Ο Κωνσταντίνος Παΐζης, δάσκαλος από την Ιθάκη , έφθασε μια μέρα στην Ανώπολη των Σφακιών για να δουλέψει στο δημοτικό σχολείο. Ερωτεύεται την Ελένη Πατέρου, κόρη από μεγάλο σόι και τη ζητάει σε γάμο. Από την ένωσή τους ήρθε στη ζωή η Αικατερίνη - Κατίνα - Παΐζη. Χρονιά του 1911.
Μετά από καιρό η οικογένεια εγκαθίσταται στο Ηράκλειο - Μεγάλο Κάστρο τότε. Ο πατέρας αφήνει την εκπαίδευση και καταπιάνεται με τις επιχειρήσεις - μέτοχος στη βιομηχανία καπνού " Κνωσσός -Κόσμος".
Το ζευγάρι αποκτάει άλλα τρία παιδιά, την Αλεξάνδρα ( Αλέκα), τον Μίμη και τον Παύλο.
Εύπορη η οικογένεια προσφέρει στα παιδιά της υψηλή μόρφωση. Τα αγόρια φεύγουν κάποια στιγμή για σπουδές στην Αθήνα και τα κορίτσια γίνονται δασκάλες. Τα ήθη όμως είναι πολύ αυστηρά και δεν επιτρέπουν εύκολα σε μια νέα κοπέλα να φύγει από το σπίτι και να πάει σε μακρινό χωριό να διδάξει. Οι διασυνδέσεις και οι επαφές του πατέρα βοηθούν ώστε να μην απομακρυνθούν από τον τόπο τους. Έτσι η Κατίνα αρχικά διορίζεται στο διτάξιο σχολείο του Μασταμπά και διδάσκει τα παιδιά των Μικρασιατών προσφύγων. Αργότερα μετατίθεται στο Πρότυπο Ηρακλείου. Η Αλέκα διδάσκει στο Αρμένικο σχολείο.
Το κοινωνικό περιβάλλον είναι ασφυκτικό για τις δύο νέες κοπέλες. Οι περιορισμοί πολλοί στις κοινωνικές συναναστροφές τους και τα αδιέξοδα μεγάλα. Ένας τρόπος υπάρχει για να ξεφύγουν από τη μίζερη πραγματικότητα, η Φαντασία. Αυτήν χρησιμοποιεί η Κατίνα και η Ποίηση είναι το όχημα που επιβιβάζεται για να δραπετεύσει σε άλλο κόσμο.
Θάταν 20 - 22 χρονών στα 1931, όταν εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή " Ροδοπέταλα"
ΟΛΑ ΘΑ ΣΒΥΣΟΥΝ
Όλα θα σβύσουν, θα χαθούν αγύριστα,
τίποτα δεν θα μείνη στον αιώνα,
του κόσμου αυτού συντρίμμια η ζωή
θα πέση, σαν ναού παληά κολόνα.
Ο χαλασμός κι' ο χρόνος θ' αφανίσουνε
όλα μέσ' στο πυρό τους το καμίνι,
κι' από του κόσμου τούτου τις ζωές
ασάλευτη θα καμμιά δε θ' απομείνη.
Μ' απ' όλους πιο στερνά θε να χαθή
ο ποιητής στην ώρα τη μεγάλη,
της γένεσης παληός τραγουδιστής,
και του χαμού στερνή ωδή να ψάλλη.
ΨΥΧΟΠΟΝΙΑ
Φτωχάνθρωπε που ολημερίς
μοχθίζεις μέσ' στο δρόμο
έχοντας μιας σκληρής δουλειάς
βαρύ σταυρό στον ώμο,
πιότερο σε συμπόνεσα
τ' απόψε που γελούσες,
και στον καϋμό σου ακουμπιστός
το σύμπαν περγελούσες.
ΒΡΑΔΥΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
Νάταν το θείο σούρουπο,
τ' αγέρι που εφυσούσε,
νάταν το πεύκο που έκλαιγε
και σιγοτραγουδούσε;
Νάταν η νύχτα που έρχονταν
πλημμυρισμένη μάγια,
νάταν τ' αστέρια που έφεγγαν
στον ουρανό ανάργια;
Για ήσουν συ που πέρασες
για μια στιγμή κοντά μου
και πήρες την αγάπη μου
και πήρες τη χαρά μου;
Ηράκλειο 1911 - Λεωφόρος Καλοκαιρινού πηγή:mycreta,
Το Ηράκλειο είναι την εποχή εκείνη μια πόλη με έντονη κίνηση , εμπορική και πνευματική. Κυκλοφορούν εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και αρκετές γυναίκες τολμούν να κάνουν διακριτή τη λογοτεχνική τους παρουσία. Η Κατίνα επηρεάζεται από αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και αναπνέει τον λογοτεχνικό αέρα που φυσάει στην πόλη. Ξεχωρίζει η στενή φιλία της με την Γαλάτεια Αλεξίου - Καζαντζάκη.
Το 1936 μια δεύτερη ποιητική συλλογή κυκλοφορεί με τίτλο " Απλοί σκοποί", η οποία γίνεται δεκτή με πολύ ευνοϊκά σχόλια από τους λογοτεχνικούς κύκλους.
ΝΕΑΝΙΚΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Είμαστε νέοι μες στης ζωής ακόμα τον Απρίλη.
Μπροστά μας στέκεται ο καιρός του θέρου και του τρύγου
κι' οι πόθοι οι χρυσοφτέρουγοι σε λουλουδένια χείλη
τη γλύκα δεν εγεύτηκαν και τη δροσιά του μύρου.
Κι ωστόσο όλοι βαρύθυμοι κι απογοητευμένοι,
δειλοί κι αναποφάσιστοι κοιτάζουμε το δρόμο,
κι αργοδιαβαίνουμε σκυφτοί, βουβοί, συλλογισμένοι
και μας βαραίν' η νιότη μας καθώς σταυρός στον ώμο!
ΕΝΩ ΒΡΕΧΕΙ
Με την ψυχή περίλυπη στο παραθύρι στέκω·
έξω σκοτάδι κι ερημιά βαθειά και πάντα βρέχει.
Ένας φτωχός ξυπόλυτος που διάβηκε στη στράτα
τη σκέψη μου στο διάβα του συνεπαρμένην έχει.
Πού πάει; Ποιος τον σκέπτεται και ποιος τον περιμένει,
με κάποιο λόγο τρυφερό χαρά να τον γεμίσει;
Πέρασε αργά σαν άνθρωπος απόκληρος και μόνος
που μήτε αγάπες τον τραβούν μήτε τον διώχνουν μίση.
Πού πήγε; Τι να γίνηκε; Με κρυφοκαίει η έγνοια
που ο νους μου στέκει ανήμπορος να την αποκοιμίσει.
Θα γείρει από την κούραση μπροστά σε κάποια θύρα
κ' ίσως δε θα θα' χει δύναμη και να βαρυγγωμήσει.
Με την ψυχή περίλυπη στο παραθύρι στέκω
και πάντα ο νους μου ακολουθεί τον θλιβερόν αλήτη
και τον πονώ σαν αδερφή με μιαν βαθειάν αγάπη.
Κάποτε βρέθηκα και γω στο δρόμο δίχως σπίτι.
Οι δύο αυτές συλλογές την φέρνουν σε επικοινωνία με διανοούμενους και λογοτέχνες όπως τον Γιάννη Σκαρίμπα, το Βάσω Δασκαλάκη, το Νίκο Καζαντζάκη, το Νίκο Πλουμπίδη, τον Γιάννη Ρίτσο κ.α.οι οποίοι αλληλογραφούν μαζί της.
Δύσκολες μέρες όμως έρχονται για την οικογένεια Παΐζη, η οποία καταρρέει οικονομικά όταν καταργείται το μονοπώλιο καπνού. Φτωχοί πλέον και με χαμένη την περιουσία τους μετακομίζουν στην Αθήνα.
Η Κατίνα παντρεύεται τον μουσικό Γιώργο Ζωγράφο, δουλεύει στο Μαράσλειο Δημοτικό σχολείο. Ένας αποτυχημένος τοκετός τη σημαδεύει και μετά γεύεται τη χαρά από τη γέννηση του γιού της Ορέστη.
Στην Κατοχή εντάσσεται στο ΕΑΜ και δημοσιεύει αγωνιστικά ποιήματα. Το όνομά της είναι ανάμεσα σε εκείνα των πνευματικών ανθρώπων που στέλνουν επιστολή διαμαρτυρίας στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό μετά το αιματοκύλισμα της μεγάλης διαδήλωσης που έγινε στις 5 Μαρτίου 1943 για την πολιτική επιστράτευση. Γι' αυτή της τη συμμετοχή και για το πανώ που κρατούσε μαζί με την Γαλάτεια Καζαντζάκη και τον Κούλη Ζαμπαθά με σύνθημα Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΛΑΟ, κλήθηκε στο Πειθαρχικό συμβούλιο και μετατέθηκε από το Μαράσλειο στο 2ο εξατάξιο της Καλλιθέας.
Το 1955 εκδίδει την ποιητική συλλογή "Παραλλαγές".
ΘΑ ΦΥΓΩ
Θα φύγω ως ήρθα μιαν ογρή, συννεφιασμένη μέρα
και πάλι μόνο θα βρεθώ μέσ' στην πολύβουη στράτα
δαρμένη από τον πόνο μου και τον τραχύν αγέρα
και φλογισμένα δάκρυα τα μάτια μου γεμάτα.
Μα κάποτε που η Άνοιξη στα δέντρα θ' ακουμπήσει
και θα ξυπνήσει η μυγδαλιά μέσ' στο λευκό όνειρό της
το τέλος του παραμυθιού, ποιος θα μου το ιστορήσει
που η μοναξιά τη θύρα μου θα κλει με το φτερό της;
Άραγε πόσοι γνωρίζουν ότι το υπέροχο τραγούδι που ακουγόταν στη γνωστή τηλεοπτική σειρά Ο Μεγάλος Θυμός, με τον Χρήστο Θηβαίο σε μουσική Βασίλη Δημητρίου, είναι της Κατίνας Παΐζη;
ΑΓΑΠΗ
Πόσο πολύ σ' αγάπησα ποτέ δε θα το μάθης,
καλέ, που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά.
Απ' τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά.
Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου,
Δεν έσταξε απ' τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό.
Κουνούσα το μαντήλι μου αλαφρά στο μισεμό σου
και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό.
Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων.
Δεν μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή .
Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρυνών σου δρόμων
κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ' άγγιζε προσευχή.
Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες,
που η μοναξιά με τρόμαζε και μούπαιρνε το νου,
τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες
κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού.
Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή,
αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις
πως οι στιγμές που μούδωκες αξίζουν μια ζωή.
Μετά τη συνταξιοδότησή της δουλεύει στο σχολείο της Μαρίας Γουδέλη με το σύστημα Μοντεσόρι. Στηρίζει οικονομικά και ηθικά την οικογένειά της και τους φίλους της. Συμπαραστέκεται στην αδελφή της Αλέκα Παΐζη στα δύσκολα χρόνια της εξορίας αλλά και μετά από αυτήν, την ακολουθεί παντού. Δημοσιεύει πού και πού σε διάφορα περιοδικά.
Έχει γράψει ποιήματα για παιδιά και το 1988 μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Σφακιανές κουβέντες, όπου αποδίδει λογοτεχνικά τις αφηγήσεις της μάνας της.
Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από χαμηλόφωνο λυρισμό και έχει επιρροές από τον Κώστα Καρυωτάκη, την Μαρία Πολυδούρη και τη Μυρτιώτισσα. Το μελαγχολικό παρόν και μέλλον, ο ανεκπλήρωτος έρωτας , η απώλειά του , αλλά και η κοινωνική αδικία, οι κατατρεγμένοι και οι απόκληροι της ζωής είναι μερικά από τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο της.
" Η ποίηση της Κατίνας Παΐζη πάνω απ' όλα διαθέτει δύο σημαντικά προσόντα: αθωότητα και αυθεντικότητα. Τα βιώματα της θα έλεγε κανείς πως τα χειρίζεται με αιθέριες, αριστοκρατικές χειρονομίες σαν να' ταν πολύτιμα μετάξια και πετράδια που θέλει να τα σώσει από την οξείδωση και τη φθορά του χρόνου. Μια ξεχωριστή ποιητική φωνή στα μυθικά χρόνια του μεσοπολέμου που σφραγίζει με τον προσωπικό της τρόπο διαχρονικά ανθρώπινα προβλήματα: έρωτας, θάνατος, στέρηση, αγώνας.
Ήταν μεγάλη ποιήτρια η Κατίνα Παΐζη; Όχι. Ήταν ελάσσων ποιητική φωνή της γενιάς της. Με σπουδαίες στιγμές στο έργο της. Αξιομνημόνευτη, λοιπόν, γι' αυτές τις ξεχωριστές στιγμές της πένας της; Ναι! Γιατί το δίλημμα του μείζονος και του ελάσσονος στην Ποίηση είναι ψευτοδίλημμα. Το εμείς μετράει περισσότερο και όχι το εγώ. Γιατί το δάσος δεν μας συγκινεί μόνο για τα ψηλά, σκιερά του δένδρα. Μα και για τους ταπεινούς θάμνους του, τις πόες, τα μικρά ανθάκια που επιμένουν - και επείγονται - ν' ανθίζουν στη σκιά των ψηλόκορμων, αιωνόβιων δένδρων. Που ποικίλλουν την ομορφιά μεγαλύνοντας το ταπεινό, βοηθώντας το να εκχύσει σπάνια αρώματα. Υπηρέτες μιας μνήμης που ποτέ δεν χάνεται.
Μάθημα διαχρονικό για όλους, γραφιάδες και μη: " Όλοι μαζί κινούμε συρφετός..."
Για τα υπόλοιπα αποφαίνεται ο χρόνος." (Νίκη Τρουλλινού)
Η Κατίνα Παΐζη πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1996. Το κείμενο στηρίχθηκε στο βιβλίο ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ Πόσο πολύ σ' αγάπησα. Έρευνα - Κείμενα - Επιμέλεια : Νίκη Τρουλλινού. Σειρά "Οι λησμονημένοι του Τόπου" αρ. 4 Εκδόσεις Δοκιμάκης, Ηράκλειο 2011. Το σχέδιο στο εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Μανώλης Αποστολάκης. Το βιβλίο περιέχει cd με τις Σφακιανές κουβέντες, τις οποίες διαβάζει μοναδικά η ηθοποιός Λήδα Δημητρίου συνοδευόμενη από το πιάνο του γιου της Κατίνας Ορέστη Ζωγράφου με την ηχητική επιμέλεια της Στεφανίας Τσακίρη.
Ο τίτλος της ανάρτησης δανεισμένος από τη Νίκη Τρουλλινού.
Τα ποιήματα και η φωτογραφία από το βιβλίο.