Σελίδες

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Ποιήματα για τον Ιούδα

Λεονάρντο ντα Βίντσι: «Μυστικός Δείπνος»
από το http://en.wikipedia.org/wiki/The_Last_Supper_(Leonardo_da_Vinci)

Ο Ιούδας -κακομούτσουνος και μελαμψός- είναι τοποθετημένος σε κεντρικό σημείο του τραπεζιού -τρίτος εκ δεξιών του Χριστού μετά τον Ιωάννη και τον Πέτρο- κι όχι απομονωμένος όπως τον απεικόνιζαν συνήθως μέχρι τότε οι ζωγράφοι. Ωστόσο υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια. Ο Ιούδας, που κρατάει στο χέρι του τα αργύρια της προδοσίας, βρίσκεται πιο χαμηλά από όλους! Καθόλου τυχαία βέβαια αυτή η επιλογή.

Ο ντα Βίντσι για να απεικονίσει τον Μυστικό Δείπνο, διάλεξε την πιο ενδιαφέρουσα στιγμή. Τη στιγμή που ο Χριστός λέει στους μαθητές του πως ένας τους θα τον προδώσει. Γι’ αυτό οι απόστολοι δείχνουν αναστατωμένοι και κοιτάζουν ο ένας τον άλλον με φανερή έκπληξη. Οι μοναδικοί στον πίνακα που δεν εκπλήσσονται είναι ο Χριστός και ο Ιούδας. Είναι οι μόνοι που γνωρίζουν τον προδότη, οι μόνοι που δεν αμφιβάλλουν. Ο Ιούδας όμως -όσο κι αν δεν το δείχνει- είναι ταραγμένος, αφού ρίχνει την αλατιέρα με το χέρι του.


Ο Μυστικός Δείπνος του Gianpetrino -που υπήρξε μαθητής του Λεονάρντο ντα Βίντσι- θεωρείται πιστό αντίγραφο του πρωτότυπου πίνακα.  Στο αντίγραφο αυτό φαίνονται και κάποιες λεπτομέρειες που έχουν χαθεί, όπως η πεσμένη αλατιέρα ή τα πόδια του Ιησού.
από το http://en.wikipedia.org/wiki/The_Last_Supper_(Leonardo_da_Vinci)

Μια άλλη σημαντική λεπτομέρεια είναι το δεξί χέρι του Χριστού που δείχνει να κατευθύνεται προς το αριστερό του Ιούδα. Το χέρι του Χριστού ανοίγει να πιάσει το ψωμί, ενώ το χέρι του Ιούδα ανοίγει να το πάρει. Σα να υπάρχει εδώ μια κρυφή συνεννοήση μεταξύ Δασκάλου και μαθητή.

Προσέξτε επίσης την αντίθεση ανάμεσα στα δύο χέρια του Χριστού. Το δεξί που κατευθύνεται προς τον Ιούδα είναι άγριο, ανοικτό σαν αράχνη, το αριστερό που δείχνει προς τον ουρανό είναι γαλήνιο, έτοιμο για τη θυσία, έτοιμο να δεχτεί τα καρφιά.

Πηγές:

ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ

 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

Η Αγωνία του Ιούδα- Κώστας Βάρναλης

Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί. Και προσεύχονται.
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει.
Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή.
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού. 

Ξυπόλητοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε
-ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαυγίζουν σερπετά.
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι-
αχ! δε  βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.

Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας
παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει,-
όλους μας καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!

Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τι νά ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια, προσταγή;…
Μα κάπου θά ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.

Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανό
πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκής, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζει μέσα στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.

Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε, -βάγια πολλά και φοινικιές,-
και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη, ελπίδες ξαφνικές
Του πα σιγά: -«Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
-«Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη».

Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τα αγαθά, που δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!

Ποιος το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο και τον τραχή Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;

Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μας θέλουν της θυσίας.
Ήρθε γι’ αυτούς, -για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσίας.

Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει  τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει,
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μου τα χωρίζει.

(θυμάται τη μάνα του)
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες τα λιγνά χεράκια σου νυχτοήμερα δεμένη,
ώρες κοιτώντα χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες τ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!

Για σας, μανάδες κι αδελφοί και τώρα κι ύστερα, σιγά
θα κάνω απόψε, κι ας πονώ, της προδοσίας το κρίμα.
Και ξέρω, τι καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Τ’ ανθρώπου ο νους, στον άνεμο φωτιάς ουράνιας τρίμα,
πάνω στη ζάλη του θα πει: «Τον πρόδωσε για χρήμα»!


Jacopo Tintoretto -Ο Νιπτήρ, 1549

Η μητέρα του Ιούδα-
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Παιδί μου
ότι μάλλον Τον πρόδωσες
αντάρτη ενός Μεσσία που περιμέναμε
το ξέρω.
Όσο για το ευτελές ποσό που επέστρεψες
και για το δέντρο που εμπιστεύτηκες
είναι τα πιο πιστά δηνάρια μετανοίας.

Στον άθλιο τόπο τώρα εδώ
ήρθα για να μυρώσω το νεκρό σου σώμα.
Σαν μάνα
εγώ σ’ έχω ήδη συγχωρέσει.
Όμως σπαράζω γιατί αν όλοι
οι πεθαμένοι αυτού του κόσμου
κάποτε συγχωρεθούν
εσύ θα μείνεις έξω απ’ το έλεός Του.
Μόνο μια ελπίδα, γιε μου, με ζεσταίνει:
είναι η συγχώρεση από μάνα
από την Παναγιά

και Της φιλώ το χέρι.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ (1955-2011)
από τη συλλογή ποιημάτων: «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ»
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Το μυστικό του Δείπνου-ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Αφού το Πάσχα τέλειωσε
ύστερα από μια τέτοιαν εβδομάδα
κάθισαν όλοι οι μαθητές
γύρω απ’ τον Κύριο
να ξεκουραστούν και να ξαναδειπνήσουν.
Κανείς δεν είχε διάθεση
για φαγητό και για κουβέντες
τα σκέπαζε όλα μια σεπτή κατήφεια
ανάμεσα σε απορία και τύψη.
Και είπεν ο Κύριος:
«Παιδιά μου
το ξέρω πια πως όλοι σας
απόστολοι κι απλοί πιστοί
μ’ έχετε κάποτε προδώσει.

Εκτός απ’ όσους
μετέτρεψαν σε ομηρία την πίστη
διεκδίκησαν εκ του ασφαλούς τη βασιλεία
φοβήθηκαν και δεν εμπιστευθήκαν το έλεος
και βίαια ταπείνωσαν εαυτούς για να υψωθούνε.

Ενάρετοι κι αμαρτωλοί λοιπόν, παιδιά μου
όλοι μια μέρα θα συγχωρεθούν
εκτός απ’ τους δειλούς εκείνους
που δεν τολμήσανε να με προδώσουν.

από τη συλλογή «ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ»
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

ΙΣΚΑΡΙΩΤΗΣ-Σαλβατόρε Κουαζίμοντο

Κανείς δεν έμαθε τι γύρευε η καρδιά σου
Κι ούτε για το νεκρό χαμόγελό σου
Ενώπιον των έμψυχων λέξεων
Που αφήναν από τον καρπό
Μόνο τον σπόρο.
Ποτέ θνητό.

Μόνον Εκείνος
Πορφύρωνε με την ντροπή το πρόσωπό σου
Ή, καταντούσε ωχρό το αμάρτημά σου,
Με τα βίαια κελεύσματα˙
Την ακαριαία εξορία.

Τι όνειρα στους κήπους και τους ελαιώνες,
Κεντήματα φωτός κι άγριων θάμνων και
Οσμή από τα στάχυα και τ’ αστέρια.
Με τον ουρανό, η γη,
Είναι γαλήνια στη σκιά…

Ερειπωμένο είναι, και κλαίς, το σπίτι.
Κοντά σου, οι φλόγες με τα Κλήματα
Κι όμως, νωπά και πράσινα ακόμη…
Δεν είμαι ‘γω που μπορώ να σου δώσω την άφεση.

Το ψύχος,
Όντως υπάρχει μικρέ μου Ισκαριώτη
Και η νύχτα
Φορά για περιδέραιο μυριάδες κυπαρίσσια.

μετ: Χρίστος Κρεμνιώτης

Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος-Στέλιος Σπεράντζας
Καὶ λέει ὁ Ναζωραῖος στοὺς μαθητάδες:
«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες
Φῶς ἀπὸ φῶς, στὰ σκότη,

ἐσεῖς πιστοὶ ὁδηγοὶ καὶ οἱ πρῶτοι
καταλυτὲς τῶν γήινων θρήνων,
ποῦ θεῖο μήνυμα θὰ φέρετε παντοῦ,
κι ἀκόμα κι ὡς τὴ χώρα τῶν Ἑλλήνων.

Τοῦ δείπνου μας χαρῆτε ἀπόψε τὴ χαρά.
Καὶ τὴν καρδιὰ στυλώσετε γερὰ
μὲ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί,
ποῦ αἷμα καὶ σῶμα εἶναι δικό μου,
μὴν ἀποστάσετε χλωμοὶ
μὲς τὴν ἀνηφοριὰ τοῦ δρόμου».

Καὶ λέει στὸν Ἰσκαριώτη: «Ἐσύ,
τοῦτο τὸ ξέχωρο ὁλοκόκκινο κρασὶ
θὰ πάρης,
τὰ φλογισμένα χείλη νὰ δροσίσης,
πρὶν στὸ Ραββὶ ἕνα φίλημα χαρίσης.
Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια!...»

Ὁ Ἰούδας σκύβει,
πῶς τάχα τὸ ψωμὶ θέλει νὰ κόψη.
Τὰ φρύδια κατεβάζει, ἔτσι ποὺ κρύβει
μὲ στενοχώρια
τὸ φόβο, ὡς καθρεφτίζεται στὴν ὄψη.
Καὶ λέγει τοῦ ξανὰ ὁ Χριστός: «Ἂς γίνη,
ὅ,τι γραμμένο ὑπάρχει νὰ γενῆ.

Νύχτα εἲν' ἀκόμη σκοτεινὴ
καὶ -μὴ φοβᾶσαι- εἶναι γεμάτοι καλωσύνη
τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίκοι.
Κι εἰν' ὅλο ἀγάπη τὸ τριφύλλι,
κι ἀνθεῖ κατάσπρο στὴν πλαγιὰ τοῦ Γολγοθὰ
τὸ χαμομήλι.

Σύρε καὶ μὴν ἀργεῖς.
Χτυπάει ἐπίμονα ἡ καρδιὰ τῆς γῆς.
Σύρε πιὸ γρήγορα, ἀκουμπώντας στὸ ραβδί,
πρὶν βγὴ καὶ τὸ φεγγάρι καὶ σὲ ἰδῆ.»

Κατάχλωμος ὁ Ἰούδας σὰν σουδάρι,
ἁπλώνει τὸ ποτήρι του νὰ πάρη.
Μὰ τὸ ποτήρι πέφτει ἀπὸ τὴ φούχτα του
καὶ πλέρια
βάφει μὲ τ' ἄλικο πιοτό,
τὸ δυνατό,
τοῦ Ναζωραίου τὰ θεία χέρια.

Χαμογελᾶ ὁ Χριστός. Μὰ τοῦ Ἰσκαριώτη
πόσο δονεῖται ἀκόμα τὸ κορμί!
Τῆς προδοσίας βαρὺ τὸ κρίμα... Καὶ μὲ ὁρμὴ
τὸν σπρώχνει νὰ χαθῆ σκυφτὸς στὰ σκότη.
ΙΙ
Ὡραῖος, καθὼς τοῦ ἥλιου ἀνατολή,
ἀνάμεσα ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάδες,
ὀρθώνεται καὶ πάλι ἀργομιλεῖ:
«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες...
Στὰ χείλη ἡ προσευχὴ πρὶν ἀνεβῆ,
τὴν πόρνη, ἂς συχωρέσουν, τὸν τελώνη.

Μὲ ἀνόμους θὰ περάση καὶ ὁ Ραββί.
Τὴν πρώτη πέτρα ὁ ἀναμάρτητος σηκώνει.
Ἀγάπη κόσμου ὁ νικητής. Κι ἐγὼ ἡ πηγὴ
γιὰ ὅποιον διψᾶ στοργὴ δικαιοσύνη.
Εἰρήνη... Ἂν ἀψηλώσω ἀπὸ τὴ γῆ,
ἕνα μὲ τ' ἄστρα κι ἡ ψυχή σας θέλει γίνει»
Εἶπε κι ἀνάβλεψε τὰ μάτια τοῦ ὁ Χριστός.

«Πατέρα μου, κι ἡ ἀγάπη Σου ἂς πληθαίνη.
Σὲ μὲ ἔθνη καὶ λαοὶ καὶ ἡ οἰκουμένη.
Τὸ ἔργο μου ἐτελείωσε. Καὶ νά,
τώρα ὁ δικός μου ὁ διαλεχτὸς
στὰ σκοτεινὰ
τοῦ ξεροπόταμου τῶν Κέδρων περιμένει».

Ξάφνου τὰ νέφη ὡς σκίζει τὸ φεγγάρι,
ἀπ' τὸν ψηλὸ καγκελλωτὸ φεγγίτη,
θεία χάρη,
μία δέσμη κατεβαίνει μὲς στὸ σπίτι.
Δέσμη ἀπὸ φῶς, σὰν φίλημα ἐλαφρό,
στὰ θεία μαλλιὰ τοῦ Ναζωραίου, φωτοστεφάνι.

Μὰ κι ἕνας ἤσκιος ἀπ' τὰ κάγκελα, ποὺ κάνει
πίσω ἀπ' τοὺς ὤμους Του, στὸν τοῖχο, ἕνα σταυρό.

Μὲ πόνο οἱ μαθητάδες τοῦ Κυρίου,
ποῦ τρέμει στῶν ματιῶν τοὺς τὸ ἀκροκλώνι,
τὸ σύμβολο κοιτοῦν τοῦ μαρτυρίου,
Κι ἐκεῖνος μὲ χαμόγελο γλυκὸ
στὸ δεῖπνο τὸ στερνό, τὸ μυστικό,
σκορπάει τὸ θάρρος κι ἐμψυχώνει.

Κι ἔξω, στὰ σκότη τῆς νυχτιᾶς, τρεμάμενος,
καταραμένος,
τὴν ὥρα αὐτὴ τὴν ἴδια,
τρικλίζει ἀκόμα ὁ Ἰούδας παγωμένος.

Κι ἀγκομαχώντας, ζώνεται τὰ φίδια,
ξεσκίζοντας τ' αὐτιά του, γιατί ὁ λόγος,
ὁ λόγος τοῦ Ἄκακου
στριφογυρίζει ἀκόμα μέσα σὰν ξερόφυλλο
ποῦ τὸ σαρώνουν ξεροβόρια:
Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια...».

Δημήτρης Χουλιαράκης, «Εγκώμιο του Ιούδα»
Μία αγάπη διάπυρη τυφλή μία αγάπη
δίχως όρια και δίχως ανταπόκριση

 ήταν εκείνο που σου θόλωσε το νου
ό,τι οι άλλοι είπαν προδοσία
δεν ήταν παρά η ύστατη προσπάθεια Αυτόν
που πάνω απ’ τη ζωή σου αγάπησες να σώσεις·
Κάποιοι μιλήσανε για μιά συναλλαγή
με το ιερατείο μα εγώ το ξέρω είναι ψέμα
όλα ετούτα κι η πιο αισχρή συκοφαντία
οι άθλιοι Φαρισαίοι σε ρίξαν στην παγίδα
την αγαθή ψυχή σου εκμεταλλεύτηκαν
για να Τον βάλουνε στο χέρι.
Ησύχασε Ισκαριώτη τώρα ησύχασε
έτσι σκαρφαλωμένος στη συκιά

με περασμένη στο λαιμό σου την τριχιά
έμοιασες με τα χρόνια ένα ακόμη σταχτερό
κλαρί (λίγο στρεβλό κι αποσυνάγωγο)
απάνω στο χοντρό κορμό της·
τ’ άδικο αίμα εξαγοράστηκε απ’ τη γλυκιά
απαντοχή που δίνει το δέντρο ετούτο
σ’ οδοιπόρους και ξωμάχους.
(Από τη συλλογή «Ζωή κλεισμένη», εκδ. «Το Ροδακιό», 2002)
Πηγή