Οταν η νύχτα γίνεται δοξάρι στα σώματα των Εραστών
Ο Ερωτας παίζει στα δάχτυλα την πιο ωραία μουσική
Ηρθε κάποτε απροσδόκητα με την αλήθεια του να ομορφήνει τα παραμύθια της 'Ανοιξε την αγκαλιά του κι οι γλυκόπικροι ανθοί της μοναξιάς σκορπίστηκαν σαν τα πουλιά.
Θ' αλλάξουμε σώματα κάποτε απο Ερωτα πεθαίνοντας πρώτα...
Γιατί πληγώνουν τα δέντρα; Τόσες πολλές καρδιές χαραγμένες πάνω τους... Αναρωτιέμαι Τι γυρεύουν τα μαχαίρια στα χέρια των Ερωτευμένων;
Σε χρυσή βελόνα πέρασε το νήμα της η νύχτα Παρτο (είπε) στ' όνειρο να ράψεις τις πληγές του κόσμου....
Ανύποπτες ώρες αργοκυλούν στους λεπτοδείχτες και πάνω τους ασθμαίνοντας οι επιθυμίες... Για όσα δεν είπαμε, εκείνα που ίσως... Θυμάμαι ακόμα τα λόγια σου Μην έρχεσαι μαζί μου (είπες) ο έρωτας είναι γυαλί που κόβει βαθιά Χμ, κανείς δεν σου είπε πως χρόνια τώρα περπατώ με τα πόδια γυμνά πάνω στα σπασμένα γυαλιά του Ερωτά σου;
Ακόμα και η πιο όμορφη νύχτα κρύβει μέσα της μια υποψία μελαγχολίας... Σαν να κλαίει κάπου μακριά ένα μοναχικό σαξόφωνο
Οταν τραγουδάς τη νύχτα χαμηλώνει το φεγγάρι και ξαγρυπνά μαζί σου. Γλυκόπικροι στοχασμοί λέξεις και αισθήματα Συνωμοσία στην αυγή... Χάδι στην καινούργια μέρα...
Γύρισε ανάποδα την κλεψύδρα του ο χρόνος Η νύχτα φωνάζει τ' όνομά σου Απο τις στάχτες της μνήμης / θα σε ανασύρω εκεί αφήνει πάντα /το υστερόγραφό του/ο Ερωτας Για να θυμίζει πως/όλα ξεκίνησαν απο μια Φωτιά...
Στην ανάδυση του φεγγαριού λύγισε ο μίσχος των ματιών σου Ενα φιλί σου έστειλα με την θάλασσα την αφροστολισμένη κι άνθισαν τα νυχτολούλουδα του Ερωτα...
Αν σταματούσε ο χρόνος στις θάλλασες του Ερωτα θα κολυμούσαμε για πάντα στα νερά του. Κι έτσι όπως δυο κύκνοι κάτω απο το φως του φεγγαριού, τραβώντας ίσια για το νησί του ονείρου θα δρασκελούσαμε το φράγμα του χρόνου,
φωτίζοντας με ολόχρυσες ανταύγειες το Απειρο. Κείμενα, Μαρία Λαμπράκη
Φωτογραφία, Eva Bak Λυκόφως! Η ώρα λίγο πριν και λίγο μετά τη δύση του ήλιου μισοσκόταδο, σύθαμπο, σούρουπο, απόβραδο, δειλινό΄. Τάσος Λειβαδίτης — Ώρα του λυκόφωτος «Ω, λυκόφως, δίκαιη ώρα, που και στα πιο ταπεινά πράγματα δίνεις μια σημασία πριν έρθει η νύχτα.»
Φθινοπωρινό σούρουπο - Τάσος Λειβαδίτης Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και πιο πολύ το φως σα να τελείωνε για πάντα ο κόσμος.
Τάσος Λειβαδίτης, Δειλινό Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα – αλλά κι εγώ ποιος ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα κι έτρεχα να τη σώσω. Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.
Την ξέρεις κείνη τη στιγμή του θερινού λυκόφωτος μες στο κλειστό δωμάτιο· μια ελάχιστη ρόδινη ανταύγεια διαγώνια στο σανίδωμα της οροφής· και το ποίημα ημιτελές επάνω στο τραπέζι – δυο στίχοι όλο όλο, μια αθετημένη υπόσχεση για ένα εξαίσιο ταξίδι, για κάποια ελευθερία, κάποια αυτάρκεια, για κάποια (σχετική, φυσικά) αθανασία.
Φωτογραφία, Eva Bak Ἡ Θαμπωμένη Χώρα-Λάμπρος Πορφύρας Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη, πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα, μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.
Οδυσσέα Ελύτη, «Μυρίσαι το άριστον. XIV» Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.
(Ο. Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος) Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλή- θειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβο- λία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των μα- τιών του. Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυ- χτερινής χλόης μου.
Οδυσσέας Ελύτης, απόσπασμα, από «Το Άξιον Εστί»
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε! Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά. Φύγανε και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!
Ηλιοβασίλεμα-Μίλτος Σαχτούρης
Στον Αλέξη Φασιανό Αυτή η ξαφνική η παγωνιά μέσα στο καλοκαίρι θαμπώνουνε της φίλης μου τα μάτια λέει: Είμαι κατάστικτη από κόκκινο κακό όμως καθαρή σαν το ελάφι τί να κάνω μακριά από την πηγή; περνάει ο άλλος σκοτεινός με σίδερα και περικεφαλαία φωσφορίζοντας μέσα σ’ ένα κλουβί κλεισμένος δίχως δόντια πώς να ζήσει κι έξω ηλιοβασίλεμα σβήνουνε χαμηλώνουν οι φωνές των ζώων ανάποδα πετάν τα περιστέρια σε ξεχασμένη θάλασσα γλυκά περνάνε ψάρια δέντρα λουλούδια και καΐκια.
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ - ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμένα στα ωκεάνια μάτια σου. Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιο ψηλή φωτιά η μοναξιά μου που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός. Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουν και κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου. Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μου κι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου. Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένα σ' αυτή τη θάλασσα που αναταράζει τα ωκεάνια μάτια σου. Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια που σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ. Καλπάζει η νύχτα στη φοράδα της τη σκοτεινή
ΔΥΣΗ-Amir Or Σε τούτο το ευαίσθητο γαλήνιο φως το μάτι βαραίνει από τη σκιά, βαθαίνει από την απουσία. Τα πράγματα μετέωρα στον χώρο, πέφτουν στο έδαφος όταν τα βλέπεις, διάφανα – Κι ο τρόπος τους να υπάρχουν τώρα είναι ο τρόπος τους να σβήνουν και να χάνονται.
Το μάτι που δημιουργεί έχει αδυνατίσει, Κι ο κόσμος που ανάβλυζε έχει γίνει σχεδόν θάλασσα. Όποιος είναι μπροστά μου, πίσω μου, δίπλα μου είναι εγώ, αλλά δεν είναι εδώ. Κι είναι αργά πια. Η μέρα έχει φύγει. Κι εμείς αφημένοι εδώ, μόνοι.
Στις όχθες του κόσμου καθίσαμε τις ψυχές μας ικετεύοντας – Εκεί θρηνούμε αόμματοι, όταν βυθίζουμε το βλέμμα στη μεγάλη θάλασσα και ξαφνικά θυμόμαστε πως έχουμε υπάρξει.
ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ-Amir Or Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη. Αυτό που υπήρχε και το είδαμε έχει φύγει, πέρασε απ’ τα μάτια μας και χάθηκε και μ’ ένα ακόμα φθινόπωρο μας βάρυνε το στήθος. Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη, μα όταν οι εραστές παίρνουν ο καθείς τον δρόμο του φλέγεται η καρδιά χωρίς να καίγεται, ξεριζώνεται δίχως τις ρίζες της να χάνει, πολύ βαριά να την αντέξουμε.
Κι αν μοιραστήκαμε τον ίσκιο ενός δέντρου στον δρόμο, εκείνες οι ζωές μας πέρασαν σαν τις σκιές – κι αν μοιραστήκαμε την ευτυχία κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα ο ήλιος μας βασίλεψε μέσα σε μια σκοτεινή θάλασσα.
Το δειλινό σκεπάζει τα πάντα, δεν πνέει ο άνεμος, μα πέρα από το φως που σκοτεινιάζει, όταν θα ’χουν κλείσει τον δικό τους κύκλο, τα μάτια μας θ’ ανοίξουνε ξανά κάτω από τα βλέφαρα της ομίχλης.
Το πνεύμα ακόμα πνέει μέσα από το δάσος, ακόμα κατοικεί στα φυλλώματα η σκιά και μες στο ατελεύτητο ηλιοβασίλεμα για το άπειρο του έρωτα θ’ αποχωριστούμε. Μετάφραση: Αναστάσης Βιστωνίτης
«Χρώματα περασμένου δειλινού, άρωμα δίχως συγκίνηση
Άδεια νοήματα μιας χαρακιάς που σημαδεύει την πληγή σου
Ο τρόπος να ξυπνήσεις μέσα σ’ αυτή την αγωνία μιαν
ανάμνηση θυσίας.
Μια πονεμένη κραυγή στην πρώτη γραμμή κάθε μάχης
Μια μητέρα το βρέφος στη γωνιά με τα ερείπια
Οι νικημένοι στρατιώτες
Οι αιχμάλωτοι περάσανε ατέλειωτες σειρές δίχως όνομα
Το γράμμα που πια δεν περίμενες· έλειπες τόσον καιρό
στην επαρχία.
Όμως εγώ δε φοβούμαι τον άνεμο που μπαίνει απ’ τα
σπασμένα παράθυρα
Ζήτησα μια καινούρια βλάστηση σ’ ανεξερεύνητες
περιοχές
Ν’ ακούσεις σιμά μια φωνή, όχι τις κρύες κραυγές στους
άγνωστους δρόμους.»
Κική Δημουλά-Δημόσιος καιρός Σήκω μέρα. Νίψου έτοιμο το πρωινό σου σερβιρισμένος ο κόσμος φρέσκος μόλις τον έκοψαν από το δέντρο του ύπνου. Πάρε μαζί σου και τ’ όνειρό του για μεσημεριανό σου. Κράτα λίγο και για το σούρουπο θα πεινάσεις θα ‘ναι τα τρόφιμα κλειστά.
Δειλινά-Μαρία Πολυδούρη Περνάει εμπρός μου η μέρα σημάδι φωτεινό. Και πάντα έτσι με βρίσκει απάντεχο από πέρα βαρύ το δειλινό. Το φως σου θα στερέψης ελπίδα μου χρυσή, θα σε σιμώσουν οι ήσκιοι κ’ έτσι μοιραία θα γνέψης στο δειλινό και συ. Χουάν Ραμόν Χιμένεθ Υπήρξαν ρόδα και βιολέτες στο μπλε του στερεώματος, μαγεία μυθική χρωμάτων και αρωμάτων∙ ήταν ένα από ΄κείνα τα δειλινά των γλυκών ανοίξεων, που η ψυχή μου στις αναμνήσεις βλέπει να πλανώνται.
Γιάννης Ρίτσος «Εχω ένα πουκάμισο απ’ τα φώτα των νερών, έχω ένα χρυσό σακάκι απ’ το λιόγερμα της Σάμος, έχω μια δόξα απ’ τα πρώτα σου χαμόγελα…»
«Το τελευταίο καλοκαίρι» του Γιάννη Ρίτσου
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις τις τρεις βαλίτσες — τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα — και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του, με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα, με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλκονάκια και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο. Καρλόβασι, 3.IX.89
Φωτογραφία, Eva Bak Δειλινό -Κώστας Βάρναλης Έξω κατασταλάν τα ύστερα θάμπη· ριγεί απαλά η ιστορία των φύλλων· το μάρμαρο θανατερά αίφνης λάμπει· λες και σ’ εγγίζ’ η θερμασιά των θρύλων.
Ας μην ανάψουμε το φως! Μη σβήσει απ’ τα μάτια κάποια πάλλευκη οπτασία. Πλησίασέ μου αργά μη και ξυπνήσει το σκοτάδι που ζώνει τη[ν] καρδία. Έλα στο παραθύρι, πώς βουλιάζει το σύννεφο αμίλητο να δούμε, τη νυχτερίδα τη[ν] πνοή που αρπάζει· και κει βαθι’ ας δακρύσουμ’ έν’ αστέρι τον όρκο χείλη χείλη που θα πούμε κι ο Θεός να τον ακούσει που μας ξέρει!
(ΕΚΑΤΗ) «Μετά γίναμε δέντρο καρφωμένο στη γη και η αναπνοή της σαν κεντητή
αψηφούσε το Θεό. Την είδα να παίρνει τα φαντάσματα μου απ’ το χέρι και
να στροβιλίζεται με φτερωτά βήματα. Έσερνε ένα χορό που βάραινε τη γη
και την σήκωνε στον αέρα.
Η τρύπα στη κοιλιά της μεγάλωνε. Βούλιαξα μέσα στη λύπη. Με ένα πανικό
που με καλούσε βούλιαξα και φύτρωσα μέσα της. Άλλοτε σαν ακάθαρτο όνειρο
και άλλοτε σαν ανάσα που έκαιγε τη σπονδυλική της στήλη.
Μου είπε, τίποτα σε τούτα τα μέρη δεν μπορεί να βλάψει τον θάνατό μου.
Αλλά φοβόταν τη ζωή. Γιατί η ζωή τής έπαιρνε όσο θάνατο είχε απομείνει
και τον λιγόστευε. Η άδεια νύφη που φορούσε μαύρα καθάρισε το χρώμα της, σαν ρουζ το
έξυσε μέχρι να φανεί ουρανί και προχώρησε με ανοιγμένη κοιλιά και
απομακρύνθηκε. Μια λάμπα που σβήνει. Η λύπη έσταζε από την ανοιχτή τρύπα
και γυάλιζε σαν παρκέ. Κομμάτια τριμμένα ιδρώτα την έβαφαν. Μπορούσε να
ακούσει το χρέος του πόνου που συνοδεύει τον άνθρωπο από την αρχή. Ήταν
χαμένη. Σπαταλημένη δύναμη. Μερικές φορές είσαι αυτό που δεν είναι για
σένα. Και το ήξερε. Το δείπνο που κάθεται μόνη της πια, στο άδειο από θεούς βουνό, δεν
υπάρχει κανείς να της το προσφέρει. Και έγινε σκιάχτρο για να φοβίζει τα
πουλιά, να μην μπαίνουν άλλα πουλιά μέσα στα σπίτια των ανθρώπων και τα
ανακατεύουν. Και διαιωνίζουν το κακό της που σαν αυγό μεγαλώνει,
σκεπασμένο απ’ τη σκόνη, σε μια γωνία του κόσμου. Γιατί έχασε τόσο άδικα τον θάνατο μέσα απ’ τα χέρια της.»
(ΔΕΡΜΑ) «Άρχισε πάλι να σηκώνει σκοτάδι. Ο ουρανός είναι λερωμένος ακτές. Όλες οι όχθες του πνίγονται στα χέρια μου. Πουθενά δεν είμαι.
Ο άνθρωπος αφήνει ένα σκληρό τσόφλι να εξηγεί. Αφήνει πίσω του μια αιτία
και περιφέρεται. Στην πλάτη του απλώνουν αργά οι εικόνες. Σαν άδικα
πνεύματα. Παλιά κεριά. Θα γινόμουν άγγελος, αν ήταν να μην ακούω. Να μην
βουίζω ζωή. Περιέχω το ίδιο δέος που περιέχει η θάλασσα. Όταν φανούν οι καθρέφτες, το πλήθος θα εναντιωθεί στο φως. Να είμαι
εκεί. Θα γεμίσει η πόλη καταργημένα είδωλα. Και άμαχος. Αλλά με
γυαλισμένες χάντρες, κοιτάζω.
Ένας καταρράχτης τα πρόσωπα. Νεκρές μηχανές. Λείπει η λύπη. Αναγνωρίζω
το ακατάπαυστο που δεν θέλουν να δουν. Ο θάνατός τους είναι καρπός.
Χάνεται μέσα στο κόκαλο του πορτρέτου και προς τα κει. Έρχεται να
γελάσει συνέπειες. Ο θάνατός τους είναι θαμπός. Ασχημάτιστος. Σαν
κορίτσι στην εφηβεία. Παρ’ όλα αυτά, μόνο δείχνουν. Με μια αηδία. Ξεκόλλησε η ψυχή μου να
βλέπει. Όλο αύριο είναι. Όλο δεν επιτρέπεται να μιλήσω. Μιλούν.
Ημερομηνίες. Η απογραφή των πραγμάτων είναι αποθήκη θανάτου.
Υπάρχει ένα παλιό παιχνίδι σαν αστείο, που ο ένας χώνει το χέρι του στα
μάτια του άλλου και του βγάζει τις λέξεις. Μέχρι το τέλος. Του ξεριζώνει
τις ίνες των φράσεων απ’ τα μάτια. Οι ρόγες στα δάχτυλα μαυρίζουν, και
όμως αίμα. Τρέχει. Ολόκληρο το χέρι είναι ένα άγνωστο αίμα. Το χέρι του
σώπασε λέξεις.
Έβγαλαν τις λέξεις από τα μάτια μου και τις έκαναν δέρμα. Πες χάθηκα. Πες το. Της αφήνει το χέρι. Θέλω να χαθώ απ’ το τέλος των πραγμάτων.
Όμως ένοιωσα αυτό που αρμόζει. Και σέρνεται σαν νέος λοιμός. Αναβλύζει
από τα σώματα, τα μέρη, τα άδεια βαγόνια που είναι ζωές. Των ανθρώπων.
Όχι τώρα, μετά.
Ξεδιπλώνω κάτι που λέγεται θάλασσα. Σαν λιπόθυμο ζώο. Και με συγκίνηση
την άπλωσα στο χαλί μου να ετοιμάζεται. Λέει τα κύματα ένα ένα.
Έγινε μια τρομαχτική αλλαγή εδώ. Δεν θέλω να δω. Αν γυρίσω να δω, θα στεγνώσουν όλα. Μαζεύονται έπειτα οι πράξεις στο εργοστάσιο που σβήνουν τα χρώματα
και τις στοιβάζουν. Με καταπληκτική μανία τις φέρνουν οι εργάτριες με
γυάλινα χέρια. Τις κουβαλούν ως το τέλος. Φτιάχνουν μικρά βουνά για να
πράξουν οι πράξεις και να γίνουν ξεθυμασμένα κρασιά στον ήλιο. Και να
στεγνώσουν.
Δεν θα γυρίσω να δω. Αν γυρίσω, στέγνωσαν όλα. Να θυμάσαι να γίνεσαι. Όταν σου πω. Καιρό τώρα γράφω τον πόλεμο με
φωτιά και χρέος προετοιμασμένο. Κάτασπρος, σαν φόβος μωρού πριν τη
γέννηση. Οι κολώνες του λαιμού μου έχουν φουσκώσει. Θα τις ρίξω στη
θάλασσα με βαρίδια και χωρίς άλλο λαιμό. Χωρίς να πω γράμματα. Θα πάρω
το αρχαίο τσεκούρι μου. Και από την επιφάνεια της γης θα ανέβει ένα φως σαν πυρετός». Ενενήντα επτά σημειώσεις για το τέλος του ανθρώπινου μύθου Τα κείμενα αυτά δεν προσχωρούν σε κανένα κίνημα έχουν όλα τα κινήματα μέσα τους, μπερδεμένα. Άλλωστε, δεν έχουν αποφασίσει ακόμα, αν είναι δημιουργημένα από τον συγγραφέα τους, ή ο συγγραφέας τους είναι το δημιούργημά τους. Εκείνο που αναδεικνύεται και υπερασπίζεται σε αυτή την ομάδα κειμένων είναι η ιδέα του φωτός στην πιο απόλυτα σκοτεινή εκδοχή του. Εκεί που τα πράγματα συνεχίζονται με άπειρες δυνατότητες, μέσα στο πέπλο της νύχτας που είναι μνήμη. Αβάσταχτη. Εκεί περιμένουν αβοήθητα σπάνια ευρήματα. Σαν ανυπόφοροι κρύσταλλοι, θαμμένοι. Και οι λέξεις. Μοναδικό ρεύμα στο κέντρο μιας εποχής που φεύγει, που τελεί σε διάσταση, που αντιγράφει σκηνές. Οι λέξεις, πλήρεις αδιεξόδων. Για όσα δεν ήρθαν. Όσα ακόμη δεν βρέθηκαν. Οι λέξεις που γίνονται άθυρμα, νέμεση, ηλικία. Ούτε ζωντανές, ούτε νεκρές. Μόνο θάνατος που περιγράφει ζωή. Όταν ο κόσμος φύγει από την εικόνα που έγινε και οι απουσίες μετρηθούν ξανά, ο ανθρώπινος μύθος θα συναντήσει πάλι την εξ αίματος προϊστορία του. Μέχρι τότε, απώλεια φωτισμού. Πιο νύχτα δεν γίνεται. ΠΗΓΗ Σταύρος Σταυρόπουλος-Βιογραφικά στοιχία θα βρείτε /ΕΔΩ