Σελίδες

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

ENA HMIΣΦΑΙΡΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ-Charles Baudelaire

ENA HMIΣΦΑΙΡΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ-Charles Baudelaire (1821-1867), (μτφρ-επίμετρο Κώστας Ριτσώνης)
Άφησέ με να αναπνεύσω για πολύ χρόνο , για πολύ καιρό , την μυρωδιά των μαλλιών σου, εκεί να βουτήξω όλο το πρόσωπό μου
όπως ένας διψασμένος άνθρωπος μέσα στο νερό μιας πηγής , και να τα κουνήσω με το χέρι μου όπως ένα μαντήλι αρωματισμένο , για να τιναχτούν οι αναμνήσεις έξω στον αέρα .
Αν μπορούσες να ξέρεις όλα αυτά που βλέπω ! όλα αυτά που αισθάνομαι ! όλα αυτά που ακούω μέσα στα μαλλιά σου . Η ψυχή μου ταξιδεύει πάνω στο άρωμα όπως η ψυχή των άλλων ανθρώπων μέσα στη μουσική .
Τα μαλλιά σου περιέχουν ένα ολόκληρο όνειρο , γεμάτο κατάρτια και πανιά…περιέχουν μεγάλες θάλασσες που οι μουσώνες τους με κατευθύνουν σε ευχάριστα κλίματα , όπου ο χώρος είναι πιο γαλάζιος και πιο βαθύς , όπου η ατμόσφαιρα είναι αρωματισμένη από τα φρούτα , από τα φύλλα κι από το δέρμα των ανθρώπων .
Μέσα στον ωκεανό των μαλλιών σου, μισοβλέπω ένα λιμάνι γεμάτο με μελαγχολικά τραγούδια, άντρες ρωμαλέους από όλα τα έθνη και κάθε μορφής καράβια που οι φίνες και πολύπλοκες αρχιτεκτονικές τους προβάλλονται κομμένες πάνω σε ένα ουρανό απέραντο όπου αναπαύεται η αιώνια ζέστη .
Μέσα στα χάδια των μαλλιών σου ξαναβρίσκω τις αδυναμίες των μακριών ωρών που πέρασαν πάνω σε ένα ντιβάνι , μέσα στο δωμάτιο ενός όμορφου καραβιού νανουρισμένες από το ανεπαίσθητο κύμα του λιμανιού , ανάμεσα στις γλάστρες με τα λουλούδια και τις δροσιστικές κανάτες .
Μέσα στη φλεγόμενη εστία των μαλλιών σου , αναπνέω τη μυρωδιά του καπνού ανακατεμένη με όπιο και με ζάχαρη…μέσα στη νύχτα των μαλλιών σου , βλέπω να αστράφτει το άπειρο του τροπικού γαλάζιου…πάνω στις χνουδάτες παραλίες των μαλλιών σου μεθώ από τις συνδυασμένες μυρωδιές του κατραμιού , του μόσχου και της ινδικής καρύδας .
Άφησε με να μασήσω για πολλή ώρα τις πλεξούδες σου τις μαύρες και βαριές . Όταν δαγκώνω τα μαλλιά σου τα ελαστικά κι ατίθασα , μου φαίνεται ότι τρώω αναμνήσεις .
ΠΗΓΗ

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Το Θείο Πάθος και τα πάθη των ανθρώπων

Πάθη Θεία.
Και ανθρώπινα.
Εκούσια τα πρώτα ...
Ακούσια των ανθρώπων...
 
Τον τελευταίο καιρό μοιάζουν με τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά.
  Καθ' ένας μόνος του σηκώνει το δικό του Σταυρό.
Κανείς Σίμωνας δεν προσφέρεται, ίσως και να μην υπάρχει.
Οι πραίτορες και οι λοπωδύτες παίζουν στα ζάρια τις τύχες μας. 'Εχουν ήδη διαμερίσει τα ''ιμάτια ημών ''και σε Πιλάτια λεκάνη ''Νίπτουν τα χείρας ''.
Τα τριάκοντα αργύρια, βρήκαν πρόθυμο τον Ιούδα.
Η προδοσία καραδοκεί με ένα φιλί στο στόμα.
Ουδείς μετανιώνει.
Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις.
Το Θείο Πάθος και τα πάθη των ανθρώπων.
Ενώπιόν τους στέκονται μόνο οι ''καταραμένοι'',
οι ''τρελοί'', οι ''ποιητές''.
Ολοι όσοι καρφωμένοι στο Σταυρό τους, 
ψιθυρίζουν το δικό τους ''Μνήσθητί μου''.
 Και το ερώτημα παραμένει ίδιο.
Αναπάντητο ανά τους αιώνες.
''Ιησούν ή Βαραβάν;''... (Μαρία Λαμπράκη)

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Στρατής Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω (1924) »- «Η Μεγάλη Παρασκευή στη Σκάλα»


Ο Επιτάφιος Θρήνος. Η εικόνα υπογράφεται από τον Κρητικό ζωγράφο Εμμανουήλ Λαμπάρδο. Αναπαράγει έναν εικονογραφικό τύπο που αναπτύχθηκε στην Κρήτη τον 15ο αιώνα και βασίζεται σε παλαιολόγεια πρότυπα. Στο κάτω μέρος της εικόνας διακρίνεται κανάτι με αρώματα για την περιποίηση του σώματος του νεκρού.
ΠΗΓΗ

Στρατής Μυριβήλης, «Η Μεγάλη Παρασκευή στη Σκάλα»

 Όπου έρχεται η Μεγαλοβδομάδα, έρχεται κ’ η Μεγάλη Παρασκευή, να βγάλουν τη νύχτα τον Επιτάφιο, να τον γυρίσουν μέσα στο χωριό. Τούτες οι γιορτάδες παίρνανε μορφή εθνικής επίδειξης μπροστά στους Τούρκους. Προπάντων ο Επιτάφιος και η Δευτερανάσταση, που είχαν τις μεγάλες λιτανείες με όλα τα λάβαρα.
Τον Επιτάφιο τον περιμέναμε όλο το χρόνο με λαχτάρα. Ήταν μια νύχτα γεμάτη μαγεία και συγκίνηση, όλο χρυσαφιά χρώματα και φως. Μύριζε ως τ’ άστρα ο αγέρας δάφνες και μοσκολίβανα.
Σαν ξεκινούσε η λιτανεία, μπροστά πήγαιναν τα ασημένια φανάρια με τα χρωματιστά κρύσταλλα, σηκωμένα ψηλά – ψηλά, πάνω στα γαλάζια τους κοντάρια. Τα ξεφτέρουγα με τις μαλαματένιες αχτίδες άστραφταν στα φώτα.
Και κείνα τα λάβαρα, οι πελώριες βελουδένιες εικόνες, σηκωμένες σαν σημαίες, όλο χρυσή φούντα από καθαρό μαλαματένιο σύρμα, ν’ αντιφεγγίζουν κάτω από τις λαμπάδες και να τρέμουν. Στη μέση η Ταφή και η Σταύρωση.
Τα κρατούσαν «τα παπαδάκια», αγόρια ντυμένα με άσπρα και γαλάζια άμφια, τα σήκωναν όσο μπορούσαν πιο ψηλά, να φτάνουν ως εκεί μπροστά στα «ξεπεταχτά» των τούρκικω σπιτιών.
Ξέραν πως πίσω από τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα ξενυχτούσαν οι χανούμισσες, τα τουρκάκια, οι γέροι μουσουλμάνοι, φαρμακωμένοι όλοι τους από τη ζήλια, να βλέπουν την αρχοντιά και τα μεγαλεία της θρησκείας μας.
Πίσ’ από τα λάβαρα ερχόταν ο παπάς με τ’ αγιονταφίτικα άμφια. Χοντρό μενεξελί μεταξωτό με ολόχρυσες ουγές, στολισμένο με σταυρούς από αληθινά μαργαριτάρια. 

Έβγαζαν και τ’ ακριβό Βαγγέλιο στη λιτανεία. Το δέσιμό του ήταν πλάκες ατόφιο χρυσάφι δουλεμένο. Οι τέσσερεις Ευαγγελιστές στις τέσσερεις γωνιές, κ’ ένα γύρω όλο ρουμπίνια σα ρωϊδοπαπούδες. Σπίθιζαν οι πέτρες, βυσσινιές, πράσινες, κρασουλιές.
Ύστερα ερχόταν το κουβούκλιο από τον Επιτάφιο, χαμένο κάτω από τις βιόλες και τους αβαγιανούς. Ο Επιτάφιος, μεγάλος, ολόσωμος, κεντημένος στο χρυσάφι και στα πετράδια. Κι από πίσω όλοι οι χριστιανοί με τις λαμπάδες και με τα φαναράκια. Άντρες, γυναίκες και μωρά.
Σε κάθε τρίστατο η λιτανεία σταματούσε κ’ έλεγαν την ευκή. Σταματούσε και στην πόρτα των δημογερόντω. Και παντού έκαιγε μοσκολίβανο, τα μπρούτζινα θεμιατά κάπνιζαν στις πόρτες, στις σκάλες, στα παραθύρια. Ο ευωδιαστός καπνός ανέβαινε ειρηνικά ίσαμε τ’ άστρα, ο αγέρας μύριζε ροδόσταμα.
Τα ράντιζαν οι κοπέλες από τα μπαλκόνια με κρουσταλλένια ροδοστάλια. 

Το φως από τις λαμπάδες έπαιζε παράξενα, ηδονικά, στο παχουλό τους πηγούνι, στα ρουθούνια και στα ματόκλαδα. (Ποτές οι κοπέλες του χωριού δε μας φαίνονταν έτσι γλυκιές και επιθυμητές, όσο τη νύχτα του Επιτάφιου).
Οι Τούρκοι πια να τα βλέπουν όλα αυτά και να σκάνουν από το κακό τους. Μόνο η δικιά μας η θρησκεία είχε τέτοια δόξα. Το ξέραμε και χαιρόμαστε γι’ αυτό. Περνούσαμε χαρούμενοι, συγκινημένοι ως τα δάκρυα και περήφανοι. Περνούσαμε μονιασμένοι ως το θάνατο, φρουρά ομόψυχη γύρω στο Χριστό μας, όλοι οι Έλληνες. Που θέλεις και δεν μπορείς να πας, σαν έχεις μπροστά σου τα λάβαρα και τα ξεφτέρια Του. Ποιον θέλεις και δε θα τον νικήσεις με τέτοιο μποστολάτη.
Όπου ήταν για να γίνει στάση, τα παιδιά της κάθε γειτονιάς είχαν μπλεγμένες καμάρες από δάφνες, να σταθεί από κάτου το κουβούκλι, ο Επιτάφιος. 

Απ’ αυτές κρέμαζαν μεγάλα χαρτένια φανάρια πολύχρωμα, στολισμένα με χρυσόχαρτα και λογής ξόμπλια. Σχημάτιζαν σταυρούς, σημαίες ασπρογάλαζες, τούμπανα, άστρα. Κάναμε και τρίγωνα χαρτοφάναρα με του Θεού το μάτι στη μέση.
Παράβγαιναν οι γειτονιές ποια να στολίσει πιο όμορφα την καμάρα της. Στη στάση της αγοράς, εκεί πια γινόταν η μεγάλη στολισιά.
Μια φαρδιά αψίδα σηκωνόταν κ’ έπιανε όλο το φάρδος της μικρής πλατέας. Τα φανάρια της αμέτρητα και στη μέση ένα μεγάλο, με τη Σταύρωση πάνω στο τριανταφυλλί χαρτί. Αυτό το λέγαμε «το δωδεκάφωτο». Μέσα έκαιγαν αράδα όλα τα σπαρματσέτα – οι δώδεκα Αποστόλοι. Εκεί σταματούσε για πολλήν ώρα η λιτανεία. Έψελναν τα παιδιά τον Επιτάφιο Θρήνο, οι παπάδες λέγαν όλες, τις ευχές. Αντίκρυ ήταν τα τούρκικα καφενεία. Γι’ αυτό.
Ανέβαινε το λοιπόν κείνη την αξέχαστη βραδιά η μεγάλη λιτανεία με ψαλμουδιές κι αναμένες λαμπάδες. Μέσα στο σκοτάδι, από τόσον κόσμο, δεν άκουγες μιλιά. Μόνο τα παπούτσια τα ρούχα, γιόμιζαν σούσουρο τη νύχτα.
*
Από το μυθιστόρημα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», 1943.
ΠΗΓΗ

Η ζωή εν τάφω (1924)- Στρατής Μυριβήλης
Απόσπασμα

‘Ηταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. ’Ενα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα. 

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. ‘Εχει κι ένα κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα ‘ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. 

Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής. Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ. Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα.
Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός.
Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Στρατή Μυριβήλη / ΕΔΩ