Σελίδες

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Ποιήματα για τον Ιούδα

Λεονάρντο ντα Βίντσι: «Μυστικός Δείπνος»
από το http://en.wikipedia.org/wiki/The_Last_Supper_(Leonardo_da_Vinci)

Ο Ιούδας -κακομούτσουνος και μελαμψός- είναι τοποθετημένος σε κεντρικό σημείο του τραπεζιού -τρίτος εκ δεξιών του Χριστού μετά τον Ιωάννη και τον Πέτρο- κι όχι απομονωμένος όπως τον απεικόνιζαν συνήθως μέχρι τότε οι ζωγράφοι. Ωστόσο υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια. Ο Ιούδας, που κρατάει στο χέρι του τα αργύρια της προδοσίας, βρίσκεται πιο χαμηλά από όλους! Καθόλου τυχαία βέβαια αυτή η επιλογή.

Ο ντα Βίντσι για να απεικονίσει τον Μυστικό Δείπνο, διάλεξε την πιο ενδιαφέρουσα στιγμή. Τη στιγμή που ο Χριστός λέει στους μαθητές του πως ένας τους θα τον προδώσει. Γι’ αυτό οι απόστολοι δείχνουν αναστατωμένοι και κοιτάζουν ο ένας τον άλλον με φανερή έκπληξη. Οι μοναδικοί στον πίνακα που δεν εκπλήσσονται είναι ο Χριστός και ο Ιούδας. Είναι οι μόνοι που γνωρίζουν τον προδότη, οι μόνοι που δεν αμφιβάλλουν. Ο Ιούδας όμως -όσο κι αν δεν το δείχνει- είναι ταραγμένος, αφού ρίχνει την αλατιέρα με το χέρι του.


Ο Μυστικός Δείπνος του Gianpetrino -που υπήρξε μαθητής του Λεονάρντο ντα Βίντσι- θεωρείται πιστό αντίγραφο του πρωτότυπου πίνακα.  Στο αντίγραφο αυτό φαίνονται και κάποιες λεπτομέρειες που έχουν χαθεί, όπως η πεσμένη αλατιέρα ή τα πόδια του Ιησού.
από το http://en.wikipedia.org/wiki/The_Last_Supper_(Leonardo_da_Vinci)

Μια άλλη σημαντική λεπτομέρεια είναι το δεξί χέρι του Χριστού που δείχνει να κατευθύνεται προς το αριστερό του Ιούδα. Το χέρι του Χριστού ανοίγει να πιάσει το ψωμί, ενώ το χέρι του Ιούδα ανοίγει να το πάρει. Σα να υπάρχει εδώ μια κρυφή συνεννοήση μεταξύ Δασκάλου και μαθητή.

Προσέξτε επίσης την αντίθεση ανάμεσα στα δύο χέρια του Χριστού. Το δεξί που κατευθύνεται προς τον Ιούδα είναι άγριο, ανοικτό σαν αράχνη, το αριστερό που δείχνει προς τον ουρανό είναι γαλήνιο, έτοιμο για τη θυσία, έτοιμο να δεχτεί τα καρφιά.

Πηγές:

ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ

 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

Η Αγωνία του Ιούδα- Κώστας Βάρναλης

Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί. Και προσεύχονται.
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει.
Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή.
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού. 

Ξυπόλητοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε
-ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαυγίζουν σερπετά.
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι-
αχ! δε  βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.

Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας
παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει,-
όλους μας καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!

Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τι νά ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια, προσταγή;…
Μα κάπου θά ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.

Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανό
πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκής, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζει μέσα στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.

Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε, -βάγια πολλά και φοινικιές,-
και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη, ελπίδες ξαφνικές
Του πα σιγά: -«Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
-«Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη».

Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τα αγαθά, που δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!

Ποιος το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο και τον τραχή Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;

Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μας θέλουν της θυσίας.
Ήρθε γι’ αυτούς, -για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσίας.

Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει  τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει,
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μου τα χωρίζει.

(θυμάται τη μάνα του)
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες τα λιγνά χεράκια σου νυχτοήμερα δεμένη,
ώρες κοιτώντα χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες τ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!

Για σας, μανάδες κι αδελφοί και τώρα κι ύστερα, σιγά
θα κάνω απόψε, κι ας πονώ, της προδοσίας το κρίμα.
Και ξέρω, τι καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Τ’ ανθρώπου ο νους, στον άνεμο φωτιάς ουράνιας τρίμα,
πάνω στη ζάλη του θα πει: «Τον πρόδωσε για χρήμα»!


Jacopo Tintoretto -Ο Νιπτήρ, 1549

Η μητέρα του Ιούδα-
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Παιδί μου
ότι μάλλον Τον πρόδωσες
αντάρτη ενός Μεσσία που περιμέναμε
το ξέρω.
Όσο για το ευτελές ποσό που επέστρεψες
και για το δέντρο που εμπιστεύτηκες
είναι τα πιο πιστά δηνάρια μετανοίας.

Στον άθλιο τόπο τώρα εδώ
ήρθα για να μυρώσω το νεκρό σου σώμα.
Σαν μάνα
εγώ σ’ έχω ήδη συγχωρέσει.
Όμως σπαράζω γιατί αν όλοι
οι πεθαμένοι αυτού του κόσμου
κάποτε συγχωρεθούν
εσύ θα μείνεις έξω απ’ το έλεός Του.
Μόνο μια ελπίδα, γιε μου, με ζεσταίνει:
είναι η συγχώρεση από μάνα
από την Παναγιά

και Της φιλώ το χέρι.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ (1955-2011)
από τη συλλογή ποιημάτων: «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ»
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Το μυστικό του Δείπνου-ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Αφού το Πάσχα τέλειωσε
ύστερα από μια τέτοιαν εβδομάδα
κάθισαν όλοι οι μαθητές
γύρω απ’ τον Κύριο
να ξεκουραστούν και να ξαναδειπνήσουν.
Κανείς δεν είχε διάθεση
για φαγητό και για κουβέντες
τα σκέπαζε όλα μια σεπτή κατήφεια
ανάμεσα σε απορία και τύψη.
Και είπεν ο Κύριος:
«Παιδιά μου
το ξέρω πια πως όλοι σας
απόστολοι κι απλοί πιστοί
μ’ έχετε κάποτε προδώσει.

Εκτός απ’ όσους
μετέτρεψαν σε ομηρία την πίστη
διεκδίκησαν εκ του ασφαλούς τη βασιλεία
φοβήθηκαν και δεν εμπιστευθήκαν το έλεος
και βίαια ταπείνωσαν εαυτούς για να υψωθούνε.

Ενάρετοι κι αμαρτωλοί λοιπόν, παιδιά μου
όλοι μια μέρα θα συγχωρεθούν
εκτός απ’ τους δειλούς εκείνους
που δεν τολμήσανε να με προδώσουν.

από τη συλλογή «ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ»
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

ΙΣΚΑΡΙΩΤΗΣ-Σαλβατόρε Κουαζίμοντο

Κανείς δεν έμαθε τι γύρευε η καρδιά σου
Κι ούτε για το νεκρό χαμόγελό σου
Ενώπιον των έμψυχων λέξεων
Που αφήναν από τον καρπό
Μόνο τον σπόρο.
Ποτέ θνητό.

Μόνον Εκείνος
Πορφύρωνε με την ντροπή το πρόσωπό σου
Ή, καταντούσε ωχρό το αμάρτημά σου,
Με τα βίαια κελεύσματα˙
Την ακαριαία εξορία.

Τι όνειρα στους κήπους και τους ελαιώνες,
Κεντήματα φωτός κι άγριων θάμνων και
Οσμή από τα στάχυα και τ’ αστέρια.
Με τον ουρανό, η γη,
Είναι γαλήνια στη σκιά…

Ερειπωμένο είναι, και κλαίς, το σπίτι.
Κοντά σου, οι φλόγες με τα Κλήματα
Κι όμως, νωπά και πράσινα ακόμη…
Δεν είμαι ‘γω που μπορώ να σου δώσω την άφεση.

Το ψύχος,
Όντως υπάρχει μικρέ μου Ισκαριώτη
Και η νύχτα
Φορά για περιδέραιο μυριάδες κυπαρίσσια.

μετ: Χρίστος Κρεμνιώτης

Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος-Στέλιος Σπεράντζας
Καὶ λέει ὁ Ναζωραῖος στοὺς μαθητάδες:
«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες
Φῶς ἀπὸ φῶς, στὰ σκότη,

ἐσεῖς πιστοὶ ὁδηγοὶ καὶ οἱ πρῶτοι
καταλυτὲς τῶν γήινων θρήνων,
ποῦ θεῖο μήνυμα θὰ φέρετε παντοῦ,
κι ἀκόμα κι ὡς τὴ χώρα τῶν Ἑλλήνων.

Τοῦ δείπνου μας χαρῆτε ἀπόψε τὴ χαρά.
Καὶ τὴν καρδιὰ στυλώσετε γερὰ
μὲ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί,
ποῦ αἷμα καὶ σῶμα εἶναι δικό μου,
μὴν ἀποστάσετε χλωμοὶ
μὲς τὴν ἀνηφοριὰ τοῦ δρόμου».

Καὶ λέει στὸν Ἰσκαριώτη: «Ἐσύ,
τοῦτο τὸ ξέχωρο ὁλοκόκκινο κρασὶ
θὰ πάρης,
τὰ φλογισμένα χείλη νὰ δροσίσης,
πρὶν στὸ Ραββὶ ἕνα φίλημα χαρίσης.
Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια!...»

Ὁ Ἰούδας σκύβει,
πῶς τάχα τὸ ψωμὶ θέλει νὰ κόψη.
Τὰ φρύδια κατεβάζει, ἔτσι ποὺ κρύβει
μὲ στενοχώρια
τὸ φόβο, ὡς καθρεφτίζεται στὴν ὄψη.
Καὶ λέγει τοῦ ξανὰ ὁ Χριστός: «Ἂς γίνη,
ὅ,τι γραμμένο ὑπάρχει νὰ γενῆ.

Νύχτα εἲν' ἀκόμη σκοτεινὴ
καὶ -μὴ φοβᾶσαι- εἶναι γεμάτοι καλωσύνη
τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίκοι.
Κι εἰν' ὅλο ἀγάπη τὸ τριφύλλι,
κι ἀνθεῖ κατάσπρο στὴν πλαγιὰ τοῦ Γολγοθὰ
τὸ χαμομήλι.

Σύρε καὶ μὴν ἀργεῖς.
Χτυπάει ἐπίμονα ἡ καρδιὰ τῆς γῆς.
Σύρε πιὸ γρήγορα, ἀκουμπώντας στὸ ραβδί,
πρὶν βγὴ καὶ τὸ φεγγάρι καὶ σὲ ἰδῆ.»

Κατάχλωμος ὁ Ἰούδας σὰν σουδάρι,
ἁπλώνει τὸ ποτήρι του νὰ πάρη.
Μὰ τὸ ποτήρι πέφτει ἀπὸ τὴ φούχτα του
καὶ πλέρια
βάφει μὲ τ' ἄλικο πιοτό,
τὸ δυνατό,
τοῦ Ναζωραίου τὰ θεία χέρια.

Χαμογελᾶ ὁ Χριστός. Μὰ τοῦ Ἰσκαριώτη
πόσο δονεῖται ἀκόμα τὸ κορμί!
Τῆς προδοσίας βαρὺ τὸ κρίμα... Καὶ μὲ ὁρμὴ
τὸν σπρώχνει νὰ χαθῆ σκυφτὸς στὰ σκότη.
ΙΙ
Ὡραῖος, καθὼς τοῦ ἥλιου ἀνατολή,
ἀνάμεσα ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάδες,
ὀρθώνεται καὶ πάλι ἀργομιλεῖ:
«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες...
Στὰ χείλη ἡ προσευχὴ πρὶν ἀνεβῆ,
τὴν πόρνη, ἂς συχωρέσουν, τὸν τελώνη.

Μὲ ἀνόμους θὰ περάση καὶ ὁ Ραββί.
Τὴν πρώτη πέτρα ὁ ἀναμάρτητος σηκώνει.
Ἀγάπη κόσμου ὁ νικητής. Κι ἐγὼ ἡ πηγὴ
γιὰ ὅποιον διψᾶ στοργὴ δικαιοσύνη.
Εἰρήνη... Ἂν ἀψηλώσω ἀπὸ τὴ γῆ,
ἕνα μὲ τ' ἄστρα κι ἡ ψυχή σας θέλει γίνει»
Εἶπε κι ἀνάβλεψε τὰ μάτια τοῦ ὁ Χριστός.

«Πατέρα μου, κι ἡ ἀγάπη Σου ἂς πληθαίνη.
Σὲ μὲ ἔθνη καὶ λαοὶ καὶ ἡ οἰκουμένη.
Τὸ ἔργο μου ἐτελείωσε. Καὶ νά,
τώρα ὁ δικός μου ὁ διαλεχτὸς
στὰ σκοτεινὰ
τοῦ ξεροπόταμου τῶν Κέδρων περιμένει».

Ξάφνου τὰ νέφη ὡς σκίζει τὸ φεγγάρι,
ἀπ' τὸν ψηλὸ καγκελλωτὸ φεγγίτη,
θεία χάρη,
μία δέσμη κατεβαίνει μὲς στὸ σπίτι.
Δέσμη ἀπὸ φῶς, σὰν φίλημα ἐλαφρό,
στὰ θεία μαλλιὰ τοῦ Ναζωραίου, φωτοστεφάνι.

Μὰ κι ἕνας ἤσκιος ἀπ' τὰ κάγκελα, ποὺ κάνει
πίσω ἀπ' τοὺς ὤμους Του, στὸν τοῖχο, ἕνα σταυρό.

Μὲ πόνο οἱ μαθητάδες τοῦ Κυρίου,
ποῦ τρέμει στῶν ματιῶν τοὺς τὸ ἀκροκλώνι,
τὸ σύμβολο κοιτοῦν τοῦ μαρτυρίου,
Κι ἐκεῖνος μὲ χαμόγελο γλυκὸ
στὸ δεῖπνο τὸ στερνό, τὸ μυστικό,
σκορπάει τὸ θάρρος κι ἐμψυχώνει.

Κι ἔξω, στὰ σκότη τῆς νυχτιᾶς, τρεμάμενος,
καταραμένος,
τὴν ὥρα αὐτὴ τὴν ἴδια,
τρικλίζει ἀκόμα ὁ Ἰούδας παγωμένος.

Κι ἀγκομαχώντας, ζώνεται τὰ φίδια,
ξεσκίζοντας τ' αὐτιά του, γιατί ὁ λόγος,
ὁ λόγος τοῦ Ἄκακου
στριφογυρίζει ἀκόμα μέσα σὰν ξερόφυλλο
ποῦ τὸ σαρώνουν ξεροβόρια:
Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια...».

Δημήτρης Χουλιαράκης, «Εγκώμιο του Ιούδα»
Μία αγάπη διάπυρη τυφλή μία αγάπη
δίχως όρια και δίχως ανταπόκριση

 ήταν εκείνο που σου θόλωσε το νου
ό,τι οι άλλοι είπαν προδοσία
δεν ήταν παρά η ύστατη προσπάθεια Αυτόν
που πάνω απ’ τη ζωή σου αγάπησες να σώσεις·
Κάποιοι μιλήσανε για μιά συναλλαγή
με το ιερατείο μα εγώ το ξέρω είναι ψέμα
όλα ετούτα κι η πιο αισχρή συκοφαντία
οι άθλιοι Φαρισαίοι σε ρίξαν στην παγίδα
την αγαθή ψυχή σου εκμεταλλεύτηκαν
για να Τον βάλουνε στο χέρι.
Ησύχασε Ισκαριώτη τώρα ησύχασε
έτσι σκαρφαλωμένος στη συκιά

με περασμένη στο λαιμό σου την τριχιά
έμοιασες με τα χρόνια ένα ακόμη σταχτερό
κλαρί (λίγο στρεβλό κι αποσυνάγωγο)
απάνω στο χοντρό κορμό της·
τ’ άδικο αίμα εξαγοράστηκε απ’ τη γλυκιά
απαντοχή που δίνει το δέντρο ετούτο
σ’ οδοιπόρους και ξωμάχους.
(Από τη συλλογή «Ζωή κλεισμένη», εκδ. «Το Ροδακιό», 2002)
Πηγή


Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Η Ποίηση των λουλουδιών


Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Κάθε άνθρωπος

έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,
κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του.

Γιάννης Ρίτσος-Δοκιμασία, VII, 3-7. 1943.
ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ-Γιάννης Ρίτσος
Χώρος Απορριμάτων

Πίσω απ' τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά,
σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,
τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες,
πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους
ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,
σαν άστρο παραμελημένο,
έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα.
Μαζί κι εγώ.

Διείσδυση-Γιάννης Ρίτσος
Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. / Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ΄ακούσουν.

Α Π Ο Γ Ε Υ Μ Α

του Γιάννη Ρίτσου

Πότισε τα λουλούδια.

Άκουσε το νερό να στάζει από το μπαλκόνι.

Τα σανίδια μουσκεύουν και παλιώνουν. Μεθαύριο,

όταν θα πέσει το μπαλκόνι, αυτή θα μείνει στον αέρα,

ήσυχη, ωραία, κρατώντας μες στα χέρια της,

τις δυο μεγάλες γλάστρες τα γεράνια της και το χαμόγελό της.

-Μυρτιώτισσα, «Ένα λουλούδι»

«Ένα λουλούδι εγύρεψα,
μονάχα ένα λουλούδι μ᾽ολόγλυκη ευωδιά.
Κι εγώ το αντάξιό του για σας θε νά ᾽λεγα τραγούδι
να σας ευφράνω την καρδιά.

Κανένας δε μου τό᾽φερε καθώς το λαχταρούσα,
και με περίζωσε ο καημός.
Μα ίσως και νά᾽τανε πολύ αυτό που σας ζητούσα,
νά᾽ταν ανθέων ανθός.

Και τώρα τρέμω μη βρεθεί το εξωτικό λουλούδι
με τη γλυκιά ευωδιά,
γιατί αν βαλθώ να σας το πω το αντάξιό του τραγούδι,
θα σας ραγίσω την καρδιά!»

Κική  Δημουλά
"Βάζοντας τα λουλούδια στο νερό
δεν μεριμνάς.
Τους λες το πρώτο ψέμα
να ονειρεύονται τα απελπίζεις."
Τζελαλαντίν Αλ Ρουμί
Ύψωσε τα λόγια σου, όχι τη φωνή σου.
Είναι η βροχούλα που κάνει τα λουλούδια να μεγαλώσουν,
όχι η καταιγίδα.
Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα.
Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι.
Hans Christian Andersen
Νίκου Εγγονόπουλου, «Το γλωσσάριο των ανθέων»
την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο
νυν ή αεί;
αεί
αυτόν ή άλλον;
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ω μέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
ν΄ αγαπιέσαι ή ν΄ αγαπάς;
ν΄ αγαπώ
Από τη συλλογή Έλευσις (1948)
[πηγή: Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1985, σ. 140-141]

Πανσέδες  Τέλος 'Αγρας

 Χαρὲς τοῦ κόσμου ἐτούτου καὶ πίκρες της ψυχῆς,
Λουλούδια τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀπαντοχῆς,
Ἀγκάθια, ποὺ κρυμμένα πληγώνετε βαθειά,
Τὴ μία φορὰ τὸ νοῦ μας, τὴν ἄλλη τὴν καρδιά.
V.
Πράματ᾿ ἁπλά, κοινά, συνηθισμένα,
Σ᾿ ἔγνοιες συχνὰ μὲ βάζουνε τρελλὲς -
Μὲ ποιοὺς τάχα περνᾷς μακριὰ ἀπὸ μένα,
Τί τάχα συλλογίζεσαι, τί λές;
VII.
Ὄχι ρόδα ἀλλὰ πανσέδες θὰ ποθοῦσα νὰ μοῦ ἀφήσεις,
Ἂν στὸ σπίτι μου ἀνθοφόρα κι ἄλλοτε ξανανεβεῖς,
Λουλουδάκια τῆς ἀγάπης, δῶρα τῆς θλιμμένης φύσης,
Σὰν ἐτοῦτον τῆς καρδιᾶς μου τὸν πανσὲ πού ῾ναι μαβής...
Πανσέδες
Συγγραφέας: Τέλλος Άγρας

Άκρα παντού ησυχία– και τηνέ περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ’ τη βρύση
κ’ οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν·
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίση.

Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει,
κι’ αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ’ τις άλλες·
πότε, στάλα· και πότε, θάλασσα– και πάει:
μια, στάλα· και μια, θάλασσας μαβειές αγκάλες,
ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα·
και το γειτονικό τ’ αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ’ το δικό του εντύμα,

το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ’ ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ’ το λιλά και σ’ άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγωνιού φτερά σα νάθελε φορέσει.

Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι’ όσο τον βλέπω, στο είναι του– νά, που μου μοιάζει!
Σα να μ’ ακούη με το είναι του, κι’ ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζη…

K’ έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμείγει
–κ’ είναι σα να το μέλλη και να μη το μέλλη–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ’ αξέβαφα μαβειά με ντύνει, και με θέλει.

Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι’ αγάλια, με χωρεί κ’ εμένα, ολίγο-ολίγο·
στα μάτια του τ’ ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.
(από το Eπιλογή απ’ τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Έμιλυ Ντίκινσον: Έλα στον κήπο μου
 Όπως τα παιδιά λένε στους καλεσμένους “Καληνύχτα”-
    Και πάν’ απρόθυμα για ύπνο-

    Τα όμορφα λουλούδια μου τα χείλη τους μαζεύουν
    Κι ύστερα φορούν τα νυχτικά τους.
    Όπως τα παιδιά χοροπηδούν όταν ξυπνήσουν
    Χαρούμενα που ήρθε το Πρωί-
    Κρυφοκοιτάζουν τ’ άνθη μου από εκατοντάδες
    Κούνιες, και ζωντανεύουν πάλι.
Το ποίημα προέρχεται από το βιβλίο: Έλα στον κήπο μου, των εκδόσεων Αρμός και τη μετάφραση έχει κάνει ο Κώστας Λανταβός.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ-Μαρία Πολυδούρη
Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.

Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.
Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας
Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.

«Φιλοσοφία τῶν λουλουδιῶν»-Νικηφόρος Βρεττάκο
Τρία ποιήματα

ΓΕΝΕΣΗ

Αὐτὸ τὸ γαρύφαλλο, ποὺ κρατώντας το
ἀνάμεσα στὰ τρία μου δάχτυλα
τὸ σηκώνω στὸ φῶς, μοῦ μίλησε καὶ
παρὰ τὸν κοινὸ νοῦ μου τὸ κατανόησα.
Μι᾿ ἁλυσίδα ἀπὸ ἀτέλειωτους γαλαξίες
     συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στὴ γῆ φωταψίες
- τὸ σύμπαν ὁλόκληρο πῆρε μέρος στὴ
     γέννηση
αὐτοῦ τοῦ γαρύφαλλου.
Κι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκούω εἶναι οἱ φωνὲς
τῶν μαστόρων του μέσα του.


ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ

Ἂν μὲ βλέπουν νὰ στέκομαι
ὄρθιος, ἀκίνητος, μὲς
στὰ λουλούδια μου, ὅπως
αὐτὴ τὴ στιγμή,
θὰ νόμιζαν πὼς τὰ διδάσκω. Ἐνῷ
εἶμαι ἐγὼ ποὺ ἀκούω
κι αὐτὰ ποὺ μιλοῦν.
Ἔχοντας μὲ στὸ μέσο
μοῦ διδάσκουν τὸ φῶς.
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ἀναδύθηκε δάσος ζοφερὸ
ἀπ᾿ τὸ πνεῦμα μας
κι ἐκάλυψε τὸν ὁρίζοντα.
Μόνο ἀτραποὶ τρυπώνουν
καὶ χάνονται μέσα στὸ φόβο.
Μέλλον δὲν φαίνεται.
Τρέχουν, χορεύουν ἀνύποπτα
γιὰ ὅ,τι γίνεται πάνω τους
τὰ παιδιά, ἐνῷ γέρνοντας γύρω
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια τους, (ὡς
ν᾿ ἀκοῦν τὴ βοὴ καὶ νὰ βλέπουν
τὸ σύννεφο) σὰν ἕνα ἀπέραντο
ὑπαίθριο ἐκκλησίασμα
τὰ λουλούδια προσεύχονται.
-Κ. Π. Καβάφης, «Ελεγεία των Λουλουδιών»
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν
Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται
η νεότης πιο ωραία. Aλλά μαραίνεται
γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται•
η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Aλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.
Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε.
Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε
τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν,το καλοκαίρι ανθίζουν.
Aλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.
Aυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε•
κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,
καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.
Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.
Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.
Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.

Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Λησμονημένου Aυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,
τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,
σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μάς γνέφουνε
και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)
Ντίνος Χριστιανόπουλος- Ανοίγεις και κλείνεις σα λουλούδι
Ανοίγεις και κλείνεις σα λουλούδι.
Έρχομαι — μουδιασμένος με υποδέχεσαι,
κρατάς τα μάτια επίμονα χαμηλωμένα,
ύστερα λίγο λίγο ξεθαρρεύεις,
αρχίζεις να μιλάς με τρυφεράδα,
τα μάτια χρωματίζεις με ιλαρότητα,
ω πόσο εγκάρδια έγινε η κάμαρη,
δε θέλω γλύκισμα, η κουβέντα σου μου αρκεί.
Μα αν ξεχαστώ και κοιτάξω το ρολόι,
και δείξω μέριμνα για τις δουλειές του κόσμου,
σβήνεις σιγά σιγά την ομιλία,
αρχίζεις να μουδιάζεις λίγο λίγο,
σα να ‘μουν ξένος μ’ αποχαιρετάς,
και κλείνεις, κλείνεις σα λουλούδι.
Οδυσσέας Ελύτης, Το μονόγραμμα

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς; της αγάπης,
μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς;
και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας,
που αγγίξαμε ο ίδιος, μ’ ακούς;
και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς.

Από τόσο χειμώνα κι από τόσους βοριάδες μ’ ακούς;
να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;
μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς;


The Red Carnation', Lady Elizabeth Bowes-
Η πληγωμένη Άνοιξη-Μίλτος Σαχτούρης
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948-Κική Δημουλά
Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε κῆπος κάποτε.


Art by, irina karkabi
Διάλογος πρῶτος-Νίκος Καρούζος

Διάλογος πρώτος
Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΖΙΡΑΝΙ-ΕΙΡΗΝΗ ΤΣΟΡΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ

Πολλά χρόνια πρίν, της έλεγαν....
''Κράτησε κάτι για τον εαυτό σου, μη τα δίνεις όλα.
Αγαπησέ τον για να σε προστατέψει κι αυτος. Αν δεν αγαπήσεις πρώτα ΕΣΕΝΑ θα χαθείς ''
Στέρεψε! Δεν κράτησε ούτε ένα ψιχουλάκι για την ίδια, τα έδωσε 'ΟΛΑ.
Διψασε! Δεν κράτησε ούτε μία σταγόνα νερό, να βρέξει τα ξεραμένα χείλη της.
Γονατισε ! Χτυπήθηκε απο βροχές, μπόρες, καταιγίδες. Στον διάβα της ζωήςς της ένας πλάτανος. Τα φύλλα του της ψιθύριζαν...'' Σήκω, μην εγκαταλείπεις, μη παραιτείσαι απο την ζωή.'' 'Αλλοτε τα φύλλα και τα κλαριά του θυμωμένα απο τον αγέρα και άλλοτε χαδιάρικα και αγαπησιάρικα.
Κι αυτόν δεν τον άκουσε...Μπήκε σε μια ανυπαρξία, σ' ενα τούνελ του μυαλού, της ψυχής,  και του σώματος. Ο πλάτανος διπλα ακοίμητος φρουρός άπλωνε τα πελώρια κλαριά του και μέσα απο τα φυλλώματα του την παρακαλούσε...ΜΠΟΡΕΙΣ!  ΠΡΕΠΕΙ!
ΟΧΙ, για τους άλλους, μα μόνο για σένα!
Το θολωμένο της μυαλό δεν άκουγε το θρόισμα.Η λαβωμένη της ψυχή την οδηγούσε στο κενό, στο τέλος, με μια επιθυμία να περάσει στην απέναντη όχθη. Ο πλάτανος άπλωνε τις κλάρες του την τραβούσε πίσω και της ψιθύριζε για να μην την τρομάξει πιότερο.''Ειναι γλυκιά η ζωή..αρκεί να αρχίσεις έστω και τώρα να αγαπήσεις ΕΣΕΝΑ. Ακουσέ με....Οι ρίζες μου θα σου δώσουν δύναμη..τα κλαδιά και η φυλλωσιά μου θα σου δώσουν ίσκιο να ξαποστάσεις....ΞΕΚΙΝΑ!''
Πως να το κάμει όμως ? Οταν προδωμένη απο ''καρδιακές φίλες'' απογοητευμένη απο ανθρώπους που στο όνομα της φιλανθρωπίας και της βοήθειας στον άνθρωπο για να δώσουν ΕΛΠΙΔΑ έκαναν τα δικά τους τα κέφια παίζοντας τους ΔΗΘΕΝ ?
Τα άφησε όλα πίσω...'Εμεινε μόνη, απογοητευμένη βρίσκοντας παρηγοριά στις ρίζες του πλάτανου και στην σκιά του για να μην περάσει στην άλλη όχθη.
ΩΣΠΟΥ!
Η Ζωή είναι ωραία!
ΝΑΙ, η ζωή είναι πολύτιμο δώρο!

ΝΑΙ,
η ζωή ειναι η μάνα ΓΗ που μπορείς κάποια στιγμή  όταν ξεθολώσει το μυαλό, όταν ξεχάσεις πόνους και απογοητεύσεις και μπόρες, όταν αντιμετωπίσεις ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ και τα κύματα που σε τσάκισαν και μάτωσες,  να φυτέψεις ενα Τζιρανι....
Δεν το φύτεψε όμως στην μάνα ΓΗ . Το φύτεψε στην ψυχή της βαθειά! Να το ποτίζει με το δάκρυ της χαράς και της λύπης, να το ποτίζει μ'αγάπη και όνειρα.
Φύτεψε ΕΝΑ ΤΖΙΡΑΝΙ...
Ξέρεις ...Αυτό που ανθίζει κάθε εποχή....Για να μπορεί να δώσει πρώτα σ'εκείνη τα άνθη του τα φύλλα του ακόμα και το διακριτικό άρωμα του στην ψυχή της.
'Εδωσε σε κάθε φύλλο, σε κάθε ανθό, ένα όνομα.....
...............................
Θα το φροντίζει γιατί  πιστεύει πως το Τζιράνι την βοήθησε να κάνει ενα μικρό δειλό βήμα.
Να μαζέψει τα ψυχουλάκια, να κρατήσει μια σταγόνα νερό, να σηκώσει το ανάστημα της ψηλά. Για ΕΚΕΙΝΗ!
Να αρχισει ν'αγαπά τον εαυτό της....
Κι όταν καταφέρει ακόμα και τώρα στη δύση της ζωής της, θα ευχαριστεί τον πλάτανο που την παρακάλεσε να φυτεψει το Τζιράνι-Γεράνι της.....