι ρόγες στα δάχτυλα μαυρίζουν, και όμως αίμα. Τρέχει. Ολόκληρο το χέρι είναι ένα άγνωστο αίμα. Το χέρι του σώπασε λέξεις.
Έβγαλαν τις λέξεις από τα μάτια μου και τις έκαναν δέρμα.

Πες χάθηκα. Πες το. Της αφήνει το χέρι. Θέλω να χαθώ απ’ το τέλος των πραγμάτων.
Όμως ένοιωσα αυτό που αρμόζει. Και σέρνεται σαν νέος λοιμός. Αναβλύζει από τα σώματα, τα μέρη, τα άδεια βαγόνια που είναι ζωές. Των ανθρώπων. Όχι τώρα, μετά.
Ξεδιπλώνω κάτι που λέγεται θάλασσα. Σαν λιπόθυμο ζώο. Και με συγκίνηση την άπλωσα στο χαλί μου να ετοιμάζεται. Λέει τα κύματα ένα ένα.
Έγινε μια τρομαχτική αλλαγή εδώ. Δεν θέλω να δω. Αν γυρίσω να δω, θα στεγνώσουν όλα.

Μαζεύονται έπειτα οι πράξεις στο εργοστάσιο που σβήνουν τα χρώματα και τις στοιβάζουν. Με καταπληκτική μανία τις φέρνουν οι εργάτριες με γυάλινα χέρια. Τις κουβαλούν ως το τέλος. Φτιάχνουν μικρά βουνά για να πράξουν οι πράξεις και να γίνουν ξεθυμασμένα κρασιά στον ήλιο. Και να στεγνώσουν.
Δεν θα γυρίσω να δω. Αν γυρίσω, στέγνωσαν όλα.

Να θυμάσαι να γίνεσαι. Όταν σου πω. Καιρό τώρα γράφω τον πόλεμο με φωτιά και χρέος προετοιμασμένο. Κάτασπρος, σαν φόβος μωρού πριν τη γέννηση. Οι κολώνες του λαιμού μου έχουν φουσκώσει. Θα τις ρίξω στη θάλασσα με βαρίδια και χωρίς άλλο λαιμό. Χωρίς να πω γράμματα. Θα πάρω το αρχαίο τσεκούρι μου.
Και από την επιφάνεια της γης θα ανέβει ένα φως σαν πυρετός».


Ενενήντα επτά σημειώσεις  για το τέλος του ανθρώπινου μύθου
Τα κείμενα αυτά δεν προσχωρούν σε κανένα κίνημα  έχουν όλα τα κινήματα μέσα τους, μπερδεμένα. Άλλωστε, δεν έχουν αποφασίσει ακόμα, αν είναι δημιουργημένα από τον συγγραφέα τους, ή ο συγγραφέας τους είναι το δημιούργημά τους.
Εκείνο που αναδεικνύεται και υπερασπίζεται σε αυτή την ομάδα κειμένων είναι η ιδέα του φωτός στην πιο απόλυτα σκοτεινή εκδοχή του. Εκεί που τα πράγματα συνεχίζονται με άπειρες δυνατότητες, μέσα στο πέπλο της νύχτας που είναι μνήμη. Αβάσταχτη. Εκεί περιμένουν αβοήθητα σπάνια ευρήματα. Σαν ανυπόφοροι κρύσταλλοι, θαμμένοι.
Και οι λέξεις. Μοναδικό ρεύμα στο κέντρο μιας εποχής που φεύγει, που τελεί σε διάσταση, που αντιγράφει σκηνές. Οι λέξεις, πλήρεις αδιεξόδων. Για όσα δεν ήρθαν. Όσα ακόμη δεν βρέθηκαν. Οι λέξεις που γίνονται άθυρμα, νέμεση, ηλικία. Ούτε ζωντανές, ούτε νεκρές. Μόνο θάνατος που περιγράφει ζωή.
Όταν ο κόσμος φύγει από την εικόνα που έγινε και οι απουσίες μετρηθούν ξανά, ο ανθρώπινος μύθος θα συναντήσει πάλι την εξ αίματος προϊστορία του.
Μέχρι τότε, απώλεια φωτισμού.
Πιο νύχτα δεν γίνεται.

ΠΗΓΗ
Σταύρος Σταυρόπουλος-Βιογραφικά στοιχία θα βρείτε /ΕΔΩ