Σελίδες

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ-ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ(1872-1958)


Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ΄ απ΄ τις σχισμάδες της μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρόυ που μούγκριζε έξω, να μας έρχεται. μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!... Κάμαρα!... Ένα είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο και σχεδόν πάντα υγρό. 
Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ΄ αυτό· αλλ΄ ο κύριος του σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ΄μείς πάρει, ακουγόταν αυτός απ΄ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ΄ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ΄ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:
Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.
Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.
Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ΄ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και καμπουριασμένος.
Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά. Αλλ΄ απ΄ την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.
Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω, περνούσαν απ΄ το νου μου...
Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ΄ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.
Νόμισα πως έβλεπα όνειρο!... Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!
– Παδούλη!... φωνάζω με πνιγμένη φωνή.
– Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.
– Έλα δω, μωρέ!... Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!... Δύο όρνιθες!... Να!...
– Έλα!...
Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί, με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.
– Τη ίγα!... έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.
Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα.
– Νά τοι, νά τοι!... Ωραία πάτε!... Απ΄ τ΄ αυγό στην κότα!... Κατά το παραμύθι!... Μπράβο σας!... Έτσι!... Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της κλέψετε τις κότες!...
Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.
– Πάψε, βρε!...
– Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!...
– Λέγε, λέγε!...
Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.
– Όχι!...
– Βρε κάτσε απ΄ εκεί!..., του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!...
– Στάσου βε!... του έκανε ο Παδούλης.
Ο Λάμπας τραβήχτηκε :
– Κάντε ό,τι θέλετε!... Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!... Στη φυλακή!... Και κλεψιά μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!...
– Λέε, λέε!... Ψάλτης δεν ήσουνα;...
– Μωρέ, θα πάψεις;... Ας το διάολο!
Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια του.
Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ΄ έξω απ΄ το παλιόσπιτο.
Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο κιτρινωπές όρνιθες.
– Νά τες!...
– Ωραία, ωραία!... Μπράβο σας!...
Μας έλεγε ο Λάμπας που είχε καθήσει στη θέση του.
– Μη φας, εσύ!...
– Χριστουγεννιάτικα!...
– Κόφ΄ τους το λαιμό, γιατί τις σταγκούλισα!...
Τους κόψαμε το λαιμό σ΄ ένα μέρος, που πλύναμε έπειτα, ύστερα σ΄ ένα τσουκάλι ρίξαμε νερό και το βάλαμε στη φωτιά.
Ο Λάμπας δε μιλούσε, μόνο μας κοίταζε.
Άμα ζεστάθηκε πολύ το νερό, τις ζεματίσαμε κι αρχίσαμε να τις μαδάμε. Και όταν έμειναν με μόνο το δέρμα, άσπρες, άσπρες, πήρε ο Παδούλης φτερά, πόδια, μάζεψε και τα φτερουλάκια, όλα, όλα, με προσοχή και τα πήγε έξω στην αυλή, όπου τα έθαψε σ΄ ένα λακκάκι, που άνοιξε, πατώντας έπειτα καλά το χώμα, που έριξε από πάνω.
Κοιτάξαμε και για τις σταγόνες το αίμα, που ήτανε δω και κει.
– Κλέφτες!... Σωστοί κλέφτες είσαστε!... μίλησε ο Λάμπας, που μας κοίταζε τι κάναμε.
– Δε θα φας; τον ρώτησα.
– Εγώ;... Ποτέ, ποτέ! να μαγαριστώ με κλεψιμέικο χρονιάρα μέρα!... Ποτέ!...
– Αν δεν ήτανε χρονιάρα μέρα;...
– Δεν ξέρω τι θάκανα!... Ούτε τότε!... Έφαγα απ΄ τ΄ αυγά;...
Ο αχρείος όμως ήξερε να μαγερεύει και του ζητήσαμε τη συμβουλή του.
Μας ειπε πώς να την κάνουμε, αφού πάλι που πήρε θάρρος μ΄ αυτό, μας έβρισε.
*
Η φωτιά ήτανε στις δόξες της. Το παλιοδωμάτιο μοσχοβολούσε.
Καθισμένοι κοντά ακούγαμε το τραγούδι το γλυκό-γλυκό του τσουκαλιού, που έλεγε, έλεγε, νανούριζε, μας υποσχότανε τόσα και τόσα καλά...
Ο Λάμπας καθότανε λίγο τραβηγμένος και στην ομιλία μας, τη γεμάτη ευχαρίστηση και ευθυμία, δεν ανακατευότανε. Ξαφνικά τον ακούσαμε να τραγουδά:
«Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι...»
– Δυο όνιθες!... του είπε ο Παδούλης.
Αυτός, χωρίς να φανεί ότι πρόσεξε, ξακολούθησε:
«Άστρον λαμπρόν...»
Ο βοριάς, που φυσούσε έξω, είχε πέσει λίγο και δεν ακουγότανε να βογκά όπως πριν.
Και η φωτιά ήτανε στις δόξες της με πάνω της σα στέμμα το τσουκάλι, που σα να υμνούσε κι αυτό μαζί με το Λάμπα τη γέννηση του Χριστού έλεγε, έλεγε, έψελνε....-
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 34-38.
ΠΗΓΗ
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872 - 27 Μαρτίου 1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους και πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων, που άλλωστε τον γοήτευαν. Αρκετοί κριτικοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως Ο''Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας''.Πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του. 
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Κατίνα Παΐζη 1911-1996- Θα φύγω ως ήρθα...

Ο Κωνσταντίνος Παΐζης, δάσκαλος από την Ιθάκη , έφθασε μια μέρα στην Ανώπολη των Σφακιών για να δουλέψει στο δημοτικό σχολείο. Ερωτεύεται την Ελένη Πατέρου, κόρη από μεγάλο σόι και τη ζητάει σε γάμο. Από την ένωσή τους ήρθε στη ζωή η Αικατερίνη - Κατίνα - Παΐζη. Χρονιά του 1911.
Μετά από καιρό η οικογένεια εγκαθίσταται στο Ηράκλειο - Μεγάλο Κάστρο τότε. Ο πατέρας αφήνει την εκπαίδευση και καταπιάνεται με τις επιχειρήσεις - μέτοχος στη βιομηχανία καπνού " Κνωσσός -Κόσμος".
Το ζευγάρι αποκτάει άλλα τρία παιδιά, την Αλεξάνδρα ( Αλέκα), τον Μίμη και τον Παύλο. 
Εύπορη η οικογένεια προσφέρει στα παιδιά της υψηλή μόρφωση. Τα αγόρια φεύγουν κάποια στιγμή για σπουδές στην Αθήνα και τα κορίτσια γίνονται δασκάλες. Τα ήθη όμως είναι πολύ αυστηρά και δεν επιτρέπουν εύκολα σε μια νέα κοπέλα να φύγει από το σπίτι και να πάει σε μακρινό χωριό να διδάξει. Οι διασυνδέσεις και οι επαφές του πατέρα βοηθούν ώστε να μην απομακρυνθούν από τον τόπο τους. Έτσι η Κατίνα αρχικά διορίζεται στο διτάξιο σχολείο του Μασταμπά και διδάσκει τα παιδιά των Μικρασιατών προσφύγων. Αργότερα μετατίθεται στο Πρότυπο Ηρακλείου. Η Αλέκα διδάσκει στο Αρμένικο σχολείο.


Το κοινωνικό περιβάλλον είναι ασφυκτικό για τις δύο νέες κοπέλες. Οι περιορισμοί πολλοί στις κοινωνικές συναναστροφές τους και τα αδιέξοδα μεγάλα. Ένας τρόπος υπάρχει για να ξεφύγουν από τη μίζερη πραγματικότητα, η Φαντασία. Αυτήν χρησιμοποιεί η Κατίνα και η Ποίηση είναι το όχημα που επιβιβάζεται για να δραπετεύσει σε άλλο κόσμο. 
Θάταν 20 - 22 χρονών στα 1931, όταν εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή " Ροδοπέταλα" 

ΟΛΑ ΘΑ ΣΒΥΣΟΥΝ
Όλα θα σβύσουν, θα χαθούν αγύριστα,
τίποτα δεν θα μείνη στον αιώνα,
του κόσμου αυτού συντρίμμια η ζωή
θα πέση, σαν ναού παληά κολόνα.

Ο χαλασμός κι' ο χρόνος θ' αφανίσουνε
όλα μέσ' στο πυρό τους το καμίνι,
κι' από του κόσμου τούτου τις ζωές
ασάλευτη θα καμμιά δε θ' απομείνη.

Μ' απ' όλους πιο στερνά θε να χαθή
ο ποιητής στην ώρα τη μεγάλη,
της γένεσης παληός τραγουδιστής,
και του χαμού στερνή ωδή να ψάλλη.

ΨΥΧΟΠΟΝΙΑ

Φτωχάνθρωπε που ολημερίς
μοχθίζεις μέσ' στο δρόμο
έχοντας μιας σκληρής δουλειάς
βαρύ σταυρό στον ώμο,
πιότερο σε συμπόνεσα
τ' απόψε που γελούσες,
και στον καϋμό σου ακουμπιστός
το σύμπαν περγελούσες.


ΒΡΑΔΥΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
Νάταν το θείο σούρουπο,
τ' αγέρι που εφυσούσε, 
νάταν το πεύκο που έκλαιγε
και σιγοτραγουδούσε;

Νάταν η νύχτα που έρχονταν
πλημμυρισμένη μάγια,
νάταν τ' αστέρια που έφεγγαν
στον ουρανό ανάργια;

Για ήσουν συ που πέρασες
για μια στιγμή κοντά μου
και πήρες την αγάπη μου
και πήρες τη χαρά μου;


Ηράκλειο 1911 - Λεωφόρος Καλοκαιρινού      πηγή:mycreta,
Το Ηράκλειο είναι την εποχή εκείνη μια πόλη με έντονη κίνηση , εμπορική και πνευματική. Κυκλοφορούν εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και αρκετές γυναίκες τολμούν να κάνουν διακριτή τη λογοτεχνική τους παρουσία. Η Κατίνα επηρεάζεται από αυτή την  περιρρέουσα ατμόσφαιρα και αναπνέει τον λογοτεχνικό αέρα που φυσάει στην πόλη. Ξεχωρίζει η στενή φιλία της με την Γαλάτεια Αλεξίου - Καζαντζάκη.
Το 1936 μια δεύτερη ποιητική συλλογή κυκλοφορεί με τίτλο " Απλοί σκοποί", η οποία γίνεται δεκτή με πολύ ευνοϊκά σχόλια από τους λογοτεχνικούς κύκλους.
ΝΕΑΝΙΚΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Είμαστε νέοι μες στης ζωής ακόμα τον Απρίλη.
Μπροστά μας στέκεται ο καιρός του θέρου και του τρύγου
κι' οι πόθοι οι χρυσοφτέρουγοι σε λουλουδένια χείλη
τη γλύκα δεν εγεύτηκαν και τη δροσιά του μύρου.

Κι ωστόσο όλοι βαρύθυμοι κι απογοητευμένοι,
δειλοί κι αναποφάσιστοι κοιτάζουμε το δρόμο,
κι αργοδιαβαίνουμε σκυφτοί, βουβοί, συλλογισμένοι
και μας βαραίν' η νιότη μας καθώς σταυρός στον ώμο!

ΕΝΩ ΒΡΕΧΕΙ
Με την ψυχή περίλυπη στο παραθύρι στέκω·
έξω σκοτάδι κι ερημιά βαθειά και πάντα βρέχει.
Ένας φτωχός ξυπόλυτος που διάβηκε στη στράτα
τη σκέψη μου στο διάβα του συνεπαρμένην έχει.

Πού πάει; Ποιος τον σκέπτεται και ποιος τον περιμένει,
με κάποιο λόγο τρυφερό χαρά να τον γεμίσει;
Πέρασε αργά σαν άνθρωπος απόκληρος και μόνος
που μήτε αγάπες τον τραβούν μήτε τον διώχνουν μίση.

Πού πήγε; Τι να γίνηκε; Με κρυφοκαίει η έγνοια
που ο νους μου στέκει ανήμπορος να την αποκοιμίσει.
Θα γείρει από την κούραση μπροστά σε κάποια θύρα
κ' ίσως δε θα θα' χει δύναμη και να βαρυγγωμήσει.

Με την ψυχή περίλυπη στο παραθύρι στέκω
και πάντα ο νους μου ακολουθεί τον θλιβερόν αλήτη
και τον πονώ σαν αδερφή με μιαν βαθειάν αγάπη.
Κάποτε βρέθηκα και γω στο δρόμο δίχως σπίτι.

Οι δύο αυτές συλλογές την φέρνουν σε επικοινωνία με διανοούμενους και λογοτέχνες όπως τον Γιάννη Σκαρίμπα, το Βάσω Δασκαλάκη, το Νίκο Καζαντζάκη, το Νίκο Πλουμπίδη, τον Γιάννη Ρίτσο κ.α.οι οποίοι αλληλογραφούν μαζί της.
Δύσκολες μέρες όμως έρχονται για την οικογένεια Παΐζη, η οποία καταρρέει οικονομικά όταν καταργείται το μονοπώλιο καπνού. Φτωχοί πλέον και με χαμένη την περιουσία τους μετακομίζουν στην Αθήνα.
Η Κατίνα παντρεύεται τον μουσικό Γιώργο Ζωγράφο, δουλεύει στο Μαράσλειο Δημοτικό σχολείο. Ένας αποτυχημένος τοκετός τη σημαδεύει και μετά γεύεται τη χαρά από τη γέννηση του γιού της Ορέστη.
Στην Κατοχή εντάσσεται στο ΕΑΜ και δημοσιεύει αγωνιστικά ποιήματα. Το όνομά της είναι ανάμεσα σε εκείνα των πνευματικών ανθρώπων που στέλνουν επιστολή διαμαρτυρίας στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό μετά το αιματοκύλισμα της μεγάλης διαδήλωσης που έγινε στις 5 Μαρτίου 1943 για την πολιτική επιστράτευση. Γι' αυτή της τη συμμετοχή και για το πανώ που κρατούσε μαζί με την Γαλάτεια Καζαντζάκη και τον Κούλη Ζαμπαθά με σύνθημα Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΛΑΟ, κλήθηκε στο Πειθαρχικό συμβούλιο και μετατέθηκε από το Μαράσλειο στο 2ο εξατάξιο της Καλλιθέας.
Το 1955 εκδίδει την ποιητική συλλογή "Παραλλαγές".


ΘΑ ΦΥΓΩ
Θα φύγω ως ήρθα μιαν ογρή, συννεφιασμένη μέρα
και πάλι μόνο θα βρεθώ μέσ' στην πολύβουη στράτα
δαρμένη από τον πόνο μου και τον τραχύν αγέρα
και φλογισμένα δάκρυα τα μάτια μου γεμάτα.

Μα κάποτε που η Άνοιξη στα δέντρα θ' ακουμπήσει
και θα ξυπνήσει η μυγδαλιά μέσ' στο λευκό όνειρό της
το τέλος του παραμυθιού, ποιος θα μου το ιστορήσει
που η μοναξιά τη θύρα μου θα κλει με το φτερό της;

 Άραγε πόσοι γνωρίζουν ότι το  υπέροχο τραγούδι που ακουγόταν στη γνωστή τηλεοπτική σειρά Ο Μεγάλος Θυμός, με τον Χρήστο Θηβαίο σε μουσική Βασίλη Δημητρίου,  είναι της Κατίνας Παΐζη;


ΑΓΑΠΗ
Πόσο πολύ σ' αγάπησα ποτέ δε θα το μάθης,
καλέ, που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά.
Απ' τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά.

Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου,
Δεν έσταξε απ' τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό.
Κουνούσα το μαντήλι μου αλαφρά στο μισεμό σου
και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό.

Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων.
Δεν μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή .
Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρυνών σου δρόμων
κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ' άγγιζε προσευχή.

Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες,
που η μοναξιά με τρόμαζε και μούπαιρνε το νου,
τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες
κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού.

Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή,
αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις
πως οι στιγμές που μούδωκες αξίζουν μια ζωή.


Μετά τη συνταξιοδότησή της δουλεύει στο σχολείο της Μαρίας Γουδέλη με το σύστημα Μοντεσόρι. Στηρίζει οικονομικά και ηθικά την οικογένειά της και τους φίλους της. Συμπαραστέκεται στην αδελφή της Αλέκα Παΐζη στα δύσκολα χρόνια της εξορίας αλλά και μετά από αυτήν, την ακολουθεί παντού. Δημοσιεύει πού και πού σε διάφορα περιοδικά.
Έχει γράψει ποιήματα για παιδιά και το 1988 μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Σφακιανές κουβέντες, όπου αποδίδει λογοτεχνικά τις αφηγήσεις της μάνας της.
Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από χαμηλόφωνο λυρισμό και έχει επιρροές από τον Κώστα Καρυωτάκη, την Μαρία Πολυδούρη και τη Μυρτιώτισσα. Το μελαγχολικό παρόν και μέλλον, ο ανεκπλήρωτος έρωτας , η απώλειά του , αλλά και η κοινωνική αδικία, οι κατατρεγμένοι και οι απόκληροι της ζωής είναι μερικά από τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο της.

" Η ποίηση της Κατίνας Παΐζη πάνω απ' όλα διαθέτει δύο σημαντικά προσόντα: αθωότητα και αυθεντικότητα. Τα βιώματα της θα έλεγε κανείς πως τα χειρίζεται με αιθέριες, αριστοκρατικές χειρονομίες σαν να' ταν πολύτιμα μετάξια και πετράδια που θέλει να τα σώσει από την οξείδωση και τη φθορά του χρόνου. Μια ξεχωριστή ποιητική φωνή στα μυθικά χρόνια του μεσοπολέμου που σφραγίζει με τον προσωπικό της τρόπο διαχρονικά ανθρώπινα προβλήματα: έρωτας, θάνατος, στέρηση, αγώνας.

Ήταν μεγάλη ποιήτρια η Κατίνα Παΐζη; Όχι. Ήταν ελάσσων ποιητική φωνή της γενιάς της. Με σπουδαίες στιγμές στο έργο της. Αξιομνημόνευτη, λοιπόν, γι' αυτές τις ξεχωριστές στιγμές της πένας της; Ναι! Γιατί το δίλημμα του μείζονος και του ελάσσονος στην Ποίηση είναι ψευτοδίλημμα. Το εμείς μετράει περισσότερο και όχι το εγώ. Γιατί το δάσος δεν μας συγκινεί μόνο για τα ψηλά, σκιερά του δένδρα. Μα και για τους ταπεινούς θάμνους του, τις πόες, τα μικρά ανθάκια που επιμένουν - και επείγονται - ν' ανθίζουν στη σκιά των ψηλόκορμων, αιωνόβιων δένδρων. Που ποικίλλουν την ομορφιά μεγαλύνοντας το ταπεινό, βοηθώντας το να εκχύσει σπάνια αρώματα. Υπηρέτες μιας μνήμης που ποτέ δεν χάνεται.
Μάθημα διαχρονικό για όλους, γραφιάδες και μη: " Όλοι μαζί κινούμε συρφετός..."
Για τα υπόλοιπα αποφαίνεται ο χρόνος." (Νίκη Τρουλλινού)

Η Κατίνα Παΐζη πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1996.

Το κείμενο στηρίχθηκε στο βιβλίο ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ Πόσο πολύ σ' αγάπησα. Έρευνα - Κείμενα - Επιμέλεια : Νίκη Τρουλλινού. Σειρά "Οι λησμονημένοι του Τόπου" αρ. 4 Εκδόσεις Δοκιμάκης, Ηράκλειο 2011. Το σχέδιο στο εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Μανώλης Αποστολάκης. Το βιβλίο περιέχει cd  με τις Σφακιανές κουβέντες, τις οποίες διαβάζει μοναδικά η ηθοποιός Λήδα Δημητρίου συνοδευόμενη από το πιάνο του γιου της Κατίνας Ορέστη Ζωγράφου με την ηχητική επιμέλεια της Στεφανίας Τσακίρη.
Ο τίτλος της ανάρτησης δανεισμένος από τη Νίκη Τρουλλινού.
Τα ποιήματα και η φωτογραφία από το βιβλίο.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

«Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται». Tάσος Λειβαδίτης

Σύμφωνα με μια πορτοκαλίζουσα παρετυμολογία του 19ου αιώνα, η ομπρέλα προέρχεται από τη φράση «όμβρε, έλα!» που φωνάζει… προκλητικά ο ομπρελοφόρος, αψηφώντας φωναχτά το ενδεχόμενο βροχής. Φυσικά αυτό δεν ισχύει -πρόκειται για δάνειο από τα ιταλικά (ombrella). Στα λατινικά, umbra ήταν η σκιά και umbella το υποκοριστικό της, η σκιούλα. Υπό την επίδραση και του ombra (η σκιά στα ιταλικά), το umbella έγινε ombrella. Στα αγγλικά έχει περάσει η ιταλική λέξη. Οι Γερμανοί λένε Regenschirm, κάλυμμα για τη βροχή.
Η καθαρεύουσα έκανε διάκριση, αποκαλούσε αλεξιβρόχιον την ομπρέλα της βροχής, και αλεξήλιον την ομόλογή της του ηλίου -τη διάκριση όμως την έχει αντιγράψει από τα γαλλικά, όπου αποκαλούν parapluie την ομπρέλα της βροχής και parasol του ήλιου, λέξη που έχει έρθει και στα ελληνικά: το παρασόλι. Αυτό το para- που υπάρχει και στα ιταλικά είναι αντίστοιχο με το αλεξι- το δικό μας (το ρήμα parare στα ιταλικά θα πει προστατεύω, καλύπτω) και το βρίσκουμε και σε άλλες λέξεις που έχουν μπει στα ελληνικά όπως το παραβάν ή το παραπέτο.

Πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη ομπρέλα σε ελληνικό ποίημα πρέπει να ήταν ο Διονύσιος Σολωμός. Σε ένα από τα σατιρικά του υπάρχουν οι στίχοι:

Δύο – τρεις – τέσσερις – πέντε – έξι·
αμπονόρα και θα βρέξει·
cosi par… Μωρή κοπέλα,                     
να μου φέρεις την ομπρέλα·
είναι ινκόμοδο πολύ                                                
για το χέρι να κρατεί
την ομπρέλα . . . Μα θα πεις,
θέλεις κάλλιο να βραχείς;

Εδώ σατιρίζεται ο γιατρός Ροΐδης, συγγενής του Εμμανουήλ θαρρώ -είναι μικρός ο κόσμος.
https://sarantakos.wordpress.com/2016/11/28/umbrella/

Τάσος Λειβαδίτης, «Αλλά τα βράδια»
«Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται».                     
Τάσος Λειβαδίτης – Ὁ ἐπίλογος

Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν
κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν,
……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,
……ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπομεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
……καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες ζοῦμε
καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε
……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ.
Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος

σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),

……ἢ κάποιον ποὺ ντύνεται γυναῖκα γιὰ νὰ πεῖ ἕνα ψέμα ἀκόμα παιδικὸ —
μὴ μ᾿ ἀδικεῖτε, λοιπόν, ἂν ἔκλεισα τὰ μάτια, ἦταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν κόσμο
……ἢ θυμόμουν τὰ χέρια τῆς μητέρας καθὼς ἔβαζαν τὴ σκοῦπα πίσω ἀπ᾿ τὴ χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ἴσως κάτι πιὸ μακρινό,
……ἐνῷ τὸ κοιμητῆρι, ἀντίκρυ, θρόιζε ἁπαλά, σὰν τὸ σύντομο ἐπίλογο ἑνὸς μυστηρίου.

Γιάννης Ρίτσος - Προσφορά (απόσπασμα)
-Στὸν φίλο μου Κώστα Γκοβόστη

Σὰ χελιδόνι
μουσκεμένο ἀπ᾿ τὴ βροχή,

ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ φύγει
κρυμμένο κάτω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια ὀμπρέλλα
τῆς Ἄνοιξης,
δίπλωνα τὰ φτερά μου
καὶ σώπαινα.

«Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής»-Γιάννης Ρίτσος

Είχαμε μια γλάστρα και μια δύση σ’ ένα παράθυρο

κ’ είχαμε την ίδια θλίψη κάθε παραμονή Χριστουγέννων

μια θλίψη σα μια μαύρη ομπρέλα στο διάδρομο

πάνου απ’ την ξύλινη σκάλα.

Κυριακάτικο γεύμα με καλεσμένους στο ύπαιθ
ρο-θανάσης Κωσταβάρας

Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα, στον κήπο.

Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά

και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.

Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.

Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.

Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.

Κι απ' το βάθος

φαίνεται να προβαίνει αργά

ο απρόσκλητος επισκέπτης.

Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο

και το πρόσωπο αθέατο.

Κρυμμένο πίσω απ' τα φύλλα.

Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.

Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ' ένα φόβο αόριστο.

Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.

Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.

Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται

αρχίζουν να πέφτουν oι πρώτες σταγόνες.

Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.

Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.

Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.

Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.

Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.

Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ' όλα τα πρόσωπα.

Της Χαρούλας Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

Να σε δω
να περπατάς ανέμελα
μέσα στον κόσμο των ανθρώπων
να ξανανοίξω την ομπρέλα μη βραχείς
κι’ ας εμφανίζεσαι
για να κρυφτείς ξανά
μέσα σε λαμπερή αχλή
ακολουθώντας
το φως του φεγγαριού
την ώρα που θα σε καλούν κοντά τους άγγελοι.
Κι’ εγώ να σέρνομαι
μέχρι το κοντινότερο ποτάμι
ξέρεις…
φύγανε από εδώ οι νεροποντές, μαζί σου,
και τα δάκρυα.
Τράβηξες κατά τον ουρανό
αλλάζοντας τη γεωγραφία της Αγάπης.
Στο βάθος αστραπές,
οι λόφοι γύρω καλυμμένοι με πάχνη
όλα θαρρείς την ίδια τακτική
ακολουθούν, για ν’ αρμενίσουν στην αιωνιότητα.
Στάζουν σταγόνες απ’ το μαύρο γείσο
στα τρεμάμενα χέρια
μα, αυτό το κοκκινόχωμα του Νότου
πόσο τούτη την ώρα ιχνογραφεί ανεξίτηλα.
Ξεστράτισαν απόψε τα όνειρα
στέκεται ο νους μπροστά στα εφτασφράγιστα χείλη
σιωπές, σιωπές,
κύλησε η μέρα… με σιωπές
κυλάει και η νύχτα, μέσα από βλέμματα υγρά.
Ακούς τον ψίθυρο,
είναι γιατί υπάρχει ένας ακόμη άγγελος
που φοβάται στο σκοτάδι,
είναι γιατί σ’ ευχαριστώ
για το αχνιστό ψωμί που χόρτασα.
Να το θυμάσαι μάννα…
ξημέρωμα θα ξαναϊδωθούμε, Αύριο.
Γεμίζουν αναφιλητά την έρημο
στον ίσκιο της μεγάλης φοινικιάς
γυρεύει ο άνεμος κάτι απ’ τη μνήμη μου να σβήσει
…τα φθαρμένα γράμματα
και τα στάχυα πάνω στον κάμπο
μα, να με περιμένεις πάντα, στην ακτή.


Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα Γενάρης 2012

 ΠΗΓΗ

Κική Δημουλά, «Προφυλάξεις» Όταν βρέχει δεν παίρνω ομπρέλα. To θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι από το ξεκάθαρο. Όταν δε βρέχει, όσο και αν ευτυχεί ο ουρανός όσο κι αν τον πιστεύω ανοίγω την ομπρέλα μου δεν είναι ξεκάθαρη καιρική συνθήκη η ευτυχία.

Τα χόρτα χάιδευαν τα πόδια της
ο αέρας τα μαλλιά της
η πρωινή δροσιά ριγούσε στην επιδερμίδα της
κι ο ουρανός;
μόλις την είδε στ’ ανοιξιάτικο λιβάδι
ο ουρανός
κατέβηκε αργά και μίκρυνε
και έγινε στο χέρι της γαλάζια ομπρέλα
Από τη συλλογή-
Το μυστικό αλφάβητο
 (2010) του Τόλη Νικηφόρου

Θυμάσαι; Χρήστος Μπουλώτης(απόσπασμα)

Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες.
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
ΤΟ  ΘΥΜΑΣΑΙ;

Βρέχει σιωπές απόψε... Μαρία Λαμπράκη
Που είσαι;
Το ξέρω, πάλι χωρίς ομπρέλα
θα βγω στις γειτονιές του κόσμου,
για να σε γυρέψω.
Που να σε βρω;
Πως να σε γνωρίσω;
Με την ομπρέλα σου ανοιχτή
σ' αυτό το τοπίο της βροχής;
Βρέχει σιωπές απόψε
μα, εσύ πάντα,
 ανοιχτή έχεις την ομπρέλα σου.
 Οκτώβρης
Ανοιξαν πάλι οι ομπρέλες
να στεγάσουν αγκαλιές
ή μοναξιές;