Σελίδες

Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

Ορέστης Αλεξάκης (1931-2015) Ποιήματα

ΑΥΤΟΣΥΣΤΑΣΗ-Από τη συλλογή Η λάμψη (1983)

Με λένε Ορέστη μα στη λέξη
μη σταθείς

Παρακαλώ προσπάθησε
πίσω απ’ τη λέξη
να δεις τη νύχτα του χιονιού
και του αγριμιού
το μάταιο μες στην ερημιά
ν’ ακούσεις κλάμα

Ορέστης Αλεξάκης, Συλλογή «Ληξίαρχος»/Αστρολάβος-Ευθύνη, 1989

Συχνά

Ξεχνώ το δρόμο και το αστέρι

Παραπατώ σε σκοτεινούς μαιάνδρους

Ψάχνω να βρώ ρωγμή-σινιάλο μνήμης-

Ξάφνου ξυπνώ και πάλι νικημένος

…………..

Κι ωστόσο

γράφω ποίηση.


Ορέστης Αλεξάκης, Λεπτομέρειες για σπίτια που παλιώνουν
 
Κανείς δεν ξέρει πού
κοιτούν
τα σπίτια

μέσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο

Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινές τους φλέβες να φουσκώνουν

μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές του ανέμου

Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνος τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους

Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκαλά τους απ’ το βάρος

και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει
Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος (1989)

Μαρία των άστρων-Ορέστης Αλεξάκης

Τώρα που βλέπω τη μορφή σου στη φεγγοβολή της
Ανατρέχω στις επίγειες αστροφεγγιές μας
Σ’ αυτό το ρίγος από λίμνες κι αθέατα δάση
Σ’ αυτό το φέγγος από αναπόληση και γυρισμό

Σ’ έλεγα Μαρία για να σε διακρίνω
Από τ’ άπειρα θαύματα των διαλογισμών μου
Για να δίνω πρόσωπο στους καθρεφτισμούς σου
Σ’ έλεγα Μαρία για να σε κρατώ

Στο σπίτι που σε σκοτεινούς καιρούς ανθοφορούσε
Πριν σιδερόφραχτοι χειμώνες το γκρεμίσουν
Ήταν η έναυλη σιωπή σου μνήμη πατρίδας
Ήταν το δάκρυ σου έκλαμψη προσμονών

Ξέρω πως ψάχνεις να με βρεις στα μέσα σου άστρα
Κι εγώ σε ψάχνω ανάφτερη στα λυκαυγή μου
Πώς ζήσαμε τόσο κοντά του χωρισμού τον στρόβιλο
Και τώρα πια πώς σμίγουμε σε μια στιβάδα φως

Ορέστης Αλεξάκης, [Κάθε φορά σ’ αγγίζω και πεθαίνω...]
 
[Από την ενότητα Α. Τα δύο πρόσωπα]

Κάθε φορά

σ’ αγγίζω
και πεθαίνω

κάθε φορά
σ’ αγγίζω
κι ανασταίνομαι

να σε κρατήσω ωστόσο
δεν μπορώ

πάντα γλιστράς προς το γαλάζιο
πάντα
ξεφεύγεις
προς την απεραντοσύνη

Και συνεχίζω τους μικρούς θανάτους μου
και τις μικρές μου μάταιες αναστάσεις
πάνω στο φρύδι τού
βαθιού
γκρεμού

Παίζοντας την τυφλόμυγα μαζί σου

Από τη συλλογή Βυθός (1985)
Έκλεισα τις ρωγμές-Ορέστης Αλεξάκης

Έκλεισα τις ρωγμές του σώματός μου
σκούπισα των καιρών τ' αποκαΐδια
τόσα συντρίμμια
τόση στάχτη εντός μου

στόλισα της ψυχής τ' ανθοδοχεία
όλα τα φώτα μου άναψα
και τώρα

προσμένω μάταια να μ' επισκεφθείς
προσμένω μάταια να
με κατοικήσεις

ΑΦΗΓΗΜA-Ορέστης Αλεξάκης

Τις νύχτες του καλοκαιριού
–με ή χωρίς φεγγάρι αδιάφορο–
κάτω απ’ το κεντρικό καμπαναριό
κάθεται πάντα σ’ ένα σκαλοπάτι
ακίνητος και σιωπηλός
μέχρι να φέξει.
Χρόνια και χρόνια κάθε νύχτα εκεί
την ώρα που όλοι οι χωριανοί κοιμούνται
Με τα χέρια ριγμένα στους μηρούς
και το βλέμμα απλανές – έξω απ’ τον χρόνο.
Αμίλητος κι ανέκφραστος
σαν άγαλμα
που δεν του φύσηξε πνοή ζωής ο γλύπτης
Χαράματα σηκώνεται απ’ τη θέση του
και φεύγει αργά κι αθόρυβα – σαν ίσκιος.
«Ζει στο δικό του κόσμο» λένε οι φίλοι
«Άκακος όμως, ήσυχος πολύ
Έξω από τους ρυθμούς των επιγείων»
Μια νύχτα τόλμησα να πάω κοντά του
Λέξη δεν είπε στον χαιρετισμό μου
Ό,τι κι αν τον ρωτούσα αυτός σιωπούσε

Κύλησαν ώρες Πήρε να χαράζει
Μέχρι που τόλμησα ξανά «Τι ψάχνεις;»
«Στήνω το αυτί μήπως ακούσω» μου ’πε
Και βιαστικά συμπλήρωσε «Μα ως τώρα
τίποτα δυστυχώς… σιγή θανάτου…
Μονάχα μια αξεδιάλυτη βοή
σα να κυλούν νερά σε υπόγεια τάφρο»
«Γιατί επιμένεις;» ρώτησα και πάλι
«Έχω καθήκον» μου αποκρίθη. «Χρέος
που με βαραίνει από γεννησιμιού μου
Να στήνω αυτί
Να στήνω αυτί
Κι ας μην ακούω…»

Ορέστης Αλεξάκης, Επίγραμμα

Αν με μετρήσεις με φωνές και πεταλούδες
Θα μ’ εύρεις πιο μεγάλο απ’ το κλουβί μου
Κι ωστόσο, πες μου, πώς χωρώ εδώ μέσα;
Από τη συλλογή Η Περσεφόνη των γυρισμών (1974)


O Oρέστης Aλεξάκης γεννήθηκε στις 2/10/ 1931 στην Kέρκυρα. Σπούδασε νομικά και άσκησε στην Aθήνα το επάγγελμα του δικηγόρου έως το 1992. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αυτοεξορίστηκε στη Δυτική Γερμανία. Μετά το 1992 έζησε στην Κέρκυρα και στη Θεσσαλονίκη ενώ μετά εγκαταστάθηκε και πάλι μόνιμα στην Αθήνα. Έγραψε κυρίως ποίηση, παράλληλα όμως ασχολήθηκε με φιλολογικά μελετήματα, δοκίμια και κριτική. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Ισπανικά και Σερβικά.  Ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου του 2015.

Τιμήθηκε για την ποίησή του με το  Βραβείο Νικηφόρου Βρεττάκου του Δήμου Αθηναίων.
ΠΗΓΗ